Πώς ένας καθηγητής “ξεκλείδωσε” τους μαθητές του με κείμενο του Εντουάρ Λουί

Διαβάζεται σε 14'
Πώς ένας καθηγητής “ξεκλείδωσε” τους μαθητές του με κείμενο του Εντουάρ Λουί
I-stock

Ενας ταλαντούχος και ευρηματικός φιλόλογος γκρέμισε με μία απλή κίνηση το μύθο ότι οι μαθητές και οι μαθήτριες στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία. Τι λέει για τα αδιέξοδα του ελληνικού σχολείου και τις ματαιώσεις του συστήματος.

H ταινία “Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών” με τον αείμνηστο Ρόμπιν Ουίλιαμς είχε κατασυγκινήσει τα πλήθη όπου και αν προβλήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 80. Ένας καθηγητής κερδίζει με τη συμπεριφορά και την επάρκειά του, διδάσκοντας ποίηση, τους “απαιτητικούς” μαθητές του, οι οποίοι τον υπερασπίζονται με πάθος σε διαμάχη που έχει με τη διεύθυνση.

Στην πραγματική ζωή, σε σχολείο του κέντρου της Αθήνας, ο εκπαιδευτικός Σωτήρης Σιαμανδούρας μπορεί, κατά τη γνώμη μας, να ισχυριστεί ότι μπόρεσε να μπει για λίγο στα παπούτσια του καθηγητή της υπέροχης ταινίας. Με την out of the box επιλογή του σε διαγώνισμα της Γ’ Γυμνασίου, ο φιλόλογος άνοιξε νέους ορίζοντες στους μαθητές και τις μαθήτριές του, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι τα παιδιά διψούν να μάθουν πράγματα που αφορούν πράγματι την καθημερινότητα και τη ζωή τους.

Παράλληλα, ένας μύθος κατέρρευσε με πάταγο. Δεν ενδιαφέρονται οι μαθητές και οι μαθήτριες για την λογοτεχνία, λέγεται. Η πραγματικότητα φαίνεται ότι είναι διαφορετική. Τα παιδιά ενδιαφέρονται αν κανείς τα προσεγγίσει με ειλικρίνεια, σεβασμό και αγάπη και τους δώσει κομμάτια από την ελληνική και ξένη λογοτεχνία που έχουν κάτι να πουν στις νεανικές ψυχές.

Ιδού, λοιπόν, αυτό που επιχείρησε ο κ. Σιαμανδούρας. Σε διαγώνισμα (και αυτό έχει τη σημασία του) έδωσε στα παιδιά τμήματος της Γ’ Γυμνασίου να επεξεργαστούν απόσπασμα από το βιβλίο του Γάλλου συγγραφέα, Εντουάρ Λουί “Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ”, (εκδόσεις Αντίποδες).

To απόσπασμα είναι το ακόλουθο:

“Οι γυναίκες ταμίες -μια και υπάρχουν επαγγέλματα που είναι αποκλειστικά για γυναίκες, οι άντρες τα θεωρούν υποτιμητικά- μαθαίνουν να ζουν με τους καρπούς, με τα δάχτυλα να παραλύουν, με αρθριτικά, σε ηλικία που άλλες ξεκινούν τις σπουδές τους και βγαίνουν τα Σαββατοκύριακα, λες και η νιότη δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ένα βιολογικό δεδομένο, ένα απλό ζήτημα ηλικίας, μια στιγμή της ζωής, αλλά μάλλον κάτι σαν προνόμιο που απολαμβάνουν μόνο εκείνοι που μπορούν -λόγω της κατάστασής τους- να γευτούν όλες αυτές τις εμπειρίες, όλα αυτά τα αισθήματα που περικλείονται στη λέξη εφηβεία. Η ξαδέρφη μου η ταμίας, όπως και πολλά άλλα κορίτσια από το χωριό, αλλά και από γειτονικά χωριά, που δούλευαν ταμίες, ήταν μόλις είκοσι πέντε χρονών και μου έλεγε ότι δεν μπορούσε άλλο, Δεν αντέχω. Δεν μπορώ άλλο, χωρίς όμως να παραπονιέται υπερβολικά, έλεγε μάλιστα ότι ήταν τυχερή που είχε μια δουλειά, ότι δεν ήταν φυγόπονη Δεν μπορώ να πω ότι είμαι δυστυχισμένη, ξέρω ανθρώπους που δεν έχουν δουλειά ή κάνουν χειρότερες δουλειές από τη δική μου, δεν είμαι τεμπέλα, κάθε μέρα πάω στη δουλειά μου, είμαι εκεί πέρα στην ώρα μου. Συνήθιζε τα βράδια να μουλιάζει τα χέρια της σε χλιαρό νερό για να χαλαρώσει τις πονεμένες αρθρώσεις της, η αρρώστια του ταμία. Νύχτες ανήσυχες με το κορμί της να παραλύει από τις κράμπες Με πιάνει κράμπα όταν σηκώνομαι, όταν σκύβω, όταν σηκώνομαι για να σκύψω. Δεν συνηθίζει λοιπόν κανείς και τόσο τον πόνο.”

Τι ζητήθηκε από την άποψη της παραγωγής λόγου:

Να γράψετε ένα άρθρο για την εφημερίδα του σχολείου σας, στο οποίο να αναφέρετε (σε 100 με 150 λέξεις) τις σκέψεις και τα συναισθήματα που σας δημιούργησε το απόσπασμα από το βιβλίο του Εντουάρ Λουί που διαβάσατε.

Τα παιδιά έγραψαν εκπληκτικά πράγματα

Τα αποτελέσματα; Άκρως ενθαρρυντικά! Σπουδαία!

Ο κ. Σιαμανδούρας μάς εκμυστηρεύτηκε τη χαρά του: “Eίχα την ελπίδα ότι τα παιδιά θα ανταποκριθούν, αλλιώς δεν θα έβαζα το θέμα. Και γιατί είχα την ελπίδα; Γιατί τον Λουί τον είχα ξαναδουλέψει σε ΕΠΑΛ στη Χαλκίδα. Η κοινωνική σύνθεση ενός ΕΠΑΛ ήταν συγκεκριμένη. Εκεί, με άλλο κείμενο, είχα και πάλι εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Με εντυπωσίασε το γεγονός ότι λύθηκε η γλώσσα των παιδιών και μπόρεσαν να εκφραστούν με πληρότητα και πολύ συγκίνηση. Τα παιδιά είναι συνήθως πιο μαζεμένα σε πιο αμυντική στάση, η οποία μπορεί να εκφράζεται με διάφορους τρόπους, γιατί έχουν την αίσθηση ότι εξετάζονται, ότι κρίνονται. Επίσης, έχουν συνηθίσει να δέχονται κριτική για τα πράγματα που λένε.

Το απόσπασμα που μπήκε τους χτύπησε τέτοια χορδή που θέλησαν από μόνα τους να ξεπεράσουν αυτό το όριο. Δηλαδή τα παιδιά κατέληξαν να γράφουν για τη μητέρα τους, για τη θεία τους, για την αδελφή τους για εικόνες καθημερινές και οικείες γι’ αυτά.

Ίσως για πρώτη φορά να σκέφτηκαν κάποια πράγματα πάνω σε αυτό τον καθρέφτη του κειμένου. Μπόρεσαν να δουν τον εαυτό τους. Πραγματικά δεν το περίμενα καθόλου. Απορούσα: Αυτό το παιδί μπορεί να γράψει; Δεν μου έχει ξαναγράψει τίποτε. Ήταν όμως καθαρά θέμα συγκέντρωσης, να του κάνει κάτι κλικ. Διαπίστωσε ότι εν προκειμένω αξίζει τον κόπο να μιλήσει και να εκφραστεί. Γιατί μιλάει για τους ανθρώπους του, για τη ζωή του.”

Ο Έλληνας φιλόλογος έγινε ακόμη πιο συγκεκριμένος: “Ένα από τα παιδιά έγραψε για τη μητέρα του και περιέγραφε το πώς γυρίζει κουρασμένη. Και ωστόσο τους φροντίζει και δεν έχει παραπονεθεί ποτέ. Παραδέχεται το παιδί ότι δεν το είχε σκεφτεί έτσι. Έγραψε ότι πρέπει να δίνουμε μεγαλύτερη σημασία και στα γυναικεία επαγγέλματα. Και είναι και αυτά κουραστικά. Στο απόσπασμα μπορούσαν να συνδυαστούν διαφορετικά επίπεδα καταπιέσεων, η ταξική, η έμφυλη.”

Παρατηρούμε το εξής: “Τα παιδιά έχουν μια συνείδηση αυτού που λέμε της πιο μεγάλης ταξικότητας. Δεν ξέρουν πως να το ορίσουμε και πως το λένε, αλλά ξέρουνε πού ζουν και τι κάνουν.»

Και ο εκπαιδευτικός αποκαλύπτει: «Ναι, ναι. Τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση με το κατάλληλο ερέθισμα. Σε άλλο πλαίσιο ίσως μιλούσαν διαφορετικά για το ίδιο θέμα. Σε αυτό το πλαίσιο όμως που φαινόταν υποστηρικτικό προς αυτή την κατεύθυνση, μίλησαν με τον τρόπο που μίλησαν. Και μπορεί να ήταν και μια μεταστροφή που συνέβη εκείνη τη στιγμή.

Άλλο παιδί έγραφε ότι εγώ δεν διαβάζω βιβλία, αλλά τώρα διάβασα αυτό το απόσπασμα και μου έκανε εντύπωση και λέω μήπως να το διαβάσω κιόλας; Μου έχει συμβεί πολλές φορές να μπαίνω στην τάξη, να συζητήσω ένα θέμα και σε 5 ή 10 λεπτά να βλέπω μια πολύ σημαντική μεταστροφή.”

“Να σημειώσω” τονίζει ο κ. Σιαμανδούρας “ότι επρόκειτο για διαγώνισμα, για μία κρίσιμη στιγμή. Άρα τα παιδιά ήταν αναγκασμένα από τη μια να δουλέψουν. Από την άλλη είδαν ότι ο καθηγητής τους έκανε μια επιλογή έξω από το κουτί. Ξαφνικά τους έρχεται μια λογοτεχνική σελίδα, σύγχρονη κιόλας. Και αυτό χωρίς να τους έχω κάνει εισαγωγή, δουλειά, χωρίς να τους έχω πει πράγματα.”

Μου έχει τύχει με άλλο βιβλίο του Λουί, το “Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου”, να το δώσω σε μαθήτρια που βίωνε περιβάλλον ανάλογο του συγγραφέα. Της το έδωσα σε μία εκδρομή και το διάβασε ολόκληρο. Το συζήτησε με τον πατέρα της, τον έβγαλε για καφέ. Και έγραψε και άρθρο για τη σχολική εφημερίδα. Και όλα αυτά σε ΕΠΑΛ που τα παιδιά δεν είχαν ξαναδιαβάσει λογοτεχνία.”

“Θα παραιτηθώ, δεν έχει νόημα”

Κάπου εδώ τα ευχάριστα τελειώνουν. Μία αχτίδα αισιοδοξίας από την ωραία έκπληξη που χάρισε η ανταπόκριση των παιδιών στο κείμενο του Λουί δεν είναι δυνατόν να κρύψει τα κακώς κείμενα στην ελληνική εκπαίδευση. Και αυτά, πλέον, είναι πολλά.

Η οπτική του εκπαιδευτικού είναι αρκούντως χαρακτηριστική: “Το σχολείο προσπαθεί να μας στριμώξει με κάθε τρόπο. Καταρχάς, στο Λύκειο έχουμε την τράπεζα θεμάτων. Άρα πρέπει να δουλέψουμε θέματα τα οποία είναι έτοιμα. Κανείς δεν επιμελείται τα θέματα που ανεβαίνουν εκεί και γι’ αυτό πολύ συχνά είναι και γεμάτα λάθη. Είναι μια αστειότητα.

Και βέβαια είναι και μια ευκολία, ενδεχομένως, για αρκετό κόσμο που μπορεί να ξεκινήσει από εκεί, αντί να καθίσει να σκεφτεί μόνος του και οπωσδήποτε να μπει σε αυτή τη διαδικασία, που είναι τρομερά χρονοβόρα. Αλλά είναι και αίτημα των παιδιών. Πότε θα κάνουμε Τράπεζα θεμάτων μας ρωτούν. Γιατί έχουν την αίσθηση ότι θα πέσουν αυτά τα θέματα και ότι αν κάνουμε αυτά θα είναι πιο προετοιμασμένα. Εκεί σε σπρώχνει το σύστημα.”

Δεν υπάρχει οδός διαφυγής; “Υπάρχει και η λογική να πάρεις την ευθύνη και να επιμείνεις, κόντρα σε γονείς και φροντιστήρια, ότι δεν μπορώ να τα κάνω όλα τα θέματα της Τράπεζας θεμάτων και το να επιλέξω εγώ κείμενο, θα σε προετοιμάσει καλύτερα από το να κάνουμε τυχαία κάποια κείμενα από την Τράπεζα. Γενικότερα όμως, είναι περιοριστικό το πλαίσιο. Ασφυκτικό το πρόγραμμα σπουδών. Το πρόγραμμα το αναλυτικό, μας λέει κάθε ώρα τι πρέπει να κάνουμε ούτως ώστε να βγει η προβλεπόμενη ύλη.

Στο τέλος υπάρχουν εξετάσεις και άρα πρέπει να βγάλεις τη συγκεκριμένη ύλη γιατί εξετάζεται. Εάν δεν διδάξεις κάτι, δεν έχει σημασία, μπορεί και να εξεταστεί.

Πρέπει να τρέξεις, το οποίο συχνά συμβαίνει με καθυστέρηση, γιατί έχεις πάει στο σχολείο ένα μήνα μετά το άνοιγμα και με όλες τις δυσκολίες του πιεστικού πλαισίου. Ακόμα όμως και σε κανονικές συνθήκες, μπαίνεις σε τάξεις που έχουν πάρα πολλούς μαθητές. Και πρέπει να ασχοληθείς με τον κάθε μαθητή ξεχωριστά. Όταν δουλεύεις με 28 μαθητές όμως, δεν έχει καμία σχέση με το να δουλεύεις με 15. Στην τάξη στην οποία έβαλα το κείμενο του Λουί είχα 28 μαθητές. Κάποιοι από αυτούς με παράλληλη στήριξη για τις μαθησιακές τους δυσκολίες. Είχα μια νίκη, αλλά δεν μπορώ να πω ότι κέρδισα τον πόλεμο.”

Αρα; “Εμείς καταβάλλουμε προσπάθεια να κάνουμε δημιουργικά πράγματα στο σχολείο. Αλλά υπάρχει ο περιορισμός ότι τα παιδιά έχουν πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις και πάρα πολύ σφιχτό πρόγραμμα. Ηδη από την τρίτη γυμνασίου οι πιέσεις είναι μεγάλες από τα φροντιστήρια. Έρχονταν φέτος γονείς να μου πουν ότι πρέπει να προετοιμάσω τα παιδιά για τις εξετάσεις, για τα πρότυπα και για τα Ωνάσεια.

Εγώ δεν θα επέλεγα να κάνω μάθημα για τους δυο τρεις μαθητές που θέλουν να πάνε για το Πρότυπο. Με ενδιαφέρει να κάνω μάθημα για όλα τα παιδιά και να καλύψω τις πιο βασικές ανάγκες. Είναι πάρα πολύ μεγάλη πίεση, με αποτέλεσμα ακόμα και όταν κάνουμε πολύ όμορφα πράγματα, τα οποία όντως ενδιαφέρουν τα παιδιά, να μας σταματούν οι υποχρεώσεις. Η υποχρέωση να πάρουν ένα πτυχίο στα αγγλικά ας πούμε. Όντως θα μας έκανε λοιπόν πολύ καλό το να είχαμε περισσότερο χρόνο.

Θα μας έκανε πολύ καλό αν μας επέτρεπε το υπουργείο τις δραστηριότητες τις πιο δημιουργικές να τις κάνουμε εντός διδακτικού ωραρίου, διότι αυτή τη στιγμή δεν μας το επιτρέπει. Τα παιδιά δεν μπορούν να καθίσουν μετά την ολοκλήρωση του ωραρίου. Ακόμα κι αν αφήσουμε στην άκρη το γεγονός ότι εμείς είμαστε εργαζόμενοι και δεν μπορεί να καθόμαστε εκεί απλήρωτοι, τα παιδιά δεν κάθονται μετά τις 2.

Πρέπει συνολικότερα να «αναπνεύσει» το πρόγραμμα σπουδών, το πρόγραμμα διδασκαλίας κάτι το οποίο μπορεί να γίνει με μείωση της ύλης. Αυτή τη στιγμή η ύλη είναι δύσκολη απλώς για να εμποδίζει κόσμο να τελειώσει το σχολείο. Κάνουμε πράγματα που τα παιδιά δεν τα χρειάζονται.”

Αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους θέλεις να παραιτηθείς, τον ρωτάμε.

“Είναι, πράγματι. Εάν αισθανόμουνα ότι έχω μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας, θα το έβλεπα αλλιώς. Αλλά διαπιστώνω ότι γίνεται όλο και πιο πιεστικό, γίνεται όλο και πιο στενός ο έλεγχος που έχεις. Και σου αφήνει και λιγότερα περιθώρια για τη δική σου ανάπτυξη. Έχουμε και πολλή γραμματειακή δουλεία, πάρα πολλά καθήκοντα τέτοιου τύπου και όλων των ειδών. Αν καθίσουμε να μετρήσουμε τα διάφορα καθήκοντα θα δούμε ότι φτάνουν περίπου τα 20.”

Σας ακούγεται και εσάς σαν δυστοπία;

“Στο δημόσιο σχολείο” συνεχίζει ο εκπαιδευτικός “δεν υπάρχουν σχεδιασμένοι χώροι που να μπορείς πραγματικά να δημιουργήσεις, να αλληλεπιδράσεις. Δεν υπάρχει χώρος για κοινωνικοποίηση των παιδιών μέσα στο σχολείο. Δεν έχει προβλεφθεί κάτι τέτοιο.

Τα παιδιά αντιλαμβάνονται το σχολείο σαν καταπίεση. Κάτι που ακούς πολύ συχνά να λένε είναι το σχολείο μοιάζει σαν φυλακή. Αισθάνονται ότι τους διδάσκουμε πράγματα που δεν τους χρειάζονται, που δεν καταλαβαίνουν, δεν μπορεί και ο διδάσκων να τους εξηγήσει πολλές φορές για ποιο λόγο το κάνουμε αυτό το πράγμα. Ένα βασικό τους αίτημα είναι ο περισσότερος χρόνος. Ζητούν την ελευθερία τους. Δεν ξέρουν πια τι είναι το κενό στο σχολείο. Δεν υπάρχει καθόλου η έκπληξη που μπορείς να βρεθείς με το δώρο του έξτρα χρόνου στα χέρια σου.”

“To πρόβλημα της βίας στα σχολεία είναι υπαρκτό και όχι καινούριο”

Η εικόνα του Σωτήρη Σιαμανδούρα για τη βία στα ελληνικά σχολεία είναι συγκεκριμένη. Δεν υποτιμά την κατάσταση ούτε όμως το περιγράφει με απολύτως δραματικούς όρους:

“Είναι υπαρκτό το πρόβλημα. Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά, αλλά δεν μπορεί κανείς να κατασκευάσει ένα πρόβλημα εκ του μηδενός. Έχεις μια κοινωνία η οποία βρίσκεται σε αποσάθρωση, έχουν σπάσει οι κοινωνικοί δεσμοί, δεν υπάρχει η επαφή που ίσως να υπήρχε παλαιότερα.

Είναι μια κοινωνία ανταγωνισμού και βίας συνολικότερα και αυτό περνά και στα παιδιά. Αυτό που βλέπουν παντού έξω, αυτό θα μεταφέρουν και εκείνα. Με αυτό τον τρόπο θα λύσουν τα προβλήματά τους. Με αυτό τον τρόπο θα προσπαθήσουν να ξεχωρίσουν.

Δεν υπάρχουν δραστηριότητες κοινές στις οποίες μπορούν να γνωριστούν πραγματικά τα παιδιά, να δημιουργήσουν πραγματικούς δεσμούς, παρά μόνο αποσπασματικά. Και όλο το πρόβλημα μεταφέρεται στον εκπαιδευτικό που δεν είναι θεός για να αντιμετωπίζει τα πάντα. Δεν έχει ούτε τον χρόνο ούτε τη δυνατότητα ούτε τα εργαλεία ούτε και τη θέση. Πρέπει να υπάρχει κοινωνικός λειτουργός στο σχολείο.

Ψυχολόγος υπάρχει και δεν υπάρχει. Έρχεται σε ένα σχολείο φουλ επιβαρυμένο για μία μέρα, δεν προλαβαίνει να δει καλά καλά τα παιδιά. Πόσο μάλλον να συνεργαστεί με τον σύλλογο διδασκόντων. Πρέπει να έρθει ο ψυχολόγος να συζητήσει μαζί μου, να μου πει ότι αυτό το παιδί αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα και να πλαισιώσει αυτή τη δουλειά και μέσα στην τάξη.

Άρα ναι, υπάρχει πρόβλημα βίας. Έχουμε διαρκώς συμπλοκές. Ακόμα και περιστατικά που μπορεί να είναι αρκετά βίαια. Έχω δει πεταλούδες και σε ΕΠΑΛ και σε γυμνάσιο. Δεν είναι κάποιο φαινόμενο εντελώς καινούριο πάντως. Όπως και η κοινωνία στην οποία ζούμε δεν είναι εντελώς καινούρια και δεν φτιάχτηκε τα τελευταία 10 χρόνια.”

Τελευταία ερώτηση: Αν είχες το ελεύθερο, ποιο άλλο λογοτεχνικό κείμενο θα έβαζες στο τελευταίο σου τμήμα;

“Πηγαίνει αναλόγως την τάξη. Σε μια τάξη με πολλά κορίτσια θα έβαζα, θα έβαζα Βιρτζίνια Γουλφ, Ένα δικό της δωμάτιο. Μου αρέσει αυτό το κείμενο γιατί είναι οικουμενικό. Βάζει τους απαραίτητους υλικούς όρους για να κάνεις οτιδήποτε.

Μια περίοδο είχα τη συνήθεια να μπαίνω στην τάξη και να τους γράφω μερικούς στίχους. Κάθε βδομάδα. Τους έβαζα Σαίξπηρ που δεν έχουν ξαναδιαβάσει, δεν κάνουν στο ελληνικό σχολείο. Το οποίο είναι εντυπωσιακό όντως. Και αυτό λειτουργούσε. Το αναγνώριζαν. Μου αρέσει ο Οικονόμου επίσης. Και αν μπορούσα θα τους έκανα το Γκιακ (σσ του Δημοσθένη Παπαμάρκου)…και λόγω της ιδιαίτερης γλώσσας.

Άλλη φορά είχα πάρει πέντε-έξι βιβλία ποίησης από τη βιβλιοθήκη και τους τα είχα μοιράσει στην τάξη. Αρχίσαν να διαβάζουν. Κάποια τσιγγανάκια κόλλησαν με τον Σαχτούρη. Είχαν τρελαθεί με το στίχο «μου δινε η μάνα μου να τρώω χώμα». Και μάλιστα μία κοπέλα Ρομά ζήτησε και διάβασε ολόκληρο τον τόμο”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα