Τη μέρα που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά της για την προεδρεία (AP Photos/Jim Wells)

Η ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΠΟΥ ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΩΝ ΗΠΑ

Η Σίρλεϊ Τσίσολμ ήταν ήδη η πρώτη Αφροαμερικανή μέλος του Κογκρέσου και το 1972 θα περνούσε στην ιστορία για έναν ακόμη ριζοσπαστικό λόγο.

Θα αρκούσε και μόνο το γεγονός ότι υπήρξε η πρώτη μαύρη γυναίκα μέλος του Κογκρέσου να για να περάσει στην ιστορία, αλλά για την Σίρλεϊ Τσίσολμ δεν ήταν αρκετό. Τρία χρόνια μετά την εκλογή της, θα γινόταν και η πρώτη γυναίκα που έθεσε ποτέ υποψηφιότητα για την προεδρία του Δημοκρατικού κόμματος.

Όταν ανακοίνωσε την πρόθεσή της, πριν από 50 χρόνια, στις 25 Ιανουαρίου 1972, η Τσίσολμ δήλωσε: “Είμαι επαναστάτρια στην καρδιά και τώρα πρέπει να υποβάλλω υποψηφιότητα, παρόλο που μπορεί να είναι η πτώση της καριέρας μου”.

Μπορεί να μην κατάφερε να εκλεγεί, αλλά σίγουρα η καριέρα της δεν σταμάτησε εκεί.

Ποια ήταν

Γεννημένη ως Σίρλεϊ Στ. Χιλ στις 30 Νοεμβρίου 1924 στη Νέα Υόρκη, η Τσίσολμ πέρασε ένα μέρος της παιδικής της ηλικίας στα νησιά Μπαρμπάντος με τη γιαγιά της, από όπου και καταγόταν. Το 1946 αποφοίτησε από το Κολλέγιο του Μπρούκλιν, όπου κέρδισε μια σειρά από βραβεία με την “ομάδα debate” στην οποία συμμετείχε. Παρότι οι καθηγητές την ενθάρρυναν να ακολουθήσει μια πολιτική καριέρα, εκείνη απαντούσε σκωπτικά ότι αντιμετώπιζε ένα “διπλό μειονέκτημα” τόσο ως μαύρη όσο και ως γυναίκα.

Άρχισε να δουλεύει ως δασκάλα και σύντομα απέκτησε μεταπτυχιακό στη στοιχειώδη εκπαίδευση από το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Υπηρέτησε ως διευθύντρια του Κέντρου Παιδικής Φροντίδας Hamilton-Madison από το 1953 έως το 1959 και αργότερα ως εκπαιδευτική σύμβουλος στο Γραφείο Παιδικής Πρόνοιας της Νέας Υόρκης μέχρι το 1964.

Αυτή η χρονιά θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την ταλαντούχα δασκάλα. Ήταν η χρονιά που έθεσε υποψηφιότητα και έγινε μόλις η δεύτερη Αφροαμερικανή που έμπαινε στο Νομοθετικό Σώμα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης.

Η στιγμή της ορκωμοσίας της (AP Photo/File)

Μετά την απόφαση του δικαστηρίου για αναδιάρθρωση που δημιούργησε μια νέα, σε μεγάλο βαθμό Δημοκρατική, περιφέρεια στη γειτονιά της, το 1968 η Chisholm αναζήτησε -και κέρδισε- μια έδρα στο Κογκρέσο.

Εκεί, η “Μαχόμενη Σιρλεϊ” εισήγαγε περισσότερα από 50 νομοθετήματα και υποστήριξε δυναμικά τη φυλετική ισότητα, την ισότητα μεταξύ των φύλων, αλλά και τον τερματισμό του πολέμου του Βιετνάμ.

Πιστή στα ιδανικά της, η Τσίσολμ προσέλαβε μόνο γυναίκες για το γραφείο της, οι μισές από τις οποίες ήταν Αφροαμερικανές.

Η υποψηφιότητα

Τον Ιανουάριο του 1972 ανακοίνωσε επίσημα την πρόθεσή της να διεκδικήσει την προεδρία των Δημοκρατικών, γεγονός που την καθιστούσε την πρώτη μαύρη Αμερικανίδα που έθεσε υποψηφιότητα για ένα μεγάλο κόμμα και την πρώτη γυναίκα που διεκδίκησε το χρίσμα των Δημοκρατικών. Αυτή η προσδοκία την καθιστά αυτόματα και την πρώτη γυναίκα Αφροαμερικανή που μπήκε στην κούρσα για τη διεκδίκηση της προεδρίας των ΗΠΑ.

Κατά τη διάρκεια της ιστορικής προεκλογικής ομιλίας της, την οποία εκφώνησε στη γενέτειρά της, το Μπρούκλιν, η Τσίσολμ δήλωσε μεταξύ άλλων:

“Δεν είμαι η υποψήφια της Μαύρης Αμερικής, αν και είμαι μαύρη και περήφανη. Δεν είμαι η υποψήφια του γυναικείου κινήματος αυτής της χώρας, αν και είμαι γυναίκα και είμαι εξίσου περήφανη για αυτό. Είμαι η υποψήφια του λαού της Αμερικής και η παρουσία μου ενώπιον σας συμβολίζει μια νέα εποχή στην αμερικανική πολιτική ιστορία”.

Στιγμιότυπο από την προεκλογική της ομιλία στη Φλόριντα (AP Photo/Bill Hudson, File)

Ρατσισμός και απειλές

Φυσικά, οι λευκοί ρατσιστές δεν μπορούσαν να χωνέψουν εύκολα την υποψηφιότητά της και από την πρώτη στιγμή, τα εμπόδια που της έβαζαν ήταν μεγάλα. Δεν κατάφεραν να την αποθαρρύνουν όμως.

Οι απειλές κατά της ζωής της ήταν πολλές, και όταν από τα λόγια πέρασαν στην πράξη, και επιχείρησαν όντως να τη δολοφονήσουν, τότε αναγκάστηκε να δεχθεί την προστασία των Μυστικών Υπηρεσιών.

Παράλληλα, θα έπρεπε να προχωρήσει σε μηνύσεις για να μπορέσει να πάρει μέρος στα τηλεοπτικά debate, απ’ όπου είχε αποκλειστεί για προφανείς λόγους. Το μόνο που κατάφερε τελικά ήταν να εμφανιστεί μόλις μία φορά στην τηλεόραση.

Και οι “δικοί της” όμως δεν της συμπαραστάθηκαν όσο θα έπρεπε. Η απόφασή της να θέσει υποψηφιότητα για το χρίσμα των Δημοκρατικών έπιασε απροετοίμαστα πολλά μέλη των “Μαύρων Κοινοβουλευτών”, πράγμα που τα δυσαρέστησε αρκετά. Δεν ενέκριναν ποτέ το ότι ενήργησε πριν ληφθεί μια επίσημη και ενιαία απόφαση. Μη ξεχνάμε κι ότι όλοι ήταν άντρες.

“Όταν έθεσα υποψηφιότητα για το Κογκρέσο και όταν έθεσα υποψηφιότητα για πρόεδρος, συνάντησα περισσότερες διακρίσεις ως γυναίκα παρά για το ότι είμαι μαύρη”, θα πει πολλά χρόνια αργότερα. Οι άντρες είναι άντρες”.

Αλλά η Τσίσολμ δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Το βράδυ που ανακοίνωσε την εκστρατεία της, όταν κάποιος της ανέφερε τις διαφωνίες των “Μαύρων Κοινοβουλευτών”, εκείνη είπε στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί:

“Όσο εκείνοι χτυπούν με τα λόγια, εγώ ανοίγω δρόμους”.

Στιγμιότυπο από την προεκλογική της ομιλία στο Σαν Φρανσίσκο (AP Photo/ Richard Drew, File)

Παρότι η εκστρατεία της δεν χρηματοδοτήθηκε τόσο καλά όσο των ανταγωνιστών της, η Τσίσολμ με τη συμπαράσταση των γυναικών, των φτωχών και των μειονοτήτων, κατάφερε να περάσει από τις προκριματικές εκλογές, να κερδίσει 28 αντιπροσώπους και τελικά στο Δημοκρατικό Εθνικό Συνέδριο που ακολούθησε, να βγει τέταρτη στη σειρά. Ήταν αδιαμφισβήτητα μία μεγάλη επιτυχία.

Μετά το Κογκρέσο

Η Τσίσολμ αποσύρθηκε από το Κογκρέσο το 1982, αλλά όχι κι απ’ τα κοινά. Αν και σχεδίαζε να περάσει περισσότερο χρόνο με τον δεύτερο σύζυγό της, Άρθουρ Χάρντγουικ Τζούνιορ, επέστρεψε στη διδασκαλία, αυτήν τη φορά στο Κολλέγιο Mount Holyoke της Μασαχουσέτης. Παράλληλα, συνέχισε να γυρνάει τα κολλέγια όλης της χώρας και να δίνει ομιλίες.

“Θέλω η Ιστορία να με θυμάται όχι ως την πρώτη μαύρη γυναίκα που έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ως μια μαύρη γυναίκα που έζησε στον 20ο αιώνα και που τόλμησε να είναι ο εαυτός της”, δήλωσε κάποια στιγμή. “Θέλω να με θυμούνται ως καταλύτη για την αλλαγή στην Αμερική”.

Πέθανε την Πρωτοχρονιά του 2005, σε ηλικία 80 ετών στο Όρμοντ Μπιτς της Φλόριντα. Ο τάφος της βρίσκεται στο Μπάφαλο, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην πολιτεία της Νέας Υόρκης και η επιγραφή στο μαυσωλείο της γράφει “Unbought and Unbossed”, δηλαδή σε ελεύθερη μετάφραση “Δεν εξαγοράστηκε ποτέ και δεν είχε ποτέ αφεντικό”. Αυτό ήταν και το μότο της σε ολόκληρη τη ζωή της.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα