Μια φορά και έναν καιρό, μία κιμωλία, σχημάτισε έναν κύκλο

Απουσία θεατρικού μοιρογνωμονίου, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης «πειράζει» επιτυχώς έναν από τους μεγαλύτερους Γερμανούς δημιουργούς.
- 07 Μαΐου 2015 14:42
Ανάμεσα στα ρετάλια και τα νάιλον, μία κιμωλία κυκλώνει όσο πιο σύγχρονα μπορεί, την έννοια του ρετρό. Και την εγκλωβίζει εκεί. Μελωδικά και απρόβλεπτα.
Ανάμεσα στα ρετάλια και τα νάιλον, μία κιμωλία κυκλώνει όσο πιο σύγχρονα μπορεί, την έννοια του ρετρό. Και την εγκλωβίζει εκεί. Μελωδικά και απρόβλεπτα.
Η παράσταση που ανεβαίνει αυτές τις ημέρες στο θέατρο Παλλάς σχηματίζει έναν Μπρεχτ που δεν έχεις συνηθίσει να βλέπεις επί σκηνής.
Πρώτο Κουδούνι: Η υπόθεση
Η Γρούσα, υπηρέτρια σε αρχοντικό, παίρνει κοντά της το γιο του άρχοντα, όταν αυτός δολοφονείται από επαναστάτες και η μητέρα του τον εγκαταλείπει κυνηγημένη.
Με θυσίες κρατάει το παιδί κοντά της, μέχρι την ημέρα που η βιολογική μητέρα του επιστρέφει και το διεκδικεί δικαστικά, κατηγορώντας την Γρούσα, ότι της το έκλεψε.
Ο Αζντάκ, ένας λαϊκός, μέθυσος και κουτοπόνηρος άνθρωπος που όλως τυχαίως, χρίζεται δικαστής καλείται να αποφασίσει για τη τύχη του παιδιού, επιλέγοντας μία σολομώντεια λύση: Τοποθετεί το παιδί μέσα σ’ ένα κύκλο και ζητά από τις δύο γυναίκες να το τραβήξουν από τα χεράκια του με δύναμη, η κάθε μια προς το μέρος της. Όποια καταφέρει να το βγάλει από τον κύκλο, θα το κρατήσει δικό της για πάντα.
Το έργο που κυριαρχείται από το αντιπολεμικό πνεύμα του συγγραφέα, είναι μια αλληγορία, μια παραβολή “για τον πειρασμό της καλοσύνης”, σύμφωνα με τα λόγια του Μπρέχτ.
Με αυτό, το 1957 ο Κάρολος Κουν σύστησε στο ελληνικό κοινό τον πρωτοπόρο γερμανό δραματουργό, ενώ η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης σε απόδοση Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι έμεινε ιστορική.
Η μουσική που θα πλαισιώνει την παράσταση, προέρχεται από την αυθεντική μπομπίνα του 1957 και δεν έχει ακουστεί στο παρελθόν.
Δεύτερο Κουδούνι: Το έργο
Το «ξεχαρβαλωμένο» σκηνικό του θεάτρου «μυρίζει» καταχνιά. Θλίψη. Εγκατάλειψη. Κάθε αντικείμενό του, κάθε κρεμασμένο πανί στην σκονισμένη σκηνή του είναι ασάλευτο. Παρόλα αυτά, κάτι ακούγεται. Κάτι πλησιάζει. Κάτι τσουλάει προς το μέρος του κοινού.
Κάτι ξεκινάει να κινείται στο παρατημένο σκηνικό. Κάτι δουλεύει.
Ο σκηνοθέτης -αφηγητής με ύφος στατιωτικού παλαιών αρχών, διασχίζει τη σκηνή και «παρκάρει» το καροτσάκι του στη μία άκρη της. Οι κινήσεις του γίνονται μηχανικά. Το ίδιο και τα λόγια του. Πέρα από το σώμα του, στις τέσσερις ρόδες μοιάζει να είναι καθηλωμένο και το μυαλό του. Αν η πειθαρχία, η εξουσία, η αυτοσυγκράτηση και η αποστασιοποίηση μπορούσαν να «τσουλήσουν», τότε σίγουρα είναι καθηλωμένο.
Μόνο σε εκείνο το μικρό γλυκό παιδάκι δείχνει το χαμόγελό του. Και πάλι, με φειδώ.
Το βιβλίο που έχει ακουμπησμένο στα ακίνητα πόδια του, γράφει «Ο κύκλος με την κιμωλία». Είναι του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Το πικ απ αρχίζει τις στροφές. Όσο πιο γρήγορα στροβιλλίζεται, τόσο πιο έντονα ζωντανεύουν όλα επί σκηνής. Οι ηθοποιοί μας συστήνουν την πιο καρτουνίστικη εκδοχή τους. Την πιο υπερβολική. Την πιο απρόβλεπτη (αν αναλογιστεί κανείς τους χαρακτήρες που υποδύονται).
Η έξυπνη σκέψη του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη να ανεβάσει ένα από τα σημαντικότερα και γνωστότερα έργα του βαθιά πολιτικοποιημένου Μπέρτολτ Μπρεχτ στην πιο παιδική του εκδοχή, αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Σε ένα σκηνικό παλιακό και ξεπερασμένο, καταφέρνει να ανεβάσει μία σύγχρονη και ταυτόχρονα καρικατουρίστικη παράσταση.
Μια μητέρα υστερικά αδιάφορη που εξεσφενδονίζει κορώνες από άριες όπου σταθεί και όπου βρεθεί και ένας πατέρας που απλά, υπάρχει, φορώντας ένα στέμμα. Η είκονα των δυο τους θυμίζει τόσο τους γονείς της πριγκίπισσας Λι Τσέρι από τον Τρυποκάρυδο του Τιμ Ρόμπινς (αν δεν τον έχεις διαβάσει, δώστου μία ευκαιρία να σε συναπάρει) που άθελά μου καθόλη τη διάρκεια του έργου αναζητούσα ένα πακέτο από τσιγάρα Κάμελ.
Δεν το βρήκα.
Η υπόθεση βρίσκεται σχεδόν στη μέση της. Η Γρούσα έχει περάσει βουνά κυνηγημένη από τους άλλοτε πιστούς του βασιλιά. Από εκείνους που διψούν για την πτώση των άλλων χωρίς να τους απασχολεί λεπτό η δική τους άνοδος.
Θα έγραφα ενός λεπτού σιγή αλλά, η μουσική είναι έντονη. Επαναστατική. Δυναμική. Σχεδόν καλύπτει το τρίτο κουδούνι που ακούω να πάλλεται ρυθμικά.
Τρίτο κουδούνι: Το χειροκρότημα
Οι ερμηνείες του Δημήτρη Λιγνάδη και της Μαρίας Πρωτόπαππα ξεχωρίζουν σε όλη τη διάρκεια της παράστασης με τον μεν πρώτο να υποδύεται μοναδικά το ρόλο του πειθαρχημένου ανήμπορου και όμως τόσο ικανού άντρα και με τη δεύτερη να καταφέρνει να περάσει εξαιρετικά στο κοινό την αμόρφωτη εκείνη γυναίκα που θυσίασε τα πάντα για ένα παιδί που δεν ήταν δικό της.
Ενδιαφέρουσα η προσπάθεια της Ελισάβετ Μουτάφη στο ρόλο της βασίλισσας, παρά το γεγονός ότι περισσότερο με κέρδισαν οι κορώνες της.
Εκπληκτικός -όπως πάντα- ο Αιμίλιος Χειλάκης στο ρόλο του Αζντάκ, καθιστά το δεύτερο μέρος της παράστασης καλύτερο από το πρώτο.
Ευρηματική η σκηνοθετική επιθυμία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη να δίνει στις παραστάσεις μία καρτουνίστικη οπτική (αρχής γενομένης από τον Πουπουλένιο).
Αν κάπου χάθηκα ήταν τις ώρες που το «μπουλούκι» των ηθοποιών-πολιτών-δήμιων βρισκόταν επί σκηνής.
Ας πέσει η αυλαία…
Πληροφορίες Παράστασης
Κάθε Τετάρτη και Κυριακή 19:15 Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο 20:15 στο Θέατρο Παλλάς
Πρωταγωνιστούν: Αιμίλιος Χειλάκης, Μαρία Πρωτόπαππα, Ελισάβετ Μουτάφη, Αποστόλης Τότσικας.
Αφηγητής ο Δημήτρης Λιγνάδης.
Πρωταγωνιστούν επίσης (αλφαβητικά): Δέσποινα Γιαννοπούλου, Παναγιώτης Εξαρχέας, Σταύρος Καραγιάννης, Κώστας Κορωναίος, Ελένη Κούστα, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου Άγγελος Μπούρας, Γιώργος Παπανδρέου, Γρηγόρης Ποιμενίδης, Σπύρος Τσεκούρας, Βαγγέλης Ψωμάς.
Συμμετέχουν οι μικροί: Εμίλ Γκριγκόροβ, Γιώργος Γουδής και η κυρία Βιβή Πετραλίδου.
Συντελεστές: Οδυσσέας Ελύτης (Μετάφραση), Μάνος Χατζιδάκις (Μουσική),Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης (Σκηνοθεσία), Λίλη Πεζανού (Σκηνικά-Κοστούμια) Αμάλια Μπένετ (Χορογράφος), Νίκος Βλασόπουλος (Φωτισμοί), Λευτέρης Μιχαλόπουλος (Μουσική Διδασκαλία), Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Μανώλης Δούνιας (Δραματουργική επεξεργασία), Έλενα Σκουλά (Βοηθός σκηνοθέτη), Αλεξάνδρα Καψή (Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου)