Manu Tilinski /Broken Sound

Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΟΥ ΣΕ ΕΝΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ

Μιλάνε στο Magazine οι δημιουργοί της ταινίας “Σπασμένος Ήχος” που χαρτογραφεί την πορεία του πιο εμβληματικού ελληνικού οργάνου από τα καταγώγια μέχρι τα σαλόνια, από τους τεκέδες μέχρι τις μεγάλες πίστες, από την κακοφημία μέχρι τα πανεπιστήμια, από το περιθώριο μέχρι την UNESCO.

Στις αρχές του 2016 ο Ανέστης Μπαρμπάτσης, με σπουδές στη λαϊκή και παραδοσιακή μουσική, συγγραφέας («Το πρώιμο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη», εκδ. Fagotto) και καθηγητής μπουζουκιού σε ωδεία και μουσικά σχολεία, συνέλαβε την ιδέα ενός ντοκιμαντέρ στο οποίο θα δίνεται ο λόγος σε σπουδαίους σολίστες του πιο εμβληματικού ελληνικού οργάνου. Έχοντας ο ίδιος μία πολυετή βιωματική σχέση με τη λαϊκή μουσική ως εκπαιδευτικός και κυρίως, όπως τονίζει, ως «μπουζουξής», παίζοντας επί πολλά χρόνια επαγγελματικά σε κομπανίες («Ασχολούμαι πολύ με το ρεμπέτικο ακαδημαϊκά αλλά πρωτίστως είμαι μουσικός») άρχισε αμέσως την έρευνα, ώστε να εντοπίσει και να πείσει να του μιλήσουν οι καταξιωμένοι, δημοφιλείς παίκτες που είχε κατά νου, στους οποίους θα απηύθυνε τις κατάλληλες ερωτήσεις ώστε να καταφέρει να αποτυπώσει την πολυκύμαντη σχέση ζωής που εξακολουθούν να έχουν με το μπουζούκι.

Ο Φοίβος Κοντογιάννης.

Θα περνούσαν τρία χρόνια μέχρι να βρει στο πρόσωπο του Φοίβου Κοντογιάννη τον κατάλληλο σκηνοθέτη για να υλοποιήσει το ντοκιμαντέρ. «Ο πατέρας και ο θείος μου είναι ιδρυτικά μέλη της Ρεμπέτικης Κομπανίας, η μάνα μου ήταν πρωτοχορεύτρια στο θέατρο Δώρα Στρατού, ο πατριός μου έπαιζε τσαμπούνα και κλαρίνο, δηλαδή έχω μεγαλώσει σε τέτοιο περιβάλλον» λέει ο ίδιος. «Απλά στην εφηβεία μου ήμουν ροκαμπιλάς, αλλά άκουγα και ρεμπέτικο. Έχω μεγάλη οικειότητα με όλο αυτό τον κόσμο, γι’ αυτό και αμέσως μου άρεσε η ιδέα του Ανέστη, που έκανε την έρευνα για το ποιοι θα έπρεπε να εμφανιστούν στο ντοκιμαντέρ. Μόλις το έριξε στο τραπέζι, αμέσως δέχτηκα. Όσο περνάει ο καιρός συνειδητοποιώ ότι οι ταινίες μου έχουν ένα κοινό στοιχείο, τα λαϊκά θέματα. Για παράδειγμα η προηγούμενή μου, μία μικρού μήκους στην οποία έπαιζε ο Βαγγέλης Μουρίκης, λεγόταν “Ανεπιθύμητος”, από το τραγούδι του Καζαντζίδη. Το προηγούμενο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ μου, “Αθηνά εκ του Μηδενός”, είχε να κάνει με το σπάσιμο των παραδοσιακών καϊκιών. Πιο πριν η μικρού μήκους “Βασίλης Καραγιώργος” με τον Γιάννη Στάνκογλου ήταν γυρισμένη σε ένα χωριό έξω από τη Λειβαδιά και είχε να κάνει με την καφρίλα της ελληνικής επαρχίας.

Manu Tilinski/ BROKEN SOUND


Η έναρξη των γυρισμάτων συνέπεσε με το ξέσπασμα της πανδημίας (και) στην Ελλάδα. Δύο χρόνια μετά το ντοκιμαντέρ «Σπασμένος ήχος» κάνει την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, επιχειρώντας μια ιστορική, μουσική επισκόπηση, καθώς και μια πολιτισμική και κοινωνική αποτύπωση της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας μέσα από συνεντεύξεις μεγάλων προσωπικοτήτων της σύγχρονης ιστορίας του μπουζουκιού, που μίλησαν on camera για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του τρίχορδου ή τετράχορδου μεγάλου τους έρωτα, ανασύροντας μνήμες, ομολογώντας προσδοκίες, απαντώντας με ειλικρίνεια, ο καθένας με το στιλ του και όλοι με το πάσο τους (το ντοκιμαντέρ διαρκεί 90’ αλλά «συνολικά γυρίσαμε 30 ώρες συνεντεύξεων» επισημαίνει ο Ανέστης Μπαρμπάτσης) στα ερωτήματα που τους τέθηκαν ώστε, μεταξύ άλλων, να χαρτογραφηθεί η πορεία του μπουζουκιού από τα καταγώγια μέχρι τα σαλόνια, από τους τεκέδες μέχρι τις μεγάλες πίστες, από την κακοφημία μέχρι τα ωδεία και τα πανεπιστήμια, από το περιθώριο μέχρι την Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ανθρωπότητας όπου εντάχθηκε το ρεμπέτικο από την UNESCO το 2017 γιατί, όπως αναφέρεται στην επίσημη ανακοίνωση, «αποτελεί μία μορφή μουσικής και πολιτιστικής έκφρασης, η οποία συνδέεται με το τραγούδι και τον χορό. Διαδόθηκε αρχικά στις λαϊκές και εργατικές τάξεις, στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα ρεμπέτικα τραγούδια αποτελούσαν μέρος του κλασικού ρεπερτορίου σχεδόν όλων των κοινωνικών εκδηλώσεων, όπου υπήρχε χώρος για χορό και τραγούδι, ενώ λάμβανε χώρα δημόσια, με τους ερμηνευτές να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του κοινού. Όλοι οι Έλληνες, και όσοι μιλούν Ελληνικά, και αγαπούν αυτό το είδος μουσικής και χορού μπορούν να συμμετάσχουν. Τα ρεμπέτικα βρίθουν ανεκτίμητων αναφορών σε έθιμα, πρακτικές και παραδόσεις που συνδέονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής».

«Όλοι όσοι μιλάνε στο ντοκιμαντέρ είναι διαφορετικοί και ως προς τον ήχο παιξίματος αλλά και ως άνθρωποι» λέει ο Φοίβος Κοντογιάννης. «Με άλλους ήταν πιο εύκολο, με άλλους πιο δύσκολο. Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι από τη στιγμή που δέχτηκαν και μετά, κατά τη διάρκεια δηλαδή των γυρισμάτων, όχι μόνο δεν δημιούργησε κανείς προβλήματα, αλλά άνοιγαν από μόνοι τους μια πολύ ουσιαστική κουβέντα».

Ο Ανέστης Μπαρμπάτση αριστερά σε μια συνέντευξη στο ντοκιμαντέρ. BROKEN SOUND


«Οι συνεντεύξεις περιελάμβαναν ερωτήσεις για τα ακούσματα και τα βιώματά τους, τα μουσικά τους πρότυπα, το πάντρεμα με διάφορα μουσικά είδη, αλλά και τα κοινωνικά συμφραζόμενα, όπως για παράδειγμα την κακοφημία του οργάνου» λέει ο Ανέστης Μπαρμπάτσης. «Αλλά και ερωτήσεις για το πώς έμαθαν να παίζουν, την έννοια του προσωπικού ήχου, τις τεχνικές παιξίματος, την προφορική διδασκαλία του οργάνου. Μεγάλη έμφαση δόθηκε και στο αν υπάρχουν σήμερα καινοτόμες προσεγγίσεις ή αν επικρατεί μια αναπαραγωγή του παρελθόντος. Και φυσικά ερωτήθηκαν για τον αυτοσχεδιασμό, δηλαδή το ταξίμι». Οι σολίστες δέχθηκαν με προθυμία να απαντήσουν, κάποιοι, μάλιστα, κρατώντας ή παίζοντας το μπουζούκι τους, με το τσιγάρο, ως είθισται, στερεωμένο ανάμεσα στον μέσο και τον παράμεσο του δεξιού χεριού. Οι απολαυστικές αφηγήσεις τους διανθίζονται με σπάνιο αρχειακό υλικό από παραγνωρισμένες συνεντεύξεις των εκλιπόντων μετρ του οργάνου, αποσπάσματα που «επιλέχθηκαν με βάση το ότι δεν γινόταν να κάνουμε μία ταινία για το μπουζούκι και να μην έχουμε μέσα τους πέντε κορυφαίους παίκτες του προηγούμενου αιώνα, δηλαδή Ζαμπέτα, Χιώτη, Μάρκο (σ.σ. Βαμβακάρη), Τσιτσάνη και Μπαγιαντέρα», λέει ο σκηνοθέτης. «Προσωπικά έχω την αίσθηση πως ό,τι ήξερα για αυτούς τους ανθρώπους είχε να κάνει καθαρά με τη μουσική, δηλαδή δεν τους είχα ακούσει ποτέ να λένε μια γενικότερη γνώμη. Ετοιμάζοντας το ντοκιμαντέρ διαπιστώσαμε τα κοινά τους σημεία με τους σημερινούς παίκτες. Δηλαδή αυτό που απασχολεί τον μπουζουξή παρατήρησα ότι είναι ίδιο, είτε μιλάει ο Ζαμπέτας το ’60 είτε ο Μανώλης Καραντίνης το 2020. Τους καίνε τα ίδια πράγματα, τα θετικά και τα αρνητικά του οργάνου μέσα στην κοινωνία. Δηλαδή τα θέματα δεν έχουν αλλάξει και στο ντοκιμαντέρ ενώνεται το παρελθόν με το παρόν».

Φοίβος Κοντογιάννης/ BROKEN SOUND


«Αν έπρεπε να κάνω μια σύνοψη λίγο πιο κινηματογραφική και όχι ντοκιμαντερίστικη για τον “Σπασμένο ήχο”» συνεχίζει ο σκηνοθέτης, «θα έλεγα ότι κατά τη διάρκεια της ταινίας βλέπουμε έναν ασθενή, το μπουζούκι, και κάποιους γιατρούς, τους σολίστες, που κάθονται γύρω του και το εξετάζουν, το περνάνε μέσα από έναν αξονικό τομογράφο (σ.σ. κάτι που δεν συμβαίνει μόνο μεταφορικά), προσπαθούν να κάνουν μία διάγνωση, βρίσκουν όλες του τις ασθένειες και εντοπίζουν γιατί κοντεύει να φτάσει μέχρι και το θάνατο του».

Από τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ Αθηνά Λαμπίρη/ BROKEN SOUND


Ακούγονται, δηλαδή, από ορισμένες ομιλούσες κεφαλές ατάκες όπως: «Το μπουζούκι είναι ένα όργανο που τον κύκλο του μάλλον τον έκανε» ή απλά «τελειώσαμε», και μάλιστα από τα πρώτα κιόλας λεπτά, προμηνύοντας μια κάθε άλλο παρά ευοίωνη κατάληξη για ένα ντοκιμαντέρ που συγκινεί χωρίς όμως να καταφεύγει σε εύκολες μελό λύσεις. «Για μένα και μόνο που συνάντησα όλους αυτούς τους κορυφαίους σολίστες που καταθέτουν γνώσεις, αγάπη και συναισθήματα για το μπουζούκι, ήταν πάρα πολύ συγκινητικό» λέει ο Ανέστης Μπαρμπάτσης. «Δεν θα ξεχάσω την ιστορία του Κώστα Παπαδόπουλου» συμπληρώνει ο Φοίβος Κοντογιάννης. «Μιλώντας για το πώς παίζεται το μπουζούκι, με τεχνική ή ψυχή, περιέγραψε πώς σκότωσαν μπροστά στα μάτια του, όταν ήταν 7 χρόνων, τη μητέρα του. Και το είπε για να εξηγήσει ότι όλη η πενιά του έρχεται από εκείνο το βίωμα. Ή εκείνη η σκηνή με τον Batman. Κάθε φορά που τη βλέπω, ανατριχιάζω». Εννοεί τον Γιώργο Νάσιο, ιδιοκτήτη του θρυλικού μπαρ στο Νέο Κόσμο, μύστη του λαϊκού τραγουδιού -ένας από τους λίγους μη παίκτες που εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ- ο οποίος μεταξύ άλλων περιγράφει πώς ζούσε σε ένα υπόγειο στα Πετράλωνα με τη μοδίστρα μητέρα του και τον φούρναρη πατέρα του και «μετά από κόπους στη βελόνα η μαμά είχε αγοράσει το πρώτο της σερβίτσιο. Ο μπαμπάς για να το δείξει στη γειτονιά, έχει καλέσει πέντε-έξι φίλους με κιθαρούλες και μπουζουκάκι. Ο πατέρας δεν χόρευε ποτέ. Αλλά κάποια στιγμή σηκώνεται να χορέψει. Ένας φίλος του πιάνει ένα πιάτο από το καινούργιο σερβίτσιο και το σπάει στο πάτωμα. Λαϊκό τραγούδι λοιπόν για μένα είναι η ερωτική ματιά που έριξε η μάνα μου, δεν την ένοιαξε καθόλου ο κόπος της, αρκεί που είδε τον άντρα της να χορεύει ζεϊμπέκικο, με ένα πιάτο να σπάει στα πόδια του. Το λέω και τρέμει η φωνή μου, αλλά αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι: η ψυχή».

«Παλιότερα σε έβλεπαν με μπουζούκι στο δρόμο κι έλεγαν ότι είσαι αλήτης. Σήμερα δεν υπάρχει αυτή η συνθήκη»

Είναι μια σκηνή λίγο πριν το τέλος και εκτός της πηγαίας συγκινησιακής δυναμικής της, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αισιόδοξης τροπής που παίρνει το ντοκιμαντέρ από τη μέση του και μετά, μιας και οι «γιατροί» δεν το βάζουν κάτω «και καταφέρνουν να βγάλουν υγιές το μπουζούκι από την εξέταση», λέει ο Φοίβος Κοντογιάννης. «Σεναριακά μιλώντας όλο αυτό με βοήθησε να δώσω μια ανατροπή στην ταινία και να δημιουργήσω σασπένς, με τους χαρακτήρες να δίνουν τελευταία στιγμή τη λύση, ανατρέποντας το αρχικό τους αφήγημα, ανατρέποντας και τον ίδιο τους τον εαυτό. Είναι ένα παράδοξο της κουβέντας που είχαμε μαζί τους και δεν θέλαμε να κρύψουμε ούτε τη γκρίνια και την απαισιοδοξία, ούτε από την άλλη την αισιοδοξία».

Παναγιώτα Καραστεργίου/ BROKEN SOUND


«Παλιότερα σε έβλεπαν με μπουζούκι στο δρόμο κι έλεγαν ότι είσαι αλήτης. Σήμερα δεν υπάρχει αυτή η συνθήκη» λέει ο Ανέστης Μπαρμπάτσης. Εκτός από τους σολίστες δηλαδή, είναι και οι συνδημιουργοί του ντοκιμαντέρ «Σπασμένος ήχος» που δηλώνουν αισιόδοξοι για το μέλλον. «Τόσο εγώ όσο και ο Ανέστης το ξέραμε, αλλά γυρίζοντας το ντοκιμαντέρ είδαμε ότι πράγματι υπάρχει πολύς νέος κόσμος που παίζει και αγαπάει το μπουζούκι. Η ίδια η πραγματικότητα μας έδωσε το αισιόδοξο τέλος της ταινίας», λέει ο Φοίβος Κοντογιάννης. «Για μένα η μεγάλη σεκάνς στη Βαρβάκειο με 50 νέους ανθρώπους να παίζουν και να γλεντάνε και η τελευταία με τη συμφωνική ορχήστρα της Πάτρας, θεωρώ ότι ανεβάζουν πολύ την ταινία».

Ο Μανώλης Καραντίνης BROKEN SOUND


Επισημαίνει όμως ότι «το μπουζούκι, κοινωνιολογικά μιλώντας, πρέπει να βρίσκει σε κάθε εποχή το δικό του ρόλο. Δεν έχει κανένα νόημα να μιλάμε ούτε για την κακοφημία μιας άλλης εποχής ούτε για το αν είναι αρχαίο όργανο κλπ. Νόημα έχει αυτό που αντιπροσωπεύει σε κάθε στιγμή. Το πιο σημαντικό, τουλάχιστον εγώ αυτό καταλαβαίνω από την ταινία, είναι οι άνθρωποι του μπουζουκιού να δημιουργήσουν νέες συνθέσεις για να μην μένουμε σε μια αναβίωση παλιών, καταπληκτικών κομματιών». Και ο συνοδοιπόρος του επαυξάνει: «Το μπουζούκι άλλωστε διδάσκεται πια σε δύο πανεπιστήμια. Όπως λένε και οι σολίστες στο ντοκιμαντέρ, σήμερα υπάρχουν παρά πολλοί και πάρα πολύ καλοί νέοι παίκτες. Κάτι καινούργιο θα βγει. Έτσι δεν γίνεται πάντα στην τέχνη;»

Το ντοκιμαντέρ «Σπασμένος ήχος» κάνει την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Πέμπτη 17 Μαρτίου, ενώ θα προβληθεί και online στις 18-19-20 Μαρτίου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα