Οι ταινίες της εβδομάδας: Το σκληρό ιστορικό έπος “Καλάβρυτα 1943” και ένα γιαπωνέζικο αριστούργημα

Οι ταινίες της εβδομάδας: Το σκληρό ιστορικό έπος “Καλάβρυτα 1943” και ένα γιαπωνέζικο αριστούργημα

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Το ήδη πολυσυζτημένο “Καλάβρυτα 1943” κερδίζει το ενδιαφέρον (και όχι αδίκως) σε μια καλή κινηματογραφική εβδομάδα με ταινίες για διάφορα γούστα. Κορυφαία επιλογή είναι το φανταστικό “Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας” του σκηνοθέτη της χρονιάς, Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Ακολουθεί το τεταμένο κοινωνικό θρίλερ “Εξόριστος” και η ταινία τρόμου “Antlers” με την Κέρι Ράσελ του “Americans”.

Οι κριτικές των ταινιών της εβδομάδας:

Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας

*****

(“Wheel of Fortune and Fantasy”, Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, 2ω1λ)

Στο αψεγάδιαστο “Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας”, ο Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι παραδίδει το πρώτο από τα δύο φετινά του αριστουργήματα (το δεύτερο είναι το επίσης έξοχο “Drive My Car” που έρχεται κι αυτό σύντομα στις αίθουσες- και τα δύο βραβεύτηκαν σε Βερολίνο και Κάννες), μια ταινία απαρτιζόμενη από τρεις ιστορίες σύμπτωσης, αβεβαιότητας, ερωτικής εμμονής και ερωτικής απώλειας, για ανθρώπους που διαρκώς μοιάζουν να βρίσκονται και να χάνονται (ακόμα και στη διάρκεια μίας και μόνο σεκάνς) ή να ξεχνάνε και να θυμούνται ή απλώς να ανακαλύπτουν πράγματα εκ του μηδενός. Τόσο για τα πρόσωπα που έχουν απέναντί τους όσο και για τους εαυτούς τους.

Τρεις ιστορίες με γυναίκες ηρωίδες, εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους. Μια παρεξήγηση σε ένα ερωτικό τρίγωνο. Μια απόπειρα αποπλάνησης με στόχο την εκδίκηση. Μια επανένωση παλιών συμμαθητριών που οδηγεί σε κάτι το εξιλεωτικό. Αυτό που τις ενώνει είναι μια οξεία παρατηρητικότητα συμπεριφορών και το πώς τα πάντα κρέμονται άλλοτε στην τύχη, άλλοτε σε παρεξηγήσεις, άλλοτε σε μικρές συμπεριφορικές ανατροπές. Καταστάσεις καλυμμένες με ένα πέπλο αμφισημίας και χαρακτήρες που μοιάζουν να κολυμπούν μέσα έναν ρευστό κόσμο γεμάτο μικρές ειρωνείες και μεγάλες υπαρξιακές αναταράξεις. Μα πάνω απ’όλα πρόκειται για σκηνοθέτη με εκπληκτικό έλεγχο του σινεμά του διαλόγου. Τα πάντα εδώ αναπτύσσονται, ανατρέπονται και λύνονται μέσα από το διάλογο, μέσω του οποίου ο Χαμαγκούτσι όχι απλώς σκιαγραφεί χαρακτήρες, αλλά διαρκώς αλλοιώνει τη μεταξύ τους δυναμική και θέση ισχύος. (Προσέξτε πώς αλλάζει πλήρως η σχέση και η διάθεση ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες κατά την διάρκεια της μεσαίας ιστορίας.)

Το καταφέρνει επειδή καταλαβαίνει πως κανείς μας δεν είναι απλά ένα πράγμα, κανείς δεν είναι απλά ένα πρόσωπο, ακίνητο στο χώρο και το χρόνο. Καθώς οι χαρακτήρες αναζητούν τον όποιο τους δραματικό στόχο (είτε είναι μια γυναίκα που προσπαθεί να αποδεχθεί τη νέα σχέση του πρώην της, είτε δύο γυναίκες που μοιάζουν να θυμούνται ένα κοινό παρελθόν που ποτέ δεν μοιράστηκαν) ο Χαμαγκούτσι με χιούμορ και ανάλαφρη διάθεση εντοπίζει διακυμάνσεις και αντιστρέφει οπτικές, σα να επρόκειτο για νέους κάθε φορά ήρωες που εισέρχονται στο δράμα για να πάρουν τον έλεγχο. Ίσως και αυτό να συμβαίνει.

Καλάβρυτα 1943

*****

(Νικόλας Δημητρόπουλος, 1ω39λ)

Η Κάρολαϊν Μάρτιν, δικηγόρος που εκπροσωπεί τη γερμανική κυβέρνηση σε υπόθεση αξίωσης πολεμικών αποζημιώσεων, ταξιδεύει στην Ελλάδα για να μάθει όσο μπορεί περισσότερα για την αλήθεια της σφαγής των Καλαβρύτων. Μέσα από έγγραφα που βρίσκει και μέσα από μαρτυρίες των κατοίκων (ανάμεσά τους ο γερασμένος πια επιζήσαντας Νικόλας Ανδρέου, που παίζει στον τελευταίο του ρόλο ο Μαξ φον Σίντοφ), έρχεται αντιμέτωπη με την έκταση της ναζιστικής θηριωδίας.

Ιστορικό δράμα εποχής τυλιγμένο σε ένα σύγχρονο στόρι γύρω από το αίτημα των γερμανικών αποζημιώσεων, η ταινία του Νικόλα Δημητρόπουλου (“Alter Ego”) παίρνει μια όχι προφανή οδό στην ανάπτυξή της, δίνοντας μια εξίσου μεγάλη βαρύτητα στην ιστορία του 1943 με την ιστορία του σήμερα, αντιπαραβάλλοντάς τες θεματικά όσο και ρυθμικά. Ο μοντέρ Γιάννης Χαλκιαδάκης έχει κάνει μια εκπληκτική δουλειά τόσο στις διαδρομές που ενώνουν τους δύο αφηγηματικούς χρόνους, όσο και στον εσωτερικό ρυθμό τους. Η ταινία, στα λιγότερο από 100 λεπτά της, δεν αποκτά ποτέ καμία κοιλιά και δεν παραδίδεται στον κενό μελοδραματισμό, παραμένοντας εξαιρετικά ενδιαφέρουσα στην παρακολούθηση καθόλη τη διάρκεια.

Ενώ όμως το μοίρασμα σε δύο χρονους στηρίζεται από τα μοτίβα περί ενοχής και εξιλέωσης που θέτει η ταινία, το σύγχρονο κομμάτι παρουσιάζεται με αρκετά σχηματικό τρόπο, αφήνοντας τον μεγάλο Μαξ φον Σίντοφ να το πάρει πάνω του σε μια αβίαστα καθηλωτική (έστω και σχετικά σύντομη) ερμηνεία ως ένας άνθρωπος που κουβαλά τη φρίκη και τον πόνο σε κάθε του βλέμμα και κάθε του ανεπαίσθητη κίνηση. Η σύνδεση ωστόσο λειτουργεί: Το κουρασμένο, υγρό βλέμμα του φον Σίντοφ μας ταξιδεύει στο παρελθόν, στις ναζιστικές θηριωδίες που αναπαρίστανται με προσεγμένο τρόπο στις αρκετά δυνατές σκηνές εποχής. Η αποσπασματικότητα δεν λειτουργεί πάντα υπέρ του φιλμ, όμως σε στιγμές (όπως το ακινητοποιημένο κάδρο σε σκηνή μαζικής εκτέλεσης ή στην ταιριαστά αφοσιωμένη σεκάνς κορύφωσης) η ταινία ξέρει πώς να λειτουργήσει όσο αιχμηρά ή ορμητικά χρειάζεται. Παίρνοντας εν τέλει μια μάλλον σαφή θέση ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την ιστορική αλήθεια: Που σημαίνει, ποτέ δεν είναι δυνατόν (ή ανθρώπινο) το να επιλέγουμε να την αγνοούμε.

