Η σημασία των Ευρωεκλογών του 2019

Η σημασία των Ευρωεκλογών του 2019

Η κρίση ανέδειξε πως πολλά από τα πολιτικά ζητήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία, απασχολούν ευρύτερα και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Τον Μάιο του 2019 έχουμε τις ευρωεκλογές, μια εκ των κορυφαίων πολιτικών αναμετρήσεων που διεξάγονται κάθε πέντε χρόνια σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Στη χώρα μας η σημασία των ευρωεκλογών έχει συστηματικά υποτιμηθεί και υποβαθμιστεί, κυρίως από τα ίδια τα κόμματα, αλλά και από τα ΜΜΕ που καλλιεργούν μια αίσθηση «χαλαρής ψήφου» στο εκλογικό ακροατήριο.

Είναι καιρός αυτά τα στερεότυπα να γκρεμιστούν, καθώς η πλειοψηφία πλέον της κοινωνίας αντιλαμβάνεται πως οι πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό μέτωπο αντανακλούν τις εξελίξεις και τις τάσεις που διαμορφώνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ιδιαίτερα αυτά τα οκτώ χρόνια της σκληρής δημοσιονομικής επιτροπείας στη χώρα μας, αλλά και της μεγάλης θεσμική και οικονομικής κρίσης στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, έγινε ορατό ότι πολλά από τα πολιτικά ζητήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία, απασχολούν ευρύτερα και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Το πρώτο από αυτά τα ζητήματα είναι οι κοινωνικές ανισότητες. Παρά τα προγράμματα της Κομισιόν και τους φιλόδοξους στόχους που έχει θέσει, στα περισσότερα κράτη-μέλη παρατηρείται διαρκής αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και, ευρύτερα, των εισοδηματικών και περιφερειακών ανισοτήτων. Η εμμονή στις πολιτικές λιτότητας, η σφιχτή έως αρνητική πολιτική στάση στο ζήτημα της ενίσχυσης των δημόσιων επενδύσεων, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, είναι όλα ζητήματα και συνέπειες των αποτυχημένων επιλογών των συντηρητικών πολιτικών ηγεσιών στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, με τη μεγαλύτερη ευθύνη να τη φέρουν οι κυβερνήσεις της Άνγκελα Μέρκελ στη Γερμανία.

Το δεύτερο ζήτημα είναι η σταθερή άνοδος των ακροδεξιών και εθνολαϊκιστικών κομμάτων και η διαρκής ενίσχυση της ρητορικής του μίσους. Αμφότερα τα φαινόμενα είναι συνέπεια συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, όπως οι πολιτικές λιτότητας, ή πολιτικών παραλείψεων, όπως η αδυναμία της ευρωπαϊκής Αριστεράς να αποκτήσει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά εντός των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Είναι επίσης συνέπεια της ιδεολογικής απονεύρωσης και αποχαλίνωσης των σοσιαλιστικών κομμάτων και της ηθικής εξαχρείωσης διαμορφωτών της κοινής γνώμης, που άλλοτε πλασάρονταν ως κεντροαριστεροί και προοδευτικοί, και σήμερα φορούν το μανδύα της ακροδεξιάς υστερίας και της εθνικιστικής αναδίπλωσης. Το βλέπουμε σε πολλά κράτη-μέλη, το βλέπουμε και στη χώρα μας, ιδιαίτερα μετά το 2015 και την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το τρίτο σημαντικό ζήτημα αφορά στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη. Οι προτάσεις μέχρι τώρα είναι πολλές, ωστόσο οι παρόντες πολιτικοί συσχετισμοί σε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Κομισιόν δεν ευνοούν την προώθηση και υιοθέτηση των απαραίτητων για την κοινωνική πλειοψηφία μεταρρυθμίσεων. Η ενίσχυση της δημοκρατικότητας, της λογοδοσίας και της διαφάνειας των ευρωπαϊκών θεσμών παραμένει ζητούμενο, η συστημική θωράκιση της Ευρωζώνης από μια νέα οικονομική κρίση δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής επεξεργασίας, η τραπεζική και οικονομική ενοποίηση και η προώθηση της φορολογικής εναρμόνισης μεταξύ των κρατών-μελών δεν προχωρά.

Τα παραπάνω ζητήματα βρίσκονται στο επίκεντρο της πολιτικής διαμάχης στις Βρυξέλλες και σε πολλά κράτη-μέλη, και το επόμενο διάστημα αναμένεται να εντατικοποιηθούν η πολιτική σύγκρουση και οι πρωτοβουλίες των πολιτικών ομάδων. Στην κρίσιμη πολιτική μάχη των ευρωεκλογών καλούμαστε ως ψηφοφόροι να επιλέξουμε με ποιους θα πάμε και ποιους θα αφήσουμε. Εύκολες λύσεις στα παραπάνω μείζονα θέματα δεν υπάρχουν, ούτε είναι εφικτό να προχωρήσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα σε προοδευτική κατεύθυνση χωρίς συμμαχίες και πολιτικά «ανοίγματα» από εκείνες τις δυνάμεις που στέκονται στο πλευρό της κοινωνικής πλειοψηφίας και που θέλουν να υπερασπίζονται τα συμφέροντα των πολλών, και όχι των λίγων.

Δεν υπάρχει λοιπόν «χαλαρή ψήφος» στις ευρωεκλογές. Υπάρχουν συγκεκριμένα πολιτικά διλήμματα και συγκεκριμένες πολιτικές μάχες που πρέπει να δοθούν για τη διαμόρφωση ενός καλύτερου και ασφαλέστερου μέλλοντος για τις ευρωπαϊκές ηγεσίες και τις νεότερες γενιές, μακριά από τις καταστροφικές επιλογές εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που οδήγησαν την ΕΕ στα βράχια, στην αστάθεια και στη διαρκή υποχώρηση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Έκαστος εφ’ω ετάχθη λοιπόν.

* Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός επιστήμονας, συντονιστής του Ευρωπαϊκού Προοδευτικού Φόρουμ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα