Η πρόκληση των Πρότυπων σχολείων: Αριστεία για λίγους ή ποιοτική εκπαίδευση για όλους;
Διαβάζεται σε 8'
Εξετάσεις αριστείας: Το δύσβατο μονοπάτι προς τα Πρότυπα Σχολεία. Γράφει η εκπαιδευτικός Αγγελική Πολίτη
- 02 Μαΐου 2025 10:26
Η φετινή 3η Μαΐου αποτελεί ημέρα ορόσημο για χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες ηλικίας 11–12 ετών, οι οποίοι διεκδικούν μια θέση σε Πρότυπο Γυμνάσιο μέσω εξετάσεων, ελπίζοντας να διακριθούν ανάμεσα στους καλύτερους υποψηφίους των σχολείων προτίμησής τους.
Για όσους δε γνωρίζουν, τα Πρότυπα Σχολεία είναι δημόσιες σχολικές μονάδες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που προάγουν την αριστεία και την εκπαιδευτική καινοτομία και η εισαγωγή σε αυτά γίνεται κατόπιν εξετάσεων πανελλαδικής εμβέλειας ανεξάρτητα του τόπου διαμονής των μαθητών. Τα πρότυπα διαθέσιμα σχολεία είναι μόλις εννέα στην Αττική και δώδεκα στην υπόλοιπη Ελλάδα — αριθμός που, σε πολλές περιφέρειες, αντιστοιχεί σε μία και μοναδική επιλογή. Αυτό καθιστά τον ανταγωνισμό έντονο όπως αποδεικνύεται και από τις 9.056 αιτήσεις για 1775 θέσεις στα Πρότυπα σχολεία για το σχολ. έτος 2025-26, ενώ μερικώς ανταγωνιστική είναι και η κατάσταση στα Δημόσια Ωνάσεια σχολεία με 3.274 αιτήσεις για 1.166 θέσεις.
Ανταγωνισμός που παραμένει από έτος σε έτος υψηλός αν αναλογιστούμε ότι για το σχολ. έτος 2024-45 είχαν κατατεθεί 9.454 αιτήσεις για 1775 θέσεις. Πρόσθετο στοιχείο ανταγωνισμού αποτελεί το ότι η βάση εισαγωγής δεν καθορίζεται από μια ελάχιστη επίδοση, αλλά ξεκινά από την ανώτερη βαθμολογία και κατέρχεται μέχρι την κάλυψη των θέσεων. Αυτό για την περσινή χρονιά σηματοδότησε για ορισμένα σχολεία πιθανότητα εισαγωγής 1 στους 7,5 υποψηφίους μαθητές με την ανώτερη βάση εισαγωγής να αγγίζει ακόμη και το 86%.
Τα ποσοτικά αυτά δεδομένα οδηγούν αυξάνουν την πίεση, ωθώντας τους υποψηφίους μαθητές/τριες σε εξαντλητική, πολύμηνη προετοιμασία και εντατική εξάσκηση συχνά με τη βοήθεια εξειδικευμένων φροντιστηριακών κέντρων που έναντι 150–200 ευρώ μηνιαίως, κυρίως κατά τη διάρκεια της Στ΄ Δημοτικού «προπονούν» τους μικρούς μαθητές/τριες.
Από την άλλη η οικογένεια επωμίζεται από το Δημοτικό κιόλας ένα επιπρόσθετο οικονομικό βάρος. Η επιβάρυνση αυτή αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα αν ληφθούν υπόψη οι συνεχιζόμενες αυξήσεις σε βασικά αγαθά, όπως η στέγαση και τα τρόφιμα, που δοκιμάζουν την οικονομική αντοχή των νοικοκυριών. Για τα φτωχότερα νοικοκυριά και ειδικά για το 20% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα, όπου το 58,1% των συνολικών δαπανών αφορά βασικές καταναλωτικές ανάγκες (ΕΛΣΤΑΤ, 2022), η κάλυψη επιπρόσθετων εξόδων για την εκπαιδευτική προετοιμασία των παιδιών συχνά φαντάζει πολυτέλεια.
Το γεγονός αυτό εγείρει ένα κρίσιμο ερώτημα: εξαρτάται τελικά η στοχευμένη και επαρκής προετοιμασία ενός μαθητή από το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο της οικογένειάς του; Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, διαμορφώνονται σοβαρές ανισότητες, ιδιαίτερα εις βάρος παιδιών που προέρχονται από οικονομικά ευάλωτα ή γεωγραφικά απομονωμένα περιβάλλοντα, για τα οποία η πρόσβαση σε πόρους, υποστήριξη ή εξειδικευμένα μέσα προετοιμασίας είναι περιορισμένη ή ανύπαρκτη.
Ένα επιπρόσθετο ερώτημα είναι κατά πόσο είναι παιδαγωγικά ορθό ένα τόσο απαιτητικό σύστημα πρόσβασης, το οποίο προσομοιάζει στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, να εφαρμόζεται ήδη από την ηλικία των 11–12 ετών.
Από τη μία πλευρά, είναι κατανοητή η ανάγκη διασφάλισης ενός αδιάβλητου και αξιοκρατικού μηχανισμού επιλογής. Από την άλλη, ωστόσο, δημιουργείται η αίσθηση παγίωσης ενός εξετασιοκεντρικού μοντέλου εκπαίδευσης, που εστιάζει κυρίως στην απόδοση και όχι στην ουσία της μάθησης.
Πιο συγκεκριμένα, οι εξετάσεις στα πρότυπα σχολεία φέρουν μεγάλη ομοιότητα με τις Πανελλαδικές Εξετάσεις, φέρουν έντονα ανταγωνιστικό χαρακτήρα, εστιάζουν στην επίδοση, βασίζονται σε προκαθορισμένη ύλη με συνδυασμό κλειστών και ανοιχτών θεμάτων, η προπόνηση περιλαμβάνει προσομοιώσεις εξετάσεων και συστηματική και εξαντλητική προετοιμασία.
Κυρίως, όμως, προκαλούν ισχυρή ψυχολογική πίεση που καλούνται να διαχειριστούν μαθητές και μαθήτριες ήδη από την ηλικία της προ-εφηβείας. Πρόκειται για πίεση, εντούτοις, που δεν περιορίζεται μόνο στους υποψηφίους, μεταφέρεται αμφίδρομα ανάμεσα σε γονείς και παιδιά στην κοινή τους προσπάθεια να εξασφαλίσουν ένα «καλύτερο εκπαιδευτικό μέλλον».
Ένα μέλλον που ορίζεται ως επιτυχία όχι η συνολική παιδαγωγική πρόοδος αλλά η ικανότητα ενός μαθητή να αντέξει και να ξεχωρίσει μέσα από ένα αυστηρό σύστημα επιλογής. Και είναι τόσο καθοριστική η μέθοδος που συχνά πολλά παιδιά εισέρχονται στα πρότυπα σχολεία αφενός εξουθενωμένα, αφετέρου τόσο τα ίδια όσο και οι γονείς στοχοπροσηλωμένα σε μια λογική βαθμοθηρίας και εξετασιοκεντρισμού τόσο έντονη που συχνά μεταφέρουν πίεση και στους εκπαιδευτικούς των προτύπων, οι οποίοι συχνά κρούουν κώδωνα ανησυχίας για το άγχος της βαθμολογικής απόδοσης που επηρεάζει την πολύπλευρη ανάπτυξη των μαθητών/τριών.
Έτσι, το (πρότυπο) σχολείο μετατρέπεται σε μηχανισμό παραγωγής υψηλών βαθμών τη στιγμή που η θεσμική αποστολή των Πρότυπων Σχολείων, όπως περιγράφεται στη νομοθεσία είναι να αποτελούν σχολεία αυξημένων μαθησιακών δυνατοτήτων, πλούσιων εμπειριών και ανοιχτής, ουσιαστικής παιδείας. Το παράδοξο, δε, είναι ότι για τις αυξημένες αυτές δυνατότητες τα επιλέγουν και οι γονείς/κηδεμόνες.
Τα Πρότυπα Σχολεία ως καταφύγιο σε ένα πληγωμένο εκπαιδευτικό σύστημα
Η πραγματικότητα της δημόσιας εκπαίδευσης χαρακτηρίζεται από υποχρηματοδότηση, ελλείψεις σε εξοπλισμό, υποδομές και τεχνολογική υποστήριξη, ελλείψεις σε μόνιμο προσωπικό και καθυστερήσεις στη στελέχωση με εκπαιδευτικούς όλων των ειδικοτήτων.
Με τη δημόσια δαπάνη για την Παιδεία να κυμαίνεται στο 4,0% του ΑΕΠ (κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 4,7%, Eurostat, 2023), τα ελληνικά σχολεία καλούνται να λειτουργήσουν με ανεπαρκή μέσα. Στο εκπαιδευτικό αυτό τοπίο η διασφάλιση κάποιων από τα ως άνω στοιχεία αποτελεί συχνά έναν από τους βασικούς λόγους που τα Πρότυπα Σχολεία φαντάζουν για πολλούς γονείς ως το ασφαλέστερο μονοπάτι προς μια ποιοτική δημόσια εκπαίδευση.
Ο θεσμός των Πρότυπων Σχολείων προσπαθεί να καλύψει αυτό το κενό, επενδύοντας σε ποιοτικά χαρακτηριστικά όπως η αυστηρή επιλογή μαθητών, οι εκπαιδευτικοί υψηλών προσόντων και η εφαρμογή καινοτόμων διδακτικών πρακτικών. Οι παθογένειες, ωστόσο, παραμένουν ακόμη και για τα Πρότυπα με αυξημένη την ανάγκη να αντιμετωπιστούν σε αρκετά από αυτά οι ελλιπείς υποδομές, κτιριακά ζητήματα και η περιορισμένη πρόσβαση σε σύγχρονο εξοπλισμό.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν αρκετά μη πρότυπα δημόσια σχολεία σε όλη τη χώρα που διασφαλίζουν ποιοτική εκπαίδευση εφαρμόζοντας αξιόλογες παιδαγωγικές καινοτομίες, πετυχαίνοντας υψηλά μαθησιακά αποτελέσματα, αντίστοιχα χωρίς ιδιαίτερη θεσμική στήριξη ή πόρους. Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι μόνο ποιο σχολείο φέρει την «ετικέτα» του προτύπου, αλλά ποιο σχολείο λειτουργεί ουσιαστικά ως πρότυπο στην πράξη. Ποια μπορεί, λοιπόν, να είναι η ουσιαστική αποστολή των Πρότυπων Σχολείων;
Πρότυπα Σχολεία: μοχλοί ανάπτυξης ανοιχτών συνεργατικών κοινοτήτων μάθησης
Ο θεσμός των Πρότυπων Σχολείων, όπως προβλέπεται από τον Ν. 4692/2020, οφείλει να υπερβαίνει την έννοια της αριστείας ως ατομική επίδοση δίνοντας τη δυνατότητα στα πρότυπα σχολεία να μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλοί ανάπτυξης ποιοτικής, συμπεριληπτικής εκπαίδευσης για όλα τα σχολεία.
Αν και στο θεσμικό τους ρόλο προβλέπεται ότι συντελούν στην αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης μέσα από την πιλοτική εφαρμογή καινοτομιών, τη συνεργασία με άλλα σχολεία μέσω κοινών δράσεων, τη δικτύωση και διάχυση καλών παιδαγωγικών πρακτικών συχνά στην πράξη η καινοτομία περιορίζεται στον κλειστό κύκλο των προτύπων σχολείων και η διάχυση επιτυγχάνεται μέσω ανάρτησης καλών πρακτικών.
Ουσιαστική, επομένως, αναβάθμιση του ρόλου τους θα ήταν να μετατραπούν από κλειστές νησίδες αριστείας σε γέφυρες μιας νέας συνεργατικής κουλτούρας μάθησης λειτουργώντας ως πυρήνες καινοτομίας, επιμόρφωσης και διασύνδεσης με τα υπόλοιπα σχολεία της περιφέρειάς τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μπορούν να μετασχηματιστούν σε μοχλούς ανάπτυξης συνεργατικών κοινοτήτων μάθησης, προάγοντας τη συλλογική πρόοδο και τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Στην εποχή της δικτυωμένης μάθησης, τα Πρότυπα Σχολεία μπορούν να ηγηθούν μιας νέας πολιτισμικής αλλαγής στην εκπαίδευση. Θα μπορούσαν, δηλ. να βασιστούν στο παιδαγωγικό μοντέλο του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού ώστε η γνώση να οικοδομείται κοινωνικά, συνεργατικά και να έχουν συντονιστικό ρόλο σε δίκτυα μάθησης μεταξύ σχολείων της περιφέρειάς τους, αξιοποιώντας τόσο ψηφιακές υποδομές όσο και υλοποιώντας φυσικές συνέργειες.
Παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι: α) η δημιουργία δικτύων συνεργασίας ανάμεσα στα Πρότυπα και τα υπόλοιπα σχολεία κάθε περιφέρειας, β) η καθιέρωση τακτικών ημερίδων διάχυσης καλών πρακτικών με τη συμμετοχή όλων των σχολείων, γ) η λειτουργία ψηφιακής πλατφόρμας ανταλλαγής προγραμμάτων, δ) η εκπόνηση κοινών projects μαθητών/τριών από διαφορετικά σχολεία, ε) η δημιουργία μικτών ομάδων επιμόρφωσης με εκπαιδευτικούς από σχολεία της περιφέρειας, στ) η υιοθέτηση πρακτικών εκπαίδευσης μεταξύ ομότιμων (peer mentoring), όπου μαθητές/τριες και καθηγητές λειτουργούν ως μέντορες άλλων σχολείων.
Αποτέλεσμα αυτής της ουσιαστικής ‘καινοτομίας’ θα ήταν η αριστεία να γίνει μοχλός διάχυσης ποιότητας προάγοντας ένα spillover effect, δηλ. ένα φαινόμενο μετάδοσης θετικών επιδράσεων, δίνοντας τη δυνατότητα στα Πρότυπα Σχολεία σε συνεργασία με μη πρότυπα σχολεία να ηγηθούν μιας πολιτισμικής αλλαγής στην εκπαίδευση, μετατρέποντας τη γνώση από ατομικό προνόμιο σε συλλογικό αγαθό για όλους/ όλες.
Η Αγγελική Πολίτη είναι Εκπαιδευτικός Αγγλικής Γλώσσας Δημόσιας Εκπαίδευσης, MA. In Applied Linguistics, M.Ed. in ICT for Education