Σύνοδος Πρυτάνεων: Ενστάσεις και σκληρή κριτική για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Σύνοδος Πρυτάνεων: Ενστάσεις και σκληρή κριτική για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Ποιες οι ενστάσεις των Πρυτανικών Αρχών στο σχέδιο νόμου που υπαγορεύει τη συγχώνευση του ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά; Πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η υποστελέχωση των Ιδρυμάτων και τι πρέπει να ισχύσει για τις μετεγγραφές; Όλα όσα συζητήθηκαν στην Έκτακτη Σύνοδο των Πρυτάνεων και ποιες οι αποφάσεις

Της Μίκας Κοντορούση

Στις ενστάσεις για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και τα κριτήρια πανεπιστημιοποίησης των υπό συγχώνευση ΤΕΙ αλλά και της ταυτόχρονης ελλιπούς ακαδημαϊκής προσέγγισης του θέματος από πλευράς υπουργείου Παιδείας, στις αντιρρήσεις για τις συνεχείς αλλαγές αναφορικά με τις μετεγγραφές των φοιτητών, στην υποστελέχωση Ιδρυμάτων, αλλά και τα ανησυχητικά κρούσματα βίας και ανομίας σε πανεπιστημιακούς χώρους, επικεντρώθηκε η σημερινή έκτακτη Σύνοδος Πρυτάνεων, που ξεκίνησε στις 11.00 το πρωί και ολοκληρώθηκε το απόγευμα της Πέμπτης σε ξενοδοχείο της Αττικής.

Μεταξύ άλλων θεμάτων, η Σύνοδος αποφάσισε:

Η ίδρυση ενός νέου πανεπιστημίου οφείλει  να ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας και να υλοποιείται με ακαδημαϊκές διαδικασίες, που εγγυώνται την ανάπτυξή του. Ειδικότερα, η περίπτωση ίδρυσης πανεπιστημίου μέσω της συγχώνευσης δυο ΤΕΙ απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και σχεδιασμό. Η Σύνοδος των Πρυτάνεων είχε γνωστοποιήσει στην ηγεσία του ΥΠΠΕΘ, εδώ και αρκετούς μήνες, την πρόθεσή της να συμβάλει δημιουργικά σε κάθε διαδικασία μετασχηματισμού ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας, και τελευταία φορά κατά την πρόσφατη Σύνοδο Πρυτάνεων (Αθήνα 16/12/2017), παρουσία του κ. Υπουργού. Η Σύνοδος ενημερώθηκε για το σχέδιο νόμου, όταν αυτό δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση, λίγες ημέρες μετά τη συνεδρίασή της.

Με την ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και την ταυτόχρονη απορρόφηση από αυτό των ΤΕΙ Πειραιά και ΤΕΙ Αθηνών επέρχεται δραστική αλλαγή στον ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας. Η σοβαρότητα του εγχειρήματος, ιδίως μάλιστα σε μια περίοδο που οι προϋπολογισμοί των Πανεπιστημίων είναι σταθερά ελλειμματικοί, θα προϋπέθετε ως ελάχιστο αναγκαίο προαπαιτούμενο την εκπόνηση σχετικών μελετών σκοπιμότητας και βιωσιμότητας. Επιπλέον, θα έπρεπε να συνοδεύεται από ανάλυση των επιπτώσεων αφενός στην απορρόφηση των αποφοίτων του νέου Ιδρύματος από την αγορά εργασίας και αφετέρου στη λειτουργία των άλλων περιφερειακών Πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Ωστόσο, η απουσία τέτοιων μελετών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δυσχεραίνει την κατανόηση των αναγκών που καλούνται να θεραπεύσουν η ίδρυση ενός επιπλέον πανεπιστημίου και η ταυτόχρονη κατάργηση όλων των ΤΕΙ της Αττικής.

Η Σύνοδος επισημαίνει τα παρακάτω κύρια ζητήματα ακαδημαϊκής προσέγγισης του θέματος πριν από την ψήφιση του νομοσχεδίου στη Βουλή:

α) Η επιχειρούμενη ίδρυση Τμημάτων, μέσω της συγχώνευσης Τμημάτων ΤΕΙ, συχνά αμφισβητούμενου γνωστικού αντικειμένου για πανεπιστημιακού επιπέδου ίδρυμα, σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα περί προγραμμάτων σπουδών αυτών των Τμημάτων, θέτει σε κίνδυνο την ακαδημαϊκή αξιοπιστία του αποτελέσματος. Επιπλέον, είναι πιθανόν να δημιουργήσει ζητήματα αποκλίσεων από τη διεθνή και ευρωπαϊκή πρακτική, τα οποία θα αμφισβητήσουν το κύρος των παρεχόμενων τίτλων σπουδών από το νέο Ίδρυμα.

β) Προβλέπεται δημιουργία νέων Προγραμμάτων Σπουδών, τετραετούς διάρκειας, χωρίς διαδικασία αξιολόγησης από την ΑΔΙΠ και με αυτόματη πιστοποίηση, ενώ όλα τα υπόλοιπα Ιδρύματα και Τμήματα της χώρας θα πρέπει σύντομα να υποβληθούν στις διαδικασίες πιστοποίησης τίτλων σπουδών. Οι αλλαγές στα Προγράμματα Προπτυχιακών Σπουδών απαιτούν, συνήθως, μακρά και προσεκτική σχεδίαση και εφαρμόζονται σταδιακά με σαφείς και λεπτομερείς προβλέψεις για το μεταβατικό στάδιο. Σε αυτή την περίπτωση δεν έχει προηγηθεί τέτοια διαδικασία.

γ) Θεσμοθετείται αυτόματη μεταφορά όλων των σημερινών φοιτητών στα νέα Τμήματα Πανεπιστημίου και λήψη πτυχίου πανεπιστημίου με το νέο πρόγραμμα, δηλαδή με αυτόματη «αναγνώριση» των μαθημάτων, που έχουν διδαχθεί στο Τμήμα ΤΕΙ, στο οποίο φοιτούν. Τα νέα προτεινόμενα Τμήματα θα πρέπει να απονέμουν πτυχίο πανεπιστημίου, μόνο στους φοιτητές που θα παρακολουθήσουν τα νέα Πανεπιστημιακά Προγράμματα Σπουδών.

δ) Θεσμοθετείται η αυτόματη μετατροπή των θέσεων όλων των καθηγητών ενδιάμεσων βαθμίδων των δύο ΤΕΙ σε καθηγητές πανεπιστημίου, χωρίς καμία κρίση ή άλλη διαδικασία ελέγχου. Μόνο για τους καθηγητές Α’ βαθμίδας των καταργούμενων ΤΕΙ προβλέπεται ένταξη σε προσωποπαγείς θέσεις και έλεγχος τυπικών προσόντων με συνοπτικές διαδικασίες. Αυτό αποτελεί παραβίαση της ισονομίας, σε σχέση με τους καθηγητές πανεπιστημίων, που έχουν κριθεί και διοριστεί με διαφορετικά ακαδημαϊκά κριτήρια.

«Η Σύνοδος Πρυτάνεων καταθέτει τη διαφωνία της με τις παραπάνω ρυθμίσεις και διαδικασίες που προβλέπει το σχέδιο νόμου και δηλώνει για μία ακόμη φορά την πρόθεσή της για συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, στην κατεύθυνση εξεύρεσης λύσεων που δεν παραβιάζουν τον διεθνώς αποδεκτό ακαδημαϊκό τρόπο λειτουργίας των πανεπιστημίων».

Σχετικά με το γενικότερο πλαίσιο, η Σύνοδος Πρυτάνεων θεωρεί ότι πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση μετατροπής Τμημάτων ΤΕΙ σε πανεπιστημιακά, προϋποθέτουν την πρότερη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου ακαδημαϊκών κριτηρίων, με ιδιαίτερη έμφαση:

στην ακαδημαϊκή ποιότητα πιστοποιημένων προγραμμάτων προπτυχιακών σπουδών, που αντιστοιχούν σε διεθνώς καθιερωμένα πεδία πανεπιστημιακού επιπέδου,

στην επάρκεια εργαστηριακών και λοιπών υποδομών για εκπόνηση

στα υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκά προσόντα του διδακτικού προσωπικού, με τεκμηριωμένο παραχθέν ερευνητικό έργο διεθνούς αναγνώρισης.

Στην κατεύθυνση αυτή, η Σύνοδος Πρυτάνεων θεωρεί αυτονόητο ότι οποιαδήποτε πρωτοβουλία σχεδιασμού ενός πλαισίου μετάβασης σε επόμενη ημέρα για την αναδιαμόρφωση του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη χώρα, από την πρώτη στιγμή, όφειλε και οφείλει να περιλαμβάνει την ουσιαστική και θεσμική συμμετοχή των Ελληνικών Πανεπιστημίων.

Άλλα θέματα που τέθηκαν επί τάπητος:

1. H Σύνοδος επαναλαμβάνει τις ακόλουθες, πρόσφατες προτάσεις της για την αντιμετώπιση της υποστελέχωσης των Πανεπιστημίων και ζητά να περιληφθούν στο υπό κατάθεση σχέδιο νόμου:

• Νομοθέτηση της επαναπροκήρυξης όλων των θέσεων μελών ΔΕΠ των Πανεπιστημίων, οι οποίες κενώνονται λόγω αφυπηρέτησης, από τον Σεπτέμβριο του 2019, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Υπουργού Παιδείας.

• Άμεση επαναπροκήρυξη των θέσεων, των οποίων η διαδικασία πλήρωσής τους απέβη άγονη και των θέσεων που προκύπτουν από παραίτηση.

• Στις περιπτώσεις που μέλη ΔΕΠ Πανεπιστημίων εκλέγονται και αναλαμβάνουν υπηρεσία στο πλαίσιο προκηρύξεων νέων θέσεων ΔΕΠ σε άλλα ιδρύματα, η πίστωση να παραμένει και να προκηρύσσεται άμεσα αντίστοιχη θέση στο Πανεπιστήμιο προέλευσης.

• Διάθεση νέων θέσεων ΔΕΠ, λοιπού προσωπικού (ΕΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ), καθώς και διοικητικού προσωπικού.

• Άμεση ενεργοποίηση των διατάξεων της παρ. 7 του άρθρου 24 του Ν. 4009/2011, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα κάλυψης των εκπαιδευτικών αναγκών των ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια των αδειών που προβλέπονται στο άρθρο 29 του Ν.4009/2011 και κατά τη διάρκεια αναστολής καθηκόντων, με χρήση των μη καταβαλλόμενων αποδοχών.

2. Η Σύνοδος διαπιστώνει ότι τροποποιείται πάλι η ειδική διαδικασία ανάληψης υποχρέωσης για τους ΕΛΚΕ, που προβλέπεται στον πρόσφατο νόμο 4485/2017, προς το χειρότερο. Η νέα ρύθμιση θα επιτείνει την γραφειοκρατία στους ΕΛΚΕ όλων των ιδρυμάτων. Επαναλαμβάνουμε ότι η αποτελεσματική διαχείριση των ερευνητικών προγραμμάτων είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομική επιβίωση των Πανεπιστημίων, αλλά και για τη διατήρηση των χιλιάδων θέσεων εργασίας για νέες και νέους ερευνητές.

3. Η Σύνοδος των Πρυτάνεων εκφράζει τις αντιρρήσεις της για τις συνεχείς αλλαγές αναφορικά με τις μετεγγραφές των φοιτητών και ζητάει την πάγια εφαρμογή ενός συστήματος που θα λαμβάνει σοβαρά υπόψη την εκάστοτε κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, αλλά και θα διασφαλίζει την ποιότητα εκπαίδευσης που οφείλουν να προσφέρουν τα Ιδρύματα της χώρας.

4. Η Σύνοδος επαναλαμβάνει το αίτημα για νομοθετική ρύθμιση, έτσι ώστε τα επιδικασθέντα μετά την με αριθμ. 4741/2014 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ αναδρομικά σε μέλη ΔΕΠ να καταβληθούν από το ΥΠΠΕΘ, χωρίς επιβάρυνση των ιδρυμάτων και χωρίς υπερβολικές γραφειοκρατικές διαδικασίες.

5. Η Σύνοδος υπενθυμίζει τη σταθερή θέση της ότι η βία στα Πανεπιστήμια, από οποιαδήποτε κατεύθυνση, είναι απαράδεκτη και καταδικαστέα. Μόνο, όταν η καταδίκη κάθε βίαιης πράξης είναι διαρκής, συνεπής και χωρίς προϋποθέσεις από όλες τις πλευρές, την ακαδημαϊκή κοινότητα, την κοινωνία και αυτονόητα την Πολιτεία, υπάρχει ελπίδα να εκλείψουν τα φαινόμενα βίας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα