Ο Γκορμπατσόφ τον Νοέμβριο του 1987. AP

1987, ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ ΤΟΥ ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ: ΜΙΑ “ΦΛΟΓΙΤΣΑ” ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΕ…

Ο Γιώργος Καρελιάς περιγράφει την εμπειρία του από το ταξίδι στη Μέκκα του Παγκόσμιου Κομμουνισμού.

Το Νοέμβριο του 1987, όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ συμπλήρωνε 33 μήνες στην εξουσία, μια ομάδα Ελλήνων δημοσιογράφων βρέθηκε στην(τότε) Σοβιετική Ένωση για δεκαήμερο ταξίδι. Τρεις οι προορισμοί μας: Λένινγκραντ(σήμερα Αγία Πετρούπολη), Μίνσκ(Λευκορωσία) και κατάληξη η Μόσχα. Ηταν ένα πολιτικό-τουριστικό ταξίδι, αλλά για μένα το πολιτικό στοιχείο ασφαλώς υπερτερούσε. Ο Γκορμπατσόφ ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον πρόσωπο για την ελληνική πολιτική σκηνή πολύ «δημοφιλής» στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, όπου τότε εργαζόμουν και έγραψα τρία δισέλιδα αφιερώματα.

Για τις πρώτες εντυπώσεις από το μαγευτικό Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη), όπως και για την πρώτη επαφή με νέους ανθρώπους, έγραψα χτες.

Αφήσαμε το Λένινγκραντ χιονισμένο και όμορφο. Και φτάσαμε στο Μίνσκ, την πρωτεύουσα της Λευκορωσίας «απέναντι» από την Πολωνία. Σήμερα είναι ανεξάρτητη χώρα, αλλά από τις ελάχιστες του πρώην σοβιετικού μπλοκ που παραμένει φιλική προς τη Ρωσία του Πούτιν. Τότε ήταν βιομηχανική πόλη, που μόλις είχε αρχίσει να δέχεται δυτικούς τουρίστες. Το 1986 την είχαν επισκεφθεί χίλιοι Αμερικανοί και μόλις 60 ‘Έλληνες.

Στο εστιατόριο του ξενοδοχείου μάς πλησίασε ένας καλοντυμένος νέος γύρω στα τριάντα, παραδόξως μελαχρινός και με μουστάκι. ‘Hθελε-τι άλλο; -να αλλάξουμε τα δολάριά μας με ρούβλια. Πιάσαμε συζήτηση.

Το δυτικό όνειρο…

Μας είπε ότι είχε σπουδάσει ρομποτική, δούλεψε για ένα διάστημα, αλλά τα παράτησε γιατί «η αμοιβή ήταν αστεία» και τώρα ήθελε να κάνει δική του δουλειά». Ενθουσιάστηκε όταν του είπαμε ότι είμαστε Έλληνες. Ήξερε για την Ελλάδα, για τον ήλιο και τη θάλασσά της. Όταν του είπαμε να μας επισκεφθεί στην Αθήνα, κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι του. «Δύσκολο» μας λέει. «Έρχονται κάποιοι με τον κοινωνικό τουρισμό, αλλά προηγούνται όσοι είναι μέλη του Κόμματος και της Νεολαίας του και άντε να περιμένεις στη σειρά». Ούτε στις ανατολικές χώρες μπορούσε να πάει, εκεί προηγούνταν οι παλιοί, οι βετεράνοι του πολέμου. Αλλά δεν τον ενθουσίαζε η ιδέα να πάει στην Πολωνία ή στη Βουλγαρία. Η Δύση ήταν το όνειρό του.

Το ίδιο όνειρο είχαν και δύο κοπέλες, που συναντήσαμε στο μπαρ του ξενοδοχείου και πιάσαμε συζήτηση. Μας ρώτησαν και τους είπαμε ότι εμείς μπορούσαμε να ταξιδεύουμε όπου θέλαμε χωρίς περιορισμούς και στο πρόσωπό τους ζωγραφίστηκε η απογοήτευση. Οι άνθρωποι στο ανατολικό μπλοκ δεν μπορούσαν τότε να ταξιδέψουν ελεύθερα στο εξωτερικό-και είχαν περιορισμούς ακόμα και για μετακίνηση στο εσωτερικό- και αυτό ήταν ένα από τα μεγάλα παράπονά τους. Οι δύο κοπέλες του Μινσκ δεν είχαν ιδιαίτερα παράπονα από το επίπεδο της καθημερινής ζωής τους, αλλά από την έλλειψη ελευθεριών. Η «επανάσταση» του Γκορμπατσόφ είχε κάνει κάποια βήματα, αλλά για τους απλούς ανθρώπους ήταν πολύ μικρά και δειλά.

Ο Γκορμπατσόφ στη μέση το 1985. AP

Στη Μόσχα, τη Μέκκα του παγκόσμιου κομμουνισμού

Αφήσαμε το Μινσκ για τον τελευταίο προορισμό μας , τη «θρυλική» Μόσχα. Τη Μέκκα του παγκόσμιου κομμουνισμού. Η ζωή στην πρωτεύουσα έμοιαζε πιο αγχώδης από τις επαρχιακές πόλεις, αλλά πολύ πιο ήσυχη από τις δυτικές μεγαλουπόλεις και σίγουρα από την Αθήνα. Η κίνηση στους δρόμους μεγάλη, αλλά μποτιλιαρίσματα δεν είδαμε. Τα αυτοκίνητα μόνο σοβιετικής κατασκευής-«Λάντα», «Μόσχοβιτς», «Βόλγκα»- και ελάχιστα δυτικά, «Μερτσέντες», «Πεζό», «Φορντ».

Το Μετρό της Μόσχας πολύ καλό και συνεχώς πολύβουο. Το εισιτήριο φθηνό και για τους τουρίστες πάμφθηνο. Πρόβλημα υπήρχε με τα ταξί, στις πιάτσες πάντα ουρές. Τη νύχτα καλύτερα να τα απέφευγες, οι «πειρατές» ήταν χειρότεροι από τους Αθηναίους συναδέλφους τους.

Αργά τη νύχτα περπατούσαμε στους έρημους δρόμους της Μόσχας με χιόνι και πολύ κρύο. Χωρίς να το καταλάβουμε περάσαμε με «κόκκινο» τη διάβαση πεζών, αφού δεν υπήρχε ούτε υποψία αυτοκινήτου. Στο απέναντι πεζοδρόμιο μας περίμενε ένας πανύψηλος αστυνομικός, που βγήκε από ένα κουβούκλιο(κάτι φρουρούσε). Μας έδωσε να καταλάβουμε ότι έπρεπε να πληρώσουμε ένα αρκετά τσουχτερό πρόστιμο σε ρούβλια. Αλλά συμβιβάστηκε αμέσως- κι εμείς μαζί του- με ένα πεντοδόλαρο. Γέλασε πλατιά, μας είπε «σπασίμπα»(ευχαριστώ), του είπαμε μια από τις ελάχιστες λέξεις που ξέραμε στα ρωσικά(«Ντα»-ναι) και γυρίσαμε στη ζεστασιά του ξενοδοχείου.

Στο Λένινγκραντ οι ουρές ήταν συχνό φαινόμενο. Είτε για γάλα είτε για φρούτα στις μικρές «κοπερατίβες»(συνεταιριστικά μαγαζιά που επέτρεψε ο Γκορμπατσόφ, στα πλαίσια της «φιλελευθεροποίησης» της οικονομίας), είτε στα κιόσκια για να αγοράσουν το «Αγκονιάκ», το γκορμπατσοφικό περιοδικό, την αιχμή της «περεστρόικα» και της «γκλάσνοστ», που αφαιρούσε αναγνώστες από τη παραδοσιακή και μονολιθική «Πράβδα». Στη Μόσχα δεν είδαμε τέτοιες ουρές, αλλά στα καταστήματα «πατείς με πατώ σε». Τα περισσότερα ράφια άδειαζαν αμέσως. Ουρές σχηματίζονταν στα καταστήματα καλλυντικών. Οι Ρωσίδες είναι ωραίες γυναίκες και πολύ κοκέτες.

Το βράδυ στην Κόκκινη Πλατεία τους ξένους πλησίαζαν νεαροί Ρώσοι και τους ζητούσαν να αλλάξουν δολάρια με ρούβλια σε πολύ συμφέρουσα τιμή. Αρκετοί ζητούσαν από τουρίστες να αγοράσουν τα παπούτσια ή την καπαρντίνα τους και δεν έκρυβαν την απογοήτευση τους αν τους το αρνούνταν.

Στα τεράστια ξενοδοχεία κάθε όροφος είχε και μια υποτυπώδη ρεσεψιόν. Στα υπόγειά τους(συνήθως) υπήρχε νάιτ κλαμπ. Εισιτήριο πέντε δολάρια, το μπουκάλι η βότκα είκοσι δολάρια. Το ρωσικό συγκρότημα έπαιζε ό,τι ήθελες, αρκεί κάθε φορά να άφηνες το κατιτίς σου: από τον «Ζορμπά» και τα «Παιδιά του Πειραιά» μέχρι τη «Διεθνή».

Η τελευταία εικόνα μας από τη Μόσχα του 1987 ήταν ένας μεσήλικας που έκανε τζόκινγκ στο δρόμο στις 5 το πρωί! Εμείς τον κοιτάζαμε νυσταγμένοι και κρυώναμε μέσα στο λεωφορείο που μας μετέφερε στο αεροδρόμιο για το ταξίδι της επιστροφής στην Αθήνα.

Ο δυτικός τουρίστας, που επισκεπτόταν την ΕΣΣΔ το 1987, πέρα από την ομορφιά του Λένινγκραντ και το πλήθος των μουσείων και μνημείων, σίγουρα θα κουβαλούσε μαζί του για πολύ καιρό δύο πράγματα. Πρώτον, τη λατρεία του δολαρίου και του δυτικού τρόπου ζωής. Και, δεύτερον, την έκφραση απογοήτευσης των νέων όταν τους ρωτούσες «μα γιατί δεν έρχεστε στην Ελλάδα;». Δεν μπορούσαν.

Αν ο Γκορμπατσόφ δεν κατάφερνε να λύσει(και) τέτοια προβλήματα, η «περεστρόικα» και η «γκλάσνοστ» του πολύ δύσκολα θα ενθουσίαζαν ειδικά τους νέους σοβιετικούς πολίτες…

O Γκορμπατσόφ σε επίσκεψη στη Λιθουανία. AP

Στο «Τας», το «Νοβόστι» και το «Αγκανιόκ»

Το πρόγραμμα της επίσκεψής μας στην ΕΣΣΔ του Γκορμπατσόφ περιελάμβανε και συναντήσεις με δημοσιογράφους βασικών μέσων ενημέρωσης. Εκ των υστέρων καταλάβαμε ότι η τότε σοβιετική ηγεσία ήθελε επαφές με δυτικούς δημοσιογράφους στην προσπάθειά της να δείξει ότι προχωρούν τα βήματα «φιλελευθερισμού» που ενέκρινε. Να μη μας διαφεύγει ότι μιλάμε για κομμουνιστικό καθεστώς, στο οποίο ο Τύπος ήταν κρατικός και ο όρος πολυφωνία άγνωστος, αν αυτή εκινείτο εκτός των «εγκεκριμένων» πεδίων. Πάντως, όπως θα φανεί παρακάτω, είχαν αρχίσει δειλά «ανοίγματα» στα πλαίσια της γκορμπατσοφικής «περεστρόικα» και της «γκλάσνοστ».

Στο πρακτορείο ΤΑΣΣ, που έστελνε τη φωνή της ΕΣΣΔ σε όλο τον κόσμο και μαζί με την «Πράβδα» η επίσημη φωνή του σοβιετικού κράτους, η συζήτηση ήταν περισσότερο για διεθνή θέματα. Οι συνομιλητές μα ς ήταν πολύ «κουμπωμένοι», σχεδόν απέφευγαν να απαντήσουν, όταν τους ρωτούσαμε για την «περεστρόικα» και την «γκλάσνοστ». Οι απαντήσεις ήταν ξερές και πολύ τυπικές.

Στο πρακτορείο «Νοβόστι» συναντήσαμε διαφορετική εικόνα. Οι δημοσιογράφοι ήταν πολύ ανοιχτοί και συχνά «επιθετικοί» στις απαντήσεις τους. Το πνεύμα τους φαίνεται από τις εξής δύο ερωταπαντήσεις:

ΕΡΩΤΗΣΗ: Εμείς στη Δύση γνωρίζουμε ότι ο Γκορμπατσοφ προσπαθεί να περάσει κάποιες αλλαγές, αλλά αντιδρούν οι παλιοί, το κατεστημένο του Κόμματος, για να μη χάσει τα προνόμια του. Είναι έτσι;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας! Η περεστρόικα έχει μόλις δυο χρόνια ζωής. Αν ξέρατε τι γινόταν πριν, θα καταλαβαίνατε πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα. Η περεστρόικα έχει αντιπάλους. Δεν αρνούμαστε την αντίδραση του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Το Κόμμα, όμως, λέει να ενεργοποιηθεί ο πληθυσμός. Το βασικό είναι να γίνει ανασυγκρότηση των απλών ανθρώπων στη δουλειά τους.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ο κόσμος εδώ έχει δει και πάθει πολλά. Από τον Στάλιν στην «ανοιξη» του Χρουστσόφ, που χάθηκε στη μπρεζνιεφική γραφειοκρατία. Τώρα λέει «ας περιμένουμε να δούμε πού θα το πάει ο Γκορμπατσόφ». Τι θα γίνει;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Προ πολλού δεν διώκεται κανείς για τις απόψεις του. Φυσικά στο υποσυνείδητο των ανθρώπων, ακόμα και στο δικό μας, υπάρχει η σκέψη «αξίζει να ριχτώ μέσα σε όλα;». Και από αυτό απορρέει η παθητικότητα σε σχέση με την περεστρόικα.

Στο «Αγκανιόκ»(Φλογίτσα) συζητούσαν ανοιχτά για όλα…

Το περιοδικό «Αγκανιόκ»(Φλογίτσα») ήταν το κατ’ εξοχήν γκορμπατσοφικό και θεωρείτο αιχμή της «περεστρόικα». Πουλούσε ενάμισι εκατομμύρια τεύχη και την επόμενη χρονιά σχεδίαζαν να πουλήσει δύο εκατομμύρια. Ήταν το μοναδικό έντυπο για το οποίο σχηματίζονταν ουρές στα κιόσκια.

Ενας από τους συνομιλητές μας δημοσιογράφους, 27 ετών, ήξερε πολλά για την Ελλάδα, ήθελε πολύ να την επισκεφθεί και, μεταξύ σοβαρού και αστείου, μας είπε να του βρούμε μια Ελληνίδα για να την παντρευτεί!

Με περηφάνια μάς λένε ότι καλούν συχνά Αμερικανούς δημοσιογράφους, τούς πάνε όπου τους ζητούν και αναδημοσιεύουν στο περιοδικό τους αυτά που γράφουν στον αμερικανικό Τύπο. Ένας ξένος δημοσιογράφος έγραψε για την πορνεία στην ΕΣΣΔ, αναδημοσίευσαν το άρθρο του στο «Αγκανιόκ» και είχαν διάφορες αντιδράσεις.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Οι συντάκτες του περιοδικού σας είναι μέλη του Κόμματος;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο διευθυντής είναι, άλλοι δεν είναι. Δημοσιεύουμε πολύ τολμηρά κείμενα. Φυσικά, είμαστε με τον Γκορμπατσόφ και δεν το κρύβουμε. Ο γενικός γραμματέας θέλει να τραβήξει τους ανθρώπους προς την αλήθεια. Η «περεστρόικα» έχει εχθρούς κι εμείς έχουμε. Όταν ο Γκορμπατσόφ συναντήθηκε με τους αρχισυντάκτες των μέσων ενημέρωσης τους προέτρεψε να ανοίξουν «κοπερατίβες»(συνεταιριστικά έντυπα), αλλά δεν ανταποκρίθηκαν πολλοί. Η δημοκρατία στη Ρωσία και στη Σοβιετική Ένωση δεν έχει ρίζες. Επί Τσάρου ο κόσμος δεν μιλούσε. Ο Λένιν έμεινε λίγα χρόνια, μετά είχαμε το σταλινισμό. Οι άνθρωποι ακόμα δεν έχουν συνηθίσει ότι γι ένα θέμα υπάρχουν πολλές απόψεις. Έχουν συνηθίσει να τους λένε τι πρέπει να κάνουν. Τώρα ο Γκορμπατσόφ τους λέει «κάντε το μόνοι σας, πάρτε πρωτοβουλίες». Τα περισσότερα γράμματα που παίρνουμε υποστηρίζουν τον Γκορμπατσόφ, αλλά υπάρχουν και αρκετοί που θαυμάζουν τον Στάλιν. Οι νέοι είναι περισσότερο με την περεστρόικα. Η νεολαία κουράστηκε στην εποχή του Μπρέζνιεφ, διότι στη ζωή έβλεπε άλλα και άλλα διάβαζε στον Τύπο.

Η συζήτηση μάς είχε εκπλήξει. Δεν περιμέναμε σε έναν ελεγχόμενο ακόμα από το καθεστώς Τύπο να ακούσουμε τόσο «ανοιχτές» απόψεις. Τελειώσαμε με συζήτηση για τα πολιτιστικά. Ήθελαν να δημοσιεύσουν έργα του Μπρότσκι, (νομπελίστας το 1987), που είχε φύγει από την ΕΣΣΔ το 1970. Θα δημοσίευαν και την «Μικρή Τυμπανίστρια» του Τζον Λε Καρέ. Στο τελευταίο τεύχος του «Αγκανιόκ» δημοσίευσαν επιστολή της χήρας του Νικολάι Μπουχάριν(εκτελέστηκε από τον Στάλιν), που ζητούσε από το Γκορμπατσόφ να αποκαταστήσει το σύζυγό της.

Φύγαμε από τη Μόσχα με αυτές τις εντυπώσεις, από ένα έντυπο εντελώς διαφορετικό από τα μονολιθικά που γνωρίζαμε. Και με το ερώτημα τι θα ακολουθήσει. Θα αντέξει ο Γκορμπατσόφ, η «περεστρόικα» και η «γκλασνόστ» του;

Σ’ αυτά έχει ήδη απαντήσει η ιστορία…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα