Νέες ταινίες: Περιπέτειες με νέα (και παλιά) πρόσωπα από το “Karate Kid” και τον “John Wick”
Διαβάζεται σε 11'
Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 05 Ιουνίου 2025 04:27
Καμία έκπληξη που σαρώνει στα ταμεία του “Λίλο και Στιτς”, αλλά αυτό για το οποίο χαιρόμαστε είναι που έχει πολύ μικρή πτώση η νέα “Επικίνδυνη Αποστολή”, που έφτασε τα 84.000 εισιτήρια και με μειωμένες –λόγω διάρκειας– προβολές. Πάει για συμπαθητικό κλείσιμο(;) franchise. Μόλις 6.000 εισιτήρια το “Φοινικικό Σχέδιο” του Γουές Άντερσον σε πολύ ευρύ άνοιγμα αιθουσών, και αναρωτιόμαστε αν κι αυτό θα δείξει κάποια διάρκεια ή αν θα παραμείνει σε χαμηλότερα εισιτήρια κι από το “Asteroid City”.
Αυτή την εβδομάδα έχουμε δύο franchise επεκτάσεις που παρά κάποιες δημιουργικές διαθέσεις και ιδέες, δείχνουν και τον εγγενή περιορισμό τέτοιου τύπου “συνεχειών”.
Οι νέες ταινίες της εβδομάδας
Ballerina
(“From the World of John Wick: Ballerina”, Λεν Γουάιζμαν, 2ω5λ)
★★½
Έχοντας χάσει τον πατέρα της σε νεαρή ηλικία από άγνωστους εκτελεστές, η Ιβ μεγαλώνει και εκπαιδεύεται να γίνει δολοφόνος σύμφωνα με τις παραδόσεις της Ρούσκα Ρόμα. Μέχρι που μια μέρα αποφασίζει να πάρει εκδίκηση.
Σε 25 λέξεις: Δυνατή Άνα ντε Άρμας με σωστό attitude για δολοφόνος, πολύ καλές σκηνές μάχης, μέτριο περιτύλιγμα με ξεπερασμένο στυλ και ρυθμό. Ο Κιάνου Ριβς εμφανίζεται για να δέσει αχρείαστα την ταινία με την μυθολογία του “John Wick”.
Karate Kid: Θρύλοι
(“Karate Kid: Legends”, Τζόναθαν Εντουίσλ, 1ω58λ)
★★
Μαθητής του κουνγκ φου φεύγει με τη μητέρα του από το Πεκίνο ύστερα από μια οικογενειακή τραγωδία και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη. Εκεί, θα χρειαστεί δύο θρυλικούς εκπαιδευτές για να τον ετοιμάσουν για τον αγώνα της ζωής του.
Σε 25 λέξεις: Στιλάτο και με καλές επιμέρους ιδέες, και με διασκεδαστικό καστ, αλλά ποτέ δεν καταφέρνει να πρωτοτυπήσει και να ξεφύγει από τα δεσμά και την κατάρα του legacy σίκουελ.
Κριτική
Είναι ενδιαφέρον αν και ίσως κάπως στενάχωρο να βλέπεις καλούς σκηνοθέτες με ωραίες ιδέες να πελαγοδρομούν μέσα σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο που δεν έχει καθόλου να κάνει με τη δική τους έμπνευση, αλλά με τους περιορισμούς που επιτάσει η αδιέξοδη σύγχρονη χολιγουντιανή λογική.
Αρκεί να δείτε τον επίσημο τίτλο με τον οποίο λανσάρεται η κατά τα άλλα φαν περιπέτεια με την Άνα ντε Άρμας: “From the World of John Wick: Ballerina”. Ο ελληνικός τίτλος θα μπορούσε να είναι “Μπαλαρίνα (αλλά παίζει κι ο Τζον Γουίκ, σας το υποσχόμαστε”. Τον βλέπουμε και στα τρέιλερ και παντού – δε θα σοκαριστείτε αν σας πω ότι ο ρόλος του στο φιλμ είναι πραγματικά μικρός και στην πραγματικότητα δεν χρειαζόταν καθόλου μα καθόλου για να λειτουργήσει αυτή η ταινία.
Αυτό είναι το πρόβλημα όταν κάθε δημιουργική πρόθεση κάπου στην πορεία αποκτά κι ένα «πού μπορούμε να το κολλήσουμε αυτό μες στο τάδε σύμπαν;;» πρόβλημα. Η “Μπαλαρίνα” διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του τρίτου “John Wick φιλμ κι αυτή είναι μια πληροφορία που η ταινία θέλει να ξέρεις, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να περιπλέξει την παρούσα ιστορία με αχρείαστες εξηγήσεις και μια ολόκληρη β-πλοκή που σε βάζει να αναρωτιέσαι τις λεπτομέρειες για κάτι που εν τέλει δεν έχει την παραμικρή σχέση με το δραματικό τόξο της συγκεκριμένης ηρωίδας.
Στο “Karate Kid: Θρύλοι” η διάθεση είναι εμφανώς πως θέλουμε να πάρουμε μια ιστορία διαχρονική και εμβληματική και να την ανανεώσουμε με μια σημερινή ευαισθησία. Αυτό πετυχαίνει σε κάποιο βαθμό, καθώς ο σκηνοθέτης Τζόναθαν Εντουίσλ (του “The End of the Fucking World” του Netflix) βρίσκει τις σωστές γωνίες, τις σωστές αποχρώσεις αλλά και τις σωστές αναφορές στις σκηνές μάχες του (μια από αυτές, καθώς πολεμά μια συμμορία σε ένα σοκάκι, θυμίζει όντως κάτι από vintage Τζάκι Τσαν), γεμίζοντας την οθόνη με urban αισθητική και αποσπώντας καλές ερμηνείες από το καστ του.
Αλλά τριγύρω έχει ένα φιλμ που μοιάζει ορκισμένο να αποτελέσει φτηνιάρικη ξεπατικωσούρα του ορίτζιναλ, όπως τόσα και τόσα μοντέρνα legacy σίκουελ – ταινίες που λένε βασικά την ίδια ιστορία αλλά 30 χρόνια αργότερα, προφασιζόμενα εκμοντερνισμό αλλά αγκαλιάζοντας μια τρομερή συντηρητικότητα σε ιδέες και στο πόσο μικρό είναι εν τέλει το σύμπαν τους. Έτσι κι εδώ, επιστρέφουν χαρακτήρες όχι μόνο από το κλασικό “Karate Kid” αλλά κι από το πρόσφατο ριμέικ του με τον Τζέιντεν Σμιθ, κι όλα αυτά στην υπηρεσία μιας ξαναζεσταμμένης ιστορίας που μοιάζει σε πολλά σημεία ατελής.
Κρίμα γιατί στο ζουμί – το σκηνικό, ο πρωταγωνιστής Μπεν Γουάνγκ, κάποιες σκηνές μάχης, η αισθητική ταυτότητα – είναι δουλεμένη η ταινία, και ευτυχώς όχι φλύαρη. Αλλά κάπου σκέφτεσαι ότι θα ήθελες να δεις τον ίδιο σκηνοθέτη σε ένα αληθινό φιλμ, αν αυτό βγάζει νόημα.
Γνώριμοι χαρακτήρες επιστρέφουν και στη “Μπαλαρίνα”, οριοθετώντας την περιπέτεια αυτο-πλήρωσης της πληγωμένης και οργισμένης Ιβ με σύνορα τα οποία πολύ απλά δεν είναι δικά της. Η ίδια ταινία θα μπορούσε να μην έχει την παραμικρή σχέση με τον κόσμο του Τζον Γουίκ, και δε θα άλλαζε το παραμικρό στην ιστορία εκδίκησης που θέλει να πει η ταινία.
Σκηνοθετεί ο Λεν Γουάιζμαν, ένας από αυτούς τους σκηνοθέτες που δίνουν ημερομηνία λήξης σε μια ταινία περισσότερο κι από ανοιγμένο μπουκάλι γάλα. Τον Γουάιζμαν τον ξέρουμε από τα “Underworld” και την εφηβικά κουλ ‘00s αισθητική τους. Το να βλέπεις μια ταινία του σήμερα είναι σα να σου προτείνουν να πας σε λάιβ των Evanescence: Λογικά ωραία θα περάσεις, αλλά για μια στιγμή θα αναρωτηθείς κι αν έπεσες και χτύπησες και ξύπνησες 20 χρόνια στο παρελθόν.
Το πρόβλημα ταυτότητας του φιλμ προκύπτει όμως επειδή ο σκηνοθέτης Τσαντ Σταχέλσκι (των ίδιων των “John Wick”) ανέλαβε να κάνει reshoots χωρίς τον Γουάιζμαν παρών – πρακτικά ξαναγύρισε αρκετές σκηνές δράσης της ταινίας επειδή, εικάζουμε, αυτό που είχε στα χέρια του δεν λειτουργούσε. Τα κακά νέα, είναι ότι τα reshoots φαίνονται. Αλλά επίσης τα καλά νέα, είναι ότι τα reshoots φαίνονται!
Υπάρχουν πολλές φανταστικές σκηνές μάχης εδώ που, σε συνδυασμό με το attitude που φέρνει η ντε Άρμας στο ρόλο, σε κάνουν να θες να προσέχεις κάθε λεπτομέρεια της χορογραφίας. Υπάρχουν πολύ φαν ιδέες, από μια μάχη σε ένα κλαμπ με παγωμένη επιφάνεια μέχρι ένα χωριό θανατηφόρων μαχητών όπου κάθε απλή γωνία κρύβει απειλές. Είναι χορταστικό και δε σταματά να δίνει ωραίες σκηνές μάχης φτιαγμένες με πολύ μεράκι.
(Ακραία περίπτωση: Σε μια μεγαλύτερη-από-όσο-χρειαζόταν σκηνή δράσης με δύο φλογοβόλα, βάζω στοίχημα πως μπορώ να ξεχωρίσω τις αρχικές σκηνές, από εκείνες που προσέφερε ο Σταχέλσκι, όπως ένα εντυπωσιακό street view κι ένα εμπρόσθιο καδράρισμα με τη δράση να κινείται προς τα εμάς και κάτω δεξιά στην οθόνη, δίνοντας μια απρόσμενη δυναμική. Σε άλλα σημεία, η ίδια σεκάνς μοιάζει αχρειάστα εφετζίδικη, κάτι που ο Σταχέλσκι δεν κάνει ποτέ. Είναι παράξενο!)
Τριγύρω από τις γενικά πολύ καλές σκηνές δράσης, το ξεπερασμένο στυλ του Γουάιζμαν έχει αποτέλεσμα ένα φιλμ-περιτύλιγμα με παρωχημένη αφήγηση και μελοδραματισμό. Είναι σαν άσκηση ύφους: Ο Σταχέλσκι θα μπορούσε να έχει εισβάλει σε οποιοδήποτε μέτριο φιλμ δράσης και προσφέροντας μια ντουζίνα φανταστικές ιδέες, να το έχει μεταλλάξει σε κάτι κουλ και διασκεδαστικό. Η “Μπαλαρίνα” δεν φτάνει φυσικά τα γενικά αψεγάδιαστα “John Wick”, αλλά η αποστολή εξετελέσθη, έστω και με τρόπο άνισο. Ο θεατής θα περάσει καλά.
Μα όπως και στην περίπτωση του “Karate Kid: Θρύλοι”, σίγουρα θα σου περνά κι από το μυαλό ότι: Δε θα ήταν πολύ ωραιότερο αν οι ιδέες κι η ενέργεια είχαν ξοδευτεί σε κάτι λιγότερο συμβιβασμένο;
Βερμίλιο: Η Νύφη του Βουνού
(“Vermiglio”, Μάουρα Ντελπέρο, 1ω59λ)
★★★
Στο ορεινό χωριό Βερμίλιο στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια σειρά από δραματικές εξελίξεις συμβαίνουν μετά την άφιξη ενός λιποτάκτη σισιλιάνου στρατιώτη που κρύβεται στην πόλη.
Σε 25 λέξεις: Αργό αλλά στοχευμένο, πολύ όμορφο, βαρύ δράμα για μια κλειστή πατριαρχική κοινωνία που ταράζεται από έναν αστάθμητο εξωτερικό παράγοντα. Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ Βενετίας.
Κριτική
Υπάρχει μια μεθοδικότητα στα κάδρα της Μάουρα Ντελπέρο έχει σημασία σε επίπεδο όχι μόνο οπτικό, αλλά και λειτουργικό. Η ιταλίδα αφηγείται την μουντή (αν όχι τραγική) ιστορία μιας απομόνωσης στο περιθώριο του Β’ Παγκοσμίου και το κάνει με ένα τρόπο που αναπαράγει αυτό το αίσθημα ακινησίας – οι εικόνες της, πανέμορφες και με πτυχές που δεν είναι απαραίτητα προφανείς, μοιάζουν σε θαμπό φωτογραφικό άλμπουμ από κάποια ξεχασμένη εποχή.
Δεν είναι τα κάδρα που κυνηγούν τη δράση, είναι η δράση (ή “δράση”, τελοσπάντων) που εισέρχεται σε αυτά, σαν ένα συνηθισμένο κομμάτι ζωής που σχεδόν τυχαία παγιδεύτηκε στο φακό και στην εικόνα. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την απουσία ώθησης, κάνουν το φιλμ αρκετά δυσπρόσιτο και με ενδεχομένως μια εμφανώς φεστιβαλική στόχευση.
Όμως, σε αυτή την ιστορία αποκλεισμού και ηθικής, για ένα κλειστό πατριαρχικό σύστημα ανθρώπων που αναπαράγει σιωπηλά αντί να εξερευνά, να αφουγκράζεται και να αποδέχεται, βρίσκουμε κάτι αληθινά δυνατό και – με τον τρόπο του – άχρονο. Το δράμα στην καρδιά της ιστορίας αντηχεί εύκολα στις δεκαετίες που ακολούθησαν, δεκαετίες από την οπτική των οποίων θα μπορούσε κανείς να ξεφυλλίζει ένα φωτογραφικό άλμπουμ που να θυμίζει το “Vermiglio”.
Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο φετινό φεστιβάλ Βενετίας, για μια ταινία που εξαρχής στο φεστιβάλ συζητήθηκε ως κάτι εντυπωσιακό και αξιοσημείωτο.
The Surfer
(Λόρκαν Φίνεγκαν, 1ω40λ)
★★½
Ένας άντρας επιστρέφει στην ειδυλλιακή παραλία που θυμάται από την παιδική του ηλικία για να κάνει σερφ με τον γιο του. Όταν ένα γκρουπ ντόπιων τον μειώνουν μπροστά στον γιο του, μια σύγκρουση ξεκινά που τον φέρνει στα άκρα.
Σε 25 λέξεις: Ψευδο-πνευματικότητα και τοξικότητα συναντώνται σε ένα acid dream (κατά το fever dream) εμμονής και σουρεαλισμού. Αδιέξοδο σε σημεία, αλλά ο Νίκολας Κέιτζ πάντα δίνει ποιότητα.
Κριτική
Μια συμβολική ιστορία εμμονής και τοξικού εγωισμού, όπου ένας τοπικός γκουρού της συμφοράς συγκρούεται με έναν άντρα που οδηγείται στην παράνοια. Το κείμενο στο σενάριο του Τόμας Μάρτιν αφήνει αρκετές ιδέες ανεξερεύνητες ή τις αγγίζει επιδερμικά και επαναλαμβανόμενα, αλλά έχει ενδιαφέρον η οπτική ανάγνωση της ιστορίας από τον Φίνεγκαν: η καυτή, καρτποσταλική οπτική της Αυστραλίας αποτυπώνεται μέσα από μια ηλιοκαμένη χροιά σαν ιδρωμένο όνειρο πυρετού – ή μάλλον, ναρκωτικών.
Ο Νίκολας Κέιτζ είναι αναμενόμενα φανταστικός ακολουθώντας την σταδιακή παράκρουση του ήρωά του και είναι από την αρχή ως το τέλος ο βασικός λόγος να δεις την ταινία. Η οποία σε κάθε επιμέρους στιγμής μοιάζει σα να κάνει κάτι ενδιαφέρον, αλλά συνολικά έχουμε μάλλον μείνει σε σχετικά ρηχά νερά σε επίπεδο ιδεών.
Επιλεγμένες προβολές
Οικογένεια Τένενμπαουμ: Μια από τις κορυφαίες ταινίες του Γουές Άντερσον, με πρωταγωνιστή τον αείμνηστο Τζιν Χάκμαν στο ρόλο ενός άντρας που προσποιείται ασθένεια για να έρθει ξανά κοντά με την αποξενωμένη οικογένειά του. Προβολή και συζήτηση με τον κριτικό Αλέξανδρο Παπαγεωργίου. (Παναθήναια, Τετάρτη 11/6)
8½: Το κλασικό φιλμ του Φελίνι με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και την Ανούκ Εμέ σε απόδραση ονείρων και φαντασίας, προβάλλεται σε νέα ψηφιακή κόπια 4Κ. (ΒΟΞ)
Βιριδιάνα: Το άφοβο συμβολικό φιλμ του Μπουνιουέλ πάνω στην (ερωτική) εμμονή και τη θρησκεία, προβάλλεται ξανά.
Audition: Συνεχίζεται το ακραίο αριστούργημα ψυχολογικού τρόμου του Τακάσι Μίικε. (Ατενέ)
Love Stories Under the Stars: Όπως συνεχίζεται για δεύτερη εβδομάδα και το εξαιρετικό αφιέρωμα του Cine Paris σε ερωτικές ιστορίες από όλο τον κόσμο και όλες τις εποχές του κινηματογράφου. Η sold out προβολή του “Περηφάνια και Προκατάληψη” της πρώτης εβδομάδας ήταν μια απολαυστική εμπειρία με το κοινό οριακά να κρατιέται. Άχαστο. (Cine Paris)
Κυκλοφορούν επίσης
Και Μετά Δεν Έμεινε Κανένας: Οκτώ άγνωστοι προσκαλούνται σε μια απομονωμένη έπαυλη σε νησί όπου οι οικοδεσπότες δεν εμφανίζονται ποτέ. Αντ’αυτών, ξεκινά μια σειρά από φόνους που παραπέμπουν σε στίχους παιδικού τραγουδιού. Θρίλερ μυστηρίου από τον Ρενέ Κλερ, διασκευή του θρυλικού βιβλίου της Άγκαθα Κρίστι.
Μαθήματα από Έναν Πιγκουίνο: Βασισμένη στο ομώνυμο, επιτυχημένο μυθιστόρημα του Τομ Μισέλ, η ταινία ακολουθεί την ιστορία ενός Άγγλου που ταξιδεύει μέχρι την Αργεντινή για να δουλέψει σε ένα σχολείο και η ζωή του οποίου αλλάζει ριζικά όταν γίνεται φίλος με έναν μικρό πιγκουίνο που θα του διδάξει τα σημαντικότερα μαθήματα της ζωής. Σκηνοθετεί ο Πίτερ Κατάνεο του “Άντρες με τα Όλα τους” και πρωταγωνιστεί ο Στιβ Κούγκαν.