Οι ταινίες της εβδομάδας: Ένα “Ταξίδι στην Ελλάδα” και μια επιστροφή στην “Τσάιναταουν”

Οι ταινίες της εβδομάδας: Ένα “Ταξίδι στην Ελλάδα” και μια επιστροφή στην “Τσάιναταουν”

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα το “Ταξίδι στην Ελλάδα” κοιτάζει τη χώρα μας από μια άλλη σκοπιά, ο Τομ Χανκς είναι υποψήφιος για Όσκαρ στο “Ένας Υπέροχος Γείτονας” ενώ “Τσάιναταουν” και “Περσόνα” είναι οι μεγάλες επανεκδόσεις.

Αναλυτικά οι κριτικές της εβδομάδας:

Ταξίδι στην Ελλάδα

*****

(“Trip to Greece”, Μάικλ Γουιντερμπότομ, 1ω43λ)

Αν θέλουμε να μιλήσουμε για απρόσμενα κινηματογραφικά franchise, τότε υπάρχει αυτό: Μια σειρά ταξιδιωτικών τραγικωμωδιών, όπου δύο άγγλοι κωμικοί και φίλοι ταξιδεύουν σε πόλεις και  χώρες, με την κάμερα να τους ακολουθεί εν μέσω αυτοσχεδιασμών καθώς απολαμβάνουν να έρχονται σε επαφή με τα μέρη, την κουλτούρα, τα φαγητά και τους ανθρώπους της κάθε τοποθεσίας. Ύστερα από αντίστοιχα ταξίδια στην Ιταλία και την Ισπανία, η σειρά καταλήγει οριστικά (;) με το ταξίδι στην Ελλάδα.

Ο Στιβ Κούγκαν κι ο Ρομπ Μπράιντον ξέρουν πια πολύ καλά τη φόρμουλα όμως οι ταινίες απέχουν πολύ από το να γίνουν κουραστικές. Κι ο λόγος είναι πως καθώς οι ίδιοι αναγνωρίζουν την φορμουλαϊκή λούπα στην οποία είναι κλεισμένοι μέσα στα “Ταξίδια” τους αλλά και -ακόμα κυριότερα- γερνάνε όσο οι ταινίες περνάνε, πλέον κάθε μικρή, ελάχιστη λεπτομέρεια του ταξιδιού τους, από ένα γεύμα που δεν θέλουν να σταματήσει μέχρι τη γνωριμία με μια άγνωστη σε αυτούς λεπτομέρεια του ελληνικού πολιτισμού, αποτελεί αφορμή για μια νέα μίνι υπαρξιακή δίνη στην οποία αφήνονται.

Η διαδρομή τους ξεκινά από την Τροία και καταλήγει στην Ιθάκη τοποθετώντας τους ως μοντέρνους ταξιδιώτες, με την περιπέτεια και την δίψα πλέον να τοποθετούνται σε μια άλλη σφαίρα, της γνώσης, την σχέσης με τη φύση και τον άνθρωπο και την Ιστορία, με φόντο τα αληθινά ζωντανά μουσεία του ελληνικού σκηνικού. Στη διάρκεια αυτής της απρόσμενης Οδύσσειας, και μέχρι το αληθινά συγκινητικό φινάλε που υπογραμμίζει δραματουργικά ό,τι προηγήθηκε, οι Κούγκαν και Μπράιντον βρίσκουν πολλές αφορμές να αστειευτούν, να αυτοσαρκαστούν (πολλές οι μικρές αντιπαλότητες πάνω στο στάτους τους στη βιομηχανία, με τον έναν να προσπαθεί να μειώσει τον άλλον παιχνιδιάρικα: «ο κωμικός» – «εννοείς ο ηθοποίος, έχω κερδίσει βραβεία» – «ΟΚ, ο ελαφρύς διασκεδαστής») και τελικά ανάλαφρα να στοχαστούν πάνω στις βασικές ανάγκες αυτής της ζωής: να μαθαίνεις, να ζεις, να αστειεύεσαι και, ναι, να τρως. (Τιμιότατο food porn η ταινία, να το πούμε κι αυτό.)

Η ταινία, όπως και οι προηγούμενες του franchise, αποτελεί στην πραγματικότητα μια συρραφή των καλύτερων στιγμών από τον αντίστοιχο τηλεοπτικό κύκλο 6 επεισοδίων του BBC2. Όμως ο έμπειρος Μάικλ Γουίντερμποτομ (“Jude”) δεν αφήνει ποτέ τον ρυθμό να σκαλώσει και την ίδια ώρα οι φύσει συμπαθείς περσόνες των κωμικών (“ανάλαφρων διασκεδαστών”;;) μας οδηγούν σε ένα ταξίδι όπου το χιούμορ, το δράμα, τα εσωτερικά αστεία, οι αγωνίες δύο αντρών με απόλυτη συναίσθηση του χρόνου που περνά, βρίσκουν το ιδανικό τους φόντο στα απομεινάρια ενός επιβλητικού αρχαίου πολιτισμού. Είναι φόρμουλα; Ναι. Είναι επανάληψη; Ναι. Είναι όμως το Ταξίδι; Αυτό έχει σημασία.

Ένας Υπέροχος Γείτονας

*****

(“A Beautiful Day in the Neighborhood”, Μάριελ Χέλερ, 1ω49λ)

Όταν πριν πολλά χρόνια είχα προσληφθεί στο Esquire, η φράση-καθοδηγητής πάνω στα μεγάλα κείμενα, που είχα ακούσει ήταν: «γράφεις για σένα, γράφεις κάτι δικό σου». Υπάρχει μια λεπτή γραμμή ισορροπίας που φέρνει αυτή την οδηγία σε κάτι αληθινά αποτελεσματικό που αφορά τον κόσμο που διαβάζει- πολύ συχνά, επειδή είναι κάτι εύκολα παρεξηγήσιμο, σημαίνει απλώς «γράψε για σένα και τους φίλους σου». Φυσικά κάθε κείμενο έχει για πρωταγωνιστή τον συγγραφέα του, ακόμα κι αν εκείνος είναι αόρατος μέσα σε αυτό, με τον ίδιο τρόπο που κάθε ταινία κουβαλά την υπογραφή του δημιουργού της, όποιοι κι αν είναι οι πρωταγωνιστές.

Πολλές ταινίες έχουμε δει να διασκευάζουν βιβλία ή άρθρα πάνω σε κάποιο απίθανο στόρι ή πάνω σε κάποιο σπουδαίο πρόσωπο, και αυτές οι ταινίες είναι 9 στις 10 φορές αφοσιωμένες πλήρως πάνω στο εν λόγω πρόσωπο. Αποτελούν, εν ολίγοι, νέα προφίλ πάνω στον ίδιο πρωταγωνιστή. Δεν διασκευάζουν το κείμενο, απλώς ξαναγράφουν το προφίλ επειδή -όπως λέγαμε πριν λίγο- αυτή τη φορά είναι άλλος ο συγγραφέας. Πόσο μάλλον δε, ένα διαφορετικό μέσο.

Ο “Υπέροχος Γείτονας” της Μάριελ Χέλερ κάνει κάτι συναρπαστικό: Βασίζεται σε ένα προφίλ του Φρεντ Ρότζερς, του εμβληματικού παρουσιαστή-Αγίου της αμερικάνικης τηλεόρασης, το οποίο έγραψε ο Τομ Τζούνο το 1998 για το περιοδικό Esquire. Αλλά σε αντίθεση με ό,τι θα έπρατε μια τυπική βιογραφία, δεν προφιλάρει εκ νέου τον Ρότζερς (ξαναγράφοντας δηλαδή ουσιαστικά το κείμενο από δεύτερο χέρι, για το σινεμά) παρά ακολουθεί την διαδικασία με την οποία ο δημοσιογράφος έκανε πράξη τη συμβουλή της αρχής: «γράψε κάτι για σένα, κάτι δικό σου».

Ο ήρωας της ταινίας, που παίζει ο Μάθιου Ρις του “Americans” και του “Perry Mason”, αντιμετωπίζει τις δικές του προσωπικές αγωνίες και δαίμονες, θέλει να τα βρει με τον αποξενωμένο πατέρα του (ο Κρις Κούπερ κυριολεκτικά πάντα καλός στα πάντα), έχει προσωπικά ζητήματα ελέγχου και οικογενειακές δυσκολίες, και όλα αρχίζει μέσα του να τα δουλεύει καθώς συναντά απέναντί του έναν ήρωα που δεν περίμενε. Το απόλυτο καλό προσωποποιημένο, τον Κύριο Ρότζερς.

Στον ρόλο φυσικά ο Τομ Χανκς, που προτάθηκε ύστερα από πολλά χρόνια για Όσκαρ, δεν παίζει τον Ρότζερς με τον τρόπο που συνήθως σε βιογραφίες ηθοποιοί μιμούνται αληθινές περσόνες, όσο ενσαρκώνει την ιδεατή αγιοσύνη του ίδιου ως Τομ Χανκς. Ο Χανκς αντιπροσωπεύει για την ταινία τον ίδιο φάρο αγνότητας και φωτός που για τον δημοσιογράφο υπήρξε κάποτε ο Ρότζερς. Με αυτό τον συναρπαστικής meta-ανάγνωσης τρόπο, η Μάριελ Χέλερ μετατρέπει την ίδια της την ταινία όχι σε μια διασκευή ενός περιοδικίσιου προφίλ, αλλά σε ένα νέο κείμενο- πάνω στην αγωνία της δημοσιογραφίας, πάνω στους προσωπικούς δαίμονες, και πάνω στο πώς είναι να εκφράζεις μέσα από το κείμενό σου, το σινεμά σου, την τέχνη σου τελοσπάντων, «κάτι για σένα, κάτι δικό σου».

Η ταινία λειτουργεί σε διαφορετικά επίπεδα δίχως ποτέ να το κάνει με κάποιο εμφανώς καρτουνίστικο τρόπο, δίχως ποτέ να σπάει βίαια την αφηγηματική ψευδαίσθηση για να σου εξηγήσει τι βλέπεις- έστω κι αν υπάρχει μια στιγμή όπου ο Χανκς/Ρότζερς κοιτάει απευθείας στην κάμερα και μιλάει βαθιά μέσα στο είναι σου. Το άγγιγμα της Χέλερ είναι πάντοτε διακριτικό και ευαίσθητο, όσο και η φιλμική της τεχνική διαρκώς εφευρετική. Μια σκηνοθέτης τελικά αληθινά απρόσμενου συναισθηματικού -και όχι μόνο- IQ σε όλες τις δουλειές της, από το “Diary of a Teenage Girl” ως το επίσης θαυμάσιο περσινό “Can You Ever Forgive Me?”. Οι ήρωες κι οι ηρωίδες της πάντα λειτουργούν μέσα σε έναν πλούσιο κόσμο ιδεών και συναισθημάτων που τους γέννησε, ακόμα κι όταν καταφέρνουν να τον προσπεράσουν ή αφήσουν πίσω.

Προφιλάροντας τόσο τον Φρεντ Ρότζερς όσο και τον άντρα που κάποτε επιχείρησε κι εκείνος να τον προφιλάρει, η Χέλερ έχει έναν τρόπο -χωρίς ποτέ να το φωνάζει, και πάντα κατορθώνοντας να χάνεται μες στο πλούσιο κείμενό της- να πετυχαίνει την ιδανική λεπτή εκείνη ισορροπία. Να γράφει πάντοτε, κάτι δικό της.

Κυκλοφορεί επίσης

Μέχρι ο Γάμος να μας Μεθύσει

*****

(“Wedding Unplanner”, Ντάνι ντε λα Όρντεν, 1ω50λ)

Ανεξάρτητη και δυναμική σχεδιάστρια γάμων περνά ένα one night stand με έναν αρραβωνιασμένο άντρα. Όταν εκείνος της αναθέσει τον επικείμενο γάμο του κι ενώ δεν έχει σταματήσει να τη σκέφτεται, έντρομη αυτή θα διαπιστώσει πως η μέλλουσα νύφη όχι απλά είναι παιδική της γνωστή, αλλά είναι και το κορίτσι που της έκανε τη ζωή πατίνι όταν πηγαίνανε μαζί σχολείο. Το ερωτικό τρίγωνο που θα δημιουργηθεί οδηγεί σε μια σειρά από απίθανες παρεξηγήσεις, κι ενώ με έναν σχεδόν ακατανόητο τρόπο η ταινία δε σταματά ποτέ να είναι ευχάριστη, δεν σταματά και ποτέ να είναι παντελώς αναμενόμενη, γεμάτη ευκολίες, δίχως αληθινή γοητεία και χωρίς καμία ιδιαίτερη διάθεση να αποτελέσει σινεμά. Περνά η ώρα πάντως. Για τους φανς του “Casa de Papel”, πρωταγωνιστεί η Μπελέν Κουέστα, η Μανίλα της σειράς.

Επανεκδόσεις

Chinatown

*****

(Ρόμαν Πολάνσκι, 2ω10λ, 1974)

Στην ηλιόλουστη Καλιφόρνια προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Τζέικ Γκίτες τα φέρνει πέρα χάρη στις σκοτεινές γωνίες που κρύβονται μακριά από το φως. Μια όμορφη γυναίκα της υψηλής κοινωνίας τον προσλαμβάνει να διερευνήσει τις εξωσυζυγικές πράξεις του άντρα της αλλά τίποτα σε αυτή την υπόθεση δεν προϊδεάζει τον Τζέικ για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει: Ένας τέλειος, φονικός τυφώνας από προδοσίες, μυστικά και απάτες που σαρώνει στο πέρασμά του τις ηθικά σαθρές υποδομές της τοπικής κοινότητας, αποκαλύπτοντας μια σειρά από σοκαριστικές αλήθειες και πολιτικοκοινωνικά σκάνδαλα που δεν χωράει ο νους.

Ο Ρόμαν Πολάνσκι φέρνει μια ευρωπαϊκή ευαισθησία στην αποτύπωση των αναγνωρίσιμων νουάρ αρχετύπων που πλάθει στο μαεστρικό του σενάριο ο σπουδαίος και αταξινόμητος Ρόμπερτ Τάουν. Αποσπά τοπ ερμηνείες καριέρας από κάθε εμπλεκόμενο θρύλο, από τον Τζακ Νίκολσον και τη Φέι Ντάναγουέι μέχρι τον εφιαλτικό Τζον Χιούστον ρίχνοντας χρώμα και φως πάνω στις νουέρ σκιές ενός οικοδομήματος σάπιου σε κάθε του εσοχή. Καταφέρνοντας τελικά να ανανεώσει το είδος με τόσο αποφασιστικό και απόλυτο τρόπο, που καταλήγει τελικά να το χαρακτηρίζει εκ νέου: Σχεδόν 45 χρόνια μετά, η “Chinatown” δεν είναι μόνο μια κυριολεκτικά, κατασκευαστικά, εικαστικά τέλεια ταινία, αλλά και το απόλυτο σημείο αναφοράς -σχεδόν συνώνυμο- όσων θεματικών και αισθητικών μοτίβων αντιπροσωπεύουν το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος.
 

Περσόνα

*****

(“Persona”, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, 1ω25λ, 1966)

H ηθοποιός Ελίζαμπεθ Βόγκλερ παθαίνει χάνει στη διάρκεια μιας παράστασης τη δυνατότητα να μιλάει παρόλο που κατά τα φαινόμενα δεν υπάρχει κανένας απολύτως ιατρικός λόγος για αυτή την εξέλιξη: Σωματικά και ψυχολογικά, είναι μια χαρά. Μια νεαρή νοσοκόμα, η Άλμα, την πηγαίνει σε ένα παραθαλάσσιο εξοχικό, όπου η ελπίδα όλων είναι πως θα μπορέσει να τη συνεφέρει. Καθώς ο χρόνος περνά, η Άλμα ανοίγεται όλο και περισσότερο της απέναντι στην Ελίζαμπεθ, αποκαλύπτοντας μυστικά και κομμάτια του εαυτού της που κι η ίδια καλά-καλά δεν είχε εξερευνήσει. Σταδιακά, η προσωπικότητα της Άλμα προσκολλάται στην περσόνα της Ελίζαμπεθ. Οι δυο τους, λίγο με το λίγο, αρχίζουν να γίνονται ένα.

Σε ένα από τα κλασικότερα έργα της καριέρας του (και γενικότερα ένα από τα σπάνια εκείνα κινηματογραφικά έργα που δε σταματούν να γεννούν απευθείας απογόνους ακόμα και μισό αιώνα μετά), ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν παραδίδει σκηνοθετικό ρεσιτάλ καδράροντας συνεχώς τα πρόσωπα την ηρωίδων του με κάθε πιθανό τρόπο τη μία δίπλα στην άλλη, πίσω από την άλλη, σε σχέση με την άλλη. Τοποθετώντας ουσιαστικά την εικόνα σε απόλυτη υπηρεσία της θεματικής του αναζήτησης. Προσωπικότητες σαν θραύσματα ενός ουτοπικού όλου που μοιάζουν να ασκούν μεταξύ τους έλξη λίγο βαρυτική, λίγο μυστικιστική, πλήρως εμμονική, οι γυναίκες των Μπίμπι Άντερσον και Λιβ Ούλμαν μοιάζουν καθόλη τη διάρκεια του φιλμ να κοιτάζουν σε καθρέφτη, ακόμα κι αν το είδωλό τους είναι πλήρως διαφορετικό. Η μαγεία του σινεμά!

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα