Νέες ταινίες: Η Κέιτ Μπλάνσετ καθηλώνει με το “Tár” κι ο Μάτζικ Μάικ μας σαγηνεύει με τον “Τελευταίο του Χορό”

Νέες ταινίες: Η Κέιτ Μπλάνσετ καθηλώνει με το “Tár” κι ο Μάτζικ Μάικ μας σαγηνεύει με τον “Τελευταίο του Χορό”
Tar

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Το box office ήταν πιο πεσμένο το τριήμερο λόγω της γενικότερης αβεβαιότητας γύρω από τα καιρικά φαινόμενα, με μεγαλύτερο θύμα το νέο θρίλερ του Σιάμαλαν, “Χτύπος στην Καλύβα”, που στις ΗΠΑ άνοιξε στο #1 (το έβδομο τέτοιο άνοιγμα του σκηνοθέτη) αλλά εδώ μόλις στην τρίτη θέση. Θα φανεί πώς θα κινηθεί η ταινία τις επόμενες μέρες.

Στην πρώτη θέση εδώ βρέθηκε λοιπόν η νέα περιπέτεια των Αστερίξ και Οβελίξ με ένα τριήμερα άνω των 20.000 – και πάλι λίγα αναλογικά με τις αίθουσες (σχεδόν 170), αλλά είπαμε, ο καιρός. Στο μεταξύ η “Φάλαινα” γράφει ακόμα, κι αναμένεται να περάσει άμεσα το φράγμα των 100.000 εισιτηρίων, το “Τα Πάντα Όλα” δεν έκανε κάποια αξιοσημείωτη κίνηση παρά τις 11 οσκαρικές υποψηφιότητες, την ώρα που το “Avatar: The Way of Water” αρχίζει σταδιακά να πέφτει από τις κορυφές όλων των τοπικών box office. Συμπτωματικά, ο “Τιτανικός” του ίδιου σκηνοθέτη επανακυκλοφορεί στις αίθουσες για να γιορτάσει την επέτειο των 25 χρόνων.

Εκτός από αυτή την κλασική ταινία, η εβδομάδα έχει πολλές ακόμα πολύ καλές προτάσεις τόσο στο mainstream όσο και στο πιο σινεφίλ κύκλωμα, με οσκαρική Κέιτ Μπλάνσετ, με αδερφούς Νταρντέν ξανά σε φόρμα, και με τον απολαυστικό νέο χορό του Μάτζικ Μάικ.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Tár

4 / 5

(Τοντ Φιλντ, 2ω38λ)

H ζωή, η καριέρα και η πτώση της καταξιωμένης συνθέτη και μαέστρου Λύντια Ταρ ύστερα από κατηγορίες που γίνονται εναντίον της. Η Κέιτ Μπλάνσετ σε ρόλο καριέρας και δίπλα της η σπουδαία Νίνα Χος του γερμανικού “Phoenix”, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Τοντ Φιλντ του “In the Bedroom” που επιστρέφει με νέα ταινία ύστερα από 16 χρόνια.

Η ταινία, που κέρδισε βραβείο γυναικείας ερμηνείας στη Βενετία, είναι το λεπτομερές και συναρπαστικό το προφίλ ενός χαρακτήρα που μοιάζει να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας. Είναι γεμάτη προσωπικούς θριάμβους και αποτυχίες, γεμάτη τραγωδία αλλά και σπαρταριστό μαύρο χιούμορ, καθώς ακολουθεί μια σύνθετη ιστορία ανόδου και πτώσης γεμάτη κενά και φαντάσματα (του παρελθόντος ή και όχι μόνο), και αποτελώντας ίσως το πιο ενδιαφέρον κείμενο πάνω στην «κουλτούρα ακύρωσης» αυτή τη στιγμή, δίχως σε καμία περίπτωση να εξαντλείται σε αυτό. Κάπου ανάμεσα στην μεθοδικότητα του σεναρίου, τη σκηνοθετική βαρύτητα, την απρόσμενη μίξη χιούμορ, σασπένς και τραγωδία, και την ακραία σατιρική αποτύπωση ακόμα και της σοβαρότερης σκηνής, το φιλμ καταφέρνει να αποτελεί τελικά κάτι σαν καθρέφτη, σαν τεστ προσωπικότητας για τον κάθε θεατή.

Οι ιδέες του θα συζητούνται και θα αναλύονται διεξοδικά χωρίς ποτέ να μπορέσεις με ευκολία να τις κατατάξεις σε ένα προφανές, καθαρό, ασφαλές σημείο. Πάντα θα έχει κάτι νέο να δώσει. Μια από τις πιο συναρπαστικές και θεματικά περίπλοκες ταινίες των τελευταίων χρόνων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Αναλυτική ματιά στο “Tár” και στους λόγους που οι πάντες έχουν μια διαφορετική ανάγνωση

Magic Mike: Ο Τελευταίος του Χορός

4 / 5

(“Magic Mike’s Last Dance”, Στίβεν Σόντερμπεργκ, 1ω52λ)

Στο νέο σίκουελ των περιπετειών του Μάικ Λέιν –μας συγχωρείτε, του «Μάικλ Τζέφρι Λέιν», έτσι μοιάζει πιο σοφιστικέ όπως του λένε σε κάποιο σημείο της ταινίας–, ο πάλαι ποτέ Μάτζικ Μάικ (του πάντα εντυπωσιακού σωματικού ερμηνευτή Τσάνινγκ Τέιτουμ) δουλεύει πλέον σερβιτόρος σε κέτερινγκ, με την επιχείρησή του να έχει φαληρίσει κατά την περίοδο μιας ακόμα κρίσης. Σε μια δεξίωση στο σπίτι μιας πλούσιας σχεδόν-χωρισμένης συζύγου ενός μεγιστάνα των μίντια, ο Μάικ καλείται να χορέψει για την γυναίκα, κι αυτός ο χορός θα της αλλάξει τη ζωή. Έξαφνα, οι δυο τους βρίσκονται μαζί στο Λονδίνο, όπου εκείνη δίνει στον Μάικ τα κλειδιά της θεατρικής της επιχείρησης, με σκοπό η παρωχημένη, σοβινιστική παράσταση, να μετατραπεί σε ένα απενοχοποιημένο σόου γεμάτο χορό και πόθο.

Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ επιστρέφει ως σκηνοθέτης, αν θεωρήσουμε πως πράγματι έφυγε (το σπουδαίο “Magic Mike XXL” σκηνοθέτησε ο βοηθός του, Γκρέγκορι Τζέικομπς, με τον Σόντερμπεργκ σε ρόλο διευθυντή φωτογραφίας, παραγωγού και μοντέρ), για την τρίτη ταινία μιας χαλαρής σάγκα χορού όπου κάθε φιλμ καταφέρνει να μην έχει στην πραγματικότητα την παραμικρή σχέση με τα άλλα. Αν το πρωτότυπο “Magic Mike” ήταν μία μετά χορού αναζήτηση διεξόδου στην καπιταλιστική κρίση και το μνημειώδες “XXL” ήταν η χορευτική απελευθέρωση μιας ζωής δίχως μεγάλους στόχους (άρα και δίχως καμία αγκύλωση και καθόλου αλυσίδες) όπου άνθρωποι κάθε φυλής, κάθε μεγέθους, κάθε αισθητικής μοιράζονται την έκσταση του χορού, της κίνησης, των σωμάτων, τότε τι είναι αυτός ο “Τελευταίος Χορός”;

Αυτή τη φορά, το franchise μετασχηματίζεται σε μια παλαιάς κοπής ρομαντική κομεντί, με αντικείμενο της πλοκής έναν αφελώς παλιομοδίτικο στόχο (θα καταφέρουν να ανεβάσουν την παράσταση κόντρα σε κάθε λογής εμπόδια;) αλλά με μηχανή ένα ρομάντζο που σιγοβράζει ανάμεσα σε δύο χαρακτήρες που προσπαθούν να βρουν τρόπο να εκφράσουν ένα πάθος που δεν καταλαβαίνουν. Κάθε λοιπόν κεφάλαιο μοιάζει ολοένα και πιο κοντά στη σφαίρα της φαντασίωσης (ή και του φανταστικού) όπως κάθε σόου οφείλει– έστω κι αν αυτό το τρίτο κεφάλαιο δεν είναι όσο σέξι ή οργιώδες είναι το “XXL”.

Ο χορός είναι πάντως για μια ακόμα φορά το απόλυτο μέσο έκφρασης, αλλά το αληθινά παθιασμένο νέο στοιχείο αφορά την προσωπική αλήθεια σε αυτόν: Η ηρωίδα της Σάλμα Χάγιεκ Πινό έχει ζήσει μια τέτοια σοκαριστική μετατόπιση που αναζητά στην ουσία έναν τρόπο να κάνει τον κόσμο να καταλάβει τι είναι αυτό που νιώθει, προσπαθεί δηλαδή να εκφράσει αυτό το ανείπωτο που βρίσκεται μέσα της. Εκεί που τελειώνουν τα λόγια, βρίσκεται η κίνηση.

Και είναι μέσω αυτής της κίνησης που η ταινία βρίσκει το απόγειό της, όχι μία, αλλά δύο φορές. Αν όλη η πορεία είναι ένα χαριτωμένο ρομάντζο, με μπόλικο χιούμορ και παλιομοδίτικη γοητεία (και κάμποσους β’ ρόλους να κλέβουν την παράσταση, κάτι πάντα ευχάριστο), είναι η προαναφερθείσα σκηνή της αρχής, και τελικά εκείνη φυσικά του φινάλε, που οριοθετούν την αισθητική και την καρδιά του φιλμ. Το σέξι σοκ της αρχής μεταφράζεται σε ένα σχεδόν βουβό αποκορύφωμα του σόου, μια παράσταση-δώρο για όλες και όλους, με τον Σόντερμπεργκ να περνά φανταστικά κινηματογραφώντας τον χώρο σαν μια αρένα πάθους και κίνησης γεμάτη ζωντάνια και ενέργεια, με σκιές, αποχρώσεις και αντανακλάσεις να συνθέτουν μια ακόμα πανέμορφη ψηφιακή παλέτα του ακούραστου σκηνοθέτη.

Τιτανικός

5 / 5

(“Titanic”, Τζέιμς Κάμερον, 3ω14λ)

Στο θρυλικό, τραγικό ταξίδι του Τιτανικού, η πλούσια αριστοκράτισα Ρόουζ γνωρίζει τον φτωχό καλλιτέχνη Τζακ και μαζί ζουν ένα μεγάλο έρωτα που διαπερνά τα ταξικά στρώματα. Δεκαετίες αργότερα, ένα συνεργείο κυνηγών θησαυρού συναντούν την υπεραιωνόβια επιβάτη, η οποία λέει την ιστορία εκείνου του ταξιδιού, και μαζί του έρωτα που δεν ξέχασε ποτέ.

Αρχετυπικό κινηματογραφικό ρομάντζο φτιαγμένο πιο μεγάλο και πιο ολοκληρωτικό από ποτέ, για μια αγάπη που επιβιώνει διαμέσου των τάξεων, των καταστροφών, ακόμα και του ίδιου του θανάτου, την ώρα που η Κάμερα ανεβαίνει, κατεβαίνει, πετάει, βυθίζεται, ανυψώνεται, τρυπώνει σε κάθε γωνία ενός σκηνικού-προσομοίωσης της αλήθειας. Αυτό που ξεκινά ως κυνήγι θησαυρού βρίσκει τελικά μια λεπτομερή ανασύσταση εποχής ή μάλλον ενός ολόκληρου κόσμου που πρόκειται (όπως νομοτελειακά κάθε κόσμος, και κάθε τελικά εποχή) να γκρεμιστεί βίαια, αφήνοντας πίσω φαντάσματα και θησαυρούς, και επιτρέποντας μόνο στο συναίσθημα και τις αναμνήσεις να επιβιώσουν.

Κέιτ Γουίνσλετ και Λεονάρντο Ντι Κάπριο ενσαρκώνουν το κεντρικό ζευγάρι με ορμή και φρεσκάδα που διατρέχει τις δεκαετίες και μετατρέπονται εν μια νυκτί σε σταρ που καθορίζουν το χολιγουντιανό σινεμά των επόμενων δεκαετιών. Ο Τζέιμς Χόρνερ συνθέτει την εμβληματική του μουσική που αναδιατυπώνει ως αγνό έπος κάθε τι συμβαίνει στην οθόνη, την ώρα που ο Τζέιμς Κάμερον σπρώχνει στα άκρα (για μια ακόμα φορά) την ιδέα της τέλειας κινηματογραφικής απεικόνισης, με εικόνα, σκηνικά, ήχο, ερμηνεία, να αποτελούν απλώς τον καμβά για να ζωγραφιστεί –τελικά– το πιο απλό και διαχρονικό είδος αφήγησης: ένα ανοιχτόκαρδο ρομάντζο μέσα σε ένα υπό κατάρρευση σύστημα.

Ερμηνευμένο στην απόλυτη κυριολεξία του από έναν Τζέιμς Κάμερον στο απόγειο δυνάμεων και οράματός του, το φιλμ αποτελεί ταξικό μελόδραμα πακεταρισμένο ως ταινία καταστροφής (ή το αντίθετο), μια ταινία μες στην οποία χωρά ένας ολόκληρος κόσμος, μια ολόκληρη ζωή. Δεν υπάρχει σύγχρονη, συμβατική παραγωγή του Χόλιγουντ που να περιέχει μέσα της περισσότερο σινεμά από ό,τι ο “Τιτανικός”: Το τελευταίο μνημείο του 20ου αιώνα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Γιατί έπρεπε να είναι αυτή η μοίρα του Τζακ Ντώσον στην ταινία

Τορί και Λοκίτα

3.5 / 5

(“Tori et Lokita / Tori and Lokita”, Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν, 1ω28λ)

Ο πιτσιρικάς Τορί κι η έφηβη Λοκίτα είναι μετανάστες από την Αφρική που βρίσκονται στο σημερινό Βέλγιο προσπαθώντας να πείσουν τις αρχές πως είναι αδέρφια– ίσως έτσι η Λοκίτα πάρει τα χαρτιά της και καταφέρει να μείνει νόμιμα στη χώρα. Αυτό όμως που η σκληρή κοινωνική συνθήκη έχει κάνει τα δύο παιδιά να νιώθουν μεταξύ τους (δηλαδή, αδέλφια), η απάνθρωπη γραφειοκρατία μιας κυνικής Δύσης το αγνοεί, αφήνοντάς τα έρμαια των κυκλωμάτων λαθρεμπόρων και διακίνησης ναρκωτικών.

Οι αδερφοί Νταρντέν επιστρέφουν με ένα ακόμα στιγμιότυπο κοινωνικού ρεαλισμού που, μακριά από την αμηχανία που διέκρινε το προηγούμενο φιλμ τους (“Young Ahmed”), αποκαλύπτει μια νέα έκφραση του κοινωνικού τους ουμανισμού. Τώρα πια, μοιάζουν αληθινά εξοργισμένοι. Οι νεαροί τους πρωταγωνιστές είναι πιθανώς οι λιγότερο πλήρως σχηματισμένοι χαρακτήρες της φιλμογραφίας τους κι αυτό τους κάνει τελικά και τους πιο τραγικούς: Πολύ απλά, δεν έχουν προλάβει ακόμα να είναι τίποτα, πέρα από αθώα πιόνια μιας αμοραλιστικής κοινωνικής παρτίδας από την οποία είναι αδύνατον να δραπετεύσουν. Οι ταινίες των Νταρντέν πάντα ήταν με τον τρόπο τους ευθείες και ωμές, αλλά αυτή μοιάζει τελικά με ωμότερη όλων. Σαν, μεγαλώνοντας, να μοιάζουν κι ίδιοι πιο θυμωμένοι. Και τελικά, πιο απελπισμένοι.

Peter von Kant

2.5 / 5

(Φρανσουά Οζόν, 1ω25λ)

Ένας διάσημος σκηνοθέτης ζει με τον βοηθό του, τον οποίο αρέσκεται να ταπεινώνει. Μέσω μιας σπουδαίας ηθοποιού, γνωρίζει και ερωτεύεται έναν νεαρό άντρα τον οποίο προσφέρεται να βάλει στον κόσμο του σινεμά. Όταν εκείνος τα καταφέρει και γίνει όντως αστέρι, θα αφήσει τον σκηνοθέτη ξανά μόνο του, αντιμέτωπο με τους δαίμονες του εαυτού του.

Ο εργάτης Φρανσουά Οζόν αναδιασκευάζει τα κλασικά “Πικρά Δάκρυα της Πέτρα φον Καντ” του Φασμπίντερ με έναν απολαυστικό μεν Ντενί Μινοσέ στον κεντρικό ρόλο, και με διαφόρων ειδών αναφορές στο σινεμά του γερμανού auteur, όμως η ανάγνωσή του μένει τελικά σε ένα επιφανειακό επίπεδο χρωμάτων και αντικατοπτρισμών. Χωρίς να φτάνει ένα αληθινό επίπεδο πειραματισμού και επικινδυνότητας, κι ούτε έχοντας κάτι αληθινά νέο να πει (τη στιγμή που εξαρχής ο Φασμπίντερ κατέθετε κομμάτια σκληρής αυτοψυχανάλυσης μέσα από το ορίτζιναλ έργο του) για τις ρημαγμένες κι ενίοτε καταπιεστικές καλλιτεχνικές δυνάμεις, ο Οζόν παραδίδει μια διασκεδαστική μεν, επιφανειακή άσκηση στυλ, δε.

Θόδωρος Αγγελόπουλος – Νίκος Παναγιωτόπουλος: Ο Καθένας και η Μουσική του

2.5 / 5

(Αντώνης Κόκκινος, Γιάννης Σολδάτος, 1ω19λ)

Μια χαμένη συζήτηση ανάμεσα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο από το καλοκαίρι του ‘85, έρχεται στην επιφάνεια και οπτικοποιείται μέσα από κινηματογραφικές εικόνες των δύο σκηνοθετών, μέσα από πλάνα εποχής, αλλά και με τη βοήθεια ανθρώπων του σινεμά (δημιουργών, ηθοποιών, κριτικών, ακαδημαϊκών) που ορμώμενοι από κομμάτι της πολύωρης εκείνης συζήτησης, παραθέτουν δικές τους σκέψεις και συζητήσεις γύρω από το σινεμά και την Ιστορία. Το φιλμ που προκύπτει πάσχει δομικά, όμως ως πηγή και ως θεωρητικό κομμάτι πάνω στις ιδέες των δύο μεγάλων δημιουργών και το πώς αυτές τις διαβάζουμε στο σήμερα, αποτελεί σπουδαίο αρχειακό υλικό.

Κυκλοφορούν επίσης

Μπλε Φεγγάρι: Η Ιρίνα προσπαθεί να περάσει στο Πανεπιστήμιο για να ξεφύγει από τις βίαιες συνθήκες που επικρατούν στην οικογένειά της. Μία αμφιλεγόμενη σεξουαλική εμπειρία με έναν καλλιτέχνη θα πυροδοτήσει την επιθυμία της να ανταποδώσει τη βία που εισπράττει από το περιβάλλον της.

1341 Καρέ Έρωτα και Πολέμου: Για ενάμιση χρόνο, ο καταξιωμένος φωτορεπόρτερ Μίσα Μπαρ-Αμ επέτρεψε την πρόσβαση στον σκηνοθέτη Ραν Ταλ στο τεράστιο αρχείο αρνητικών του. Αποτελούμενο εξ ολοκλήρου από εικόνες που ο Μπαρ-Αμ τράβηξε για περισσότερα από πενήντα χρόνια, η ταινία αποκαλύπτει το τεράστιο τίμημα που συνοδεύει την καταγραφή φρικαλεοτήτων και πολέμων.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα