Νέες ταινίες: H “Συναισθηματική Αξία” είναι ο πρώτος μεγάλος οσκαρικός τίτλος της νέας σεζόν
Διαβάζεται σε 13'
Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 11 Σεπτεμβρίου 2025 06:21
Πολύ δυνατός ο συνδυασμός μεγάλης ταινίας τρόμου και γνώριμου οικογενειακού animation για τα ταμεία, με το σύνολο εισιτηρίων να είναι το μεγαλύτερο εδώ και πολλές εβδομάδες.
Το 4ο “Κάλεσμα” βρέθηκε στην κορυφή με 78.000, σημειώνοντας και στα μέρη μας τρελή επιτυχία όπως και στο εξωτερικό. Αμέσως μετά, τα “Καλά Παιδιά 2” μάζεψαν το υπόλοιπο κοινό με 29.000. Χαμηλό αντιθέτως το άνοιγμα για το “Κλέφτης από Σπόντα” του Ντάρεν Αρονόφσκι με μόλις 5.500 εισιτήρια, ταινία που δε φάνηκε να εξιτάρει το κοινό παρότι παραδοσιακά υπάρχει μεγάλη αγάπη για τον Αρονόφσκι στη χώρα μας. Στα ίδια επίπεδα και “Η Ζωή του Τσακ” με τον Τομ Χίντλστον. Θα δούμε τις επόμενες μέρες αν υπάρχει περιθώριο να έχει διάρκεια κάποια από τις δύο ταινίες.
Διάρκεια που σίγουρα έχει το “Weapons” που έχει φτάσει τις 75.000 εισιτήρια και αρέσει και συζητιέται, και φυσικά το “Ταιριάζουμε;” που μετά από ένα μήνα καταφέρνει και γράφει ακόμα εισπράξεις ξεπερνώντας τα 140.000 στο σύνολο. Δύο πολύ σημαντικές εμπορικές επιτυχίες του καλοκαιριού, για δύο φιλμ είδους που έφεραν κάτι απρόσμενο και φρέσκο στη συζήτηση – και το κοινό ανταποκρίθηκε στην ‘πρόκληση’.
Οι νέες ταινίες της εβδομάδας
Συναισθηματική Αξία
(“Sentimental Value / Affeksjonsverdi”, Γιοακίμ Τρίερ, 2ω13λ)
★★★
Μετά το θάνατο της μητέρας τους, η Νόρα και η Άγκνες επανενώνονται με τον αποξενωμένο πατέρα τους, τον πάλαι ποτέ θρυλικό σκηνοθέτη Γκούσταβ, ο οποίος θέλει να προσφέρει στη Νόρα (που είναι θεατρική ηθοποιός) τον κεντρικό ρόλο στη νέα του ταινία. Εκείνη αρνείται το ρόλο κι ο Γκούσταβ τον προσφέρει σε μια ανερχόμενη χολιγουντιανή σταρ. Τι θα σημαίνει αυτό για την οικογένεια;
Σε 25 λέξεις: Καλογραμμένο οικογενειακό δράμα σαν λείος Μπέργκμαν για να πηγαίνουν κάτω πιο εύκολα τα φαρμάκια. Σπουδαίος Στέλαν Σκάρσγκαρντ ως πατέρας-σκηνοθέτης σε οσκαρική (επιτέλους) τροχιά. Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες.
Κριτική
Φέρνοντας επιρροές από Μπέργκμαν μέχρι Γούντι Άλεν, ο Γιόακιμ Τρίερ συνθέτει ένα αρκετά συνηθισμένο οικογενειακό δράμα, καταφέρνοντας όμως να του δώσει διαστάσεις άλλοτε επικές, άλλοτε μέσα από μια αφήγηση ανάλαφρη που κινείται σαν πούπουλο. Ακολουθούμε τις αδερφές Νόρα και Άγκνες που επανενώνονται ύστερα από καιρό με τον αποξενωμένο πατέρα τους, τον άλλοτε θρυλικό σκηνοθέτη Γκούσταβ ο οποίος έχει να κάνει ταινία 15 χρόνια.
Ο Γκούσταβ έχει έτοιμο ένα νέο σενάριο στο οποίο θέλει να παίξει η Νόρα, η οποία είναι με τη σειρά της επιτυχημένη θεατρική ηθοποιός (με επιτυχία και στην τηλεόραση). Η ιστορία κι ο χαρακτήρας του σεναρίου έχουν ξεκάθαρα σχέση με την ταραγμένη και συχνά ανείπωτη οικογενειακή ιστορία τους, που είναι γεμάτη τραύμα και αποξένωση, σιωπές και θάνατο.
Η Νόρα θα αρνηθεί τον ρόλο, εμβρόντητη που ο πατέρας της θα τολμούσε καν να της προτείνει κάτι τέτοιο εμφανιζόμενος σαν από το πουθενά. Στη διάρκεια όμως μια ρετροσπεκτίβας του έργου του σε ένα φεστιβάλ, μια χολιγουντιανή σταρ θα δει την τελευταία ταινία του Γκούσταβ και θα τρελαθεί, κι έτσι θα κυνηγήσει τη συνεργασία μαζί του. Όταν εκείνη αναλάβει τον ρόλο που ο Γκούσταβ είχε γράψει για την κόρη του, θα λειτουργήσει άθελά της ως καταλύτης για να μπορέσει η δυσλειτουργική αυτή οικογένεια να εξερευνήσει τις αποστάσεις της.
Ο Τρίερ συνθέτει μια αφήγηση που μεταπηδά από το ένα μεμονωμένο επεισόδιο/κεφάλαιο στο άλλο, χωρίς να τρώει χρόνο, χωρίς να περισσεύει ούτε γραμμάριο λίπους στην ιστορία του. Είναι μια ιστορία μόνο με τα ζουμερά κομμάτια, αυτά που σημαίνουν κάτι, ή αυτά που έχουν το ρόλο του διασκεδαστή απέναντι στο κοινό – η κωμωδία είναι παρούσα στο φιλμ, με πολλές πραγματικά αστείες σκηνές (όταν ο Γκούσταβ κάνει δώρο στον ανήλικο εγγονό του μερικά κινηματογραφικά διαμάντια α λα “Δασκάλα του Πιάνου” βέλαξε η αίθουσα στο γέλιο).
Πολλά ιντερλούδια μας παρουσιάζουν σημαντικά κομμάτια της ιστορίας της οικογένειας, σε μια αφήγηση που φαινομενικά έρχεται από τον ουρανό ή ίσως ακόμα και από το ίδιο το σπίτι της οικογένειας, πανταχού παρόν, ακλόνητο στο πέρασμα των δεκαετιών, σκηνικό αληθινής τραγωδίας όπως και της φιξιόν ανασύστασης που επιδιώκει ο Γκούσταβ. Είναι αυτό που λένε: Οι άντρες θα προτιμήσουν να σκηνοθετήσουν μια ολόκληρη ταινία στο σπίτι που έζησαν την τραγωδία της ζωής τους, αντί να πάνε για θεραπεία.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία τραύματα εξερευνώνται και επουλώνονται, δεσμοί θρυμματίζονται και ενισχύονται. Είναι όλο απολαυστικά παρακολουθήσιμο, και σε αυτό βοηθούν κι οι θαυμάσιες ερμηνείες από το σύνολο του καστ, από τις κόρες Ρενάτε Ράινσβε και Ίνγκα Λιλέας, μέχρι την Ελ Φάνινγκ σε έναν δύσκολο ρόλο ως στάρλετ-«εισβολέα», και μέχρι πάνω από όλα έναν σιωπηλά συνταρακτικό Στέλαν Σκάρσγκαρντ ως πάτερ-φαμίλια.
Ο Σκάρσγκαρντ κουβαλά τον μασκαρεμένο πόνο, τα περασμένα τα χρόνια, τις διαγενεακές βουβές πληγές, καθώς κινείται μέσα σε έναν (οικιακό) χώρο που αποκτά χαρακτήρα ακριβώς χάρη στο πώς αυτός ο φανταστικός (αντι)ήρωας αλληλεπιδρά μαζί του. Θα χαρώ πάρα πολύ να τον δω να κερδίζει το Όσκαρ φέτος.
Αν αυτά ακούγονται όλα αψεγάδιαστα, τότε ναι, είναι πολύ κατανοητή η συλλογικά σαρωτική θετική αντίδραση που συνάντησε η ταινία. Το πρόβλημα που έχω με μια τέτοια περίπτωση είναι ακριβώς αυτή η τόσο λεία, τριμαρισμένη αφήγηση που ξεκινά από το σκοτάδι του Μπέργκμαν και καταλήγει σε κάτι τρομερά τετραγωνισμένο, σαφές και «καθαρά» λυμένο, λες και είναι Σπίλμπεργκ. (Όχι τυχαία, κάπου διάβασα μια σύνδεση της “Συναισθηματικής Αξίας” με το “Fabelmans” –θα πρότεινα πως το ίδιο το Fabelmans είναι απείρως πιο ψυχολογικά περίπλοκο, messy και ενδιαφέρον.)
Ο δε τρόπος που χρησιμοποιείται στην πλοκή η ύπαρξη της χολιγουντιανής σταρ, μου διαβάζει ως κάτι το εξαιρετικά υπολογισμένο (τα κινηματογραφικά in-jokes και η εκτεταμένη χρήση της αγγλικής γλώσσας κάνουν το φιλμ απείρως πιο ευπώλητο), ειδικά από τη στιγμή που εν τέλει καταλήγει να αποσπά από το ζουμί και την καρδιά της ιστορίας που δεν είναι άλλη από τη σχέση του Γκούσταβ με την κληρονομιά του, το σπίτι του, την οικογένειά του.
Υπάρχει μια εν δυνάμει συνταρακτική ταινία κρυμμένη μες στη “Συναισθηματική Αξία”, πάνω στην ασφάλεια (και το σκοτάδι) του να αγαπάς μέσα από την ασφάλεια της απόστασης, και του να κρατάς τον εαυτό σου προστατευμένο από τις ακανθώδεις αλήθειες, αλλά ο Τρίερ προτιμά –υπολογισμένα– να δημιουργήσει μια πιο ασφαλή και λεία εκδοχή του φιλμ. Αντίστοιχο είναι και το βασικό πρόβλημα που είχα με τον “Χειρότερο Άνθρωπο του Κόσμου”– έχουμε εδώ έναν από ό,τι φαίνεται χαρισματικό αφηγητή, που ξανά και ξανά χάνει το κέντρο και την οξύτητα της ίδιας του της ιστορίας.
Η Μακρά Πορεία
(“The Long Walk”, Φράνσις Λόρενς, 1ω48λ)
★★
Σε μια διαλυμένη μεταπολεμική Αμερική, αγόρια από όλη την χώρα επιλέγονται μέσω κλήρωσης να συμμετάσχουν σε ένα βάρβαρο διαγωνισμό προς εμψύχωση του έθνους: Θα περπατήσουν και θα συνεχίσουν να περπατούν, μέχρι να μείνει μόνο ένας. Αν σταματήσεις να περπατάς, εκτελείσαι. Αλλά αν κερδίσεις, τότε μια ευχή σου θα γίνει πραγματικότητα.
Σε 25 λέξεις: Κινηματογραφική διασκευή πρώιμου Στίβεν Κινγκ από τον σκηνοθέτη του “Hunger Games”, γυρισμένη με λιγοστή φαντασία, σαν μια ακόμα young adult εφετζίδική δυστοπία. Πολύ καλό πρωταγωνιστικό δίδυμο οι Ντέιβιντ Τζόνσον (“Alien: Romulus”) και Κούπερ Χόφμαν (“Πίτσα Γλυκόριζα”).
Κριτική
Ο Φράνσις Λόρενς, σκηνοθέτης του “Hunger Games”, επιστρέφει σε έναν αντίστοιχο μετα-αποκαλυπτικό κόσμο, που όμως αυτή τη φορά μοιάζει αισθητά πιο φτωχός. Μπορεί να αποτελεί μεταφορά βιβλίου του Στίβεν Κινγκ, αλλά αυτή η ιστορία –ειδικά σήμερα, χρόνια μετά το απόγειο των δυστοπικών young adult βιβλίων που έγιναν ταινίες– μοιάζει να ταιριάζει με αυτού του είδους τις αφηγήσεις. Για μια διαλυμένη μελλοντική κοινωνία την οποία προκαλεί με μια ηθική στάση ένα από τα άτομα που είναι παγιδευμένα σε κάποιο high concept παιχνίδι επιβίωσης και (κυρίως) θανάτου.
Ο συγκεκριμένος κόσμος μοιάζει κινηματογραφικά λιτός, ειδικά σε σχέση με άλλα δείγματα του είδους. Με εμφανή χάρτινη προέλευση, την οποία δεν καταφέρει τελικά να αφήσει ποτέ πίσω, είναι σαν το φόντο, το περίγραμμα της κεντρικής αφήγησης να μην υπάρχει καν. Ακόμα κι η γεωγραφία της γραμμικότατης δράσης μοιάζει άτεχνα δομημένη, με χαρακτήρες να μιλάνε για τρίτους ενώ είναι δίπλα τους, ή επεισόδια να διαδέχονται το ένα το άλλο με καθόλου οπτική λογική. (Ένας χαρακτήρας εισβάλει σε ένα διάλογο έχοντας φαινομενικά τρέξει από πίσω, απλώς για να φτάσει μπροστά και να τον πιάνει η κάμερα – προβλήματα που στο χαρτί δεν υπάρχουν απαραιτήτως.)
Κατά τα άλλα η ταινία βλέπεται ανετότατα, παρά τη γενική προβλεψιμότητα και την απουσία τελικά κάποιας αιχμηρότητας ή σύγκρουσης ή εξερεύνησης. (Θέλετε να μου πείτε ότι σε μια τέτοια συνθήκη δε θα είχαν δημιουργηθεί συμμαχίες στο δευτερόλεπτο για να εξουδετερωθούν πιο γρήγορα οι συμμετέχοντες; Το “Squid Game” τα έδειξε ωραιότατα όλα αυτά.) Η εξέλιξη της ιστορίας έχει ενδιαφέρον, ενώ το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Κούπερ Χόφμαν και Ντέιβιντ Τζόνσον είναι εξαιρετικό, και από μόνοι τους θα το έκαναν όλο να αξίζει.
Ο Πύργος του Downton: Το Μεγάλο Φινάλε
(“Downton Abbey: The Grand Finale”, Σάιμον Κέρτις, 2ω4λ)
★★
Η Μαίρη βρίσκεται στο μέσον ενός δημόσιου σκανδάλου την ώρα που η οικογένεια αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, οδηγώντας τους Κρόλεϊ σε αναμέτρηση με την ιδέα της αλλαγής, με τον χρόνο και τον κόσμο που αλλάζει.
Σε 25 λέξεις: Το τελευταίο κεφάλαιο της μεγάλης τηλεοπτικής επιτυχίας του Τζούλιαν Φέλοους, χαλαρή πλοκή, διάσπαρτες ωραίες στιγμές. Ό,τι πρέπει για τους φανς, έστω κι αν λείπει το καυστικό χιούμορ που έφερνε ο χαρακτήρας της Μάγκι Σμιθ.
Καυτό Γάλα
(“Hot Milk”, Ρεμπέκα Λένκιεβιτς, 1ω33λ)
★★
Μητέρα – με μια παράξενη ασθένεια – και κόρη ταξιδεύουν στις ισπανικές ακτές σε αναζήτηση θεραπείας, εκεί όμως η κόρη ανακαλύπτει μια νέα πραγματικότητα, μακριά από τον αυστηρό έλεγχο της μητέρας της.
Σε 25 λέξεις: Τα στοιχεία κι οι επιρροές είναι εκεί για κάτι ενδιαφέρον, αλλά ακόμα και ένα ερμηνευτικό τρίο Βίκι Κριπς, Φιόνα Σο, Έμμα Μάκι δε διασώζουν μια ταινία δραματικά αιωρούμενη, κενή, και χωρίς πυγμή.
Ευδοκία
(Αλέξης Δαμιανός, 1ω37λ)
★★★★½
Ένας λοχίας γνωρίζεται με μια πόρνη, την Ευδοκία, την οποία και παντρεύεται. Δέσμιοι πλέον μιας κοινής μοίρας, βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν κοινωνικό περίγυρο που θέλει να τους (περι)ορίσει και τελικά να τους συντρίψει.
Σε 25 λέξεις: Ένα από τα σημαντικότερα έργα του ελληνικού κινηματογράφου, φέρνει σε ένα έρημο, ξερό νεοελληνικό τοπίο τη στόφα μιας αρχαίας τραγωδίας. Η μουσική του Μάνου Λοϊζου, κάτι παραπάνω από εμβληματική.
Κριτική
Το δεύτερο έργο του Αλέξη Δαμιανού κι ένα από τα κορυφαία και πιο επιδραστικά έργα στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Σε ένα τοπίο φτώχειας, έρημο, ξερό, σε μια Ελλάδα που μοιάζει ρημαγμένη από ζωή, πλήρως αγκυλωμένη σε ένα χριστιανο-στρατιωτικο-πατριαρχικο-εθνικό σύστημα, η Ευδοκία είναι μια ηρωίδα που θέλει να ζήσει, να αγαπηθεί – ελεύθερη.
Τα κορμιά που καδράρει ο Δαμιανός κινούνται είτε σε αμήχανη αρμονία, είτε μοιάζει να ακινητοποιούνται πλήρως μπροστά στο φάσμα μιας αντισυμβατικής παρέμβασης – όπως συμβαίνει στην αρχή της ταινία, την ώρα του ζεϊμπέκικου που συνοδεύει ηχητικά το εμβληματικό μουσικό score του Μάνου Λοϊζου. Κάπου ανάμεσα σε έναν σκληρό, ωμό ρεαλισμό, αλλά και ενός ονειρικού, εφιαλτικού δηλαδή, απόκοσμου πόνου, η ταινία μοιάζει με μια συνεχή κραυγή.
Μια πυκνής αλληγορίας ερωτική ιστορία για ένα ζευγάρι που δεν έχει τους χώρους και δεν έχει την ελευθερία να υπάρξει μέσα στα στενά όρια της κοινωνικής σύμβασης μιας ισοπεδωμένης Ελλάδας. Με τη στόφα αρχαίας τραγωδίας, η “Ευδοκία” είναι ένα φιλμ ηλεκτρισμένα κοινωνικό, πολιτικό, αισθηματικό, σαν ένα αίσθημα απόγνωσης που προσπαθεί με κάθε τρόπο να δραπετεύσει προς το κοινό.
Δίχως Στέγη, Δίχως Νόμο
(“Sans Toit ni Loi / Vagabond”, Ανιές Βαρντά, 1ω45λ)
★★★★
Η Μόνα είναι νεκρή. Το άψυχο κορμί της, παγωμένο, σε ένα χαντάκι της γαλλικής υπαίθρου. Τι οδήγησε στο θάνατό της; Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Μέσα από ένα εκτεταμένο φλάσμπακ, θα την ακολουθήσουμε σε μια διαδρομή ανεξαρτησίας – που οδήγησε στην τελική μοίρα της.
Σε 25 λέξεις: Μια από τις πιο προσβάσιμες, και κορυφαίες, ταινίες της Ανιές Βαρντά με μια καθηλωτική Σαντρίν Μπονέρ να ερμηνεύει μια ηρωίδα-ανυπότακτο πνεύμα. Ριζοσπαστική ανεξαρτησία απέναντι σε ένα ασφυκτικό κοινωνικό σχήμα.
Κριτική
Δεν ξέρω αν είναι επειδή έχω στο μυαλό μου αυτή τη βδομάδα την “Ευδοκία” και τη “Μακρά Πορεία”, αλλά σκεφτόμουν και τα δύο ξαναβλέποντας μετά από καιρό το κλασικό αυτό φιλμ της Ανιές Βαρντά – ένα από τα πιο σκληρά που έχει γυρίσει. Είναι το πορτρέτο μιας νεαρής γυναίκας που ζει και κινείται στο περιθώριο, σε μια δική της τροχιά, φτάνοντας συχνά στη σύγκρουση με όσα άτομα συναντά στις διαδρομές της.
Οι οποίες διαδρομές έχουν κάτι από δυστοπία κι αυτές, λες κι παρακολουθούμε κάποιο μετα-αποκαλυπτικό τοπίο στο οποίο επιβιώνει μια ηρωίδα που η Βαρντά (και η Μπονέρ σε μια εκπληκτικά λεπτομερή ερμηνεία) δεν φοβούνται να χρωματίσουν αρνητικά – ή έστω με αρνητικές χροιές, επιτρέποντας στην ταινία να απομακρυνθεί από την όποια διάσταση κοινωνικού διδακτισμού.
Η Βαρντά, που έτσι κι αλλιώς πειραματιζόταν σε όλη της την ζωή με τη φόρμα και τα όρια του ντοκιμαντέρ, συνθέτει αυτή την φιξιόν αφήγηση σα να ήταν κάποιου τύπου έρευνα. Δεν είναι fauxcumentary, αλλά κινείται κι αναπτύσσεται σαν μια μυθοπλασία τόσο ζωντανή, που κι η ίδια ανακαλύπτει την ηρωίδα της καθώς εξελίσσεται. Προς ένα φινάλε, όμως, εξαρχής προκαθορισμένο. Τόση ελευθερία, στην υπηρεσία του αναπόφευκτου – αυτό κι αν αντηχεί τη δυστοπία.
Επιλεγμένες προβολές
Sorcerer… Το αδιανόητα αγωνιώδες αριστούργημα του Γουίλιαμ Φρίντκιν προβάλλεται στο πλαίσιο του Midnight Express για μια βραδιά με εγγυημένο κέφι – και κομμένες ανάσες. (Σινέ Άνεσις, Παρασκευή 12/9)
Miller’s Crossing… Μια από τις κορυφαίες ταινίες των αδερφών Κοέν, με έναν εκπληκτικό Γκάμπριελ Μπερν στο μέσο μιας απολαυστικά περίπλοκης μαφιόζικης σύγκρουσης, σε προβολή με συζήτηση με τον κριτικό Αλέξανδρο Παπαγεωργίου. (Παναθήναια, Τετάρτη 17/9)
Toy Story… Το κλασικό φιλμ της Pixar που μας έβαλε σε μια νέα εποχή για το στουντιακό animation, επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη.
Funny Games… Ένα αληθινό σινεφιλικό curiosity, το αγγλόφωνο ριμέικ των καλτ “Funny Games” δια χειρός του ίδιου του Χάνεκε, με τη Ναόμι Γουότς και –στο ρόλο του εισβολέα– τον νεαρό τότε Μπρέιντι Κορμπέ, μετέπειτα σκηνοθέτη του “Brutalist”. (Ατενέ)
Κυκλοφορούν επίσης
Τερατομουντζούρες: Όταν το βιβλίο με τα σκίτσα ενός νεαρού κοριτσιού πέφτει σε μια παράξενη λίμνη, τα σχέδιά της ζωντανεύουν – απρόβλεπτα, χαοτικά και επικίνδυνα αληθινά. Καθώς η πόλη αρχίζει να καταρρέει, εκείνη και ο αδελφός της πρέπει να εντοπίσουν τα πλάσματα προτού προκαλέσουν ανεπανόρθωτη ζημιά.
Demon Slayer – Η Ταινία: Το Κάστρο του Απείρου: O Τάντζιρο και το Σώμα των Κυνηγών Δαιμόνων καταλήγουν στο οχυρό των δαιμόνων – το Κάστρο του Απείρου. Και έτσι, το πεδίο μάχης είναι έτοιμο καθώς η τελική μάχη μεταξύ του Σώματος των Κυνηγών Δαιμόνων και των δαιμόνων ξεκινά.