Θωμόπουλος, Αγγελάκας, Γιούσεφ και πώς γεννήθηκε η “Κουκουβάγια” τους
Διαβάζεται σε 6'
Ο Μπετόβεν, το Πριόνι και η Κουκουβάγια – Ο Στέφανος Θωμόπουλος, ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Νίκος Γιούσεφ και μία συνάντηση για καφέ.
- 12 Σεπτεμβρίου 2025 06:18
Στο πλαίσιο του νεότευκτου φεστιβάλ Φ hill Sessions, ο διεθνούς φήμης πιανίστας Στέφανος Θωμόπουλος, ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Νίκος Γιούσεφ έρχονται στο Θέατρο «Δόρα Στράτου», την Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου, για να παρουσιάσουν την μουσικοεικαστική καντάτα «Κουκουβάγια» καθώς και έργα κλασικών και σύγχρονων συνθετών με τη δική τους ιδιαίτερη προσέγγιση.
Η «Κουκουβάγια», πρωτότυπη ιδέα και ανάθεση του Kournos Music Festival στους συντελεστές, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2024 στον αρχαιολογικό χώρο της Πολιόχνης στη Λήμνο. Ο Στέφανος Θωμόπουλος συνεργάστηκε με τον Γιάννη Αγγελάκα, που ανέλαβε αφήγηση, μουσικό σχεδιασμό και επιμέλεια κειμένου, ενώ ο πρωτοπόρος σολίστ του μουσικού πριονιού Νίκος Γιούσεφ συνέβαλε καθοριστικά στην εκτέλεση. Αναπόσπαστο κομμάτι της μουσικής δραματουργίας αποτέλεσαν τα γλυπτά της εικαστικού Ναταλίας Μαντά.
Η επιτυχημένη αυτή συνεργασία οδήγησε στη συνέχεια σε μια νέα δημιουργική σύμπραξη: η παράσταση προσαρμόστηκε ειδικά για το μυσταγωγικό Θέατρο «Δόρα Στράτου» στον Λόφο Φιλοπάππου, προσφέροντας στο κοινό μια μοναδική εμπειρία μουσικής και εικόνας.
Ο Στέφανος Θωμόπουλος μοιράστηκε μερικές σκέψεις για τη συνεργασία και τη βραδιά της… Κουκουβάγιας, του πριονιού και του Μπετόβεν.
Πού γεννήθηκε η “Κουκουβάγια”
«Η Κουκουβάγια» μας λέει ο Στέφανος Θωμόπουλος «γεννήθηκε αρχικά σε έναν τόπο φορτισμένο από μνήμη και ιστορία: τον αρχαιολογικό χώρο της Πολιόχνης στη Λήμνο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κουρνού. Η Αναστασία Κοτσάλη και η Λητώ Μεσσήνη εμπνεύστηκαν το έργο ειδικά για εκείνο το περιβάλλον, με αφορμή τη θεματική του φεστιβάλ, αφιερωμένου στην ιδιαίτερη πανίδα του νησιού. Η δική μας συμβολή επικεντρώθηκε στην κουκουβάγια Τυτώ — το νυκτόβιο της Λήμνου που συμβολίζει σοφία και μυστήριο. Το πρόγραμμα περιστρέφεται γύρω από τη νύχτα και την πανσέληνο, με μουσικές αναφορές που άνοιγαν έναν διάλογο ανάμεσα στο παρελθόν και τη φύση: από τη Σονάτα υπό το σεληνόφως του Μπετόβεν έως αποσπάσματα από τη Μεσόγειο έρημο του Γιώργου Κουμεντάκη, μαζί με έργα του Ξενάκη που συνόδευαν την αφήγηση του Γιάννη για την κουκουβάγια.
Η «μετακόμιση» τώρα στο Θέατρο «Δόρα Στράτου» στον Φιλοπάππου δίνει στο έργο μια νέα διάσταση. Ο χώρος, αν και εξίσου μυσταγωγικός, ανήκει στην καρδιά της Αθήνας και φέρει την αύρα της αστικής εμπειρίας. Έτσι, το πρόγραμμα διαμορφώθηκε με πιο σύγχρονο και αστικό χαρακτήρα, λιγότερο στοχαστικό και περισσότερο συντονισμένο με τους ρυθμούς της μεγαλούπολης. Πλάι στον Μπετόβεν, τον Κουμεντάκη και τον Ξενάκη, εντάξαμε έργα του Philip Glass και Nils Frahm, επιτρέποντας μια συνομιλία ανάμεσα στο παρελθόν και τη σύγχρονη μουσική γλώσσα.
Παράλληλα, η ατμόσφαιρα του Φιλοπάππου έδωσε χώρο για μια νέα αφήγηση: το Κοράκι του Edgar Allan Poe, ιδέα που δουλεύαμε ήδη από πέρυσι, παρουσιάζεται εδώ με συνδυασμό αφήγησης και μουσικής, κορυφωμένο με την υπνωτιστική Κρεμάλα (Le Gibet) του Maurice Ravel.
Η διαδρομή της Κουκουβάγιας από την Πολιόχνη στο Θέατρο «Δόρα Στράτου» αποδεικνύει πώς κάθε χώρος μεταμορφώνει το ίδιο έργο: από τη νυχτερινή μυσταγωγία του αρχαιολογικού τοπίου σε μια σύγχρονη, αστική τελετουργία κάτω από τον βράχο του Φιλοπάππου.»
Η παράσταση συνδυάζει μουσική, αφήγηση και εικαστικά στοιχεία. Πώς «συνομιλούν» αυτά τα διαφορετικά μέσα μεταξύ τους ώστε ο θεατής να μη βιώσει απλώς μια συναυλία ή μια θεατρική αφήγηση, αλλά μια ενιαία εμπειρία;
«Η παράσταση δεν σχεδιάστηκε εξαρχής ως μια τυπική συναυλία ή μια καθαρή θεατρική αφήγηση. Ήταν περισσότερο μια «συνάντηση»: ο καθένας μας κατέθεσε αυτό που έβλεπε, αυτό που αισθάνεται, τις προσωπικές του αναφορές. Η δουλειά του ενός γινόταν αφορμή για έμπνευση στον άλλον και έτσι γεννήθηκε ένα υβριδικό αποτέλεσμα, χωρίς να έχουμε προκαθορίσει με ακρίβεια την κατεύθυνση. Δεν ξέραμε πού ακριβώς πηγαίναμε· αφεθήκαμε στη διαδικασία και προέκυψε κάτι που λειτούργησε.
Αυτός ο τρόπος δουλειάς είναι που επιτρέπει στη μουσική, την αφήγηση και τα εικαστικά να μη στέκονται απλώς το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά να συνομιλούν οργανικά μεταξύ τους. Ο θεατής δεν παρακολουθεί μια συναυλία με «εισαγωγικό κείμενο» ούτε ένα θεατρικό με μουσική επένδυση· βιώνει μια ενιαία εμπειρία, όπου τα μέσα ενώνονται και αλληλοφωτίζονται, δημιουργώντας μια κοινή γλώσσα.»
Τι ένωσε τους τρεις τους καλλιτεχνικά και τι απρόσμενο προέκυψε από αυτή τη συνάντηση;
«Η σύμπραξη ξεκίνησε με τον πιο απλό τρόπο: μια συνάντηση για καφέ. Εκεί αρχίσαμε να μοιραζόμαστε σκέψεις, ιδέες, αναφορές — ένα αυθόρμητο brainstorming γύρω από τα γούστα μας, τους φίλους μας, τις μέχρι τότε συνεργασίες μας. Από εκεί άρχισε να πλέκεται ένα κοινό νήμα: εγώ και ο Νίκος φέρναμε μουσικές ιδέες, ο Γιάννης αναζητούσε κείμενα, δοκιμάζαμε, στέλναμε ο ένας στον άλλον υλικό, και σιγά-σιγά όλα άρχισαν να δένουν μέσα στις πρόβες.
Ήταν για μένα μεγάλη χαρά και τιμή να συνεργαστώ με αυτούς τους ανθρώπους! Αυτό που μας ένωσε καλλιτεχνικά ήταν η διάθεση για πειραματισμό χωρίς προκαθορισμένα όρια και η χαρά να βλέπουμε πώς η δουλειά του ενός μεταμορφώνεται από την παρουσία του άλλου. Από αυτή τη συνάντηση προέκυψαν και στοιχεία απρόσμενα: το μουσικό πριόνι να συνομιλεί με το πιάνο, η αφήγηση να αποκτά μουσικότητα, η μουσική να αποκτά θεατρικότητα.
Και βέβαια, η συμβολή της Ναταλίας Μάντα με τα κεραμικά γλυπτά της πρόσθεσε μια ακόμα διάσταση, μετατρέποντας την παράσταση σε εμπειρία όχι μόνο ακουστική και αφηγηματική, αλλά και εικαστική.
Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτή η φαινομενικά ετερόκλητη ομάδα βρήκε έναν φυσικό τρόπο να συντονιστεί, δημιουργώντας κάτι που κανείς μας δεν θα είχε φανταστεί μόνος του.»
Εισσιτήρια στο more.com