Τοντ Φιλντ και Κέιτ Μπλάνσετ Matt Licari/Invision/AP

ΓΙΑΤΙ ΟΛΟΙ ΤΣΑΚΩΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ TáR

Η οσκαρική ταινία με την Κέιτ Μπλάνσετ είναι ένα από τα πιο πολύπλοκα δραματικά φιλμ των τελευταίων ετών. Οπότε φυσικά οι πάντες τσακώνονται για αυτό.

Είναι κάποιες φορές που μπορείς να δεις τον φαύλο κύκλο μιας ατελείωτης κουβέντας, μήνες πριν αυτή ξεκινήσει. Απλά το ξέρεις. Αλλά καμιά φορά, μπορεί παρόλ’αυτά να σε εκπλήξει.

Τον Σεπτέμβριο στο φεστιβάλ Βενετίας, στην δημοσιογραφική προβολή του Tár, συμβαίνει κάτι που δεν σταματάω να σκέφτομαι από εκείνη τη στιγμή.

Είναι η πρώτη παγκόσμια προβολή της ταινίας, για την οποία σε αυτό το σημείο δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα, πέραν του ότι η Κέιτ Μπλάνσετ πρωταγωνιστεί ως κάποια μαέστρος, και πως σκηνοθετεί ο Τοντ Φιλντ που έχει να πιάσει κάμερα 16 χρόνια, από το Little Children του 2006. Αλλά οι περισσότεροι θα τον αναγνωρίζουν ως τον ύποπτο πιανίστα φίλο του Τομ Κρουζ στο Eyes Wide Shut του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, τον Νικ Νάιτινγκεϊλ.

Γιατί λοιπόν η νέα ταινία του Φιλντ είναι το πιο καυτό εισιτήριο ολόκληρης Βενετίας (μετά το Don’t Worry Darling, φυσικά, αλλά για άλλους λόγους); Επρόκειτο να το διαπιστώσουμε, χωρίς να έχουμε την παραμικρή εικόνα ή προκατάληψη για το φιλμ. Αυτές είναι οι πιο συναρπαστικές εμπειρίες, που προσφέρουν κάτι τρομερά αγνό στην αντίδραση του κοινού: Πάντα αντιδράς σε κάτι, χωρίς να έχεις ένα προσχηματισμένο σετ αντίληψης.

Η Λύντια Ταρ αυτοπροσώπως, η Κέιτ Μπλάνσετ υπογράφει αυτόγραφα στο κόκκινο χαλί της παγκόσμιας πρεμιέρας της ταινίας στο φεστιβάλ Βενετίας, τον Σεπτέμβριο του '22. Joel C Ryan/Invision/AP


Η ταινία ακολουθεί την θρυλική μαέστρο Λύντια Ταρ (Κέιτ Μπλάνσετ, ερμηνεία-θωρηκτό και φυσιολογικό οσκαρικό φαβορί), βραβευμένη με EGOT (Emmy, Grammy, Oscar, Tony), και γενικώς κορυφή στο πεδίο της, καθώς δίνει μια διάλεξη. Σε αυτές τις πρώτες σκηνές η ταινία θέτει τον τόνο και την αποστολή της: Μια διάλεξη που κρατάει πολλή ώρα δίχως ακόμα ο θεατής να έχει αρκετές πληροφορίες για να καταλάβει τι είδους ταινία είναι αυτή που παρακολουθεί (και γιατί την παρακολουθεί), και διανθισμένη με ένα σωρό μικρές, ρεαλιστικές λεπτομέρειες: Από το είδος των ερωτήσεων, ως την αντίδραση του κοινού, κι από κάθε μικρό εφέ ήχου μέχρι την γλώσσα του σώματος της Μπλάνσετ, με αυτή την υπεράνω εστέτ σιγουριά.

Είναι μια εκτεταμένη παράθεση πληροφορίας, στυλ και μοτίβου που η ταινία εξαπολύει πάνω στον θεατή σα να μη συμβαίνει απολύτως τίποτα, αλλά δίνει τον τόνο για όλο το υπόλοιπο φιλμ. Για μια ιστορία που πρόκειται να ακολουθήσει, την οποία ο Φιλντ με εξίσου αποστασιοποιημένη ψυχρότητα θα εκτοξεύσει πάνω μας, δίχως να ενδιαφέρεται να δώσει μαζί και το λυσάρι. Είμαστε όλοι μόνοι μας απέναντι σε μια φιξιόν αποτύπωση της πραγματικότητας. Κι ό,τι καταλάβουμε, καταλάβαμε.

Πίσω στην προβολή της Βενετίας, λοιπόν. Μια σκηνή αρκετά νωρίς στην ταινία, μάλλον η διασημότερη του φιλμ, ένας μη λευκός μαθητής που –κατά δήλωσή του– ανήκει σε όλα τα φύλα, λέει πως δεν τον ενδιαφέρει η μουσική του Μπαχ γιατί ήταν ένας cis λευκός μισογύνης. Η Ταρ ξεσπά επάνω στο νεαρό άτομο, ξεσκίζοντας το ίδιο, την προσωπικότητα και τη ρητορική του, και κατηγορώντας το ευθέως πως αυτού του είδους ο «ναρκισισμός της διαφορετικότητας» έχει ως αποτέλεσμα μια συμβιβαστική αισθητική. Το κάνει με μια λάμψη στα μάτια, με μια ορμή και μια οργή που κάνουν το bullying να μοιάζει κάτι το συνηθισμένο.

Εκείνη τη στιγμή μες στην αίθουσα προβολής υπήρξαν πολλά άτομα που χειροκρότησαν με ενθουσιασμό, ακούστηκαν παλαμάκια, σφυρίγματα, επευφημίες. Την ίδια στιγμή ένιωθες και βλέμματα άλλων θεατών που απορούσαν με όσους πανηγύριζαν.

Καθώς η ταινία εξελίσσεται και σιγά σιγά ξεδιπλώνει όλο της το θεώρημα, αρχίζει να γίνεται σαφές πως η Ταρ δεν είναι ο ήρωας της όλης ιστορίας. Ή μάλλον είναι, αλλά με αρνητικό φως. Μέσα από μισοδιαβασμένα mail, από αναζητήσεις στο twitter, από ειδοποιήσεις της βοηθού της Ταρ που μένουν στο «διαβάστηκε» αλλά κι από μια αυξανόμενης έντασης ανησυχία των συνεργατών και των αφεντικών της μουσικού, γίνεται σαφές πως η ίδια είναι κεντρικό πρόσωπο σε ένα ασαφές σκάνδαλο με εξαιρετικά αρνητικές απολήξεις.

Ξαφνικά, οι τακτικές της και ο πύρινος λόγος της δε μοιάζουν ακριβώς ηρωικές, αλλά μέρος του προβλήματος. Οι κατηγορίες εναντίον της γίνονται πιο ισχυρός κάθε λεπτό που περνάει, καθώς εμείς ως θεατές έχουμε γίνει μάρτυρες διαφόρων τοξικών μοτίβων στον τρόπο που λειτουργεί και στον τρόπο που εκμεταλλεύεται τη δύναμή της.

Στην αίθουσα στη Βενετία, όσο κυλάει η ταινία, νιώθεις τριγύρω μια ηλεκτρισμένη αμηχανία. Κόσμος στρίβει άβολα στις καρέκλες του. Η εξέδρα της αρχής τώρα δεν είναι και τόσο ζωντανή. Η Λύντια Ταρ είναι τέρας. ίσως, τελικά. Σχεδόν ακούς κόσμο να καταπίνει ηχηρά, «γκλουπ». Η ταινία αποκαλύπτει σταδιακά την ηρωίδα της ως τοξικό άτομο, φέρνοντας τους χειροκροτητές αντιμέτωπους με την πραγματικότητα εις βάρος της οποίας χειροκροτούσαν: Την αναγνώριση δηλαδή μιας πολυπλοκότητας κατά την οποίο το μήνυμα κι ο αγγελιοφόρος ίσως να μη βρίσκονται πάντα σε αγγελική αρμονία.

Παράλληλα, η ίδια η Ταρ γίνεται και θύμα, καθώς το ξέσπασμά της αναμεταδίδεται εκτός context στα σόσιαλ καταδικάζοντάς την στην αρένα της κοινής γνώμης δίχως ποτέ να υπάρξει κατάλληλη πλαισίωση της πληροφορίας– το ίντερνετ είναι φτιαγμένο για την αναμετάδοση ταχύτητας και αποσπασματικότητας. Είναι η Ταρ θύμα των fake news και του ψηφιακού όχλου; Μήπως το συμπέρασμα που βγαίνει γι’αυτήν είναι σωστό, ανεξαρτήτως μεθόδου διάδοσης; Μήπως είχε δίκιο αλλά το εξέφρασε με λάθος τρόπο; Μήπως είχε άδικο και το εξέφρασε με σωστό τρόπο που του έγινε ένα μικρό λίφτινγκ για να αναδείξει την αδικία;

Μήπως, τελικά, η ταινία συνεχίζει να φορτώνει τον θεατή με ιδέες και ερωτήματα, όταν ο θεατής έχει εκπαιδευτεί να περιμένει σαφείς δηλώσεις, οριοθετημένες κοσμοθεωρίες και κλειστές αλήθειες;

Ίσως γι’αυτό να είναι και λάθος αλλά και σωστό το να ισχυριστούμε πως το Tár είναι «μια ταινία για την κουλτούρα ακύρωσης», όπως θα ήταν εξίσου περιοριστικό το να πούμε πως είναι μια ταινία για την συστημική ισχύ, ή για τους προβληματικούς καλλιτέχνες, ή για τη δύναμη των σόσιαλ μίντια. Είναι, φυσικά, όλα αυτά, όμως ο τρόπος που έχει υφανθεί το σενάριο και έχει γίνει η σκηνοθετική απόδοση των αμφισήμαντων νοημάτων και καταστάσεων, κάνουν την ταινία κάτι πολύ περισσότερο από το Οτιδήποτε πούμε πως «είναι μια ταινία Για Αυτό».

Με τον ίδιο τρόπο, το φιλμ αρνείται να κατηγοριοποιηθεί ως κάτι που ανήκει σε μια συγκεκριμένη, σαφή ιδέα είδους και άρα προκαθορισμένων ιδεών. Είναι μια ιστορία ανόδου και πτώσης, ναι, φυσικά και είναι. Είναι κι ένα σαφέστατο παιχνίδι ηθικής. Θέλετε να το πούμε και τραγωδία; Ας το πούμε, ναι, γιατί όχι. Μα είναι ταυτόχρονα και ένας εφιάλτης γεμάτος φαντάσματα, με πρόσωπα να μπαίνουν και βγαίνουν στη ζωή της Λύντια (αλλά και στο ίδιο το κινηματογραφικό κάδρο) σα να μην ανήκαν ποτέ εκεί, με τον ίδιο τρόπο που ονόματα, πληροφορίες και καταστάσεις βρίσκονται πάντα στην πολύ άκρη του βλέμματός της όποτε έρχεται αντιμέτωπη με κάποια αλήθεια.

Και ξέρετε τι άλλο είναι κιόλας; Κωμωδία. Δεν φαίνεται από όλα τα παραπάνω μάλλον, αλλά το υπόσχομαι, το Tár είναι μια πολύ αστεία ταινία, ειδικά η υστερική τελευταία πράξη. Κάθε τραγική, βαρυσήμαντη ύπαρξη είναι τελικά μια φάρσα αν την κοιτάξεις έντονα, επίμονα, για αρκετή ώρα. Με τον ίδιο τρόπο που μια μανιώδης Πτώση, μπορεί από μια ελαφρώς διαφορετική οπτική γωνία να μοιάζει σαν σάτιρα της ίδιας της ιδέας της καρμικής (αν όχι νομικής) τιμωρίας. Ενώ η συνθέτης της ταινίας βλέπει το φινάλε ως happy end. Γιατί όχι! (Το λινκ προφανώς περιέχει spoilers για το τέλος της ταινίας.)

Τι είναι λοιπόν το Tár; Και τι διάβολο μας λέει τελικά το Tár;

Ακριβώς επειδή η ταινία αρνείται με πολλαπλούς τρόπους να σταθεροποιηθεί σε ένα αισθητικό μοτίβο ή σε μία θέση, αυτό είναι που την κάνει κι ένα αίνιγμα. Αυτό κάνει την αναπόφευκτη κουβέντα και τους τσακωμούς γύρω από αυτήν τόσο συναρπαστική.

Διότι μην γελιόμαστε, κάθε τόσο προβεβλημένη ταινία –πόσο μάλλον αν ασχολείται με τόσο φλέγοντα ζητήματα της κουλτούρας– είναι καταδικασμένη να συζητιέται μέχρι τελικής εξόντωσης στα σόσιαλ. Αλλά συχνά η κουβέντα κάνει κύκλους και επανερχόμαστε ξανά και ξανά στα ίδια δύο επιχειρήματα, στη Μία Πλευρά και στην Άλλη Πλευρά. Μα, για το Tár, θα βρεις κάθε πιθανή ανάγνωση– κι όχι μόνο επειδή αρκετοί θεατές δεν μπορούν να χωνέψουν πως η Λύντια Ταρ δεν είναι αληθινή προσωπικότητα.

Υπήρξε κόσμος που πήρε εκτός context (οποία ειρωνεία!) το κλιπάκι όπου η Ταρ επιτίθεται στο νεαρό άτομο με αφορμή τον Μπαχ, και το διακινεί σε μια λογική «η Κέιτ Μπλάνσετ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙ τα υπερ-ευαίσθητα woke παιδάκια της πολιτικής ορθότητας», και σε αυτό υπήρξαν οι αναμενόμενες απαντήσεις στο μήκος κύματος «η Ταρ είναι το τέρας της υπόθεσης, άρα ποιος έχει δίκιο τώρα;». Αλλού, η ταινία κατηγορήθηκε από τη διευθύντρια ορχήστρας Μάριν Άλσοπ ως, στην ουσία, μισογύνικο. «Ένιωσα προσβεβλημένη ως γυναίκα, ως μαέστρο και ως λεσβία», γράφει η Άλσοπ στους Sunday Times. Από την αντίπερα όχθη, το φιλμ έχει υμνηθεί από μεγάλο μέρος της κριτικής ως το αξιότερο #meToo έργο της χρονιάς.

Μα την ίδια στιγμή, η σάτιρά του έχει μπει στο στόχαστρο αρκετών λόγω της αοριστίας που την χαρακτηρίζει σε πολλά καίρια σημεία: Ο Τοντ Φιλντ αφήνει τις λεπτομέρειες των πράξεων της Ταρ εκτός κειμένου, αφήνοντάς μας να συνάγουμε ένα κάποιο συμπέρασμα από τα όσα αποσπασματικά βλέπουμε, τα όσα εννοούνται, τα όσα υπονοούνται. Αλλά κι από τον χαρακτήρα της, φυσικά, μιας και συχνά τη βλέπουμε να χρησιμοποιεί τη θέση της με τρόπους όχι ακριβώς καθαρούς και ηθικούς, ή να κόβει γωνίες ή να πετάει πραγματάκια κάτω από το χαλί.

Μα τότε γιατί δεν την βλέπουμε να φέρεται καθαρά και ξάστερα σαν τέρας, ακόμα κι όταν έχει κάθε ευκαιρία να το κάνει; Γιατί, σε διάφορα σημεία, είναι ακόμα και το θύμα; Γιατί, από την άλλη, ακόμα κι η διάσημη εκείνη σκηνή προς την αρχή της ταινίας με τον Μπαχ, όσο εύκολα μπορεί να αντιμετωπιστεί με απόλυτη σοβαρότητα, άλλο τόσο πλασάρεται με μια σατιρική υπερβολή λέξεων και ιδεών που ένας υποθετικός θεατής μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής στοίχισης θα έβλεπε ως «εχθρό»; Για ποιο λόγο σάτιρα, ψυχόδραμα, μαύρη κωμωδία και τραγωδία γίνονται ένα;

Γιατί αυτό ακριβώς καταφέρνει το Tár. Ότι ίσως, οι πάντες να έχουν δίκιο διαβάζοντάς το. Και την ίδια ακριβώς στιγμή, οι πάντες να έχουν άδικο. Αυτή η ταινία δεν αποτελεί μια αλληγορική παραβολή, παρά είναι το πιο εξεζητημένο κινηματογραφικό rorschach test. Μια ταινία φτιαγμένη για να σε κάνει να αντιδράσεις με έναν τρόπο μοναδικό από τον ένα θεατή στον άλλο. Η αντίδραση δε θα μας πει ποια είναι η ταινία· θα μας πει ποιοι είμαστε εμείς.

Το Tár κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου από την Tulip Entertainment.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα