Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου: Όταν ο Ρέντφορντ παρέδιδε μαθήματα… δημοσιογραφίας
Διαβάζεται σε 5'
Η ταινία “Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου”, δείχνει τον θετικό αντίκτυπο που μπορεί να έχει η δημοσιογραφία στην κοινωνία, και τονίζει τη σημασία της ελευθερίας του Τύπου, με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, να ενσαρκώνει τον Μπομπ Γούντγουορντ.
- 16 Σεπτεμβρίου 2025 17:57
Το Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου του Alan J. Pakula (1976) είναι ίσως η πιο κλασική ταινία για το Γουότεργκεϊτ και τους Γούντγουορντ και Μπερνστάιν που αποκάλυψαν την ιστορία. Η ταινία στην οποία πρωταγωνιστούσε ο σπουδαίος Ρόμπερτ Ρέντφορντ, αναδεικνύει το πόσο σημαντική είναι η καλή δημοσιογραφία.
Από τότε μέχρι σήμερα μάλιστα, η Washington Post που αποκάλυψε το σκάνδαλο, δεν έχει αλλάξει πολιτική. Δυστυχώς, στις περισσότερες χώρες, η ανεξάρτητη έρευνα γίνεται πλέον από “εναλλακτικές” πηγές πληροφόρησης, ανεξάρτητους ρεπόρτερ και συμπράξεις, ή από μέσα που δεν θεωρούνται “κυρίαρχα”.
Αν μη τι άλλο, το “Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου” καταγράφει το πιο σημαντικό κατόρθωμα της ερευνητικής δημοσιογραφίας στην αμερικανική ιστορία. Η ιστορία ακολουθεί τους δημοσιογράφους Μπομπ Γούντγουορντ (Ρόμπερτ Ρέντφορντ) και Καρλ Μπερνστάιν (Ντάστιν Χόφμαν) και καταλήγει στην παραίτηση του Νίξον.
Το σκάνδαλο έλαβε χώρα το 1972, μόλις τέσσερα χρόνια πριν από την κυκλοφορία της ταινίας. Αυτό διαφέρει από πολλές άλλες ιστορικές ταινίες που τείνουν να κυκλοφορούν δεκαετίες μετά το γεγονός. Πρακτικά, τα γεγονότα που καταγράφονται στο “All The President’s Men” ήταν πολύ πρόσφατα και οι άνθρωποι τους οποίους αφορούσε η ιστορία ήταν σε θέση να δώσουν λεπτομέρειες για την κινηματογραφική μεταφορά, καθιστώντας την ένα ακριβές, ιστορικό κινηματογραφικό έργο.
Το “All The President’s Men” μπορεί να καταπιάνεται με τον Νίξον και το Γουότεργκεϊτ, ωστόσο το βασικό της θέμα είναι το πώς οι άνθρωποι που καταγράφουν την Ιστορία, μπορούν να γίνουν οι ίδιοι ιστορία από μόνοι τους, αν τους δοθούν τα εχέγγυα και το βήμα για να το κάνουν. Και φυσικά, μέσα από αυτή τη διαδικασία, να παρέχουν ουσιαστική ενημέρωση προς το κοινό, ανεξαρτήτως επιχειρηματικών και διαπλεκόμενων συμφερόντων, υπηρετώντας δηλαδή την πραγματική ουσία της Δημοσιογραφίας: Το να φωτίζει τις σκοτεινές πτυχές της εξουσίας, να ασκεί έλεγχο σε αυτή και να λειτουργεί απρόσκοπτα.
Ακόμη, η ταινία καταγράφει το πώς εργάστηκαν οι δύο δημοσιογράφοι ως προς την τήρηση της δεοντολογίας. Οι Γούντγουορντ και Μπερνστάιν έπρεπε να είναι προσεκτικοί προκειμένου να διασφαλίσουν ότι δεν θα αμφισβητηθεί με κανέναν τρόπο η εγκυρότητα της έρευνάς τους, αποτρέποντας παράλληλα τόσο τους ίδιους όσο και την εφημερίδα The Washington Post από το να εμπλακούν στο σκάνδαλο παρά τις προσπάθειες που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση, από εκείνους που “στόχευσαν”. Το “All The President’s Men” γίνεται έτσι ένα κινηματογραφικό μάθημα δημοσιογραφίας, η ταινία αφηγείται την δραστηριότητα των δύο ρεπόρτερ ανάγοντάς την ως παράδειγμα των δεξιοτήτων και της ακεραιότητας που πρέπει να διαθέτουν οι δημοσιογράφοι ως προς την επαλήθευση των γεγονότων.
Αξίζει δε, να σημειωθεί, πως οι δύο δημοσιογράφοι της Post χρησιμοποίησαν τα τηλέφωνά τους, τις γραφομηχανές τους, ένα σημειωματάριο και ένα στυλό για να καλύψουν την ιστορία, χωρίς διαδίκτυο και τα μέσα που υπάρχουν σήμερα. Κάτι που δείχνει πως ακόμη και με πενιχρά μέσα, η άσκηση της σωστής έρευνας μπορεί να γίνει εφικτή. Στο ρεπορτάζ τους ανέλυσαν τις συγκρούσεις συμφερόντων, τις διάφορες ιεραρχίες, και φυσικά τη διαφθορά και αντιμετώπισαν αρκετά ηθικά διλήμματα, κάτι που συνάδει με το βάρος του θέματος που εξέταζαν. Κοινώς, δεν το είδαν καθόλου “επιδερμικά”. Παράλληλα, είχαν απέναντί τους ακόμη και τα αφεντικά τους που δεν πίστευαν αρχικά τις αιτιάσεις τους. Παρόλα αυτά, η έρευνά τους ήταν τόσο καλά “δεμένη” και δομημένη, που βάσει του καταστατικού, των αρχών και της λογικής που διέπει τη Washington Post, έπρεπε να δημοσιευτεί. Όπερ και εγένετο.
Η ταινία αποτελεί επίσης και ένα επιπρόσθετο μάθημα δημοσιογραφίας, αναδεικνύοντας τη σημασία του να συνεχίσει κανείς να ερευνά ακόμη κι όταν όλα είναι απέναντί τους και πέφτουν σε “τοίχο”. Και όπως είπαμε και παραπάνω, οι Μπερνστάιν και Γούντγουορντ επέστρεφαν διαρκώς στις πηγές τους και στις σημειώσεις τους για να βεβαιωθούν ότι εξετάστηκε κάθε οπτική γωνία.
Σήμερα δίνουμε στα μεγάλα σκάνδαλα το παρατσούκλι Γουότεργκεϊτ εξαιτίας του τι έκαναν τότε, οι δύο δημοσιογράφοι. Ωστόσο, τα σημερινά “Γουότεργκεϊτ” δεν καλύπτονται ούτε με την ίδια ακρίβεια, και σίγουρα δεν βρίσκουν “βήμα” στα συστημικά Μέσα, στον βαθμό που θα έπρεπε. Ακόμη, οι σύγχρονοι δημοσιογράφοι έχουν να αντιμετωπίσουν μια επιπρόσθετη πρόκληση: Αυτή των echo chamber, των social media και των τοξικών φωνών που αναπαράγουν κατευθυνόμενες “οδηγίες”, ώστε να αποπροσανατολιστεί η ατζέντα από την πραγματική ουσία του εκάστοτε προβλήματος. Και φυσικά, οι τριγωνικές δοσοληψίες και εξαρτήσεις έχουν αυξηθεί σε βαθμό που η άσκηση του ίδιου του επαγγέλματος, καθίσταται δυσμενής.
Ο οικονομολόγος του Στάνφορντ, Τζέιμς Χάμιλτον, έχει αναδείξει πολύ αναλυτικά το πώς μια επένδυση στην ερευνητική δημοσιογραφία μπορεί να αποφέρει σημαντικά κοινωνικά οφέλη. Οι δημοσιογραφικές έρευνες δεν οδηγούν πάντα σε μεταρρυθμίσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση, η ερευνητική δημοσιογραφία μπορεί να χρησιμεύσει ως πολύτιμο αντίβαρο στις ισχυρές θεσμικές δυνάμεις που διαμορφώνουν τη σημερινή πολύπλοκη κοινωνία.