Antlers

*****

(Σκοτ Κούπερ, 1ω39λ)

Μια νεαρή δασκάλα σε μια μικρή πόλη του Όρεγκον, ανακαλύπτει πως ένας από τους μαθητές της έχει υποστεί κακοποίηση. Όταν έρθει περισσότερο κοντά του, θα βρει πως ο πατέρας κι ο νεαρότερος αδερφός του παιδιού, κουβαλάνε ένα τρομακτικό μυστικό. Θα μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτή τη μεταφυσική απειλή που ξεπερνά κάθε φαντασία; Ο Σκοτ Κούπερ (του “Crazy Heart”, που χάρισε το Όσκαρ στον Τζεφ Μπρίτζες) σκηνοθετεί για πρώτη φορά ταινία τρόμου έχοντας μια υποσχόμενη ιδέα στην καρδιά του όμορφου, παθιασμένα θλιμμένου φιλμ που εξερευνά τον πόνο και την κληρονομιά με όρους μεταφυσικού θρίλερ.

Το να βλέπουμε την πάντα εξαιρετική Κέρι Ράσελ να τα βάζει με ένα τέρας βγαλμένο από το ευρύτερο σύμπαν του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο (που είναι παραγωγός εδώ) και τον Κούπερ να καδράρει τους ήρωές του ως εύθραυστους ανθρώπους μέσα σε μεγάλα επιβλητικά κάδρα, είναι πάντα καλοδεχούμενο. Αυτό που κρατά την ταινία πίσω είναι ωστόσο η απουσία αληθινής εσωτερικής συνοχής, αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο η αλληγορία παίρνει τον ρόλο του οδηγού και του αφηγητή, εις βάρος της ίδιας της ιστορίας.

Εξόριστος

*****

(“Exil / Exile”, Βισάρ Μορίνα, 2ω1λ)

Άντρας με καταγωγή από το Κόσοβο έχει οικογένεια στη Γερμανία και μια καλή δουλειά, όμως αρχίζει να πιστεύει πως οι συνάδελφοί του έχουν στραφεί εναντίον του. Αρχίζουν να τον αποφεύγουν και μια σειρά από παράξενα φαινόμενα τον κάνουν να νιώθει με σιγουριά πως υπάρχει μια συγκαλυμμένη συλλογική επιθετικότητα απέναντί του, με ρατσιστικό υπόβαθρο. Χαμένος σε μια εφιαλτική πραγματικότητα που μπορεί ακόμα και να βρίσκεται στο μυαλό του, βυθίζεται σε κρίση ταυτότητας που μοιάζει αδιέξοδη.

Με μαύρο χιούμορ και με χειρουργική ακρίβεια στην τονική του ισορροπία, αυτό το καθηλωτικό κοινωνικό θρίλερ καταφέρνει να βάλει τον θεατή τη θέση του απεγνωσμένου του ήρωα με αποτέλεσμα μέχρι το τέλος να νιώθουμε σχεδόν σωματικά καταβεβλημένοι. Το σινεμά που καταφέρνει να αφήσει τα σημάδια του πάνω στο κοινό είναι πάντα με κάποιο τρόπο πετυχημένο, κι αν η ιστορία δεν έπεφτε σε κάποιες ευκολίες και κάποιες κλισέ αφηγηματικές παγίδες στην τρίτη πράξη θα μιλούσαμε για μια υπέρβαση. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για αξιοσημείωτο δείγμα κοινωνικού σινεμά, τολμηρό στο ύφος και αξιομνημόνευτα προσωπικό.

Κυκλοφορούν Επίσης

Το Εργοστάσιο: Οι εργάτες ενός εργοστασίου ενώνουν τις δυνάμεις τους και απαγάγουν τον ιδιοκτήτη απαιτώντας τα δεδουλευμένα τους. Ρωσική κοινωνική περιπέτεια από τον Γιούρι Μπίκοφ (“Ο Ηλίθιος”).

Αρχηγός από Κούνια 2: Οικογενειακή Υπόθεση: Συνέχεια του υπερεπιτυχημένου οικογενειακού animation “Boss Baby”.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα