Luke Elliot: “Στον τοίχο της τουαλέτας στην Καπέλα Σιστίνα, έγραψα το όνομά σου’

Διαβάζεται σε 15'
Luke Elliot: “Στον τοίχο της τουαλέτας στην Καπέλα Σιστίνα, έγραψα το όνομά σου’

Από την μπαρουτοκαπνισμένη ατμόσφαιρα των τζαζ μπαρ της Νέας Υόρκης στο παγωμένο Όσλο, ο Luke Elliot μας μιλά για όλα όσα συνιστούν έναν “βασανισμένο” τραγουδοποιό στην εποχή μας.

Δεν συμβαίνει συχνά, αλλά συνέβη στην περίπτωση του Luke Elliot. Ένα απλό αγόρι από το Νιου Τζέρσεϊ – χωρίς γνωριμίες στη μουσική βιομηχανία και χωρίς καν διαβατήριο – κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, δημιουργώντας μία καριέρα σε ένα τελείως διαφορετικό “κόσμο” από αυτόν που φανταζόταν.

Σήμερα είναι ένας από τους πιο αγαπημένους καλλιτέχνες και τραγουδοποιούς της Νορβηγίας, ζει στο Όσλο και εκτός από τη μουσική ασχολείται με την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.

Στην Ελλάδα τον είδαμε για πρώτη φορά πάνω στη σκηνή όταν άνοιξε τις συναυλίες των Madrugada σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 2019. Αργότερα την προσοχή μας τράβηξε το “Somebody’s Man” ένα τραγούδι που ερμήνευσε μαζί με τον Sivert Hoyem των Madrugada και ταίριαξαν γάντι μαζί. Τον δίσκο «Dressed For The Occasion» ακολούθησε το «The Big Wind», ένα από τα καλύτερα άλμπουμ του 2020.

Η μουσική του Elliot είναι “σκοτεινή” και μελωδική, με ρίζες στη φολκ και τη τζαζ παράδοση, και επιρροές από ροκ είδωλα όπως ο Hank Williams, ο Big Joe Turner, η PJ Harvey και ο Nick Cave. “Αν ο Jerry Lee Lewis και ο Bob Dylan είχαν ένα παιδί και αυτό το παιδί είχε κάνει ένα παιδί με τον Tom Waits, θα μπορούσε να μεγαλώσει για να ακούγεται όπως ο Luke Elliot …» είχε γράψει χιουμοριστικά το Popdose, ενώ μουσικά στις φλέβες του Elliot τρέχουν μελωδίες των John Coltrane, Duke Ellington, αλλά και των Cramps, των Gun Club και των πάνκηδων Mink DeVille.

Την άνοιξη του 2023, αυτός ο “μοντέρνος τροβαδούρος” – όπως τον αποκαλούν όσοι παραδίνονται γλυκά στη “δυσκολία” των τραγουδιών του επέστρεψε με 10 νέα κομμάτια και το άλμπουμ «Let ‘Em All Talk» (Άφησέ τους όλους να μιλούν).

Ο Luke Elliot βρέθηκε για λίγο στην Ελλάδα και ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή να τον συναντήσουμε και να μας μιλήσει για όλα όσα συνιστούν έναν “βασανισμένο” τραγουδοποιό στην εποχή μας.

Luke Elliot – Από τα μπαρ της Νέας Υόρκης στο παγωμένο Όσλο

Ενώπιος ενωπίω στην τραπεζαρία ενός τακτοποιημένου airbnb στα Εξάρχεια ο Luke Elliot μοιάζει εύθραυστος, αλλά και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Είναι φανερό ότι είναι απόλυτα ικανοποιημένος με τη δουλειά που έχει κάνει για τον δίσκο «Let ‘Em All Talk» και κάθε φορά που ανεβαίνει στη σκηνή για να τραγουδήσει τα τραγούδια του παίρνει τεράστιες τζούρες ενέργειας.

Άσε τι ακούς στο YouTube” μου λέει, “έλα να με ακούσεις από κοντά. Στη σκηνή γίνονται όλα, η ατμόσφαιρα στα live είναι φανταστική”. Το πρόσωπό του συσπάται σαν ροκ σταρ της δεκαετίας του ‘90, έτοιμος να σπάσει την κιθάρα του μπροστά στο κοινό.

Καπνίζοντας καθισμένος απέναντί μου, απορεί κι αυτός… με το πόσο γρήγορα και σχετικά εύκολα εξελίχθηκαν τα πράγματα για εκείνον όταν αποφάσισε να αφιερωθεί στη μουσική. Μάλλον το σκέφτεται έντονα τελευταία ίσως στις πύλες ενός απολογισμού που θα κάνει σίγουρα, καθώς κλείνει τα 40.

Με μητέρα ποιήτρια και πατέρα καθηγητή αγγλικής γλώσσας, καταλαβαίνουμε ότι στο σπίτι του Luke εκτός από μουσική (ίσως) υπήρχε και πολύ “νόημα”. Οι λέξεις άρχισαν από πολύ νωρίς να έχουν σημασία.

“Οπωσδήποτε. Οι λέξεις – και οι στίχοι – έχουν σημασία και φέρουν τα δικά τους πολιτιστικά σημαινόμενα. Για μένα είχαν βαρύτητα από νωρίς. Είμαι πολύ τυχερός γιατί μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου τα βιβλία που διαβάζαμε γίνονταν αντικείμενο συζήτησης και οι ιδέες αναλύονταν. Τίποτα δεν ήταν ταμπού, υπήρχε μεγάλη ποικιλία ερεθισμάτων. Οι γονείς μου είχαν ένα καλό. Ενθάρρυναν τις διαφορετικές εμπειρίες και την ελευθερία. Και μας προέτρεπαν (έχει τέσσερα αδέρφια) να είμαστε ο εαυτός μας. Δεν θα μπορούσα να έχω καλύτερη ανατροφή.”

Και από μουσική; Άκουγες πολλή μουσική λόγω των γονιών;

“Ακούω μουσική, επειδή μου αρέσει η μουσική, δεν ξέρω αν “έφταιγαν” οι γονείς μου. Ακούγαμε πάντως πολλά πράγματα. Τζαζ, κλασική. Οι φίλοι μου άκουγαν χιπ χοπ, ο αδελφός μου άκουγε Bob Dylan. Αυτό που πραγματικά θυμάμαι ήταν το παλιό καλό ροκ εν ρολ που άκουγε ο πατέρας μου. Λάτρευε τον James Taylor.”

Παρατήρησα ότι έκανες μια ανάρτηση για το θάνατο του Shane MacGowan. Άρα άκουγες και Pogues;

Οι Pogues ήρθαν πολύ πιο μετά. Δεν άκουγα Shane μέχρι να φτάσω στα 30 ίσως. Καλά μιλάμε για έναν από τους σπουδαιότερους τραγουδοποιούς που έχουν υπάρξει ποτέ.”

Γράφεις και τραγουδάς τα δικά σου τραγούδια. Περισσότερο ταυτίζεσαι με τους τραγουδιστές ή με τους τραγουδοποιούς; 

“Νομίζω είμαι κάτι ανάμεσα. Δεν είμαι πολύ καλός μουσικός (χαμογελάει). Δηλαδή δεν θεωρώ τον εαυτό μου τόσο καλό κι ας λένε οι άλλοι ότι είμαι. Αν γνωρίσεις και παίξεις μαζί με ανθρώπους που είναι πραγματικά κορυφαίοι στην τέχνη τους καταλαβαίνεις ότι πρέπει να είσαι προσγειωμένος. Γράφω μουσική και είμαι performer.”

Ξεκίνησες με πιάνο; “Ναι ξεκίνησα πιάνο μαθήματα από 8 ετών μέχρι τα 14. Κατόπιν ξεκίνησα να μαθαίνω μόνος μου κιθάρα στα 11 ή 12, αν και οι γονείς μου με πίεζαν να παραμείνω στο πιάνο και να μάθω να παίζω πολύ καλά. Ήθελα να τα παρατήσω αλλά δεν με άφηναν, γιατί πίστευαν ότι τα στοιχεία αρμονίας που έχει το πιάνο μου ταίριαζαν. Και θεωρούσαν ότι ήμουν καλός σε αυτό. Έδινα ρεσιτάλ, κι ας μη μου άρεσε. Από την άλλη, το πιάνο μου πρόσφερε δομή και ισορροπία χαρακτήρα και τελικά αυτή η επιμονή των γονιών μου μου έκανε καλό. Τα παιδιά νομίζω πρέπει να τα πιέζεις – με την έννοια της καθοδήγησης – για να κάνουν κάτι.

Η καλλιτεχνική του διαδρομή ξεκίνησε από μικρά μπαρ στο Lower East Manhattan και συνέχισε σε μερικά από τα πιο θρυλικά κλαμπ της χώρας του, όπως το Mercury Lounge και το Webster Hall της Νέας Υόρκης και το World Café Live στη Φιλαδέλφεια. Ξεκίνησες από τα μουσικά μπαρ της Νέας Υόρκης; Πώς ήταν αυτή η ατμόσφαιρα σε εκείνη τη φάση της ζωής σου;

“Ήταν η εποχή της αθωότητας. Όταν αποφάσισα πραγματικά να ασχοληθώ με τη μουσική full time τα πράγματα κύλησαν πολύ γρήγορα. Όταν είχα παράλληλες δουλειές για τα προς το ζην, ήταν σαν το σύμπαν να μου πηγαίνει κόντρα. Ή δούλευα εγώ ενάντια στο σύμπαν. Εργάστηκα στις πωλήσεις, σε κατάστημα με πούρα, σε ρεστοράν. Έκανα χιλιάδες πράγματα για να πληρώσω τους λογαριασμούς. Όταν αποφάσισα να κυνηγήσω πραγματικά τη μουσική, τότε θυμάμαι να ανοίγουν πόρτες στη Νέα Υόρκη και τη Φιλαδέλφεια. Ήταν μια εντελώς διαφορετική ενέργεια. Κάτι είχε μεταστραφεί και οι άνθρωποι μου έδιναν προσοχή. Να φανταστείς ότι μέσα σε ένα εξάμηνο ήρθα στην Ευρώπη.”

Η καριέρα του μπήκε σε ανοδική τροχιά όταν συνάντησε έναν επιδραστικό Νορβηγό δημοσιογράφο. Βρέθηκε να περιοδεύει στην Ευρώπη. Ερωτεύτηκε τη βόρεια Ευρώπη και η βόρεια Ευρώπη ερωτεύτηκε εκείνον. Παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο Όσλο. Εκεί δημιούργησε μια μπάντα με την οποία ηχογράφησε το πρώτο του άλμπουμ, “Dressed for the Occasion” (2016), την παραγωγή του οποίου ανέλαβε ο εμβληματικός εκπρόσωπος της indie σκηνής, John Agnello (Sonic Youth, Dinosaur Jr., Kurt Vile) και απέσπασε πολύ καλές κριτικές.

Τον ρωτάμε αν ήταν προφανές ότι θα κατέληγε στη μουσική βιομηχανία. “Ήταν προφανές για μένα, αλλά ήμουν τρομοκρατημένος. Φοβόμουν ότι θα ξέμενα από χρήματα. Και τελικά είπα απλά θα το κάνω, ήταν μία απόφαση. Εκ των υστέρων, ευτυχώς που την πήρα.”

Νέα Υόρκη, Νορβηγία. Αυτές οι δύο κουλτούρες είναι διαφορετικές. Πώς προσαρμόστηκες στη Νορβηγία φεύγοντας από μια πολυπολιτισμική θορυβώδη μητρόπολη όπου όλα είναι πιθανά, όπως η Νέα Υόρκη.

“Ε ναι ήταν χάλια στην αρχή (γελάει). Είναι όπως το λες. Από τη ζωντανή Νέα Υόρκη έπεσα σε άλλους ρυθμούς στη Νορβηγία. Κοινωνικά καμία σχέση. Το περιβάλλον, η ζωντάνια, η ενέργεια είναι εντελώς διαφορετική. Η Νέα Υόρκη είναι συναρπαστική και γεμάτη κόσμο. Η Νορβηγία είναι κάπως συγκρατημένη. Τύπου σχεδόν κανείς δεν σε πλησιάσει στο δρόμο. Υπάρχουν αποστάσεις. Επίσης αμέσως καταλαβαίνουν από την εμφάνισή μου ότι δεν είμαι Νορβηγός και μου μιλούν όλοι αγγλικά. Υπάρχει μια τελείως διαφορετική αντιμετώπιση.”

Είσαι όμως πολύ πιο γνωστός στη Νορβηγία, όπου γυρίζεις βιντεοκλίπ, γράφεις μουσικές για τηλεοπτικές σειρές, κάνεις ζωντανές εμφανίσεις…  “Υποθέτω ότι είναι απλά το μέρος όπου συνέβη (το θαύμα). Είναι το μέρος που ξεκίνησε να απογειώνεται η καριέρα μου. Δεν είναι μόνο η Νορβηγία. Είναι και η Σουηδία, η Ελλάδα, η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστραλία, η Ολλανδία, πολλά μέρη. Αλλά η Νορβηγία είναι η βάση μου. Και είμαι πολύ ευγνώμων στον νορβηγικό λαό. Πολιτισμικά, όμως, ήταν πολύ διαφορετική η ζωή από αυτό με το οποίο μεγάλωσα. Νιώθω τελευταία ότι ποτέ δεν προσαρμόστηκα πραγματικά. Στο Όσλο παραμένω ο εαυτός μου και ο κόσμος, μάλλον, χρειάστηκε χρόνο για να προσαρμοστεί σε μένα. Εκεί γνώρισα τη γυναίκα μου και απέκτησα τη Freya, την κόρη μου”.

Αναφορικά με την πατρότητα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: “ Μου αρέσει να είμαι πατέρας. Η κόρη μου είναι τα πάντα για μένα, οπότε ελπίζω να κάνω καλή δουλειά. Δεν ξέρω αν τα καταφέρνω καλά, αλλά το ελπίζω. Τα τραγούδια μου πιστεύω ότι της αρέσουν. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να γράψω κάτι που θα “εγκρίνει” εκείνη στο μέλλον. Τι θα σκεφτεί η κόρη μου για τη δουλειά μου; Δεν γράφω μέσα από αυτό το πρίσμα.  Ήθελα απεγνωσμένα να την φέρω στην Αθήνα, αλλά εν μέσω ενός διαζυγίου πρέπει να είμαι προσεκτικός.”

Ο Sivert Hoyem είναι ένας αγαπημένος καλλιτέχνης στην Ελλάδα. Ποια είναι η σχέση σας; “Είχαμε τον ίδιο παραγωγό για τα πρώτα άλμπουμ μας, πιστεύω είχε ακούσει όσα έκανα και του άρεσαν πολύ και μου ζήτησε να κάνω μια περιοδεία μαζί του. Αφού το κάναμε και αυτό, του ζήτησα να τραγουδήσει ένα κομμάτι που έγραψα, και το έκανε. Μετά μου ζήτησε να έρθω στην Ελλάδα, το έκανα. Είμαστε φίλοι. Και είμαι πολύ φίλος με τον Frode Jacobsen των Madrugada, που έγραψε μαζί μου μέρος της μουσικής σε αυτόν τον δίσκο.”

Mε τον Sivert μοιράστηκαν ένα τραγούδι στο πλαίσιο του δεύτερο άλμπουμ, “The Big Wind”, που κυκλοφόρησε το 2020 και ανακαλεί στη μνήμη μας τη νουάρ αισθητική των τραγουδιών, πιο σωστά των ποιημάτων, του Tom Waits και του Nick Cave. Το «Somebody’s Man» είναι ένας διάλογος μεταξύ δύο ανδρών, μεταξύ δύο φίλων που συνομιλούν μουσικά μεταξύ τους – ένας ύμνος στην αγάπη και τον αποχαιρετισμό. Σε αυτό το τραγούδι ο Luke Elliot πειραματίστηκε για πρώτη φορά με τα βαρύτονα φωνητικά. Και του άρεσε.

“Big Wind” και μία καταστροφική θύελλα στην Ιρλανδία

Μίλησέ μας για το The Big Wind (2020). “Ήταν μια πολύ ωραία περίοδος, παντρευόμουν, περιμέναμε την Freya την κόρη μας και ήταν πολύ συναρπαστικό. Γενικότερα ποτέ δεν έχω βαριά κόνσεπτς για τους δίσκους μου. Γράφω από τη ζωή μου. Απλά μπαίνω στην κατάσταση και ό,τι βγαίνει βγαίνει.”

Η βασική έμπνευση για το Big Wind έρχεται από το μοιραίο 1839, όταν ξέσπασε μια καταστροφική θύελλα στις 6 Ιανουαρίου στην Ιρλανδία που έχει μείνει (στην ποίηση και την πεζογραφία) γνωστή ως “The Night of the Big Wind”. Κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους και μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν η καταστροφικότερη θύελλα που είχε χτυπήσει την Ιρλανδία για 300 χρόνια.

“Αυτά τα τραγούδια έχουν να κάνουν με την προσπάθεια μου να ισορροπήσω στη ζωή. Ενώ τα έγραφα, δεν είχα κάποια μόνιμη κατοικία, όμως εκείνη την περίοδο βγήκα από το χάος. Γνώρισα τη γυναίκα μου και πήρα την σοβαρή απόφαση να ολοκληρώσω αυτόν τον δίσκο”.

Μια εύθραυστη ισορροπία χαρακτηρίζει τη ζωή και την τέχνη του Luke Elliot. Είναι ο τρίτος δίσκος του μία στιγμή ωριμότητας; Γιατί ακούγεται πιο σκοτεινός σαν μια ακυβέρνητη βάρκα στην καταιγίδα;

“Και τώρα στο “Let em All talk” δεν υπήρχε κάποιος άξονας. Είπα θα μπω στο στούντιο με κάποιο μπάτζετ και θα φτιάξω τραγούδια που θα έχουν κάποιο νόημα μαζί. Και το έκανα. Αλλά το ομώνυμο τραγούδι γράφτηκε κατά τη διάρκεια μιας καταστροφής. Η γυναίκα μου είχε φύγει. Ήμουν σε κατάθλιψη. Με το ζόρι σηκωνόμουν από το κρεβάτι. Έπινα 24 ώρες την ημέρα. Ήταν ένας απόλυτος εφιάλτης. Και με κάποιο τρόπο έγινε αυτός ο δίσκος. Ήταν απλά ένα θαύμα. Ήταν ένα από τα μόνα πράγματα που με κρατούσαν ζωντανό ήταν να σηκώνομαι κάθε πρωί και να μπαίνω στο στούντιο. Δούλεψε κάπως ψυχοθεραπευτικά. Μέσα από αυτή τη διαδικασία επεξεργάστηκα το “τραύμα” αν και μισώ τον τρόπο που χρησιμοποιείται αυτή η λέξη (του αναφέρω ότι είναι ελληνική λέξη). Τα πάντα είναι “τραύμα” πλέον. Αλλά νομίζω ότι επεξεργαζόμαστε τα τραύματά μας μέσω της δουλειάς μας. Ή τουλάχιστον εγώ προσωπικά αυτό κάνω.”

“Στον τοίχο της τουαλέτας της Καπέλα Σιστίνα, έγραψα το όνομά σου” τραγουδάει στο ομώνυμο “Let em All talk”, αλλά το δικό του αγαπημένο κομμάτι είναι άλλο …

“Πραγματικά πιστεύω ότι το William Tell είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα που έχω γράψει ποτέ. Υπάρχει κάτι βαθύ, πολυεπίπεδα καλό σε αυτό το τραγούδι, το οποίο πραγματικά θα το έβαζα πολύ ψηλά”. Έμπνευση μια αληθινή ιστορία από τη ζωή του Αμερικανού συγγραφέα, ζωγράφου και σεναριογράφου William Burroughs, διάσημου για το ψυχεδελικό στυλ γραφής του.

Ο Elliot λέει για το τραγούδι: “Ανέκαθεν, με γοήτευε ο William Burroughs. Αυτό το τραγούδι έχει να κάνει με αυτόν τον άντρα που σκότωσε τη γυναίκα του τοποθετώντας ένα ποτήρι με ουίσκι στο κεφάλι της, προσπαθώντας να αναπαραστήσει το μύθο του Γουλιέμου Τέλλου”.

[Ο Burroughs ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της αποκαλούμενης Beat Generation, έζησε βυθισμένος σε ακρότητες, αλκοόλ και ναρκωτικά. Ένα γεγονός που χαρακτηρίζει την ιστορία του είναι η δολοφονία της συζύγου του Τζόαν Βόλμερ Ανταμς. Το ζευγάρι βρισκόταν στο Μεξικό, όταν αποφάσισαν να αναπαραστήσουν τη σκηνή που ο Γουλιέλμος Τέλλος πετυχαίνει με ένα τόξο ένα μήλο στο κεφάλι του γιου του. Όμως και οι δύο ήταν μεθυσμένοι, η γυναίκα έπεσε νεκρή και ο Μπάροουζ συνελήφθη και πέρασε 13 μέρες στη φυλακή, μέχρι που ο αδερφός του κατάφερε να πληρώσει και να τον βγάλει.]

Τον ρωτάμε για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ποια είναι η διαφορετική ενέργεια που φέρνουν στη ζωή του;

“Το πρώτο τραγούδι που έφτιαξα ποτέ κατά παραγγελία ήταν για μια… ταινία. Ο σκηνοθέτης Paul Cantagallo μου ζήτησε μουσική για την ταινία του, “Benny the Bum”, η οποία κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Τοπικής Ταινίας στο Φεστιβάλ Ανεξάρτητου Κινηματογράφου της Φιλαδέλφειας το 2012. Και από εκεί άρχισαν να κινούνται τα πράγματα και να εμφανίζομαι ως headliner σε χώρους της Φιλαδέλφειας, όπως το North Star και το World Cafe Live.

Για μένα ήταν ή σινεμά ή μουσική, ήταν ξεκάθαρο από νωρίς. Και το γεγονός ότι μπορώ να κάνω και τα δύο τώρα είναι πραγματικά ένα όνειρο. Το να γράφω μουσική για ταινίες είναι ένα πράγμα, το να παίζω κάποιο ρόλο είναι κάτι τελείως διαφορετικό και μόλις τώρα το ξεκίνησα – θα δούμε πώς θα πάει.

Με τον κινηματογράφο είχα εμμονή. Πήγαινα στο βιντεοκλάμπ σχεδόν κάθε μέρα μετά το σχολείο και έπαιρνα ταινίες που έβλεπε ο αδελφός μου. Έπαιρνα το 81/2 του Φελίνι όταν ήμουν 11 ετών και πήγαινα σπίτι και τις έβλεπα. Και θυμάμαι ότι έβλεπα το Κουρδιστό Πορτοκάλι και τον Ταξιτζή και έκανα όλα αυτά τα πράγματα στα 12. Ξέρεις απλά καταβρόχθιζα ό,τι μπορούσα, επειδή η οικογένεια ήταν ανοιχτόμυαλη σε όλα.”

Ολοκληρώνοντας τη συζήτησή μας, μιλώντας λίγο και για το τραγούδι του «I (Who Have Nothing)» (διασκευή πάνω στη διασκευή του Tom Jones σε ένα παλιότερο ιταλικό τραγούδι), όχι πολύ επιτυχημένη αν έχεις λατρέψει το ορίτζιναλ, τον ρωτάμε αν πιστεύει στην τύχη.

“Ναι, δεν ξέρω τι είναι η τύχη, αλλά πιστεύω στη θεϊκή παρέμβαση χωρίς αμφιβολία. Γεννήθηκα στο Νιού Τζέρσεϊ και ζω στην Νορβηγία – φυσικά πιστεύω την τύχη και έχω υπάρξει απίστευτα τυχερός. Εννοώ, είναι ένας τεράστιος κόσμος εκεί έξω. Υπάρχουν πολλά άσχημα μέρη που μπορείς να ζήσεις.”

Αναφορικά με τα επόμενα σχέδια, αυτά αφορούν σε πολλές ζωντανές εμφανίσεις και… πέτρα που κυλά ποτέ δεν χορταριάζει. 

“Συνεχίζω την περιοδεία μου, θα κυκλοφορήσω μια deluxe έκδοση του άλμπουμ με περισσότερα τραγούδια. Κάτι σαν επανακυκλοφορία. Επειδή αγαπώ πραγματικά αυτόν τον δίσκο, γιατί είναι πολύ προσωπικός, δεν είμαι έτοιμος να προχωρήσω σε κάτι επόμενο. Ίσως επιστρέψω στην Αθήνα το καλοκαίρι να τραγουδήσουμε μαζί με το ελληνικό κοινό, που είναι μέσα στην καρδιά μου.”

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα