Είδαμε τα “Φώτα της Πόλης” στο Εθνικό- Εκεί όπου τον λόγο πήραν τα σώματα και επικράτησε ο ρομαντισμός

Είδαμε τα “Φώτα της Πόλης” στο Εθνικό- Εκεί όπου τον λόγο πήραν τα σώματα και επικράτησε ο ρομαντισμός
KAROL JAREK

Είδαμε τα “Φώτα της Πόλης” σε σκηνοθεσία της Αμάλια Μπένετ στο Εθνικό Θέατρο και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

Τα “Φώτα της Πόλης” (1931) είναι δικαίως μια από τις πιο επιδραστικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά και συνάμα μια μεγαλειώδης χειρονομία αντίστασης ενός ιδιοφυούς καλλιτέχνη, του Τσάρλι Τσάπλιν, που, στο απόγειο της καριέρας του με τις ταινίες του βωβού να θεωρούνται πια ξεπερασμένες, επέμεινε στο είδος της τέχνης που αγάπησε.

Η Αμάλια Μπένετ στη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» του Θεάτρου Rex παίρνει, επίσης, ένα μεγάλο ρίσκο. Σκηνοθετεί ένα διαφορετικό μιούζικαλ για όλη την οικογένεια, βασισμένο στην αριστουργηματική αυτή ταινία. Ένα μιούζικαλ δίχως φωνή, αλλά με την ποιητική και απελευθερωτική δύναμη της σωματικής αφήγησης που πραγματεύεται την κοινωνική αδικία και την ανιδιοτελή αγάπη.

KAROL JAREK

Η υπόθεση

Με φόντο το οικονομικό Κραχ της Αμερικής, η παράσταση διαδραματίζεται στον χώρο ενός κινηματογραφικού στούντιο και ακολουθεί την πλοκή της ταινίας του 1931, όπου ο Τσάρλι Τσάπλιν, ως άνεργος περιπλανώμενος Σαρλό, ερωτεύεται μια τυφλή ανθοπώλισσα και κάνει τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει τα χρήματα για την εγχείρηση που θα της χαρίσει την όραση. Την ίδια ακριβώς περίοδο σώζει από πνιγμό έναν ζάμπλουτο Νεοϋορκέζο, που επιχειρεί να αυτοκτονήσει και μέσω εκείνου προσπαθεί να βοηθήσει οικονομικά την κοπέλα…

Σε έναν κόσμο που παραδίδεται ανεπιστρεπτί στην τυφλή ορμή του χρήματος, ο «μελαγχολικός κλόουν» του Τσάπλιν αντιστέκεται, στροβιλίζεται, μάχεται, επιβιώνει, ονειρεύεται, ερωτεύεται και τελικά προσφέρει στην αγαπημένη του το πολυτιμότερο δώρο. Αυτό της όρασης, αλλά και της αγάπης….

KAROL JAREK

Η σκηνοθετική ματιά της Αμάλια Μπένετ

Η Αμάλια Μπένετ, όπως ήταν αναμενόμενο εξαιτίας της ιδιότητάς της και ως χορογράφου, εστίασε στη χορογραφία της δράσης στην πρώτη της θεατρική σκηνοθεσία. Έχοντας σαν “υπερόπλο” μία ταλαντούχα υποκριτική ομάδα, αφηγήθηκε την ιστορία του Τσάπλιν βασιζόμενη στο σώμα και στις εκφράσεις του προσώπου των ηθοποιών και μένοντας πιστή στους κανόνες του βωβού κινηματογράφου. Στην πραγματικότητα αυτό που λαμβάνει σάρκα κι οστά μπροστά στα μάτια μας είναι μία ρομαντική παντομίμα αγάπης, μία συγκινητική ιστορία που ξεπερνά γλωσσικά, πολιτισμικά, ηλικιακά εμπόδια και γίνεται οικουμενική. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι πως η παράσταση διαδραματίζεται στον χώρο ενός κινηματογραφικού στούντιο με κάμερες και φώτα. Είναι σαν να παρακολουθούμε τα γυρίσματα μίας ταινίας μέσα στο θέατρο. Επί σκηνής, δηλαδή, ο Τσάρλι Τσάπλιν δεν είναι μόνο ο πρωταγωνιστής, αλλά και ο σκηνοθέτης.

Στη σκηνή του Θεάτρου Rex συμβαίνει κάτι πραγματικά σπουδαίο. Αναβιώνει με τρόπο συγκινητικό μία ολόκληρη εποχή με ανθρώπους που επικοινωνούν με τα βλέμματα, τις εκφράσεις και τις κινήσεις. Και μπορεί αυτό στην αρχή να ξενίζει και να αργεί λίγο να βάλει τον θεατή στο κλίμα, όμως από τη στιγμή που τον αγγίξει, τότε τον κατακλύζει και τον στροβολίζει σε μία ολοκληρωτική μαγεία. Το φινάλε της παράστασης είναι πραγματικά απογειωτικό, καθώς αυτός ο αλήτης του δρόμου παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, καταφέρνει τελικά και αποθεώνει την ασυμβίβαστη ζωή, την ανιδιοτελή προσφορά και την αληθινή αγάπη με τρόπο συγκλονιστικά ευαίσθητο.

Τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη συνεισφέρουν νευραλγικά στο ρομαντικό κλίμα της παράστασης και σε συνδυασμό με ατμοσφαιρικούς φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλα και το λειτουργικό σκηνικό της Τίνας Τζόκα δημιουργούν μία μεσοπολεμική αισθητική που παραπέμπει ευθέως στις ασπρόμαυρες ταινίες.

KAROL JAREK

Ο ρόλος της μουσικής

Η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου έχει έντονη ρομαντική χροιά και είναι αυτή που συμβάλλει καθοριστικά στη δράση, καθώς και η ίδια η μουσική, αλλά και οι παύσεις της λειτουργούν σαν φακοί εστίασης. Τραβούν δηλαδή το μάτι του θεατή στην κεντρική δράση της ιστορίας και δημιουργούν μία αλλόκοτη συγκινησιακή φόρτιση. Την ίδια στιγμή οι στίχοι και τα τραγούδια που “πέφτουν”, όπως οι μαύρες καρτέλες στις βωβές ταινίες και προωθούν ακόμη περισσότερο τη δράση.

Στην παράσταση ο ίδιος ο Θ. Οικονόμου παίζει πιάνο επί σκηνής και έχει στο πλευρό του τους εξαιρετικούς μουσικούς Διονύση Βερβιτσιώτη, Παρασκευά Κίτσο, Ιώ Λε Μολλέρ και Δημήτρη Χουντή.

Οι ερμηνείες

Η ομάδα των 20 ηθοποιών της παράστασης (Προκόπης Αγαθοκλέους, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Φίλιππος Άνθης, Στέλλα Αντύπα, Θοδωρής Βράχας, Σαββίνα Γιαννάτου, Νίκος Ιατρού, Έκτορας Λυγίζος, Υβόννη Μαλτέζου, Γρηγορία Μεθενίτη, Μάριο Μπανούσι, Ιωάννα Μπιτούνη, Κώστας Μπερικόπουλος, Νικόλας Ντούρος, Μίκης Παντελούς, Γιάννης Πρωτόπαππας, Κρις Ραντάνοφ, Θανάσης Ραφτόπουλος, Μαριάμ Ρουχάτζε, Κωνσταντίνος Σάμαα) λειτουργεί σαν μία πειθαρχημένη υποκριτική γροθιά. Άρρηκτα δεμένη, κατάφερε να φέρει τον βουβό κινηματογράφο στο θέατρο και να μας έκανε να γελάσουμε, να συγκινηθούμε και να προβληματιστούμε. Το βλέμμα και τα σώματά τους “πήραν” τον λόγο και σε συνδυασμό με τη μουσική, όλο αυτό “συνέθεσε” μία λυρική αρμονία.

Ο Προκόπης Αγαθοκλέους έχει ενσωματώσει τόσο μοναδικά στην κινησιολογία του -στο περπάτημά του, στον τρόπο που “τσακίζει” το σώμα του, στις εκφράσεις των φρυδιών του- την περσόνα του Τσάρλι Τσάπλιν που δημιουργεί την εντύπωση πως είναι πραγματικά ο ίδιος ο Τσάπλιν. Εκείνο, όμως, με το οποίο κέρδισε απόλυτα το υποκριτικό στοίχημα είναι το βλέμμα του. Άλλοτε βουρκωμένος, άλλοτε χαρούμενος, άλλοτε συνεσταλμένος είναι πανταχού παρών και πραγματικά μαγνήτισε την προσοχή μας.

Το ίδιο εντυπωσιακός ήταν κι ο Έκτορας Λυγίζος, ένας ηθοποιός που έχει πολλάκις αποδείξει την αρτιότητα της σωματικότητάς του, στον ρόλο του εκατομμυριούχου που θέλει σώνει και καλά να αυτοκτονήσει. Έκπληξη η ερμηνεία της Αλεξάνδρας Αϊδίνη που υποδύεται την τυφλή ανθοπώλισσα. Η έμπειρη ηθοποιός αποδεικνύει πως μπορεί να ανταπεξέλθει άριστα σε ό,τι κι αν της ζητηθεί. Απολαυστικός ο Κώστας Μπερικόπουλος στον ρόλο του Μπάτλερ και συγκινητική η παρουσία της Υβόννη Μαλτέζου στον ρόλο της Γιαγιάς της τυφλής κοπέλας.

Αυτό που δεν ταίριαξε τόσο στη δική μας αισθητική ήταν ο τρόπος που στάθηκε στη σκηνή η Σαββίνα Γιαννάτου. Η περιδιάβασή της, αλλά και η φυσική της παρουσία κοντά στην Αλεξάνδρα Αϊδίνη, νιώσαμε πως αφαιρούσε τη βουβή μαγεία από την ηθοποιό. Κάτι που δε συνέβη με τον Μίκη Παντελού και τον Νικόλα Ντούρο, που ερμήνευσαν τις φωνές του εκατομμυριούχου και του μπάτλερ αντιστοίχως, η παρουσία των οποίων ήταν πολύ πιο στατική και μπροστά σε μικρόφωνα.

Συμπέρασμα

Η Αμάλια Μπένετ στήνει μία από τις πιο ωραίες παραστάσεις της φετινής σεζόν που απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες και αποτελεί την κατάλληλη επιλογή για μία οικογενειακή ψυχαγωγική έξοδο. Μία παράσταση που βρίθει ρομαντισμού, μαγείας και νοημάτων. Γιατί τα Φώτα της Πόλης δεν έχουν ηλικία. Με ένα πολύ έντονο πολιτικοκοινωνικό υπόβαθρο, στο οποίο οι κοινωνικές ανισότητες είναι πιο διακριτές από ποτέ, η παράσταση αυτή μιλά για το άχρονο του έρωτα και της ανιδιοτελούς αγάπης.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα