NIKOS KATSAROS

ΖΑΦΕΙΡΗΣ ΜΕΛΑΣ: “ΔΕΝ ΝΤΡΑΠΗΚΑ ΠΟΤΕ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΣ”

Από παιδί-θαύμα των πανηγυριών και κατασκευαστής κανταϊφιού μέχρι το "Ένα απόγευμα θλιμμένο" και τις μεγάλες πίστες. Μία συζήτηση με τον λαϊκό τραγουδιστή για τη ζωή του, που δεν είχε αρχίσει και με τις καλύτερες προϋποθέσεις.

Σε ένα τραπέζι δίπλα στην πίστα και λίγο πριν αρχίσουν οι πρώτοι πελάτες να φτάνουν, ο Ζαφείρης Μελάς καθόταν παρέα με δύο ανθρώπους του μαγαζιού, ανταλλάσσοντας γενναιόδωρα “καλησπέρες” με τους εργαζόμενους που σιγά σιγά έπαιρναν θέση στα πόστα τους.

Προχώρησα προς το μέρος του, μετά το ενθαρρυντικό νεύμα του μαιτρ, και του συστήθηκα, πάντα με αυτήν την “πανδημική” αμηχανία που δεν ξέρεις αν πρέπει να σφίξεις το χέρι του ανθρώπου απέναντί σου ή να το χτυπήσεις ελαφρά με μπουνιά. Αλλά εδώ μιλάμε για τον Ζαφείρη Μελά. Η δεύτερη “χειραψία” δεν υπήρχε καν σαν επιλογή.

Κάθισα απέναντί του και χωρίς να χάσουμε καθόλου χρόνο -είχαμε ελάχιστο έτσι κι αλλιώς- ξεκινήσαμε την κουβέντα μας μέσα στο μισοσκόταδο του μαγαζιού, το οποίο γρήγορα αχρήστεψε τα δύο χαρτιά που είχαν πάνω τους τις ερωτήσεις μου.

Ό, τι θυμόμουν, λοιπόν. Και ό, τι άλλο προέκυπτε. Έτσι κι αλλιώς ήταν σε καλή διάθεση και πολύ φιλικός. Μια πατρική φιγούρα γεμάτη από ηρεμία και σιγουριά. Η κουβέντα φαινόταν ότι θα κυλούσε εύκολα. Και όντως κάπως έτσι συνέβη.

Θέλω να μου πείτε την ιστορία πίσω απ’ το “Ένα απόγευμα Θλιμμένο”.
Αυτό το τραγούδι το έχει γράψει ένας ανιψιός μου, ο Φώτης Μαυρίδης, ο οποίος είχε γνωρίσει τότε μια κοπέλα στη Θεσσαλονίκη, αλλά μόλις το ‘μαθε ο πατέρας της την έδιωξε, την έστειλε έξω σε μια αδερφή του -στη Γερμανία νομίζω.

Γιατί δεν τον ήθελε για γαμπρό;
Ήταν φτωχαδάκι αυτός, καταλαβαίνεις… Και πάνω στην απελπισία του και στην καψούρα του έγραψε αυτό το τραγούδι και ήτανε μια πολύ μεγάλη επιτυχία όντως.

Αυτός έγραψε όμως μόνο τους στίχους έτσι; Γιατί τη μουσική την έχει γράψει άλλος.
Την έγραψε ο Γιάννης Νικολαΐδης. Ήταν φιλαράκια αυτοί οι δύο -και ακόμα είναι- και δούλευαν τότε μαζί και του είπε “ρε συ Γιάννη, έχω έναν στίχο μπορείς να του ρίξεις μια ματιά;”. Τον είδε, του άρεσε και έγραψε αυτήν την υπέροχη μελωδία. Και παντρεύτηκαν πάρα πολύ καλά ο στίχος και η μελωδία. Και έγινε αυτό που έγινε.

Η κοπέλα το έχει μάθει ότι αυτό το τραγούδι γράφτηκε για εκείνη;
Δεν ξέρω. Ίσως να το ‘μαθε.

Το αναφέρουμε γιατί δεν ήταν στιχουργός το παλικάρι, δεν έγραφε τραγούδια, δεν είχε καμία σχέση. Ένα τραγούδι έγραψε κι αυτό ήταν. Μετά συνέχισε, βέβαια, αλλά για λίγο, προσπάθησε να γράψει κι άλλα, για παράδειγμα έγραψε και την “Αφίσα”, αυτό που λέει “μα εσύ είσαι αφίσα ζωντανή, έχεις καρδιά, έχεις ψυχή…”. Κι αυτό ωραίο τραγούδι, το νίκησε όμως το “Απόγευμα θλιμμένο”.

Ήταν πρώτα επιτυχία στη Θεσσαλονίκη; Στην Αθήνα πότε έγινε γνωστό;
Κοίταξε. Ήμουν σε μια εταιρεία της Θεσσαλονίκης τότε που προσπαθούσε πάση θυσία να μας κρατήσει εκεί, να ακουστούμε το πολύ μέχρι τη Λάρισα, πιο κάτω δεν μας άφηνε γιατί φοβόταν μη μας χάσει. Και όντως έτσι έγινε στο τέλος.

Όταν ένα πουλί κελαηδάει καλά δεν μπορείς να το φιμώσεις, θα ακουστεί παντού. Κι έτσι έγινε και με εμάς τους Θεσσαλονικείς και απ’ το ‘90-’91 κατέβηκα κάτω, έπαιξα στο Κάραβαν στη Συγγρού, μετά στις Αμπάρες κλπ.

Πότε βγήκατε πρώτη φορά στο τραγούδι;
Α… Μισός αιώνας. Είχα έναν θείο που ήταν πλανόδιος στα πανηγύρια κι εγώ πιτσιρίκος τότε τραγουδούσα διάφορα εκεί στη γειτονιά μας. Ξέρεις πως ήταν οι παλιές οι γειτονιές, εμείς μέναμε στα “Εβραίικα” -τα έλεγαν έτσι γιατί έμεναν οι εβραίοι παλιά.

Και μου λέει μια μέρα “πάμε σε ένα πανηγύρι”. Και πήγαμε σε ένα χωριό, στο Πετροκέρασο της Χαλκιδικής και για καλή μου τύχη ο κόσμος εκεί καταλάβαινε πάρα πολύ από μουσική. Τραγουδούσανε και καλά, είχε κάτι ψαλτάδες εκεί και ξέρανε. (σ.σ. ένας μουσικός έχει ανέβει στην πίστα και μας διακόπτει χωρίς να το ξέρει παίζοντας τουμπερλέκι. Ο Ζαφείρης Μελάς του ζητάει ευγενικά να σταματήσει)

Και όταν πήγα πιτσιρίκος εγώ, 14-15 χρονών, πάνω στις πρόβες που κάναμε για να ρυθμίσουν τον ήχο -τι ήχος τώρα, τέλος πάντων- ακούσανε εκεί οι ντόπιοι που τραγουδούσα και βγήκε σούσουρο στο χωριό “ρε συ, ένα παιδί μικρό, τραγουδάει καλά κλπ”, και γέμισε κόσμο το βράδυ.

Σχολείο πηγαίνατε τότε;
Το σταμάτησα στην τετάρτη δημοτικού. Δεν είχα άλλους πόρους ζωής, έπρεπε να δουλέψω γιατί έμεινα νωρίς χωρίς πατέρα, χωρίς μάνα…

NIKOS KATSAROS


Από όλες τις δουλειές που έχετε περάσει, αυτή που μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν ότι φτιάχνατε κανταΐφι.
Ναι, ζύμωνα. Είχα μάθει την τέχνη του κανταϊφιού καλά και μου άρεσε πάρα πολύ. Ήταν απ’ τις τελευταίες δουλειές που έκανα πριν βγω στο τραγούδι. Δούλεψα 5-6 χρόνια εκεί σε ένα εργαστήριο, αλλά δεν μπορούσα να μείνω άλλο, με τράβαγε το τραγούδι. Ψαχνόμουν.

Βγήκατε λέγοντας δημοτικά. Εσάς όμως μικρός σας άρεσαν περισσότερο τα δημοτικά ή τα λαϊκά;
Άκουγα τα πάντα, μ’ άρεσαν τα πάντα, και μέχρι τώρα τα ακούω όλα, εκτός απ’ την κινεζική μουσική γιατί δεν την καταλαβαίνω.

Ήταν κάτι που το αγαπούσα πολύ και το προσπάθησα και με βοήθησε, βέβαια, και η τύχη και ο Θεός. Και έγινε αυτό που έγινε.

Εν τω μεταξύ ήσασταν τότε μία πολύ δυνατή φουρνιά καλλιτεχνών από Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ‘80.
Ναι, ήμασταν η επόμενη γενιά των λαϊκών τραγουδιστών -όταν λέω η “επόμενη” εννοώ μετά τον Στράτο Διονυσίου, τον Καζαντζίδη, τον Αγγελόπουλο…

Έχω ακούσει ιστορίες από ανθρώπους που πήγαιναν τότε στα μπουζούκια ότι οι Θεσσαλονικείς γελούσαν με τους Αθηναίους. Λέγανε “εκεί κάτω, σιγά, τι έχετε. Δεν έχετε τραγουδιστές”.
Κι ακόμα το λένε, μη νομίζεις. Και το άκουγα κι εδώ. Ότι η Θεσσαλονίκη βγάζει ταλέντα, βγάζει ωραίες φωνές, ηθοποιούς και διάφορα, αλλά αυτός είναι μύθος μωρέ, δεν το πιστεύω. Όλη η Ελλάδα έχει καλούς τραγουδιστές και καλούς ηθοποιούς.

Απλά έτυχε τότε να είστε πάνω εσείς ο Καρράς, ο Τερζής…
Ε, ναι, βγήκαμε μια φουρνιά τότε που λίγο ταράξαμε τα νερά, άρχισε να ανακατεύεται η σούπα, και να ακούγεται το όνομα μας και στην Αθήνα. Και αυτό ήταν το ευχάριστο γιατί θα ‘πρεπε να γίνει κάποια στιγμή.

Ο πιο εμπορικός σας δίσκος ποιος είναι;
Ε, κοίταξε νομίζω ότι μετά τον δεύτερο δίσκο, όλοι οι υπόλοιποι ήταν εμπορικοί, πήγανε καλά. Έκανα και χρυσό και πλατίνα…

Αλλά ο πρώτος ο δίσκος ήτανε λίγο δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Το ’82-’83 τον έκανα, λεγόταν “Ας αλλάξουμε το θέμα”. Δεν πήγε καθόλου καλά.

Βγήκε για να βγει δηλαδή;
Ναι, εντάξει, ήταν η αρχή. Ευτυχώς όμως δεν με πήρε η κατηφόρα εξ αιτίας του, το σκέφτηκα και είπα “θα κάνουμε και άλλο δίσκο” (σ.σ. βαράει το χέρι στο τραπέζι) και έτσι έγινε. Γιατί αν τα παρατούσα, αν έλεγα δηλαδή “πω, δεν έγινε τίποτα”…

Το ‘χατε σκεφτεί όμως να τα παρατήσετε;
Όχι, ποτέ. Κοίταξε, όλοι οι τραγουδιστές έχουμε αυτό το ψώνιο ρε φίλε… Όλοι είμαστε λίγο ψωνάρες, εδώ που τα λέμε. Άλλοι λίγο άλλοι πολύ, εντάξει.

Αλλά με τα χρόνια το ψώνιο φεύγει κάπως;
Ε, κάποια στιγμή το παίρνεις απόφαση και λες “εντάξει αυτός είμαι, τι ψώνιο τώρα και χαζά”.

NIKOS KATSAROS


Εσείς πότε καταλάβατε ότι έχετε εδραιωθεί; Πότε είπατε “εντάξει τα έχω καταφέρει τώρα”;
Γενικά είμαι ολιγαρκής στη ζωή μου οπότε πάντα αισθανόμουν ότι είμαι καλά με τη δουλειά μου, ότι είμαι δηλαδή πρωτοδεύτερο όνομα, έτσι; Ότι είναι ο τάδε και μετά ο Μελάς. Ήξερα ότι είμαι σε καλή μοίρα, είμαι σε καλή θέση, ποτέ δεν ήθελα να σκαρφαλώσω, να πατήσω στην πλάτη του αλλουνού και να ανέβω πιο πάνω -γιατί γίνονταν κι αυτά εκείνα τα χρόνια. Έλεγα “όπου φτάσω, όπου πάει” και δόξα τον Θεό, είναι όλα καλά μέχρι στιγμής.

Είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση ένας δίσκος που είχατε βγάλει με τον Φωτιάδη και τον Τερζή, ένα λάηβ οι τρεις σας. Και κάνατε κάτι μάλλον καινούργιο για την εποχή: έβγαινε ο καθένας σας στην αρχή και έλεγε τα τραγούδια του άλλου.
Ναι, ήταν η πρώτη φορά που έγινε στην Ελλάδα αυτό και όντως έκανε εντύπωση αυτό το ποτπουράκι. Έλεγαν “τι κάνουν τώρα αυτοί;”. Ήταν καλό όμως.

Και έτσι ήταν και μέσα στον δίσκο τότε. Έλεγα εγώ το… δεν θυμάμαι τώρα ποιο έλεγα του Πασχάλη, ο Πασχάλης έλεγε ένα δικό μου, ο Φωτιάδης έλεγε ένα του Πασχάλη κλπ.

Αυτός ο δίσκος πήγε καλά. Πρέπει να είναι πλατινένιος σίγουρα.
Ε, τι μόνο μια φορά πλατίνα; Έχει γίνει πολλές φορές. Είχε γίνει ήδη μία φορά πλατίνα τότε και μας την έδωσαν τότε στη Lyra. Ναι, πήγε πάρα πολύ καλά.

Ακόμα πουλάει. Αν τον βρει κάποιος, τον αγοράζει.

Έχετε πει ότι έχετε τσιγγάνικες ρίζες. Μου έκανε εντύπωση που είπατε ότι το μάθατε ξαφνικά. Πώς γίνεται να το μάθατε ξαφνικά δηλαδή;
Ε, κοίταξε αφού δεν πρόλαβα να γνωρίσω καλά τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Ήμουν πολύ μικρός όταν τους έχασα. Και κάποια στιγμή έμαθα απ’ τη μεγάλη μου αδερφή ότι ανήκουμε στη φυλή αυτήν. Και δεν ντρέπομαι, γιατί φυλή μου είναι. Άλλος είναι ινδιάνος, άλλος είναι κάτι άλλο… Δεν το αποφεύγω να το συζητώ. Δεν μου είναι πρόβλημα.

Άλλωστε να σου πω κάτι; Ο “γύφτος” στις πράξεις του φαίνεται, φίλε. Μπορεί και εσύ να ‘σαι “γύφτος” με τις πράξεις σου και με τη συμπεριφορά σου. Δεν έχει σημασία να πούμε. Εδώ η δουλειά είναι να είσαι καλός και τίμιος άνθρωπος. Ό, τι φυλή και να ‘σαι.

NIKOS KATSAROS

Πιστεύεται ότι οι τσιγγάνοι έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά. Δηλαδή είναι ελεύθερα πνεύματα, είναι άνθρωποι που τους αρέσει το έξω..
Καταρχάς είναι έμποροι.

Ναι, όλα αυτά. Εσείς έχετε κάποιο απ’ αυτά τα στοιχεία; Να πείτε “αυτό το κάνω επειδή έχω τσιγγάνικο αίμα” πχ.
Όχι, δεν νομίζω, δεν παρατήρησα ποτέ στον εαυτό μου να ‘χει κάτι τέτοιο.

Απλά μ’ αρέσει η εξοχή, μ’ αρέσει το να ‘μαι έξω, αλλά νομίζω όλοι άνθρωποι το θέλουν αυτό -να έχουν ένα εξοχικό για παράδειγμα, δεν είναι δείγμα αυτό.

Έχετε παίξει σε τσιγγάνικους γάμους και πανηγύρια;
Παλιότερα, ναι.

Αναρωτιέμαι πώς μπορεί να ήταν. Πρέπει να χαλούσαν πολλά λεφτά.
Φυσικό είναι φίλε μου, γιατί παντρεύει ο άλλος το παιδί του και το ‘χει καμάρι και τιμή και θέλει να χαλάσει και πέντε και δέκα δραχμές πχ για τον γάμο για τη χαρά των παιδιών.

Απλά φαντάζομαι ότι σ’ αυτούς τους γάμους αυτό που θα γίνεται, δεν θα το βλέπουμε στους άλλους γάμους.
Όχι… Και γίνεται μεγάλος χαμός ειδικά με τους Χαλκιδαίους. Οι τσιγγάνοι της Χαλκίδας τον έχουν κάνει “εμπόριο” πλέον τον γάμο.

Δηλαδή;
Δηλαδή παντρεύω τον γιο μου εγώ, έρχεσαι εσύ και πετάς δέκα είκοσι τριάντα χιλιάδες. Μετά παντρεύεις τον γιο σου εσύ, έρχομαι εγώ και πετάω τόσα. Βοηθάει ο ένας τον άλλον δηλαδή. Και είναι πολύ ωραίο αυτό όμως γιατί βοηθούν τα παιδιά να βγουν στη ζωή χωρίς να έχουνε κανένα πρόβλημα, δηλαδή βγαίνουνε με ένα καλό εισόδημα, με ένα αυτοκίνητο ή με ένα σπίτι, οπότε δεν ταλαιπωρούνται. Νομίζω ότι είναι πολύ σωστό και πολύ καλό.

Το επίθετό σας πότε το αλλάξατε;
Μου το άλλαξε ένας πολύ μεγάλος και σπουδαίος μαέστρος της Θεσσαλονίκης, ο Μάνθος Ντουβής -οι νέοι τώρα δεν τον ξέρετε. Αυτός είχε κάνει τότε στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το “Χωρίς δεκάρα πώς θα παντρευτούμε, Μανωλιό μου”, τον “Μπαρμπαλιά” κα. Ενορχηστρώσεις. Ήτανε ο πιο προβεβλημένος μαέστρος της Θεσσαλονίκης.

Και τον είχαμε μαέστρο σε κάποιο μαγαζί και κάναμε πρόβα. Και πάω ένα βράδυ στο μαγαζί, (σ.σ. το θυμάται και γελάει) και βλέπω απ’ έξω να γράφει “Ζαφείρης Μελάς”. Λέω άλλον θα πήρανε.

Τι εννοείτε “άλλον πήρανε”;
Τραγουδιστή. Λέω άλλον πήρανε. Πάω του λέω “μαέστρο, τι έγινε, βρήκατε άλλον;”. “Όχι ρε” μου απαντάει. “Τότε τι γράφει απ’ έξω;”. Και τότε κατάλαβε. “Εσύ είσαι. Από σήμερα είσαι Μελάς”, μου λέει. Νομίζω ότι και τον Καρρά ο Ντουβής τον βάφτισε “Καρρά”.

Μου άρεσε και το κράτησα.

Πώς του ‘ρθε, γιατί δεν σκέφτηκε κάποιο άλλο;
Κοίταξε επειδή είναι δισύλλαβο, είναι εύκολο όνομα. Και επειδή φώναζα εγώ τότε στο μικρόφωνο “ορμάτε Μακεδονομάχοι”, το άκουσε και σου λέει “Μακεδονομάχοι… Μελά θα τον βγάλω”. Από το Παύλος Μελάς, κατάλαβες;

NIKOS KATSAROS


Έχετε ακούσει ποτέ κάτι ρατσιστικό; Σας έχουν φερθεί ποτέ ρατσιστικά, στο στρατό, στη δουλειά, έξω, οπουδήποτε.
Υπάρχουν και ανεγκέφαλοι, δεν δίνω σημασία. Ο καθένας μπορεί να λέει ό, τι θέλει, δεν τους υπολογίζω και ούτε με πειράζει.

Θυμάμαι κάποτε μου είπε ένας πάνω στην πίστα “πες ένα τραγούδι, ρε μαύρε” και του λέω “εγώ αδερφέ, στο χρώμα μπορεί να είμαι μαύρος αλλά στην ψυχή είμαι τόσο άσπρος που εσύ ούτε καν μπορείς να το φανταστείς”.

Έχετε κάνει και έναν δίσκο-αφιέρωμα στον Μανώλη Αγγελόπουλο με διασκευές σε τραγούδια του. Και μέσα έχετε κι ένα τραγούδι γραμμένο αποκλειστικά γι’ αυτόν.
Το “Μανώλη μου” λες… Το ‘γραψε ο Δημήτρης Ρακιντζής απ’ τη Θεσσαλονίκη, ένας σπουδαίος μαέστρος κι αυτός.

Σας έχει γράψει πολλά αυτός αν δεν κάνω λάθος.
Ναι, τουλάχιστον το 70% απ’ τα τραγούδια μου. Και το τραγουδήσαμε ντουέτο αυτό, μαζί.

Πώς τον γνωρίσατε τον Αγγελόπουλο;
Θεσσαλονίκη, ήρθε και με άκουσε μια φορά σε ένα μαγαζί. Του είχαν πει ότι “είναι ένας τραγουδιστής εκεί στο Στορκ που σου μοιάζει λίγο” και ήρθε και μ’ άκουσε. Γνωριστήκαμε, γίναμε πολύ καλοί φίλοι με τον Μανώλη, μ’ αγαπούσε, τον αγαπούσα, αλλά μέχρι εκεί. Δεν συνεργαστήκαμε ποτέ.

Α, δεν παίξατε ποτέ μαζί σε μαγαζί;
Όχι, γιατί δεν ταίριαζαν οι φωνές μας.

Επειδή ήταν ίδιο στυλ; Μοιάζανε;
Ναι, στην αρχή εκείνα τα χρόνια, τον είχα μιμηθεί πάρα πολύ. Αν ακούσεις δηλαδή αυτόν τον δίσκο που του κάναμε αφιέρωμα θα νομίζεις ότι τραγουδάει εκείνος σε ορισμένα τραγούδια.

Και μου έλεγε θυμάμαι “ρε συ, μην τραγουδάς σαν κι εμένα, κάνε τη δική σου ταυτότητα”.

Ναι αλλά το ηχόχρωμα δεν μπορεί να αλλάξει.
Όχι, αλλά η μίμηση μπορεί να αλλάξει. Μπορείς να σταματήσεις να είσαι “σαν τον Αγγελόπουλο”.

Σε μια συνέντευξη με τον Αντύπα μου είχε πει ότι κι αυτός όταν ξεκινούσε τραγουδούσε πολύ σαν τον Βοσκόπουλο.
Ναι, όντως και πέρσι που δουλέψαμε μαζί με τον Αντύπα, έκανε λίγο τον Βοσκόπουλο πάνω στην πίστα για το καλαμπούρι. Ήτανε ίδιος.

NIKOS KATSAROS


Έχετε κάποια τραγούδια που τα έχει γράψει ο Πάριος.
Με τον Πάριο γνωριστήκαμε στη Θεσσαλονίκη ένα βράδυ και αργότερα ήταν να μου δώσει τότε το “Απορώ με την καρδιά μου”, όμως εκείνο τον καιρό είχα φύγει Αυστραλία και το έχασα αυτό το κομμάτι. Τελικά το είπε ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος και είχε πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία.

Και μου λέει ο Πάριος “μη στεναχωριέσαι, θα σου γράψω άλλο ρε”, και όντως δεν αναίρεσε, κράτησε τον λόγο του. Σε έναν νέο δίσκο μου ‘γραψε έξι τραγούδια και άλλα έξι εκεί μου έγραψε ο Βασίλης Καρράς.

Ήταν πολύ καλός δίσκος αλλά δεν είχε κάτι να κάνει μια επιτυχία… Tου Kαρρά ήταν λίγο πιο λαϊκά τα τραγούδια και ακούστηκαν κάπως περισσότερο από του Πάριου -χωρίς να λέω ότι αυτά του Γιάννη δεν ήτανε καλά, ήταν τραγουδάρες. Απλά δεν ήταν εμπορικά, ενώ το “Βρέχει στη Θεσσαλονίκη” του Καρρά, ένα ζεϊμπέκικο, ήταν εμπορικό και έγινε γνωστό.

Η Εύη Κρανιδέλη η τραγουδίστρια, είπε μια πολύ τιμητική ιστορία για σας, ότι κάποτε σχεδόν της σώσατε τη ζωή. Υπήρχε λέει ένας τύπος στο μαγαζί που δουλεύατε μαζί, ο οποίος ήταν στην προστασία και τη γούσταρε αλλά αυτή τον απέφευγε, και ένα βράδυ της έβγαλε όπλο και την απείλησε. Και τον πιάσατε την άλλη μέρα και του είπατε “δεν θα ξαναπατήσεις στο μαγαζί”. Το θυμάστε αυτό;
Εντάξει, δεν έγινε έτσι ακριβώς, της πούλησε νταηλίκι, αλλά όχι ότι έβγαλε όπλα και τέτοια. Απλά τον ήξερα και του λέω “ρε συ, δεν είναι λογικά πράγματα αυτά”, και κάπως τον έπεισα τον άνθρωπο και δεν έγινε το κακό, αυτό ήτανε. Όχι ότι πούλησα μαγκιά τώρα στον φουσκωτό (σ.σ. γέλια). Απλά αποφεύχθηκε το κακό.

Άμα έβγαζε όπλο θα πήγαινα να αντιμετωπίσω το όπλο τώρα; Για χαζό μ’ έχεις;

Είχατε παίξει σε μια βιντεοκασέτα το ‘80, (σ.σ. γελάει ήδη) εντελώς καλτ, το “Κορίτσι του μπαρ” και κάνατε έναν έμπορο ναρκωτικών.
Με τον Φλωρινιώτη, ναι. Το πήρα εγωιστικά τότε το θέμα γιατί μου είπε κάποιος απ’ την παραγωγή ότι “θα κάνουμε μία ταινία ρε, μπορείς να παίξεις;”. Λέω “πώς δεν μπορώ”. “Α, ρε σιγά μην μπορείς εσύ, άστο”. Κι εκεί έφαγα την κόντρα…

Μ’ άρεσαν πολύ τα γυρίσματα, ήταν πολύ καλή εμπειρία όλο, το γούσταρα πάρα πολύ.

Εγώ είμαι ο κακοποιός της ιστορίας και συγκεκριμένα είναι μια φάση όπου έχω μπροστά μου σόδα του φαγητού για ναρκωτικό και κάποιος πριν μερικά χρόνια πήρε μόνο αυτήν την εικόνα και την ανέβασε στο Facebook -κάπου, δεν ξέρω- και με παίρνει τηλέφωνο ένας φίλος απ’ την Αμερική και μου λέει “ρε φίλε, τι έγινε να πούμε, σε πιάσανε;”. Του λέω “τι με πιάσανε ρε, τι λες;”. “Να εδώ γίνεται βούκινο ότι σε πιάσανε με κοκαΐνη”, μου απαντάει. “Ποια κοκαΐνη ρε του λέω, σόδα του φαγητού είναι” (σ.σ. γελάει δυνατά).

Δεν έγινε και πολύ γνωστή αυτή η ταινία, σιγά τώρα.

Θεωρείται πια λίγο καλτ.
Είχαμε γέλιο μ’ αυτήν την ταινία, περάσαμε πάρα πολύ καλά.

Κάθε σκηνή πόση ώρα μπορεί να σας πήρε; Δεν δυσκολευτήκατε;
Όχι, καθόλου. Μου ‘λεγαν το σενάριο εκεί τα παιδιά, εντάξει, παιχνίδι -μη φανταστείς ότι ήταν και κανά σενάριο Παναγία μου σώσε…

Από τότε δεν ξαναπαίξατε κάπου;
Όχι… Κι ούτε θα ξαναπαίξω (σ.σ. συνεχίζει να γελάει).

Ξέρετε τι μου έκανε εντύπωση; Είστε κοινωνικός άνθρωπος, έτσι;
Θέλω να έχω σχέσεις και παρτίδες με τον κόσμο, αλλά γενικά είμαι πράος, είμαι πολύ ήρεμο άτομο, δεν μπερδεύομαι. Θέλω να περνάει ήρεμα η ζωή μου.

Είστε όμως μέσα στη νύχτα, στη φασαρία, στα φώτα, στην πολυκοσμία… Πώς γίνεται το αγαπημένο σας χόμπι να είναι το ψάρεμα που έχει αυτήν την απόλυτη ησυχία;
Ε, γι’ αυτό ακριβώς. Επειδή είναι απόλυτη ησυχία και αυτό μου λείπει. Κάποια στιγμή όμως τη βαριέμαι και αυτή. Ψάχνω τη φασαρία.

Έχω ένα σπίτι στη Χαλκιδική εδώ και χρόνια. Εκεί είναι το ησυχαστήριο μου. Έχω την οικογένεια μου, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου και πάω εκεί και ηρεμώ. Και καμιά φορά ηρεμώ τόσο πολύ που μου ‘ρχεται να φύγω να πάω στη φασαρία.

Αλλά θέλω να τις νιώσω και τις δυο αυτές τις ανέσεις, την ευτυχία αυτή.

Το ψάρεμα με αναζωογονεί, το γουστάρω πολύ. Έχω ένα σκάφος και μπορεί να κάτσω και έξι-εφτά ώρες εκεί.

Χωρίς μουσική στο κινητό; Απόλυτη ησυχία;
Το κινητό το έχω αλλά χωρίς μουσικές. Βάζω ένα ραδιοφωνάκι σε χαμηλή ένταση, πιο πολύ όμως για να ακούω αθλητικά, τα ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης.

Ασχολείστε πολύ με τον ΠΑΟΚ; Πάτε και γήπεδο;
Παρακολουθώ. Δεν πάω γήπεδο όμως γιατί τα είδα όλα, πλέον τι άλλο να δω; Και τις φασαρίες και τους τσακωμούς και τις βιαιοπραγίες… Ε, δεν είναι καλά πράγματα αυτά, δεν μ’ άρεσαν ποτέ.

Έχω να πάω στο γήπεδο 15 χρόνια, από ένα παιχνίδι ΠΑΟΚ-Παναθηναϊκός, όταν και έγινε μια φασαρία: χτύπησαν έναν αστυνομικό με έναν σιδηρολοστό στο κεφάλι μπροστά στα μάτια μου και λέω “δεν ξαναπατάω στο γήπεδο, τέλος”.

NIKOS KATSAROS

Διάβασα μια ιστορία -κάπως- σχετική με τον ΠΑΟΚ και εσάς. Όταν ήσασταν μικρός πηγαίνατε σε ένα σπίτι, παίρνατε κάτι παιδιά και πηγαίνατε μαζί στο γήπεδο. Και μια φορά είχε πιάσει φωτιά αυτό το σπίτι, και μπήκατε μέσα και τους βγάλατε.
Όχι, δεν έπιασε φωτιά, θα σου πω… Ήταν τρία παιδιά που ήταν παράλυτα και ήταν πολύ φιλαράκια μου. Ήμουνα όλη μέρα μέσα στο σπίτι τους. Ζούσαν μαζί με τη μανούλα τους και είχαν κι ένα περίπτερο μπροστά απ’ το σπίτι τους, στην Ξηροκρήνη. Νομίζω είχαν αποκτήσει το πρόβλημα και οι τρεις από μηνιγγίτιδα (σ.σ. χτυπάει ξύλο).

Και μια μέρα, καλοκαιράκι ήτανε, τα δύο απ’ τα αδέρφια ήταν μέσα στο σπίτι και η μάνα τους μαγείρευε, όταν ξαφνικά πήρε φωτιά η φιάλη και καπάκι και το τραπέζι.

Εγώ ήμουν στο περίπτερο μαζί με τον Δημητράκη, τον μεγαλύτερο αδερφό, και μόλις καταλαβαίνω τι γίνεται, αυτοθυσία, τι να κάνω; Να αφήσω τα παιδιά να καούν ζωντανά μέσα, δεν γινότανε να πούμε. Έτρεξα μέσα, έβγαλα τη φιάλη έξω και ευτυχώς που ήταν ανοιχτή και έβγαζε, γιατί αλλιώς θα έπαιρνε από μέσα και θα είχε εκραγεί. Και μένα δεν μου κόψε να την κλείσω για να σταματήσει η ροή. Της ρίξανε άμμο οι άλλοι απ’ έξω και εμένα με πήρανε και με μεταφέρανε στο νοσοκομείο.

Εγώ κάηκα απ’ το τραπέζι γιατί τα νάιλον που είχε το τραπεζομάντηλο έπεσαν πάνω στα χέρια μου.

Τι ηλικία ήσασταν όταν συνέβη αυτό;
Γύρω στα 14-15. Ήτανε τα αγαπημένα μου αδέρφια αυτά, τα αγαπούσα και τα τρία πάρα πολύ. Ειδικά με τον Δημήτρη τον μεγάλο ήμασταν πολύ κολλητοί, πολύ φίλοι. Τον έπαιρνα και πηγαίναμε σινεμά, πηγαίναμε και στην Τούμπα, μπαίναμε στον αγωνιστικό χώρο, κάτω εκεί που κάθονται οι άνθρωποι που είναι σε αμαξίδια.

Θα ‘παιρνε φωτιά το σπίτι, ήταν παλιόσπιτα αυτά. Θα γινότανε λαμπάδα. Ευτυχώς τέλος καλό, όλα καλά.

Ο Ζαφείρης Μελάς εμφανίζεται κάθε Πέμπτη και Σάββατο στο Vegas Live Stage μαζί με τον Βασίλη Τερλέγκα και τον Αλέκο Ζαζόπουλο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα