“Μικροσκοπικό και μνημειώδες την ίδια στιγμή. Σαν τις αναμνήσεις”: Ο Κόλουμ Μπερέιντ μιλά στο NEWS24/7 για το υποψήφιο για Όσκαρ “Ήσυχο Κορίτσι”

“Μικροσκοπικό και μνημειώδες την ίδια στιγμή. Σαν τις αναμνήσεις”: Ο Κόλουμ Μπερέιντ μιλά στο NEWS24/7 για το υποψήφιο για Όσκαρ “Ήσυχο Κορίτσι”

Ο σκηνοθέτης της οσκαρικής ταινίας-έκπληξης από την Ιρλανδία, εξηγεί στο News24/7 πώς έφτασε ως εκεί μια μικρή, τρυφερή ταινία ενηλικίωσης.

Κανείς δεν είδε το “Ήσυχο Κορίτσι” να έρχεται.
Όπως και η ηρωίδα του φιλμ, η μικρή Κάιτ, ένα ήσυχο κορίτσι που αρχίζει να νιώθει πιο άνετη στο περιβάλλον της (και με τον ίδιο της τον εαυτό) όταν η δυσλειτουργική οικογένειά της τη στέλνει να περάσει ένα καλοκαίρι με κάτι συγγενείς. Εκεί, στην ύπαιθρο, νιώθει πως μπορεί να ξεδιπλώσει τον εαυτό της με τρόπο που ως τότε δεν είχε διανοηθεί.

«Είναι ένα ήσυχο φιλμ…», μας λέει ο σκηνοθέτης Κόλουμ Μπερέιντ γελώντας όταν σημειώνουμε την σιωπηλή πορεία προς τα Όσκαρ, για μια ταινία έτσι κι αλλιώς μικροσκοπική. Σε μπάτζετ, σε ονόματα, σε φεστιβαλικές δάφνες, στα πάντα. Δίχως τυμπανοκρουσίες, δίχως κάποιο κόνσεπτ που το ακούς και θες να τρέξεις να δεις τι συμβαίνει, δίχως μεγάλα ονόματα, δίχως καν αγγλική γλώσσα: Το “Ήσυχο Κορίτσι” είναι γυρισμένο στην τοπική ιρλανδική γλώσσα, που μιλά ως πρώτη γλώσσα μόλις ένα 2% του πληθυσμού.

Τότε όμως πώς βρέθηκε αυτή η μικρή, ήσυχη ταινία, υποψήφια για Όσκαρ Διεθνούς Φιλμ πετώντας απέξω μεγαθήρια που οι προβλέψεις θεωρούσαν σίγουρα εδώ και μήνες;

Η απάντηση είναι ειλικρινής και απλή: Πρέπει να το δείτε, και τότε θα καταλάβετε.

Είναι μια ταινία που δεν ανακοινώνει καμία σπουδαιότητα, δεν έχει τίποτα το μεγαλόστομο, όμως με ένα, υπόγειο, σιωπηλό τρόπο (και με πολύ ενδιαφέρουσα χρήση της κινηματογραφικής φόρμας), όχι απλά φωλιάζει μέσα σου, αλλά το κάνει με μοναδικά όπλα την ευθύτητα, την ειλικρίνεια, και το συναίσθημα. Με μια ιστορία που κορυφώνεται σε ένα από τα πιο συγκινητικά φινάλε της χρονιάς.

Τέτοια πράγματα κάνουν τη διαφορά, τελικά. Μπορούμε να φανταστούμε ψηφοφόρους των Όσκαρ να βάζουν να δουν μια ταινία που έρχεται χωρίς καμία προσδοκία, για να αντικρύσουν μπροστά τους ένα πανέμορφο, φοβερά συναισθηματικό φιλμ ενηλικίωσης, που κλείνει με ένα εκπληκτικό φινάλε– αυτή η τελευταία εντύπωση παίζει τεράστιο ρόλο. Εύκολα πάει το χέρι του άλλου να ψηφίσει κάτι τέτοιο, έχοντας μόνο θετικά συναισθήματα απέναντί του, αλλά και μια απροσδιόριστη αίσθηση ευθύνης και φροντίδας. Σα να έχεις ανακαλύψει κάτι τρυφερό, πανέμορφο, σπάνιο. Θες να το προστατέψεις, και θες οι πάντες να μάθουν για αυτό.

Κάπως έτσι το “Ήσυχο Κορίτσι” έφτασε υποψήφιο για Όσκαρ και από αυτή την εβδομάδα κυκλοφορεί και στις ελληνικές αίθουσες. (Μπορείτε να διαβάσετε την κριτική μας εδώ.) Και, λίγες μέρες πριν τα Όσκαρ, μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη Κόλουμ Μπερέιντ για το πώς δημιουργήθηκε ένα τέτοιο φιλμ, πώς έφτασε ως τα Όσκαρ, και τι σημαίνει για την παράδοση της ιρλανδικής κουλτούρας και γλώσσας.


Η ταινία ξεκίνησε από ένα παράλληλο τμήμα στο περσινό Βερολίνο και είμαι περίεργος να μου πεις πώς είδες εσύ τις αντιδράσεις που είχε εξαρχής. Ρωτάω γιατί είναι ταινία που θα μπορούσε εύκολα να έχει χαθεί, είναι μικρή ταινία, χαμηλών τόνων, χωρίς μεγάλα ονόματα πίσω της…

Είναι ένα ήσυχο φιλμ! [γελάει]

Με ένα τρόπο η διαδρομή του φιλμ μου φαίνεται ανάλογη με τη διαδρομή του κοριτσιού. Που και την Κάιτ δεν την βλέπουν στην αρχή, είναι σαν ξεχασμένη, αλλά στην πορεία αρχίζουν να την βλέπουν για αυτό που είναι. Κάπως έτσι και το φιλμ. Ξεκίνησε ήσυχα σε ένα παράλληλο τμήμα στο Βερολίνο και σταδιακά αναγνωρίστηκε, το κοινό τη βρήκε στο σινεμά, ξαφνικά κόσμος άρχισε να την προσέχει. Ξέρουμε ότι το κινηματογραφικό μάρκετ περνάει μια υπαρξιακή κρίση, και να ξαφνικά ένα μικρό φιλμ που πάει σταθερά καλά στο βρετανικό box office και γίνεται το πιο πετυχημένο ιρλανδικής χρηματοδότησης φιλμ όλων των εποχών.

Και είναι σημαντικό ότι έχει αναγνωριστεί από ανθρώπους με ένα τόσο σιωπηλό, τόσο οργανικό τρόπο. Δεν ήταν στο ραντάρ των προγνωστικών στα Όσκαρ, απλά άνθρωποι άρχισαν να το ανακαλυπτουν, και τους άρεσε. Και ξαφνικά είναι στην πεντάδα.

Ναι, ήμασταν το απόλυτο αουτσάιντερ. Αλλά πάντα είχαμε μεγάλη πίστη στη δύναμη του φιλμ, και το θέμα ήταν να κάνουμε αρκετό κόσμο να τη δει. Πάντα πιστεύαμε ότι είχε δυνατότητες. Πιστεύαμε στην ιστορία στην οποία βασίζεται, επίσης. Είναι η ιστορία “Foster” της Κλερ Κίγκαν, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, είναι μια πραγματικά παγκόσμια ιστορία.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που δείξαμε το φιλμ σε κοινό. Ήταν βέβαια το καστ και το συνεργείο, ενάμιση χρόνο πριν. Αλλά παρόλο που ήταν άνθρωποι που είχαν δουλέψει στο φιλμ, μπορείς πάντα να καταλάβεις την αντίδραση του κοινού. Γιατί η αντίδραση είναι πάντα αγνή αν τους αρέσει η εμπειρία. Φάνηκε πως είχε επίδραση. Ήδη από εκείνη την προβολή άρχισε να μην είναι δικό μας φιλμ, αλλά του κοινού.


Ανέφερες το “Foster”, στο οποίο βασίστηκε. Τι ήταν αυτό που σε ακολούθησε από εκείνη την ιστορία, τι σε έκανε να πας από το «μου άρεσε αυτή η ιστορία» στο «θέλω να πω την ιστορία εγώ ο ίδιος»;

Πολλά πράγματα. Αγαπώ το πόσο μικρών διαστάσεων είναι το στόρι, αγαπώ την όλη μετριοφροσύνη του. Με τράβηξε πολύ αυτή η αίσθηση αουτσάιντερ που είχε. Και πιστεύω πολύ στην ιδέα ότι μια μικρή ιστορία μπορεί να είναι τεράστια, μπορείς να βρεις βάθος σε μικρές γωνίες. Λέει ο Μαρκ Κάζινς, και τον παραφράζω τώρα, ότι αν κοιτάξουμε ανοιχτά σε ένα μικρό πράγμα, θα βρούμε κάτι τεράστιο μέσα του. Με ακολουθούσε αυτή η ατάκα πάντα, με καθοδηγούσε πάντα ως αρχή.

Είναι λοιπόν ένα μικροσκοπικό φιλμ, αλλά διαθέτει κάτι το μνημειώδες μέσα του λόγω του πόσο απόλυτα καταλαμβάνει αυτή την οπτική του παιδιού. Όταν δεις αυτή την ιστορία υπό το πρίσμα της συνείδησης ενός παιδιού, τότε το ίδιο αυτό στόρι γίνεται τεράστιο, γίνεται κάτι σου αλλάζει τη ζωή. Είναι μικροσκοπικό και μνημειώδες την ίδια στιγμή. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μια παιδική ανάμνηση μπορεί να είναι και τα δύο αυτά πράγματα μαζί. Είναι ένα μικρό πράγμα, αλλά για το άτομο που το θυμάται είναι μια πολύ βαθιά και σημαντική ανάμνηση.

Μου άρεσε η συγκράτηση του όλου κομματιού. Υπάρχει μια τραγωδία που διατρέχει ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας αλλά δεν συζητιέται. Μόνο η γειτόνισσα το αναφέρει, η οικογένεια όχι. Και το αγαπώ αυτό, είναι κάτι πολύ αληθινό ως προς τον ιρλανδικό τρόπο να υπάρχεις. Είναι ένα αυθεντικό πορτρέτο αυτών των ανθρώπων. Η διάθεσή μου ήταν να δημιουργήσω μια πολύ συναισθηματική εμπειρία για το κοινό, αλλά να έχει κερδηθεί να μην είναι χειριστική.

Αυτό που λες μου θυμίζει μια από τις πιο δυνατές σκηνές της ταινίας, όταν το κορίτσι μιλά με τη γειτόνισσα και επιστρέφει μετά στους γονείς, τη ρωτάνε τι έμαθε, όλοι ξέρουμε, κι οι ίδιοι οι χαρακτήρες ξέρουν, αλλά δεν ακούγεται ούτε λέξη. Νιώθεις μια τεράστια συναισθηματική επίπτωση εκείνη τη στιγμή. Πώς λειτουργείς με αυτές τις ελλείψεις, με αυτές τις σιωπές; Είναι ένα φιλμ πολύ δυνατό ενώ μπορεί να μη λέει τίποτα.

Σέβεσαι το κοινό σου και αυτά που έχουν ζήσει στις ζωές τους. Και καταλαβαίνουν όλα τα διακυβεύματα, καταλαβαίνουν τα πράγματα που όλοι ποθούν. Εξάλλου τα ίδια τα συναισθήματα είναι πάντα βουβά. Δεν χρειάζονται λέξεις. Είναι πράγματα που νιώθεις. Και ποτέ δεν ένιωσα την ανάγκη να βάλω σε λέξεις αυτά τα πράγματα. Είναι πιο γλαφυρή η εμπειρία αν την βιώσεις χωρίς χρήση λέξεων.

Αυτό ήταν ίσως μεγαλύτερη πρόκληση για εμάς σε σχέση με το βιβλίο, γιατί εκεί είναι όλο σε πρώτο πρόσωπο οπότε ακούς τη φωνή του κοριτσιού στο κεφάλι σου. Δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια στο φιλμ. Και πάρα πολλά στηρίζονται στη σιωπηλή ερμηνεία της Κάθριν Κλιντς που παίζει την Κάιτ. Έπρεπε να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στην υπαινικτικότητα της ερμηνείας και την εμπιστοσύνη στη συναισθηματική νοημοσύνη του κοινού. Είναι μια πράξη πίστης απέναντι στο κοινό.


Στυλιστικά έχει ενδιαφέρον επίσης το φιλμ, το πώς παίζεις με την οπτική. Δεν έχει καμία απλοϊκότητα παρότι είναι μέσα από το βλέμμα του παιδιού, κι ενώ μπορεί να κάθεσαι σε ένα set-up μέχρι να βυθιστεί μέσα μας, το φιλμ το ίδιο δεν είναι ακριβώς λιτό. Κι είναι τρομερά συναισθηματικό ακόμα κι όταν μοιάζει ακίνητο. Είναι όλα αυτά πράγματα με τα οποία πάντα πειραματιζόσουν;

Έχω πάθει εμμονή με το POV στο σινεμά τα τελευταία χρόνια. Με συναρπάζει γιατί η πρώτη απόφαση που παίρνεις ως φιλμέηκερ είναι σε ποιον ανήκει το στόρι και σε τι βαθμό θα επιτρέψω στη φόρμα του φιλμ να το αντανακλά αυτό. Με τραβάνε οι ταινίες που είναι πολύ αφοσιωμένες στο POV, στην προσωπική οπτική ενός χαρακτήρα.

Τα φιλμ που έχουν να κάνουν με την παιδική ηλικία, συχνά ή ακόμα και αναπόφευκτα έχουν να κάνουν με το POV γιατί προσπαθείς να αντιμετωπίσεις τον κόσμο μέσα από μια παιδική οπτική. Αυτό θέτει πολλά ερωτήματα στον σκηνοθέτη, για το πώς το εκπροσωπείς αυτό.

Ως σκηνοθέτης προσπαθούσα να δώσω τα πάντα για τους χαρακτήρες, δεν ήθελα να τραβήξω πολλή προσοχή στους μηχανισμούς, αλλά στο συναίσθημα. Ήθελα το κοινό να μπει σε μια ειλικρινή απορρόφηση μέσα σε αυτό το ελαφρώς αφελές, και κάπως μπερδεμένο και κάπως φοβισμένο POV που φέρνει αρχικά η Κάιτ. Και που μαθαίνει να νιώθει χαρά καθώς μεγαλώνει στη διάρκεια του φιλμ. Κι ως το τέλος έχει πάρει τα πρώτα βήματα προς την νεαρή εφηβεία και καταλαβαίνει καλύτερα τον εαυτό της.

[Η επόμενη ερώτηση και απάντηση συζητούν το φινάλε της ταινίας, αν δεν θέλετε να ξέρετε τι συμβαίνει, μπορείτε να προσπεράσετε στην επόμενη ερώτηση.]


Θέλω να μιλήσουμε για αυτό το τέλος. Γιατί είναι πολύ συναισθηματικό αλλά χωρίς να υπάρχει κάποια αποκάλυψη, κάτι που να αλλάζει τα δεδομένα ή να υπάρχει μια σειρά πραγμάτων που κλικάρουν, δηλαδή δεν παρουσιάζεται κάποιος μηχανισμός με κορυφώσεις. Είναι ένα πολύ απλό, αλλά πολύ πολύ αποτελεσματικό σημείο, απλά φτάνουμε σε αυτό το σημείο και αυτή είναι η αντίδραση. Πώς χτίστηκε αυτό το φινάλε;

Το τέλος έμοιαζε πάντα αναπόφευκτο. Η αφήγηση του φιλμ δεν στοχεύει στο να εκπλήξει το κοινό, έχει κάτι το αναπόφευκτο. Αλλά αυτό που είναι πολύ δυνατό στο τέλος είναι ότι οι τελευταίες στιγμές, οι τελευταίες κινήσεις και χειρονομίες, εκφράζουν μια ελπίδα για το μέλλον της. Οι κινήσεις αυτές δείχνουν το πόσο έχει μεγαλώσει, συναισθηματικά και ψυχολογικά.

Θέλω να πω ότι, στο τέλος όταν τρέχει προς τους Κίνσελα δεν είναι για την πάρουν μαζί της ξανά. Τρέχει για να αγκαλιάσει αυτό τον άντρα και να ευχαριστήσει αυτούς τους ανθρώπους για αυτά που έγινε και για τα όσα έχει πάρει από αυτούς. Κι είναι μια αναγνώριση του πόνου που έχουν υποφέρει, και του πόνου που ήρθε ως αποτέλεσμα του να έχουν ξαφνικά την Κάιτ, σα να ήταν το αναστημένο παιδί τους, για ένα μόνο καλοκαίρι.

Γι’αυτό όταν τρέχει βλέπει μες στο μυαλό της, τι έχει πάρει η ίδια μεν, αλλά καταλαβαίνει και τον πόνο που κουβαλάνε οι Κίνσελα. Όταν τον κρατάει στο τέλος είναι σα να έχει γίνει εκείνη η ενήλικη, και κρατάει αυτό τον μεγάλο άντρα που ο ίδιος έχει τώρα ανάγκη φροντίδας. Είναι μια αμοιβαία πράξη. Αυτό σημαίνει το τέλος, κι αυτό μου δίνει ελπίδα για τον χαρακτήρα της. Ότι πάντα θα κουβαλάει αυτή την εμπειρία μαζί της. Όχι ότι η ζωή της θα είναι τέλεια, αλλά πάντα θα έχει αυτό το καλοκαίρι μαζί της ως μια μορφή τροφής, στα χρόνια που θα έρθουν.

[τέλος spoilers]

Η ιρλανδική γλώσσα της ταινίας πόσο σημαντική ήταν για σένα; Ρωτάω επειδή επέλεξες να μεταφέρεις την ιστορία σε αυτό το σκηνικό και με αυτή τη γλώσσα.

Μιλάω την ιρλανδική γλώσσα, είμαι δίγλωσσος. Ο πατέρας μου μιλούσε μόνο ιρλανδικά, η μητέρα αγγλικά. Είχα πάντα βαθιά προσωπική σύνδεση με τη γλώσσα κι όλες οι μικρού μήκους ταινίες μου ήταν στην ιρλανδική γλώσσα. Αλλά ο λόγος που το φιλμ υπάρχει είναι η πρωτοβουλία CINE-4, όπου διάφοροι φορείς χρηματοδότησαν παραγωγή ιρλανδικού σινεμά. Και δεδομένης της σύνδεσής μου με τη γλώσσα, όταν αυτό ανακοινώθηκε θέλησα κατευθείαν να είμαι μέρος.

Όταν διάβασα το “Foster”, που δεν είναι στην ιρλανδική γλώσσα, είδα ότι υπήρχε τρόπος να μετακινήσω την ιστορία σε ιρλανδικό χώρο και με τρόπο ρεαλιστικό. Διότι τα ιρλανδικά δεν ομιλούνται παντού, είναι μειονότητα, λιγότερο από 2% του πληθυσμού τα έχει ως πρώτη γλώσσα. Είναι περισσότεροι φυσικά αυτοί που έχουν κάποια ικανότητα στη γλώσσα, αλλά πρώτη γλώσσα, δηλαδή να είναι η γλώσσα μιας κοινότητας, είναι πολύ λίγοι.


Είναι σε συγκεκριμένες περιοχές;

Ναι, είναι περιοχές από την κυβέρνηση ως περιοχές ιρλανδικής γλώσσας, και είναι βασικά αγροτικές περιοχές γύρω στη χώρα. Επειδή το “Foster” ήταν τοποθετημένο σε αγροτικό σκηνικό, ήταν εύκολο να το φανταστώ σε μια από αυτές τις περιοχές. Κι έχει ενδιαφέρον ότι η κοινότητα που ζουν οι Κινσέλα στο στόρι είναι στη νοτιοανατολική Ιρλανδία, σε μια μικροσκοπική περιοχή που μιλά ιρλανδικά και μάλιστα μια δική της διάλεκτο. Όλες οι περιοχές έχουν διάλεκτο, αλλά αυτή είναι η μικρότερη σε όλη την Ιρλανδία. Οπότε πρόκειται για μειονότητα μες στη μειονότητα. Και το ότι αυτή η διάλεκτος έχει βρει τόσο τεράστια έκθεση μέσα από αυτό το φιλ, είναι κάτι όμορφο.

Το “Foster” μάλιστα, αν το διαβάσει κανείς θα δει ότι είναι μεν γραμμένο στα αγγλικά, αλλά είναι στη δική μας εκδοχή των αγγλικών, τα Hiberno-English [σσ. διάλεκτοι της αγγλικής γλώσσας που γεννήθηκαν στο νησί της Ιρλανδίας]. Είναι μια φόρμα αγγλικών που είναι κάπως, πώς να το πω, στοιχειωμένη από την ιρλανδική γλώσσα. Είναι ο τρόπος που μιλάνε αγγλικά εδώ. Η σύνταξη, η προφορά… είναι στα αγγλικά, αλλά βλέπω την ιρλανδική γλώσσα μέσα σε αυτό.

*Το “Ήσυχο Κορίτσι” (The Quiet Girl) κυκλοφορεί στις αίθουσες από το Cinobo. Η ταινία είναι υποψήφια για Όσκαρ Διεθνούς Φιλμ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα