Νέες ταινίες: Ο Χάρι Στάιλς προσπαθεί να γίνει ηθοποιός στο “Μην Ανησυχείς Αγάπη Μου”

Νέες ταινίες: Ο Χάρι Στάιλς προσπαθεί να γίνει ηθοποιός στο “Μην Ανησυχείς Αγάπη Μου”

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Μην Ανησυχείς Αγάπη Μου

1.5 / 5

(“Don’t Worry Darling”, Ολίβια Γουάιλντ, 2ω3λ)

Σε ένα σκηνικό που παραπέμπει σε αμερικάνικα ‘50s της πατριαρχικής καταπίεσης και των προδιαγεγραμμένων ρόλων στην παστέλ πραγματικότητα των προαστίων, μια σύζυγος ζει την αναμενόμενη για εκείνη καθημερινότητα: Η Άλις είναι εκεί για να ετοιμάζει το πρωινό και το βραδινό του σκληρά εργαζόμενου άντρα της και, μελλοντικά, για να φέρει στον κόσμο τα παιδιά του. Χαμογελώντας, φυσικά.

Όμως μέσα σε αυτή την ουτοπική κοινότητα που κανείς δεν μοιάζει να ξέρει πότε και πώς δημιουργήθηκε –και την οποία διευθύνει κατά μία έννοια μια τύπου Τζόρνταν Πίτερσον φιγούρα–, τα προσωπεία αρχίζουν σταδιακά να σπάνε. Όταν μια γειτόνισσα φτάνει στα όρια της νοητικής κατάρρευσης, η Άλις αρχίζει να αναρωτιέται τι μυστικό κρύβει αυτό το μέρος, και ποια είναι αυτή η τοπ σίκρετ δουλειά που κάνουν κάθε μέρα όλοι οι άντρες της κοινότητας.

Το παραπάνω κόνσεπτ μοιάζει αρκετά ανοιχτό σε ερμηνείες και κατευθύνσεις οπότε με λύπη θα σας πληροφορήσουμε πως η ταινία φαινομενικά επιλέγει να μην κινηθεί προς τα πουθενά. Πάνω στην ιδέα σεναριογράφων κυρίως z-movie δημιουργιών, το σενάριο που τελικά παρέδωσε η Κέιτι Σίλμπερμαν (του “Booksmart”, της προηγούμενης δηλαδή ταινίας της σκηνοθέτη Ολίβια Γουάιλντ) σπαταλάει το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας απλώς κινούμενο στους ίδιους χώρους και επαναλαμβάνοντας τα ίδια επιφανειακά μοτίβα.

Χειρότερο από το ότι δεν έχει κάτι ιδιαίτερα μοντέρνο να πει, το μεγαλύτερο αμάρτημα του φιλμ είναι πως (δεν) το λέει με τον πιο πληκτικό τρόπο, σκάβοντας αφηγηματικούς κύκλους στο έδαφος και θυμίζοντας διαρκώς πως θα μπορούσες να παρακολουθείς κάτι άλλο, πιο έξυπνο αντ’αυτού. Οι δημιουργοί του φιλμ επηρεάζονται από το “Get Out” του Τζόρνταν Πιλ και το “Black Mirror” αντλώντας αισθητικά δάνεια από το “Stepford Wives”, μια ταινία που αν και σχεδόν 50 χρόνων πια, παραμένει πιο ευρηματική και παρατηρητική από το φιλμ της Γουάιλντ.

Είναι μια πολύ παράξενη περίπτωση δανειακού πισωγυρίσματος, μιας και το ίδιο το “Get Out” αποτελούσε εμφανέστατο (και καθομολογούμενο) απόγονο του ίδιου του “Stepford Wives”. Είναι κάπως απίθανο να θεωρήσουμε πως η Γουάιλντ δεν είχε υπόψην της το “Stepford Wives” οπότε είναι άξιο απορίας το γιατί επέλεξε να εμπνευστεί από μια ταινία (εκείνη του Πιλ) επιστρέφοντας πίσω στην απευθείας επιρροή εκείνης. Είναι σαν κάποιος να γύριζε φιλμικό απόγονο του “Grande Bellezza” αλλά επιλέγοντας να το κάνει ασπρόμαυρο κι επίσης να διαδραματίζεται στη Ρώμη.

Τελοσπάντων, το βασικότερο πρόβλημα του φιλμ είναι η θεματική αμηχανία σε όλα τα επίπεδα. Η Γουάιλντ προσπαθεί να εντοπίσει κάτι το αλλόκοτο σε κάθε γωνιά αυτού του πολύ μικρού τελικά σκηνικού δράσης, σα, εισηγητή σε συνέδριο που σκοτώνει χρόνο επειδή ο βασικός ομιλητής κλειδώθηκε στην τουαλέτα– ή, για την ακρίβεια, επειδή ο βασικός ομιλητής διαπίστωσε λίγο πριν ανέβει στη σκηνή πως δεν είχε απολύτως τίποτα να πει και αποχώρησε. Οι ιδέες περί παραδοσιακών καταπιεστικών δομών ούτε έρχονται με κάποια νέα ή έστω ενδιαφέρουσα οπτική, τα φυλετικά politics του φιλμ είναι βιαστικά και προβληματικά, και αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια νέα συζήτηση είναι αποκλειστικά πράγματα που εισάγονται βιαστικά στα τελευταία λεπτά του φιλμ. (Που καταφέρνουν να είναι εντελώς παλαβά αλλά, σε κάποιο επίπεδο, και περιέργως κάπως προβλέψιμα την ίδια στιγμή.)

Ο παραλληλισμός με το “Black Mirror” έχει γίνει, αλλά προς τιμήν εκείνου του σόου, στις καλές του στιγμές –ακόμα κι όταν μια σοκαριστική ανατροπή στο φινάλε αλλάζει τα δεδομένα– υπάρχει νωρίτερα έστω κάποιο κόνσεπτ που έχω σε κάποιο βαθμό εξερευνηθεί. Στην ταινία της Γουάιλντ (ένα τελικά ατυχές follow-up στο συμπαθές ντεμπούτο της “Booksmart”) τον χώρο καταλήγουν τελικά να πρέπει να γεμίσουν οι ηθοποιοί. Το κάστινγκ κυμαίνεται από το χαραμισμένο (η ΚίΚι Λέιν της “Οδού Μπιλ” σε έναν μονοδιάστατο ρόλο) στο ακατανόητο (δεν καταλαβαίνουμε τι ακριβώς κάνει ο Κρις Πάιν), αλλά η προσοχή πέφτει κατανοητά στο πρωταγωνιστικό δίδυμο.

Εκεί, ο ποπ σταρ Χάρι Στάιλς, ύστερα από ένα αξιοπρεπές αλλά κατά βάση μουντό, σύντομο και κοντρολαρισμένο πέρασμα από το “Dunkirk”, αποδεικνύει πως το πέρασμα στην ηθοποιία δεν είναι τόσο εύκολο όσο το κάνει να μοιάζει η Lady Gaga, σε μια αλλόκοτη ερμηνεία που θυμίζει τρακαρισμένο νέο μαθητή σε ωδείο: Προσπαθεί να πατήσει όλες τις σωστές νότες αλλά τις χάνει όλες για λίγο ή για πολύ, δημιουργώντας κάτι σαν ένα παράλληλο παραμορφωμένο ερμηνευτικό μοτίβο. Δε βοηθάει που απέναντί του έχει την Φλόρενς Πιου, μια από τις ευρηματικές και αφοσιωμένες ερμηνεύτριες της γενιάς της, κι η οποία παραδίδει ένα σασπένς κρεσέντο αντάξιο των ανώτερων ‘60s χολιγουντιανών θρίλερ. Είναι στα αλήθεια εκείνη μόνο που διασώζεται (και με το παραπάνω) από ένα φιλμ που, τελικά, μοιάζει να μην ξεκινά ποτέ.

Avatar

4 / 5

(Τζέιμς Κάμερον, 2ω41λ)

Στα πανέμορφα και ολοζώντανα δάση της Πανδώρας, ένας παραπληγικός πεζοναύτης καταφθάνει με ειδικές οδηγίες που σύντομα θα τον φέρουν σε εσωτερική σύγκρουση: Θα ακολουθήσει τις διαταγές ή θα σταθεί στο πλευρό ενός μέρους το οποίο νιώθει σαν νέα του πατρίδα; Ταινία που πίσω στα Χριστούγεννα του 2009 συντάραξε τα θεμέλια του εμπορικού σινεμά όπως μόνο ένα φιλμ του Τζέιμς Κάμερον ξέρει να το κάνει, το “Avatar” έχει μια παράξενα αμφισβητούμενη υστεροφημία να διαχειριστεί καθώς το πολυαναμενόμενο σίκουελ φτάνει επιτέλους φέτος τον χειμώνα ύστερα από αλλεπάλληλες καθυστερήσεις ετών.

Όμως υπήρχε πολύ καλός λόγος που η ταινία είχε σαρώσει στα ταμεία φέρνοντας τον CGI βάσεως κινηματογράφο σε μια νέα αισθητική περίοδο: Το πανέμορφο εξωγήινο δάσος της Πανδώρας κόβει την ανάσα, με μια πανδαισία χρωμάτων, πλασμάτων και ανεπαίσθητων αρμονικών κινήσεων να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου ως κάτι το απόλυτα αληθινό και απαραίτητο, με τον Κάμερον να χρησιμοποιεί το (φτηνιάρικα πολυφορεμένο σε εκείνο το διάστημα, να θυμίσουμε) 3D όχι σαν εφέ, αλλά σαν φόρμα, ανοίγοντας ορίζοντες μέχρι χθες αδιανόητους.

Η αρμονία στα ζωγραφισμένα τοπία της ταινίας άλλαξε τα δεδομένα αλλά ακόμα και 13 χρόνια μετά είναι λιγοστοί οι δημιουργοί που έχουν καταφέρει στα αλήθεια να δουν το CGI ως παλέτα κι όχι ως αισθητική εισβολή– απλά συγκρίνετε μια ταινία της Marvel με τον κόσμο του “Avatar”. Κι ο Κάμερον εξερευνά αυτό τον κατασκευασμένο-αλλά-ζωντανό κόσμο πάνω στα φτερά μιας ιστορίας απλοϊκής (ή ίσως αρχετυπικής) αρκετά ώστε να μην αποτελεί τίποτα παρά όχημα για να εμβυθιστούμε σε αυτό το περιβάλλον. Ένας συνδυασμός “Ποκαχόντας” και “Χορεύοντας με τους Λύκους” με παθιασμένο οικολογικό μήνυμα αγωνίας (και ελπίδας) που πηγαίνει την ένωση ανθρώπου και μηχανής στο άκρο αλλά περνώντας την μέσα από τις διαδρομές της μητέρας φύσης και από δασικά ρέιβ πάρτυ κάποιας αγνής οικολογικής παράκρουσης ή ίσως αφύπνισης.

Υπάρχει πολύς κυνισμός στον απόηχο του φιλμ που –παρατηρεί κανείς– δεν συνοδεύει απείρως κυνικότερες παραγωγές, τόσο σε επίπεδο θεάματος (στουντιακά μπλοκμπάστερ) όσο και μοτίβου (διαλέχτε μια τυχαία φεστιβαλική παραγωγή που «αφήνει στον θεατή τα συμπεράσματα»). Ελάχιστοι όμως δημιουργούν στο επίπεδο ειλικρίνειας και πάθους που το κάνει ο Κάμερον– και, να υπογραμμίσουμε, με μια ιστορία που όχι μόνο έχει το θάρρος της πεποίθησής της αλλά και ανατρέπει σε κάποιο βαθμό αυτού του τύπου τις κατεξοχήν παρεμβατικά αποικιοκρατικές αφηγήσεις, έχοντας για κεντρικό ήρωα έναν στρατιώτη που κυριολεκτικά αφαιρεί από τον εαυτό του τον λευκό εισβολέα.

Η ταινία κέρδισε 3 βραβεία Όσκαρ και έγινε η πρώτη που ξεπέρασε τα 2 δις. εισπράξεων παγκοσμίως και παραμένει μέχρι και σήμερα η εμπορικότερη ταινία στην ιστορία του σινεμά.

Broadway

3 / 5

(Χρήστος Μασσαλάς, 1ω37λ)

Μια παρέα πορτοφολάδων στο κέντρο της Αθήνας ζουν κάθε μέρα τους στο περιθώριο της κοινωνίας χτίζοντας δικές τους μικρές πραγματικότητες και δικά τους απαστράπτοντα οράματα, κάτω, στο θέατρο Broadway. Όταν το αδιέξοδο γίνει αληθινά ασφυκτικό, καταστρώνουν το δικό τους σχέδιο «απόδρασης». Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Χρήστος Μασσαλάς επιδεικνύει εντυπωσιακό αισθητικό έλεγχο πάνω στο υλικό του, με τη συνεισφορά ενός αψεγάδιαστου τεχνικού τιμ– σε επίπεδο κουστουμιών, μουσικής, ακόμα και μοντάζ (από τον υποψήφιο για Όσκαρ Γιώργο Λαμπρινό του “Πατέρα”) η ταινία είναι εντυπωσιακή, με την ιστορία να κυλάει αβίαστα, γλυκόπικρα και αρκούντως αλμοφοβαρικά, και την ώρα να περνά χωρίς καν να το καταλαβαίνεις.

Η ηρωίδα της (πολύ καλής πάντως) Έλσας Λεκάκη θα μπορούσε να έχει σκιαγραφηθεί κάπως πιο μεστά, και κάποια σεναριακά τραβήγματα δεν πείθουν ακόμα και μες στην ευρύτερα χαλαρή σχέση του φιλμ με τον όποιο πολύ αυσηρό ρεαλισμό. Όμως η ιστορία κυλάει νεράκι, το φιλμ είναι πανέμορφο, το φινάλε δυνατό, και η δομή απρόβλεπτη με τη δράση ουσιαστικά να εκκινείται μετά τα μισά του φιλμ. Με τον Μασσαλά να προτιμά, με δημιουργική αυτοπεποίθηση, να αφιερώσει εκείνο τον αρχικό χρόνο στη ροή της καθημερινότητας των ηρώων του και –το κυριότερο– στα vibes. Και πολύ καλά κάνει, φυσικά.

Κυκλοφορούν επίσης

Φτερά και Πούπουλα: Στη διάρκεια ενός πάρτι, ο καταπιεστικός πατέρας μιας οικογένειας στην Αίγυπτο μεταμορφώνεται σε κοτόπουλο αφήνοντας τα υπόλοιπα μέλη να τα βγάλουν πέρα με τα χρέη και με την κοινωνία. Βραβευμένο φιλμ στο φεστιβαλικό σιρκουί με μια αρκετά παλαβή αρχική ιδέα που όμως δεν αποτελεί ποτέ τίποτα παρά πάνω από μια συμβολική τοποθέτηση που ρίχνει τη σκιά της σε όλο το υπόλοιπο (κατά βάση ακίνητο, ασυγκίνητο) φιλμ. Το στοιχείο του φανταστικού μένει σχετικά ανεκμετάλλευτο καθώς και οι κωμικές πάσες, σε ένα φιλμ του οποίου οι τονικές μεταπτώσεις θα πετάξουν σίγουρα αρκετούς θεατές έξω. Θα βρει πάντως τους θαυμαστές του. (2*)

Η Συγκάλυψη: Νεαρό αγόρι συλλαμβάνεται κουβαλώντας το διαβατήριο ενός αγνοούμενου άντρα που πολλά χρόνια πριν είχε κατηγορηθεί για παιδοφιλία. Ανοίγει έτσι ξανά ένας κύκλος ερευνών που θα φέρει τους ντετέκτιβ αντιμέτωπους με σοκαριστικές αποκαλύψεις και κέντρα ελέγχου. Νέο σίκουελ για το δημοφιλές δανέζικο αστυνομικό franchise, με τον κεντρικό ρόλο να πηγαίνει τώρα στον (καλό) Ούλριχ Τόμσεν του “Banshee” και της “Οικογενειακής Γιορτής”. Η πλοκή όμως είναι γεμάτη κλισέ , ειδικά καθώς φτάνουμε προς το φινάλε, σε ένα φιλμ για το οποίο η νηφαλιότητα ισοδυναμεί τελικά με έλλειψη χαρακτήρα. (1.5*)

Ο Ντογκτανιάν και οι Τρεις Σωματοφύλακες: Παιδική animation διασκευή του γνωστού λογοτεχνικού έργου, με σκύλους για πρωταγωνιστές (φυτσικά).

Αδελαϊδα: Δύο άνθρωποι σημαδεμένοι από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας Τσέχος και μια Γερμανίδα από οικογένεια Ναζί, ζουν μια ιστορία αγάπης καταδικασμένη να αποτύχει. Από τα κλασικά φιλμ του τσέχικου νέου κύματος.
 

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα