ΙΟΒΕ: Σημαντική βελτίωση του οικονομικού κλίματος. Σε υψηλό 5 ετών

Στις 93,8 μονάδες διαμορφώθηκε στην Ελλάδα ο δείκτης Δείκτης Οικονομικού Κλίματος στην Ελλάδα τον Μάιο. Δείτε αναλυτικά τα στοιχεία
- 03 Ιουνίου 2013 12:52
Στο ζενίθ του από το Σεπτέμβριο του 2008 βρέθηκε ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος το Μάιο. Η εντυπωσιακή εξέλιξη «υποδηλώνει περισσότερο άμβλυνση της μεγάλης απαισιοδοξίας που κυριαρχούσε τα προηγούμενα χρόνια και λιγότερο την επικράτηση κλίματος αισιοδοξίας.
Στις 93,8 μονάδες διαμορφώθηκε ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος στην Ελλάδα τον Μάιο (από 89,2 τον προηγούμενο μήνα), τιμή που είναι η υψηλότερη που καταγράφεται από τον Σεπτέμβριο του 2008, σύμφωνα με έρευνα οικονομικής συγκυρίας του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών.
Η ανάκαμψη εκπορεύεται από την άνοδο των επιμέρους δεικτών σε όλους τους επιχειρηματικούς τομείς, αλλά και στην καταναλωτική εμπιστοσύνη. Η εντυπωσιακή πράγματι αυτή εξέλιξη υποδηλώνει περισσότερο την άμβλυνση της μεγάλης απαισιοδοξίας που κυριαρχούσε τα προηγούμενα χρόνια και λιγότερο την επικράτηση κλίματος αισιοδοξίας.
Δείτε αναλυτικά τα στοιχεία του ΙΟΒΕ
Στην πρώτη έχουν συμβάλει η ηπιότερη πορεία της ύφεσης, οι αυξημένες τουριστικές κρατήσεις, η ενεργοποίηση κάποιων προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, η προοπτική των αποκρατικοποιήσεων, η επιστροφή καταθέσεων, η αναμενόμενη ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών αλλά και η αλλαγή της ρητορικής στο διεθνές περιβάλλον.
Από την άλλη πλευρά, παραμένει γεγονός ότι κινούμαστε ακόμα σε ένα περιβάλλον βαθιάς ύφεσης, με σωρευτικά δυσμενή αποτελέσματα στα εισοδήματα, στην ανεργία και στην εγχώρια ζήτηση. Γι’ αυτό άλλωστε η πλειονότητα πολιτών και επιχειρήσεων συνεχίζει να διατυπώνει αρνητικές προσδοκίες για τις οικονομικές εξελίξεις.
Είναι φανερό ότι στο ελληνικό περιβάλλον διαμορφώνονται σταδιακά ευνοϊκότερες συνθήκες που έχουν άμεση επιρροή στο επιχειρηματικό κλίμα και στους καταναλωτές και ότι όσο αυτές συνεχίζονται και εμπεδώνονται, μπορούμε να ευελπιστούμε ότι οι προσδοκίες θα αποτυπωθούν τελικά σε όρους πραγματικής οικονομίας και κυρίως στη μείωση της ανεργίας.
Αναλυτικότερα:
*στη βιομηχανία, οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη της παραγωγής και οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα παραμένουν στα ίδια επίπεδα, με τις αρνητικές εκτιμήσεις για το τρέχον επίπεδο παραγγελιών και ζήτησης να αμβλύνονται.
*στις υπηρεσίες, οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για την τρέχουσα δραστηριότητά τους κερδίζουν έδαφος, όπως και οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη των πωλήσεων ενώ και οι αρνητικές εκτιμήσεις για την τρέχουσα ζήτηση αμβλύνονται.
*στο λιανικό εμπόριο, οι εκτιμήσεις για τις τρέχουσες πωλήσεις και οι προβλέψεις για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές των πωλήσεων μεταβάλλονται θετικά, ενώ οι αρνητικές εκτιμήσεις για τα αποθέματα αυξάνονται.
*στις κατασκευές, οι δυσμενείς προβλέψεις για το πρόγραμμα εργασιών των επιχειρήσεων αμβλύνονται σημαντικά, παρόλο που αυτό δεν αντανακλάται στην απασχόληση όπου οι αρνητικές προσδοκίες εντείνονται.
*στην καταναλωτική εμπιστοσύνη, όλες οι μεταβλητές του δείκτη καταγράφουν θετική μεταβολή: οι έντονα αρνητικές προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού και οι αντίστοιχες για την οικονομική κατάσταση της χώρας βελτιώνονται αισθητά, ενώ και οι υποτονικές προθέσεις για αποταμίευση το επόμενο 12μηνο ανακάμπτουν.
Παράλληλα, το πολύ μεγάλο ποσοστό των απαισιόδοξων πολιτών αμβλύνεται ελαφρά, κα θώς μετατοπίζονται περισσότερο προς τη σταθερότητα και λιγότερο προς την αισιοδοξία.
Τα θετικά μηνύματα από το εγχώριο και διεθνές περιβάλλον φαίνεται να έχουν συμβάλει σε αυτή την τάση. Από την άλλη παραμένει γεγονός ότι κινούμαστε ακόμα σε ένα περιβάλλον βαθιάς ύφεσης, με σωρευτικά δυσμενή αποτελέσματα στα εισοδήματα, στην ανεργία και στην εγχώρια ζήτηση. Γι’ αυτό άλλωστε η πλειονότητα των πολιτών συνεχίζει να διατυπώνει αρνητικές προσδοκίες για τις οικονομικές εξελίξεις. Είναι πάντως φανερό ότι στο ελληνικό περιβάλλον διαμορφώνονται σταδιακά ευνοϊκότερες συνθήκες που έχουν άμεση επιρροή και στους καταναλωτές και ότι όσο αυτές συνεχίζονται και εμπεδώνονται, μπορούμε να ευελπιστούμε ότι οι προσδοκίες θα αποτυπωθούν τελικά σε όρους πραγματικής οικονομίας και κυρίως στη μείωση της ανεργίας.
Οι Έλληνες παραμένουν με διαφορά οι πιο απαισιόδοξοι ευρωπαίοι καταναλωτές, με τους καταναλωτές της Κύπρου να ακολουθούν, έχοντας όμως και αυτοί καταγράψει ανάλογη άνοδο στον αρνητικό τους δείκτη τον Μάιο (-55,3 από-64,4 μονάδες), μετά την έντονη πτώση του Απριλίου κατά 25 μονάδες. Ακολουθούν η Πορτογαλία, η Βουλγαρία, η Σλοβακία-η οποία μάλιστα παρουσιάζει έντονη πτώση στο σχετικό της δείκτη-και η Ρουμανία. Συνολικά, η καταναλωτική εμπιστοσύνη κινείται ανοδικά σε 16 χώρες τον Μάιο. Θετικοί δείκτες καταγράφονται σταθερά στις σκανδιναβικές χώρες (Σουηδία, Φινλανδία και Δανία). Αναλυτικότερα για την Ελλάδα:
*Κάμψη στις δυσμενείς προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών
Οι προβλέψεις των πολιτών τον Μάιο για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους τους προσεχείς 12 μήνες βελτιώνονται σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, με το σχετικό δείκτη να κινείται στις -55,3 μονάδες (από -63,3). Το 7% των ερωτηθέντων (από 4%) κρίνει ότι το επόμενο διάστημα η οικονομική τους κατάσταση θα βελτιωθεί ελαφρά, ενώ το 69% (από 72%) αναμένει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση. Οι σχετικοί δείκτες στην ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώνονται αντίστοιχα στις-8,9 και -10,3 μονάδες.
*Σημαντική άμβλυνση των απαισιόδοξων προβλέψεων για την οικονομική κατάσταση της χώρας
Ανοδικά κινούνται οι προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική κατάσταση της χώρας τους το προσεχές 12-μηνο, με το σχετικό δείκτη να κερδίζει 10 μονάδες και να διαμορφώνεται στις -57,3. Το ποσοστό των καταναλωτών που προβλέπουν ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση μειώνεται στο 70% (από 79%), ενώ το 10% κρίνει ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί ελαφρά (από 6%). Οι αντίστοιχοι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώνονται στις -24,8 και -26,8μονάδες.
*Αναθέρμανση της περιορισμένης πρόθεσης για αποταμίευση
Ο δείκτης της πρόθεσης για αποταμίευση τους προσεχείς 12 μήνες κερδίζει και αυτός έδαφος τον Μάιο και διαμορφώνεται στις – 73,5 μονάδες (από -77,9), με το 73% (από 78%) των ελληνικών νοικοκυριών να μη θεωρεί καθόλου πιθανή την αποταμίευση το επόμενο 12μηνο και το 11% (από 9%) να τη θεωρεί αρκετά ή πολύ πιθανή. Οι αντίστοιχοι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη κινούνται στις –13,1 και -13,8 μονάδες.
*Εξασθενούν οι έντονα απαισιόδοξες προβλέψεις για την εξέλιξη της ανεργίας
Ο δείκτης πρόβλεψης για την εξέλιξη της ανεργίας τους προσεχείς 12 μήνες αμβλύνεται τον Μάιο κατά 10 περίπου μονάδες, κινούμενος στις 67,4 μονάδες. Το ποσοστό των πολιτών που προβλέπει ότι η ανεργία θα αυξηθεί ελαφρά ή αισθητά μειώνεται στο 81% (από 88%), με το 8% να αναμένει ελαφρά ή αισθητή μείωση (από 6 %). Οι αντίστοιχοι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη περιορίζονται στις +34,1 και +36,6 μονάδες.
*Περιορίζονται οι αναιμικές προβλέψεις για μείζονες αγορές
Η πρόθεση των καταναλωτών για σημαντικές αγορές τους προσεχείς 12 μήνες (επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ.) βελτιώνεται ελαφρά τον Μάιο, με το σχετικό δείκτη να κινείται στις -67,8 μονάδες (από -73,8). Το 65% (από 71%) των καταναλωτών προβλέπει ότι θα προβούν σε πολύ λιγότερες δαπάνες, ενώ αυξάνεται στο 5% (από 3%) το ποσοστό εκείνων που αναμένουν ότι οι δαπάνες τους θα αυξηθούν λίγο ή πολύ. Οι ευρωπαϊκοί αρνητικοί δείκτες παραμένουν στις -22,4 και -22,9 μονάδες σε ΕΕ και Ευρωζώνη αντίστοιχα.
*Περαιτέρω αποκλιμάκωση στις προσδοκίες των τιμών
Ο δείκτης πρόβλεψης μεταβολών των τιμών τους προσεχείς 12 μήνες εξασθενεί και τον Μάιο κατά 2 μονάδες και διαμορφώνεται στις -4,5 μονάδες. Το ποσοστό εκείνων που προβλέπουν αύξηση τιμών με τον ίδιο ή ταχύτερο ρυθμό περιορίζεται στο 31% (από 36%), ενώ παραμένει στο 45-46% το ποσοστό όσων θεωρούν ότι οι τιμές θα μειωθούν ή θα παραμείνουν αμετάβλητες. Οι αντίστοιχοι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη περιορίζονται οριακά στις +17,1 και +15,4 μονάδες.
*Αυξάνεται το ποσοστό των νοικοκυριών που «αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους»
Ως προς τις εκτιμήσεις για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» μειώνεται στο 55% (από 59%), ενώ το αντίστοιχο εκείνων που αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους αυξάνεται στο 19% (από 16%). Το 8-9% των καταναλωτών το τελευταίο τετράμηνο δηλώνει ότι αποταμιεύει λίγο ή πολύ, ενώ τέλος, το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι έχουν χρεωθεί παραμένει και αυτό στο 17%.