Νέες ταινίες: Κρουζ και Μπαντέρας σε “Επίσημη Συμμετοχή”, Μπραντ Πιτ σε τρένο εκτελεστών

Νέες ταινίες: Κρουζ και Μπαντέρας σε “Επίσημη Συμμετοχή”, Μπραντ Πιτ σε τρένο εκτελεστών

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Επίσημη Συμμετοχή

2.5 / 5

(“Competencia Oficial / Official Competition”, Μαριάνο Κον, Γαστόν Ντουπράτ, 1ω55λ)

Ένας πάμπλουτος επιχειρηματίας ύστερα από μια μικρή υπαρξιακή κρίση, αποφασίζει να επενδύσει στη δημιουργία μιας σπουδαίας ταινίας προκειμένου να υπάρχει κάτι στο όνομά του που θα κάνει τον κόσμο να τον θυμάται. Προσλαμβάνει μια πολυβραβευμένη -αλλά πολύ απαιτητική στη συνεργασία- σκηνοθέτη που παίζει η Πενέλοπε Κρουζ, η οποία θέλει να διασκευάσει ένα βιβλίο γεμάτο ίντριγκα και οικογενειακό δράμα, του οποίου ο επιχειρηματίας έχει αγοράσει τα δικαιώματα.

Για τους ρόλους των δύο αδερφών, προσλαμβάνονται δύο μεγάλα ονόματα. Ένας διάσημος, αγαπητός στον κόσμο ηθοποιός (Αντόνιο Μπαντέρας σε ρόλο-καρτούν και μεγάλα κωμικά κέφια) κι ένας πιο ποιοτικός, μάλλον καλύτερος, αλλά λιγότερο γνωστός τον οποίο παίζει ο Όσκαρ Μαρτίνεζ– βραβευμένος ως Καλύτερος Ηθοποιός στη Βενετία πριν λίγα χρόνια για την αμπελοφιλοσοφική τραγικωμωδία “Επιφανής Πολίτης”, των ίδιων σκηνοθετών. Η ταινία ακολουθεί τη διαδικασία των προβών και το πώς σταδιακά οι πάντες έρχονται σε κόντρα μεταξύ τους, σε μια χαριτωμένη ματιά στο τι συμβαίνει πίσω από την κάμερα στον κόσμο του σινεμά.

Δεν θα βρει κανείς πολύ βάθος εδώ, παρά τις συνήθεις θεματικές εμμονές των σκηνοθετών, περί επιφανειακότητας του star system και κάποιους ανάλαφρους στοχασμούς πάνω στην πεμπτουσία της τέχνης. Οι Κον και Ντουπράτ δε μπορούν να αποφασίσουν αν θα προσεγγίσουν το υλικό τους με στοχαστική διάθεση ή ως παιχνίδι αναφορών με διαρκή κλεισίματα του ματιού. Παρόλαυτά, περιέργως λειτουργεί καλύτερα από τον “Επιφανή Πολίτη”: η “Επίσημη Συμμετοχή” παίζει έξυπνα ως κωμωδία (χωρίς ποτέ να γίνεται φάρσα) με κάποιες σωστά τοποθετημένες δραματικές νότες που κρατούν το θεατή σε εγρήγορση αλλά και δίνουν στο εξαιρετικό κεντρικό του καστ κάποια επιπλέον ερμηνευτικά επίπεδα να δουλέψει.

Δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί να γίνεται καλύτερα, όμως το πετυχημένο χιούμορ και η παρουσία δύο τόσο μεγάλων ονομάτων σε κεφάτες ερμηνείες σημαίνει πως η ταινία θα παίξει καλά με το γενικότερο κοινό– μια καλή επιλογή για διασκεδαστικό θερινό.

Bullet Train

2 /5

(Ντέιβιντ Λιτς, 2ω6λ)

Τι θα γίνει αν αφήσεις μισή ντουζίνα επαγγελματίες εκτελεστές στο ίδιο δρομολόγιο της υπεραταχείας από το Τόκιο στο Κιότο, με αποστολές που χωρίς οι ίδιοι να το περιμένουν, αρχίζουν να μπλέκονται η μία μες στην άλλη; Η δράση κινείται από βαγόνι σε βαγόνι καθώς ταυτότητες αποκαλύπτονται σταδιακά και κίνητρα έρχονται σε σύγκρουση με αποτέλεσμα ένα ντόμινο συμπτώσεων και απίθανων εξελίξεων με πρωταγωνιστές ένα καστ που το διασκεδάζει, με κεντρική φάτσα τον Μπραντ Πιτ (που έχει υπάρξει απείρως καλύτερος ως ακαθόριστα καρτουνίστικη περσόνα), και με καλύτερο όλων των Μπράιαν Ταϊρί Χένρι (του “Atlanta”) που κάνει διασκεδαστικό δίδυμο με τον Άαρον Τέιλορ Τζόνσον (“Avengers: Age of Ultron”). Οι δυο τους καταλαβαίνουν πώς να εισάγουν πάθος και ακόμα και πόνο σε δύο χαρακτήρες γραμμένους ως αυτοκόλλητα.

Ο Ντέιβιντ Λιτς, συν-σκηνοθέτης του πρώτου “John Wick”, κι έχοντας στο ενδιάμεσο σκηνοθετήσει διάφορα μέτρια σίκουελ άλλων franchise, επιστρέφει με το πρώτο του μη franchise φιλμ μετά το “Atomic Blonde” με την Σαρλίζ Θερόν. Όλα τα ποπ στοιχεία του πρώτου “John Wick” μεταφέρονται εδώ, σε μια επιφανειακά πανκ άνιμε χρωματική πανδαισία που ακολουθεί ένα μάτσο ιδιόμορφους χαρακτήρες σε δαιδαλώδεςι αφηγηματικές διαδρομές που μοιάζουν γραμμένες από τον μεγαλύτερο θαυμαστή του Κουέντιν Ταραντίνο (στα ‘90s).

Οι διάφοροι εκτελεστές γράφονται με τρόπους που υπογραμμίζουν εκκωφαντικά τις παραξενιές και τις ιδιομορφίες του και σε συνδυασμό με την αναίτια διάρκεια και κουρασμένη από ιδέες τρίτη πράξη, πραγματικά κάνουν το φιλμ να δοκιμάζει τα όρια του θεατή από ένα σημείο και μετά. Το πρώτο μισό ειδικά είναι εξαιρετικά διασκεδαστικό, όσο ακόμα τα νάζια των εκτελεστών δεν έχουν προλάβει να γίνουν μανιέρα κι όσο τα πάντα παραμένουν ευχάριστα χαοτικά. Ο Λιτς έτσι κι αλλιώς είναι ένας σκηνοθέτης που ξέρει πώς να δημιουργεί ορμητική, παλπ αφήγηση μέσω εκρηκτικής δράσης γεμάτης σπαρταριστές ιδέες και gags.

Ανάλαφρη, πολύχρωμη και διασκεδαστική περιπέτεια που σκοντάφτει όταν μπλέκεται αφηγηματικά γύρω από τον εαυτό της, όταν φουσκώνει δίχως μέτρο κι όταν επιχειρεί ατυχώς σε σημεία να Σημαίνει Κάτι, ενώ η δύναμή της βρίσκεται σε μια αγνότερη αίσθηση της δράσης που ο Λιτς ξέρουμε πολύ καλά πως κατέχει. Είναι ένα μάθημα που ποτέ δεν ξέχασε ο έτερος συν-σκηνοθέτης του “John Wick”, Τσαντ Σταχέλσκι, ο οποίος δεν έχασε ποτέ το δημιουργικό του κέντρο και συνέχισε –με τα σίκουελ εκείνης της καλτ περιπέτειας– να σκηνοθετεί κλασικής υφής κομψοτεχνήματα δράσης, ταινίες χορογραφημένες περισσότερο σαν βουβό σινεμά παρά ως ποπ ‘90s ξεπατικωσούρες.

Κυκλοφορούν ακόμη

Διακοπές με την Οικογένεια: Ένας άντρας επιστρέφει στο πατρικό του για να γιορτάσει το Πάσχα μαζί με την οικογένειά του, και φυσικά ξεκινά μια σειρά από ευτράπελα και παρεξηγήσεις. Κωμωδία με τον stand-up κωμικό Τζο Κόι.

Atlantic City: Ένας γερασμένος γκάνγκστερ (Μπαρτ Λάνκαστερ) και η εν διαστάσει γυναίκα ενός μικροδιακινητή (Σούζαν Σαράντον) μπλέκουν σε μια υπόθεση γεμάτη χρήμα και ναρκωτικά με φόντο το Ατλάντικ Σίτι. Ο χαρακτήρας του Λάνκαστερ, προσπαθεί να πιάσει την καλή Για Μια Τελευταία Φορά με τους παλιομοδίτικους τρόπους που ξέρει καθώς γύρω του μια νέα πόλη χτίζεται σιγά σιγά, φέρνοντας μαζί φυσικά και το νέο χρήμα αλλά και τους νέους τρόπους αναζήτησής του. Ο Λούι Μάλ σκηνοθετεί την Αμερική με μια ζεστή ηθική αποστασιοποίηση (μιας κι έτσι κι αλλιώς δεν είναι κάποια μάχη καλού εναντίον κακού που τον ενδιαφέρει, αλλά ο ίδιος ο χρόνος και οι ανθρώπινες διασυνδέσεις) που μόνο στο βλέμμα μη-αμερικάνων δημιουργών μπορείς σε τέτοιο άφοβο βαθμό να εντοπίσεις. Ίσως και γι’αυτό να μην κυλά με την αβίαστη ποιητικότητα άλλων σπουδαίων φιλμ της καριέρας του, όμως αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο. Βραβευμένο με Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και υποψήφιο για τα 5 μεγάλα Όσκαρ (δεν κέρδισε κανένα).

Το Μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού: Ένας μαραγκός στη φασιστική Σλοβακία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τοποθετείται ως άρειος ελεγκτής στο μαγαζί μιας εβραίας χήρας. Σημαντικό φιλμ του τσεχοσλοβάκικου σινεμά των ‘60s, με Όσκαρ Ξενόγλωσσου Φιλμ και συμμετοχή στις Κάννες.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα