Αλέξανδρος Κατσής

“ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ”- ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΖΟΥΝ

Τι βάζεις σε μια τσάντα όταν συνειδητοποιείς ότι αφήνεις, ενδεχομένως και για πάντα, το σπίτι σου, τη γειτονιά σου, τον τόπο που μεγάλωσες;

Πράγματα χρηστικά, αγαπημένα, ακριβά ή ασήμαντης οικονομικής αξίας, οικογενειακά κειμήλια ή ταυτισμένα με κάτι πολύ ιδιαίτερο και προσωπικό. Τι βάζεις σε μια τσάντα όταν συνειδητοποιείς ότι αφήνεις, ενδεχομένως και για πάντα, το σπίτι σου, τη γειτονιά σου, τον τόπο που μεγάλωσες;

Οι άνθρωποι που γίνονται πρόσφυγες συνήθως δεν έχουν τη δυνατότητα να οργανώσουν την έξοδο τους και να επιχειρήσουν να μεταφέρουν μαζί τους όσα περισσότερα αντικείμενα μπορούν. Ο χρόνος μπορεί να συσταλεί απότομα και αιφνίδια, οι πυλώνες που στηρίζονταν να καταρρεύσουν απρόσμενα, η ζωή τους να βρεθεί σε κίνδυνο και η φυγή να αποτελέσει μια καθόλου ρόδινη αλλά ίσως τη μοναδική προοπτική σωτηρίας. Η στιγμή που πρέπει ένα άτομο πολύ γρήγορα, ενίοτε και σε συνθήκες αυστηρής μυστικότητας, να χωρέσει σε μια βαλίτσα μια ζωή, έχει κάτι αγχωτικό μα και τραγικό.

Είναι μια στιγμή άφατης θλίψης ακόμα κι αν δεν γίνεται αντιληπτή ως τέτοια γιατί ενεργοποιούνται αναγκαίοι μηχανισμοί αυτοσυντήρησης. Αυτό, λοιπόν, που προλαβαίνει ο καθένας και η καθεμία να πάρει μέσα στον στρόβιλο του ξεριζωμού, που προσπαθεί να το περιφρουρήσει διασχίζοντας σύνορα με τα πόδια, διαβιώντας σε καταυλισμούς της συμφοράς, περνώντας μέσα από ποτάμια και θάλασσες θανάτου, φεύγει από τη σφαίρα του άψυχου αντικειμένου. Όσο ταπεινό κι αν είναι, περιβάλλεται με συναίσθημα. Γίνεται ένα ομιλούν αντικείμενο που διηγείται μια ιστορία, ένας αγωγός μνήμης, μια σύνδεση πολύτιμη με ό,τι αναγκάστηκες να αφήσεις πίσω.

Πρόσφυγες και προσφύγισσες που βρίσκονται στην Ελλάδα, κυνηγημένοι από τον πόλεμο, την ανελευθερία και τα αυταρχικά καθεστώτα, μας έδειξαν τι επέλεξαν να πάρουν μαζί τους τη δύσκολη ώρα της φυγής.

Παρβανε
(Εφυγε απο το Ιραν πριν απο εξι χρονια)

Αλέξανδρος Κατσής

“Έφυγα κρυφά από όλους και κυρίως από την οικογένεια μας. Ο αδερφός μου είναι αστυνομικός και φοβόμουν πολύ μήπως με καταλάβει και με εμποδίσει. Οπότε δεν είχα το περιθώριο να πάρω σχεδόν τίποτα. Πήρα μόνο μια τραπεζική κάρτα για να έχω κάποια χρήματα και το σκυλάκι μου. Το είχα συνεχώς στην αγκαλιά μου. Σε όλο το ταξίδι. Ήταν το παιδί μου. Στην Τουρκία κανόνισα να περάσω στην Ελλάδα για να φτάσω στην Ευρώπη και να ζητήσω άσυλο.

Μας πήγαν σε μια ακτή και μας είπαν ότι από εκεί θα φύγουμε. Είδα μια φουσκωτή βάρκα αλλά σκέφτηκα ότι αποκλείεται να ήταν αυτό το μέσο με το οποίο θα ταξιδεύαμε. Δυστυχώς έκανα λάθος. Μου φαινόταν απίστευτο. Δεν ήθελα να μπω. Τότε ο διακινητής έβγαλε το όπλο και μου είπε ότι δε μπορώ να γυρίσω πίσω, ή θα μπω στη βάρκα ή θα με σκοτώσουν. Τρόμαξα και μπήκα μέσα. Ήταν ασφυκτικά, πολλοί άνθρωποι σε μια τόσο μικρή βάρκα, κάποιοι άνδρες θεωρούσαν ότι το σκυλάκι μου είναι βρώμικο. Δε μπορούσα να τους καταλάβω γιατί μιλούσαν αραβικά. Πανικοβλήθηκα γιατί ήμασταν στη θάλασσα, δε μπορούσα να κάνω κάτι, κράταγα σφιχτά το σκυλάκι στην αγκαλιά μου. Τσακωθήκαμε και μου επιτέθηκαν.

Η βάρκα στο μεταξύ είχε βάλει νερά. Κινδυνεύαμε να πνιγούμε. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένα διασωστικό και αμέσως σήκωσα το σκυλάκι μου στα χέρια και τους ζήτησα να το πάρουν γιατί εγώ ζαλιζόμουν. Το πήραν. Ξύπνησα στο νοσοκομείο. Δυστυχώς δεν το ξαναβρήκα. Ελπίζω, όμως, ότι βρίσκεται σε καλά χέρια, ότι το αγαπούν και το φροντίζουν.”

Λουμποφ
(Εφυγε απο την Ουκρανια λιγες μερες μετα την εναρξη του πολεμου)

Αλέξανδρος Κατσής

“Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ζούσαμε στο Χάρκοβο και για την ακρίβεια, λόγω covid, μέναμε στο εξοχικό μας. Ήταν φοβερό. Οι σειρήνες ηχούσαν ασταμάτητα. Ακούγαμε τους βομβαρδισμούς. Η εγγονή μου, επειδή κάθε φορά που ακούγονταν βομβαρδισμοί έπρεπε να πέσουμε στο πάτωμα, έλεγε «γιαγιά δε θέλω άλλο να ξαπλώνω στο παγωμένο πάτωμα». Ο πόλεμος ξεκίνησε 24 Φεβρουαρίου, εμείς φύγαμε 11 Μαρτίου.

Ένας Έλληνας επιχειρηματίας μίσθωσε για εμάς ένα λεωφορείο για να μας μεταφέρει στην Ελλάδα. Επειδή ζούσαμε στο εξοχικό μας, δε γυρίσαμε στο κανονικό μας σπίτι για πάρουμε πράγματα, φύγαμε με ό,τι είχαμε μαζί μας, με την κόρη μου και την εγγονή μου. Ούτε ρούχα καλά καλά δεν είχαμε.

Εδώ μας μοίρασαν. Πήρα μαζί μου αυτή την εικόνα για να με προστατεύει, είναι σαν ένα κανάλι επικοινωνίας με το Θεό για μένα. Είχα κάποιες δύσκολες στιγμές στη ζωή μου πριν 25 χρόνια, τότε βρήκα αυτή την εικόνα κι από εκείνη την εποχή νιώθω ασφάλεια να την έχω μαζί μου.”

Τουρια
(Εφυγε από το Μαροκο πριν επτα χρονια)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΤΣΗΣ

“Είναι κάπως περίπλοκο το πώς έφυγα. Αντιμετωπίζαμε παρά πολλά προβλήματα και ήταν διαρκώς στη σκέψη μας η φυγή, μόνο που δεν είχαμε τα χρήματα για να το οργανώσουμε. Ωστόσο, υπήρξε μια στιγμή που αποφασίσαμε ότι τώρα πρέπει να το κάνουμε, δεν υπάρχει άλλος χρόνος, ή θα φύγουμε ή θα πεθάνουμε. Έφτιαξα, λοιπόν, γρήγορα μια τσάντα. Έβαλα μέσα αναγκαία πράγματα για το παιδί κυρίως, κάποια ρούχα και φαγώσιμα.

Αυτό είναι ένα ρούχο που φορούν συνήθως οι γυναίκες στο Μαρόκο όταν γιορτάζουν το καλοκαίρι γιατί είναι άνετο και όμορφο. Εγώ το φορούσα στο ταξίδι. Το φοράω και στην Ελλάδα μερικές φορές, κι όταν τελείωσα εδώ το σχολείο έτσι πήγα ντυμένη. Μου θυμίζει τη χώρα μου, την παράδοση μας, το ταξίδι που κάναμε για να φτάσουμε εδώ.”

Ντανιελ
(Εφυγε από το Κονγκο πριν απο τρια χρόνια)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΤΣΗΣ

“Θεωρώ πως το πιο σημαντικό πράγμα που πήρα φεύγοντας από την Κινσάσα είναι αυτές οι φωτογραφίες. Είμαι εγώ μικρός, πριν από 21 χρόνια με την οικογένεια μου και τους φίλους μου. Πλέον δε ζουν όλοι. Ο ξάδερφος μου για παράδειγμα έχει πεθάνει. Ήθελα οπωσδήποτε να τις έχω μαζί μου και τις φύλαξα σε όλο το ταξίδι, μη χαθούν. Με βοηθούν να θυμάμαι την παιδική μου ηλικία και το σπίτι μου.

Είναι συνδεδεμένες με την πιο ανέμελη και γλυκιά περίοδο της ζωής μου, τότε που η οικογένεια μου ήταν ενωμένη και αγαπημένη. Μετά ξέσπασαν διάφορες συγκρούσεις κι όλα ασχήμυναν. Τώρα που είμαι εδώ ολομόναχος, σ’ έναν ξένο τόπο, χωρίς οικογένεια και φίλους, έχω ανάγκη ενίοτε να τις κοιτάζω και να ξεχνιέμαι. Είναι σαν παρηγοριά για τις στιγμές που νιώθω λυπημένος.”

Φαρίμπα
(Δικαστίνα από το Αφγανιστάν που έφυγε πέρσι μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν.
Πλέον έχει μετεγκατασταθεί στη Μαδρίτη αλλά άφησε στο δίκτυο μεταναστριών «Μέλισσα» αυτό το φουστάνι που έφερε μαζί της και την ιστορία του)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΤΣΗΣ

“Όταν έφτασα στην Ελλάδα αισθανόμουν βαθιά θλιμμένη και άρρωστη. Μπαίνοντας για πρώτη φορά στο χώρο του δικτύου «Μέλισσα» ένιωσα διαφορετικά, ότι δεν είμαι μόνη, ότι εδώ είναι σαν ένα σπίτι. Είδα φωτογραφίες από διαφορετικές γυναίκες και πολλά είδη τέχνης να αναπτύσσονται.

Αυτές οι φωτογραφίες με βοήθησαν να βρω ειρήνη μέσα μου. Σχημάτιζαν μια κοινότητα. Μια μέρα καθώς περίμενα τη διερμηνέα να με συνοδεύσει στο γιατρό, αναρωτήθηκα αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσα κι εγώ να προσφέρω εδώ, κάτι που να συμβολίζει το Αφγανιστάν. Αυτό το φόρεμα το έφερα μαζί μου από τον τόπο μου.

Αποφάσισα να το δωρίσω στη «Μέλισσα» για να κρεμαστεί στον τοίχο, έτσι ώστε να μπορούν να το θαυμάσουν πολλά άτομα και να δουν τη χαρά στις ραφές του. Το χρώμα του αντικατοπτρίζει την τοπική φύση στο Αφγανιστάν. Είναι η τέχνη της υφαντικής των γυναικών στο Αφγανιστάν που χρησιμοποιεί το κόκκινο και το πράσινο και φτιάχνει άπειρους συνδυασμούς, δένει αρμονικά τα χρώματα μεταξύ τους, όπως προσπαθούν να κάνουν και τα ανθρώπινα πλάσματα στις σχέσεις τους. Είναι η ταυτότητα μας και η ενότητα μας.”

Αρις
(Εφυγε απο το Ιραν πριν 13 χρονια και αυτο είναι το ψευδωνυμο που χρησιμοποιει στις δημοσιες παρεμβασεις του)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΤΣΗΣ

“Η αποχώρηση μου από το Ιράν ήταν απρόσμενη και καθόλου σχεδιασμένη. Επιτέθηκαν στο σπίτι μου το βράδυ και ήμουν τυχερός που δεν κατάφεραν να με πιάσουν. Κρύφτηκα για λίγο στο Ιράν και μετά έφυγα για την Τουρκία. Δε μπόρεσα να πάρω τίποτα άλλο εκτός από την κάρτα sim του κινητού που με ενδιέφερε πάρα πολύ. Είχα φτιάξει μια ακτιβιστική ομάδα, επίσης συμμετείχα σε διάφορα κοινωνικοπολιτικά γκρουπ.

Τα τηλέφωνα αυτών των ανθρώπων ήταν στη κάρτα και γι’ αυτό ήταν σημαντικό για μένα να την πάρω μαζί μου, ως προστασία και για τους άλλους, να μη πέσει στα χέρια των αρχών. Κατάσχεσαν πολλά δικά μου αντικείμενα, όμως, κατάφερα να πάρω την κάρτα. Στο Ιράν είχα μια ενεργό κοινωνική δράση, μιλούσα για την ανισότητα, την αδικία, τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος, είχα μια κριτική ματιά δηλαδή στα πολιτικά πράγματα. Αυτό δεν άρεσε στην κυβέρνηση. Όταν με συνέλαβαν πριν κάποια χρόνια, με βασάνισαν πολύ άσχημα για 23 μέρες, έχω ακόμα σημάδια στο σώμα μου από τότε.

Για πολύ καιρό αργότερα είχα εφιάλτες και τρόμαζα όταν κάποιος με πλησίαζε. Δε μπορούσα να ρισκάρω να ξαναπεράσω τα ίδια. Αναγκάστηκα λοιπόν να φύγω. Πήγα στην Τουρκία, μετά στη Γεωργία, μετά πίσω στην Τουρκία και από το 2019 βρίσκομαι στην Ελλάδα.”

Εβρε
(Εφυγε από το Κονγκο πριν τεσσερα χρονια)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΤΣΗΣ

“Το πιο σπουδαίο αντικείμενο που έχω μαζί μου από την πατρίδα μου είναι αυτός ο σταυρός που φοράω. Μου τον χάρισε η αδερφή μου όταν έφευγα για να μου φέρει καλοτυχία. Ηταν πολύ συγκινητικό. Μου είπε «δεν έχω τίποτα να σου δώσω, καθόλου χρήματα να σε βοηθήσω, αλλά πάρε αυτό να σε προσέχει και να παίρνεις κουράγιο όταν απελπίζεσαι».

Έτσι αποχαιρετιστήκαμε. Όταν γεννήθηκε το παιδί μου εδώ στην Ελλάδα, δεν είχαμε που να μείνουμε, πήγα στους γιατρούς και στην κοινωνική λειτουργό αλλά δε με βοήθησαν, ήρθε η αστυνομία και μας πήρε το παιδί, το πήγαν στο Παίδων Αγίας Σοφίας. Έκλαιγε η γυναίκα μου με λυγμούς.

Εγώ προσευχήθηκα με όλη μου την ψυχή. Μια εβδομάδα μετά καταφέραμε να πάρουμε πίσω το μωρό μας. Γι’ αυτό σου λέω, δεν το βγάζω ποτέ από πάνω μου. Μου θυμίζει την οικογένεια μου και μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω.”

Γκαλινα
(Καταγεται από την Ουκρανια. Ζει στην Ελλαδα απο το 2001. Οταν ξεσπασε ο πολεμος η μητέερα της που ειναι ακομα στην Ουκρανία, της εστειλε αυτή τη φορεσια)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΤΣΗΣ

“Η μάνα μου είναι μόνη της στην Ουκρανία, σε μια μικρή πόλη στα Δυτικά, κοντά στη Ρουμανία. Τα χειρότερα συμβαίνουν ανατολικά, οπότε είναι λίγο πιο ασφαλής. Η πιο κοντινή βόμβα που έπεσε ήταν 70 χιλιόμετρα από το σπίτι. Μετά είχαμε άλλη μια έκρηξη 150 χιλιόμετρα.

Υπάρχουν όμως όλα αυτά τα δυσάρεστα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Βαράνε οι σειρήνες 5-6 φορές τη μέρα και πρέπει να πάει να κρυφτεί στο καταφύγιο. Δεν πάει πάντα. Το έχει συνηθίσει. Είναι ανήσυχη, όμως. Δεν ξέρει αν και πότε θα μας ξαναδεί. Τα αδέρφια μου είναι εδώ, δε μπορούν να πάνε, αν πάνε δε θα μπορούν να φύγουν. Μια φορά με πήρε τηλέφωνο ο οδηγός του πούλμαν και μου είπε ότι έχω δέμα από τη μαμά μου, ήταν αυτό το ρούχο. Στο χωριό μου λίγες μέρες πριν παντρευτούμε, δε στέλναμε προσκλήσεις. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι και προσκαλούσαμε τον κόσμο ντυμένες με την παραδοσιακή φορεσιά.

Τώρα οι πιο νέες φορούν άσπρα. Εγώ, όμως, φορούσα αυτό και στις προσκλήσεις και στην εκκλησία, μόνο το βράδυ φόρεσα λευκά. Με αυτό παντρεύτηκα και με το ίδιο ρούχο παντρεύτηκε η μάνα μου το 1968. Το είχε φτιάξει η γιαγιά μου. Τώρα δε φτιάχνουν τέτοια. Φαντάζομαι πως αν είχα κόρη, μάλλον δε θα το ήθελε. Μου το έστειλε, λοιπόν, μη συμβεί κάτι κακό και καταστραφεί. Της έχω προτείνει να έρθει εδώ μαζί μας και αρνείται. Φρόντιζε για το ρούχο όμως, ήθελε να είναι σίγουρη πως θα σωθεί. Δεν έχει μεγάλη οικονομική αξία. Ωστόσο, για εμάς είναι ένα κειμήλιο.”

Ευχαριστούμε το Δίκτυο Μεταναστριών Μέλισσα για τη βοήθεια στην παραγωγή του θέματος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα