Καταλειφός στο News 24/7: Το πρόβλημα είναι πως δεν ακούμε τον διπλανό μας

Καταλειφός στο News 24/7: Το πρόβλημα είναι πως δεν ακούμε τον διπλανό μας

Ο Δημήτρης Καταλειφός μιλά στο News 24/7 για τον "Θάνατο του Εμποράκου", την κοσμοθεωρία του και το τέλος (;) της κρίσης και της αθωότητας της ελληνικής κοινωνίας.

Το ερμηνευτικό του μεγαλείο τον καθιστά σήμερα έναν από τους πιο σημαντικούς θεατράνθρωπους του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Ο Δημήτρης Καταλειφός έχει εκείνη την ικανότητα (ίσως η λέξη μαγεία να είναι πιο ταιριαστή) να δίνει ζωή, ψυχή στους ήρωες που ερμηνεύει και να καταφέρνει όση ώρα βρίσκεται επί σκηνής, ο θεατής να βλέπει μπροστά του έναν χαρακτήρα όχι μόνο αληθινό και ολοκληρωμένο αλλά που δίνει την αίσθηση της οικειότητας. Έχουμε όλοι γνωρίσει κάπου, κάποια στιγμή τους ρόλους του γιατί ο Καταλειφός παίζει την αλήθεια τους. Και αυτή η αλήθεια είναι ανθρώπινη και “χειροπιαστή”.

Τον ξαναείδα πριν λίγες ημέρες στη σκηνή του θεάτρου “Εμπορικόν” να δίνει όλο του το είναι στον Γουίλλυ Λόμαν, τον κεντρικό χαρακτήρα του βραβευμένου με Πούλιτζερ θεατρικού έργου «Ο Θάνατος του Εμποράκου» του Άρθουρ Μίλλερ. Όταν τελείωσε η παράσταση ένιωσα ότι είδα κάτι σπαρακτικό, το ζενίθ και το ναδίρ ενός σύγχρονου τραγικού βιοπαλαιστή.

Είχα την τύχη να συνομιλήσω μαζί του τόσο για την ρόλο του και το έργο, τα οποία προσεγγίζει για δεύτερη φορά στη μακρόχρονη καριέρα του όσο και για την κοσμοθεωρεία του, το πώς βιώνει την καθημερινότητα, το τέλος (;) της κρίσης και της αθωότητας της ελληνικής κοινωνίας. Στη διάρκεια της κουβέντας μας άρχισα να καταλαβαίνω περισσότερο από πού προκύπτει αυτή η αλήθεια των ηρώων του: Δεν είναι τόσο η δεινότητα των εκφραστικών του μέσων ούτε τα χρόνια που έχει περπατήσει το σανίδι. Πιο πολύ θεωρώ είναι η βαθιά πίστη του ότι η επικοινωνία, η ανιδιοτελής σύνδεση με τον άλλο είναι αυτό που μας δίνει λόγο ύπαρξης. Αυτή η ευγενής και αγνή ηθική του είναι που τον φωτίζει ολόκληρο, εντός και εκτός θεάτρου.

Είχατε υποδυθεί ξανά τον Γουίλλυ Λόμαν το 1988. Πώς είναι για έναν ηθοποιό η επιστροφή σε έναν ρόλο τόσα χρόνια μετά. Σαν να συναντάτε έναν παλιό γνώριμο ή ήταν μια προσέγγιση από το μηδέν;

«Στα 32 μου όταν αποφάσισαν να υποδυθώ τον ρόλο ήταν μια πραγματικά τολμηρή κίνηση και ήρθε μετά από την πρόταση που μου είχε κάνει ο (σκηνοθέτης) Βασίλης Βαφέας. Και τότε είχα αγαπήσει πολύ και τον ρόλο και το έργο, απλώς είναι σαφές ότι η ηλικία αυτού του χαρακτήρα είναι στα 63 έτη. Ανέκαθεν είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου τη σκέψη ότι με την πρώτη ευκαιρία που θα μου δινόταν, θα το ξαναέκανα, για να έχω τη “σωστή” ηλικία.

Δεδομένου ότι πέρασαν τόσα χρόνια σαφώς και η προσέγγισή μου ήταν πάλι εκ του μηδενός. Είναι άλλος ο σκηνοθέτης, άλλοι οι ηθοποιοί, άλλη η μετάφραση και άλλη η ανάγνωση του έργου. Με τα χρόνια συσσωρεύονται περισσότερες πληροφορίες στον εγκέφαλό μας, περισσότερες εμπειρίες. Διάβασα το κείμενο σαν να το διαβάζω πρώτη φορά. Η πρώτη αναμέτρησή μου μαζί του είναι πια μια γλυκιά νεανική ανάμνηση. Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα από τότε, ούτε πώς ήταν, ούτε πώς το είχα αντιμετωπίσει.»

Βοήθησε άρα το γεγονός ότι είστε σε μια πιο κοντινή ηλικία του Γουίλλυ;

«Βέβαια, γιατί ο ρόλος αυτός είναι πραγματικά σε μια ηλικία οριακή που όσο και να προσπαθήσεις στα 32 σου έχει πάντα κάτι πιο πεποιημένο.»

Έχετε πει σε συνέντευξή σας ότι το ζητούμενο με έναν σκηνοθέτη είναι να συναντηθείτε, να γνωριστείτε. Πώς ήταν η συνάντησή σας με τον Γ. Σκεύα.

«Με τον κ. Σκεύα ακριβώς επειδή θα κάναμε τον “Εμποράκο” και δεν γνωριζόμασταν καθόλου, θελήσαμε από κοινού με κάποιον τρόπο να συνεργαστούμε και ευτυχώς αυτό συνέβη με έναν μονόλογο που έκανα πέρυσι, “Το Τέλος” του Σάμιουελ Μπέκετ. Έτσι πρωτογνωριστήκαμε και αυτό για εμένα είναι σημαντικό γιατί στο θέατρο μιλά κανείς με πολύ ασαφείς όρους. Δεν είναι όπως η μουσική που έχει συγκεκριμένες νότες: Το θέατρο είναι “στον αέρα”, ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες δεν έχουμε κοινή παιδεία. Υπάρχει μια απόλυτη σύγχυση. Είναι άρα σημαντικό να γνωριστείς με έναν άνθρωπο και να αποκτήσεις -αν τα καταφέρεις- ένα κοινό λεξιλόγιο, ώστε να μπορείς να συνεννοηθείς. Το θέατρο απαιτεί συνεννόηση, η οποία είναι ιδιαίτερα δύσκολη στην εποχή μας, γιατί ο καθένας κουβαλά διαφορετικές πληροφορίες. Είναι δύσκολο να βγεις “συγγενικές” φωνές.»

Αυτή την έλλειψη συντονισμού στην επικοινωνία την παρατηρείτε και εκτός θεάτρου;

«Απόλυτα. Ζούμε σε μια εποχή τόσο μεγάλης σύγχυσης, από τα πολιτικά μέχρι τα ποδοσφαιρικά και τα καλλιτεχνικά. Δεν ακούμε πια τον συνομιλητή μας, ώστε να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε. Προϋπόθεση βέβαια είναι και να υπάρχει ο συνομιλητής, γιατί πλέον βρίσκεται ένα κινητό ανάμεσα στις συναντήσεις των ανθρώπων. Ο καθένας μας σήμερα φέρει ένα κατασκεύασμα, το οποίο είναι πολύ δύσκολο να το διαπεράσει η φωνή του άλλου. 

Αυτό συμβαίνει κατά κόρον και στο θέατρο, για αυτό και πλέον χρειάζεται περισσότερο από ποτέ ο σκηνοθέτης για να συντονίζει πάρα πολύ διαφορετικούς ψυχισμούς και τρόπους σκέψης.

Ζούμε σε μια εποχή τόσο μεγάλης ασυνεννοησίας για το τι είναι καλό, τι είναι κακό, για το τι είναι μοντέρνο στο θέατρο ή παλιομοδίτικο. Όλοι αυτοί οι όροι έχουν αλλοιωθεί απόλυτα. Ο καθένας πορεύεται τρομερά μοναχικά. Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα, και των καιρών και του θεάτρου. Το θέατρο αντικατοπτρίζει αυτό που είναι στη ζωή, δεν μπορεί να βρίσκεται έξω από αυτή.»

www.pskafidas.com

Πιστεύετε ότι μπορεί να αλλάξει αυτό, να συνειδητοποιήσουμε ότι η ασυνεννοησία αυτή δεν είναι λύση;

«Η απάντησή μου σε αυτό θα εξαρτάται από τη διάθεσή μου. Άλλες φορές θα είμαι πολύ αισιόδοξος, θα νιώθω ότι ίσως βρέθηκε μια επαφή, κι άλλες φορές πολύ απαισιόδιοξος.

Σήμερα υπάρχει μια ακατάπαυστη ροή πληροφοριών από παντού και ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει χρόνο να αφομοιώσει τα πράγματα, να βρει εν τέλει σε τι πιστεύει, τι είναι καλό, σωστό ή δίκαιο. Η υπερπληροφόρηση θεωρώ δημιουργεί αβεβαιότητα. Είναι πολύ δύσκολο να πιστεύουμε σε κάτι.»

Η δική σας σχέση με το κινητό;

«Είναι ένα αντικείμενο που μισώ, το απεχθάνομαι, παρόλο που το χρησιμοποιώ. Δεν μπορώ να είμαι εκτός εποχής. Είναι μεν βολικό για κάποια πράγματα αλλά θεωρώ έχει φέρει πάρα πολύ κακό στη ζωή των ανθρώπων.

Ακόμα και στο θέατρο με το ζόρι κρατά κανείς κάποιους θεατές να το έχουν κλειστό ή να μη βγάζουν φωτογραφίες. Έχει μπει στη ζωή μας με έναν τρόπο εθιστικό και τρομακτικό, ειδικά στη ζωή των νέων παιδιών – έχει γίνει προέκταση του εαυτού τους. Με ανησυχεί ιδιαίτερα το θέμα του κινητού και γενικά της τεχνολογίας. Από τη μία αναγνωρίζω ότι είναι χρήσιμη, διευκολύνει κάποιες καταστάσεις και μπορεί κανείς να μάθει πράγματα. Από την άλλη η κατάχρησή της μπορεί να λάβει επικίνδυνες διαστάσεις. Ήδη έχει πάρει, πολλοί άνθρωποι αρχίζουν να μη θυμούνται και ψάχνουν όλα να τα βρουν έτοιμα.

Παλαιότερα έψαχνες λόγου χάρη ένα βιβλίο και ήταν τεράστια ικανοποίηση να το βρεις κάπου. Τώρα το βρίσκεις τρομερά εύκολα, ακόμα και σε μη έντυπη μορφή. Έχει χαθεί η μαγεία του να ανακαλύψεις κάτι με περισσότερο κόπο, το οποίο πιστεύω είναι πολύ σημαντικό και για το μυαλό και για την ψυχή μας.

Το Facebook, το Instagram, οι φωτογραφίσεις, οι followers… Όλα αυτά με σαστίζουν, μού φαίνονται μια απίστευτη ανοησία αλλά έχουν πάρει τόσο μεγάλες διαστάσεις. Έχουμε παρασυρθεί σε αυτό το ρεύμα και δεν ξέρω πού θα μας οδηγήσει.»

Μιλώντας για τις φωτογραφίες, τις selfies, την προβολή.. Αυτή δεν είναι και η αντίληψη του ήρωά σας; Ότι αν οι γιοι του είναι όμορφοι και αρεστοί, θα πετύχουν; Κυριαρχεί αυτή η άποψη σήμερα;

«Υπάρχει αυτό σήμερα πάρα πολύ. Παρόλο που το έργο γράφτηκε πριν από 70 χρόνια, βλέπεις την πλάνη – στην οποία έχει παγιδευτεί και ο ήρωας – ότι για να πετύχεις πρέπει να είσαι αρεστός, να έχεις τις σωστές γνωριμίες, να είσαι όμορφος, να έχεις προσωπικότητα… Όλο αυτό το σερβίρισμα που έχει χάψει από το Αμερικάνικο Όνειρο και το οποίο δεν αντιλαμβάνεται ότι τον οδηγεί καταστροφικά προς το τέλος του.

Μια παρόμοια κατάσταση ζούμε στις μέρες μας: Για να υπάρχουμε θέλουμε την επιβεβαίωση ότι αρέσουμε στους άλλους. Υπάρχουν άνθρωποι που στεναχωριούνται ή χαίρονται αν πήραν like στο Facebook τους. Ζουν με αυτό, θέλουν να αρέσουν. Και αυτό είναι τόσο επικίνδυνο αν πρώτα δεν έχεις μια καλή σχέση με τον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτή που ευτυχώς βρίσκει ο γιος του Γουίλλυ στο έργο και αποτελεί μια ελπίδα για τον άνθρωπο η αντίθεση που έχει από τον πατέρα του.

Όλα αυτά σε απομακρύνουν από το να δεις ποιος πραγματικά είσαι και ουσιαστικά τι θέλεις. Μπαίνεις σε ένα σύστημα που σε καταστρέφει, επειδή σου υπόσχεται μια επιτυχία γρήγορη.»

Ο έρωτας έχει αλλάξει; Μπορούμε να ερωτευτούμε σήμερα μέσω διαδικτύου;

«Στο ερωτικό θέμα είμαι αισιόδοξος. Ο άνθρωπος έχει σώμα και τα νιάτα θέλουν να γευτούν αυτήν την ευτυχία που είναι ο έρωτας. Είναι ένα ένστικτο και ένα απαραίτητο “οξυγόνο” για να ζούμε οπότε θέλω να ελπίζω ότι ο έρωτας διατηρείται. Μπορεί να έχει πάρει άλλες μορφές για κάποιους, να γνωριστεί κανείς μέσω facebook και μετά να συναντηθεί με τον άλλο, είναι και αυτό σημείο των ημερών μας. Πιστεύω όμως ότι το ερωτικό κομμάτι εξακολουθεί να είναι μια ελπίδα για τη ζωή και τον άνθρωπο. Δεν θέλω να πιστεύω ότι και αυτό το έχει καταστρέψει η τεχνολογία – σίγουρα βέβαια το έχει επηρεάσει λίγο.»

Ποιος είναι για εσάς ο Γουίλλυ Λόμαν; Είναι ο γείτονάς μας, τον έχετε συναντήσει στην καθημερινότητά σας;

«Για τον Γουίλλυ έχω αναφορές και από τον πατέρα μου, ο οποίος υπήρξε πλασιέ εκείνα τα χρόνια που γύριζαν στην επαρχία και προσπαθούσαν να πουλήσουν. Ώρες ώρες μάλιστα έχω σκεφτεί ότι μπορεί να περπατάω σαν τον πατέρα μου σε αυτόν τον ρόλο. Τώρα για τον Γουίλλυ Λόμαν ως πατέρας που αγαπάει πολύ τα παιδιά του, που πιστεύει ότι είναι πολύ σπουδαία και εθελοτυφλεί, που φαντασιώνεται ότι είναι πιο σημαντικός από όσο πραγματικά είναι το έχω δει σε πολλές παραλλαγές σε πολλούς ανθρώπους γύρω. Ακόμα και στο ταξί που θα μπεις και καταλαβαίνεις ότι ο ταξιτζής με έναν τρόπο θέλει να υπάρξει λέγοντας “ξέρεις ποιος είμαι εγώ;”. Αυτή την ατάκα τη λέει και ο Γουίλλυ και πάρα πολλοί άνθρωποι που δεν αντέχουν να είναι ασήμαντοι ή άγνωστοι ή μέτριοι σε αυτό που κάνουν και προβάλλουν κάτι που δεν είναι. Αυτό το συναντάμε πολύ συχνά.  

Ή μετά όταν βλέπουμε όλους αυτούς τους γονείς σε αυτά τα τηλεοπτικά πράγματα που πάνε και χειροκροτούν τα παιδιά τους είτε για τη φωνή τους, είτε ως ως μοντέλα είτε ως φοβεροί αθλητές και έχουν φέρει μαζί τους όλη τη γειτονιά να τους ζητωκραυγάσει, το βλέπεις έχουν πολλά (στοιχεία) από τον Γουίλλυ Λόμαν. Είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που πολύ γρήγορα θέλουν να πιάσουν την καλή και δεν γνωρίζουν τις πραγματικές χαρές της ζωής. Τις υποβαθμίζουν. Στον ήρωά μου, παρόλο που του έδινε χαρά το να μαστορεύει, να έχει έναν κήπο, να είναι στη φύση, όλα αυτά τα υποβαθμίζει, ενώ αυτά κατά βάθος ήθελε η ψυχή του. Αλλά έχει παγιδευτεί τόσο στο όνειρο της γρήγορης επιτυχίας που δεν βλέπει την αληθινή του φύση και τις πραγματικές του ανάγκες.

Αυτό πιστεύω το έχουν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον πλανήτη, για αυτό και το έργο είναι διαχρονικό. και σπουδαίο, επειδή μιλά για αυτό το θέμα: Πόσο μπορεί να διαστρεβλώσει κανείς τη φύση του εν ονόματι του ονείρου που υπόσχονται οι διάφορες καπιταλιστικές κοινωνίες.»

Το έργο διαδραματίζεται στην Αμερική του 1920. Εκατό χρόνια μετά είναι σαν να μιλά για την οικονομική κρίση. Πρόκειται για λούπα της ιστορίας ή είναι αυτό που είπατε, ότι το θέμα του είναι διαχρονικό;

«Θα απαντούσα εύκολα ότι είναι μια λούπα της ιστορίας, με την έννοια ότι η ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται. Πάντα υπάρχουν οι ισχυροί, οι πλούσιοι και αυτοί που ονειρεύονται να γίνουν πλούσιοι. Πάντα υπάρχει η αδικία και ένα σύστημα που σε πετάει έξω, που σε ξεζουμίζει. Αυτό γίνεται πάρα πολλούς αιώνες με διάφορες παραλλαγές. Όσο μεγαλώνω, πιστεύω ότι ο κόσμος είναι μια διαρκής πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό, η οποία παίρνει πολλές μορφές μέσα από τα διάφορα πολιτικά συστήματα και όλους τους “-ισμούς”. Επομένως δεν νομίζω ότι είναι μόνο θέμα του Μίλλερ, αλλά ότι είναι νόμος της ύπαρξης και της ζωής. Ο άνθρωπος από τη μια θέλει να υπάρξει, θέλει να τον προσέξουν, θέλει να τον χειροκροτήσουν, θέλει να τον θαυμάσουν και το σύστημα βρίσκει διάφορους τρόπους να του το υπόσχεται αυτό. Κάποιοι την πατάνε. Άλλοι που έχουν μεγαλύτερη αυτοσυνείδηση είναι αυτοί που πάνε με τη μεριά του καλού.»

Σήμερα η πλάστιγγα προς τα πού γέρνει περισσότερο;

«Σαφώς ζούμε σε μία εποχή που η ψαλίδα μεταξύ φτωχών και πλουσίων έχει ανοίξει σε τρομακτικό βαθμό. Υπάρχουν οι ισχυροί και οι αδύναμοι. Και οι αδύναμοι τι έχουν να κάνουν παρά να ονειρεύονται ότι θα τους έρθει το λαχείο ή θα πιάσουν την “καλή” με κάποιον τρόπο. Ζούμε σε μια πολύ σκληρή εποχή, όπου η αδικία είναι διεθνώς σε τεράστια έξαρση. Πραγματικά κανείς δεν ξέρει πού θα μας οδηγήσει. Μπήκε και η τεχνολογία σε όλο αυτό καθώς και η κατάρρευση οποιασδήποτε ιδεολογίας. Αριστερά, κομμουνισμός… Αυτές οι έννοιες έχουν ξεθωριάσει, ο κόσμος δεν πιστεύει πια σε αυτά. Υπάρχει μια τεράστια άπλα του καπιταλισμού. Να προσθέσω και το προσφυγικό που είναι ένα ακόμη μείζον ζήτημα. Βιώνουμε μια φρικτή εκδοχή του δίπολου “καλό-κακό”. Η εποχή μας φαίνεται σίγουρα χειρότερη από μερικές δεκαετίες πριν.»

Άρα δεν είστε αισιόδοξος για το μέλλον.

«Όχι δεν είμαι. Η μόνη αισιοδοξία που τρέφω προκύπτει από την ίδια τη ζωή: Ότι ο άνθρωπος θα συνεχίζει να παλεύει και ίσως κάποια στιγμή καταφέρει να επικρατήσει κάτι καλύτερο. Τώρα πάντως φαίνεται ότι κυριαρχεί το κακό.»

“Ένας εμποράκος πρέπει να ονειρεύεται”, λέει στο έργο. Είναι σαν να λέμε ότι πρέπει να δίνεις το “καρότο” στο άλογο για να συνεχίσει;

«Ναι γιατί το όνειρο, η ελπίδα, η προσδοκία είναι τόσο αλληλένδετα με τον άνθρωπο. Από τη μία μπορεί να είναι καταστροφικά αλλά από την άλλη συντηρούν τους ανθρώπους. Δεν μπορούμε να μην ονειρευόμαστε, είτε κανείς είναι εμποράκος είτε είναι ηθοποιός ή ο,τιδήποτε. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, λένε. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να μην ελπίζει – από μία άποψη, η ελπίδα είναι το μόνο που έχει.»

Τι είναι για εσάς το Αμερικανικό Όνειρο. Στην Ελλάδα υπήρξε “ελληνικό όνειρο”;

«Το Αμερικανικό Όνειρο υπό μία έννοια είναι πλέον οικουμενικό. Υπάρχει παντού, σε όλες τις κοινωνίες. Δεν έχουν Αμερικανικό Όνειρο οι Ρώσοι ή οι κεντροευρωπαϊκές χώρες που κάποτε είχαν κομμουνιστικό καθεστώς; Τι είναι αυτό το Όνειρο: Μια άνετη ζωή, καταναλωτικά αγαθά, να μας μάθουν-να είμαστε γνωστοί, διάσημοι και να βγάλουμε λεφτά. Αυτό πλέον δεν είναι ένας ευσεβής πόθος των Αμερικανών: Είναι το όνειρο όλου του πλανήτη πια. Και υπόσχεται ότι η ζωή αξίζει μόνο αν βγάζεις λεφτά και σε ξέρουν…

Είναι μια μεγάλη παγίδα αυτό γιατί η ζωή έχει τόσα άλλα. Σημαντικός είσαι από τη στιγμή που υπάρχεις, δεν χρειάζεται να στο επιβεβαιώνουν τα likes και οι άλλοι. Για να το καταλάβει κανείς όμως, χρειάζεται μια ωριμότητα, η οποία προϋποθέτει παιδεία.

Στην Ελλάδα, εκεί που πάσχουμε πάνω από όλα είναι η παιδεία. Βγάζουμε νέες γενιές παιδιών που το μόνο που μαθαίνουν είναι αυτό που θα τους κάνει να πάρουν ένα χαρτί και να φτιάξουν ένα καλό βιογραφικό. Δεν έχω δει περισσότερη αμορφωσιά στους νέους ανθρώπους από ότι στις μέρες μας. Η μόρφωση έχει γίνει στοχευμένη για το επάγγελμα του καθενός. Ο άνθρωπος πρέπει να αποκτά μια παιδεία και μια μόρφωση που θα τον βοηθήσει να δει τον εαυτό του. Όλα τα άλλα είναι χίμαιρες. Η παιδεία είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι η μεγαλύτερη αξία σε μια χώρα. Στην Ελλάδα η παιδεία τρέφει πλέον αυτή τη χρησιμοθυρική σκέψη του “πώς θα πετύχω στο επάγγελμά μου και μόνο”. Ως αποτέλεσμα, σε όλα τα άλλα γίνεται κανείς ένας ακαλλιέργητος, αγενής, άσχετος άνθρωπος.»

Διαπιστώνετε αγένεια άρα σήμερα στους νέους;

«Όχι μόνο στους νέους, διαπιστώνω γενικότερα αγένεια. Απλώς οι νέοι, ενώ είναι εξαιρετικά παιδιά και πολλές φορές πιο έξυπνα από εμάς, αναγκάζονται να μαθαίνουν μόνο αυτά που πρέπει να μάθουν. Δεν γίνεται η παιδεία να είναι τόσο μονόπλευρη, που θέτει σαν στόχο μόνο την καριέρα, το πτυχίο, το μεταπτυχιακό, το διδακτορικό για να πάρεις μια καλύτερη θέση. Και να μην ξέρεις π.χ. ότι ο Σοφοκλής έχει γράψει επτά σωζόμενες τραγωδίες. Ή να μην ξέρεις τι πραγματεύεται η Αντιγόνη, ο Οιδίποδας… Μια τέτοια παιδεία που πια είναι μόνο μέσα από τεχνολογία, χωρίς να παρέχει ευρύτερη μόρφωση, τι πολίτες μπορεί να φτιάξει;»

Η σχέση του Γουίλλυ με τον γιο του, Μπιφ, είναι σπαρακτική. Πώς παρουσιάζεται η οικογένεια Λόμαν στο έργο και πώς συγκρίνεται με την ελληνική οικογένεια;

«Νομίζω το συγκινητικό στοιχείο του έργου είναι πόσο πολύ ο πατέρας αγαπά αυτό το παιδί. Είναι σαν μια προέκταση του εαυτού του, έχει μια εμμονή μαζί του και θέλει να πετύχει ό,τι δεν πέτυχε ο ίδιος. Αναζητά διαρκώς την αγάπη του, ειδικά μετά από ένα καταστροφικό περιστατικό του παρελθόντος που απογοήτευσε τον Μπιφ.

Σε σχέση με την ελληνική οικογένεια υπάρχει η εξής ομοιότητα: Επειδή η αλήθεια είναι πολύ δύσκολο σε ένα σπίτι να ειπωθεί  Είναι δύσκολο να μιλά κανείς αληθινά, να πει πώς αισθάνεται, να παραδεχτεί ότι απέτυχε και ο άλλος να τον παρηγορήσει για να βρουν μια άκρη. Είναι μια οικογένεια που ο καθένας “φουσκώνει” τα πράγματα και δεν θέλει να δείξει ποτέ τις πληγές του ή τι τον απασχολεί. Είναι μια οικογένεια, η οποία ζει αυτό που το παιδί καταγγέλλει στο τέλος, ότι δεν είπαμε ποτέ την αλήθεια μέσα σε αυτό το σπίτι. Και αυτό οφείλεται πάρα πολύ στον πατέρα, ο οποίος δεν ήρθε ποτέ να πει στα παιδιά του πώς πραγματικά είναι στη δουλειά του. Πάντα παρουσίαζε τον εαυτό του σπουδαιότερο. Αν υπάρχει κάτι κοινό στις οικογένειες – και δεν ξέρω αν ισχύει μόνο για τις ελληνικές – είναι πως δεν λέγονται τα πράγματα πάντα με αλήθεια και αυτό είναι καταστροφικό. Κρύβονται πράγματα ή παριστάνει κάτι άλλο από αυτό που είναι ο πατέρας στα παιδιά, νομίζοντας ότι έτσι θα τον θαυμάζουν και θα τον αγαπούν. Τελικά φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. »

Έχετε δηλώσει ότι το θέατρο υπήρξε για εσάς μια προτεραιότητα, στην οποία αφιερωθήκατε ολοκληρωτικά. Μιλήστε μας για τη σχέση αυτή. Υπάρχει λαβείν;

«Το να ασχολείσαι με έργα που σου αρέσουν, που αγαπάς είναι κάτι που μου δίνει πολλή ζωντάνια στην ψυχή μου, στο μυαλό μου και στο σώμα. Έχει γίνει ένα νόημα ζωής, ένα κίνητρο. Εάν κάτι έδωσε περιεχόμενο και νόημα στο πέρασμά μου από τη ζωή ήταν κατά πολύ μεγάλο ποσοστό η ενασχόλησή μου με το θέατρο.

Είναι μεγάλο πράγμα να ασχολείσαι με τον άνθρωπο μέσα από τα έργα, να τα επικοινωνείς με άλλους ανθρώπους όπως είναι οι ηθοποιοί και ακόμη μεγαλύτερο να τα επικοινωνείς με το κοινό, που όταν συγκινηθεί από το κείμενο ή από αυτό που κάνεις, είναι μια τεράστια ικανοποίηση. Όχι με την έννοια της επιτυχίας αλλά της σύνδεσης. Γιατί όταν μιλάμε για επιτυχία εννοούμε ότι ένα έργο ή ένας ρόλος επικοινώνησε με τους άλλους. Και αυτό είναι κάτι πολύ παρηγορητικό στο γενικότερο θέμα της ύπαρξής μας, που πάντα είχε ένα ερωτηματικό.

Όλοι μας αναζητούμε έναν νόημα στον γρίφο “γιατί ήρθαμε στη ζωή – γιατί φεύγουμε” και εγώ όντως το βρήκα σε αυτή την ανταλλαγή. Είναι μια ανακούφιση για την ύπαρξή μου το θέατρο.»

Θα σκηνοθετούσατε ποτέ;

«Έχω κάνει στο παρελθόν δυο – τρεις απόπειρες και τώρα ομολογώ μου έχει ξαναγεννηθεί η επιθυμία. Πρέπει να βρω το κατάλληλο έργο. Είναι μια άλλη λειτουργία αλλά θα ήθελα να το κάνω.»

Παρακολουθείτε την επικαιρότητα; Υπάρχει μια είδηση που ξεχωρίσατε;

«Μου κέντρισε το ενδιαφέρον η ψήφος των 170 βουλευτών για τις διακρίσεις στο Σύνταγμα που τελικώς τις καταψήφισαν και μας κατηγόρησε για αυτό και η Ευρώπη.  Είναι μια είδηση πάρα πολύ δυσάρεστη και συντηρητική, ότι κάποιοι άνθρωποι λόγω ιδιαιτεροτήτων τους αποκλείονται από δικαιώματα που έχουν όλοι οι άλλοι. Το βρίσκω από άδικο μέχρι παράλογο. Απορώ που ακόμα δεν έχει κινητοποιηθεί μια ισχυρή φωνή απέναντι σε αυτό, δεν είδα μια θύελλα αντιδράσεων όπως θα περίμενα.»

Σινεμά πηγαίνετε;

«Το πιο αγαπημένο μου πράγμα είναι να βλέπω ταινίες. Δυστυχώς λόγω προβών και παραστάσεων η μόνη ταινία που κατάφερα να δω τελευταία ήταν το “Joker”. Μου άρεσε πολύ και μου άρεσε τρομερά ο ηθοποιός που έπαιζε. Είμαι κινηματογραφόφιλος αλλά δυστυχώς με το θέατρο έχει μειωθεί ο χρόνος, οπότε περιμένω τα θερινά σινεμά τα καλοκαίρια. Θέλω να δω τη νέα ταινία του Αλμοδόβαρ.»

Τι σας φοβίζει;

«Η εποχή που ζούμε, πού θα μας οδηγήσει.»

Τι σας ενοχλεί;

«Η απαγόρευση του καπνίσματος. Βρίσκω παράλογο να απαγορεύεται το τσιγάρο παντού. Είμαι μανιώδης καπνιστής. Όπως ο άλλος λ.χ. έχει δικαίωμα να τρώει κοψίδια και να παθαίνει χοληστερίνη, έχω και εγώ δικαίωμα να διακινδυνεύω με το κάπνισμα. Θα πρέπει να υπήρχαν κάποιοι χώροι που μπορείς να καπνίζεις και να πιεις έναν καφέ – κι εννοείται οι μη καπνίζοντες να το ξέρουν και να μην πηγαίνουν εκεί. Δεν καταλαβαίνω αυτόν τον τόσο αυστηρό διαχωρισμό. Πρέπει να υπάρχουν κάποιοι χώροι και για τους καπνιστές.»

Τι σας αρέσει;

«Να ζωγραφίζω.»

Ο θάνατος του εμποράκου

«Ο Θάνατος του εμποράκου» είναι η ιστορία του Γουίλλυ Λόμαν, ενός ηλικιωμένου πωλητή, ενός περιοδεύοντος πλασιέ, που έφαγε τα πόδια του στο δρόμο και τώρα αισθάνεται ότι είναι άχρηστος. Πάντα υπήρχε κάτι το “ ασταθές ” στον χαρακτήρα του και τη δουλειά του. Αλλά ξαφνικά αυτή η “αστάθεια“ γίνεται καθολική και τον συντρίβει.

Στις αρχές των εξήντα του χρόνων, ο Γουίλλυ βλέπει τη δουλειά του να πηγαίνει χειρότερα από ποτέ. Ξαφνικά κανένας δεν τον ξέρει πια. Στήριξε όλη του την πορεία πάνω στην άποψη ότι αν οι άλλοι σε συμπαθούν, είναι σίγουρο ότι θα πετύχεις. Τις ίδιες ιδέες εμφύσησε και στους δυο γιους του και τώρα περιμένει απ’ αυτούς να εκπληρώσουν όλα όσα ο ίδιος δεν κατάφερε να κάνει στη ζωή του.

Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Καταλειφός, Μαρία Καλλιμάνη, Γιώργος Νούσης, Γιώργος Ζιόβας, Χρήστος Ευθυμίου, Χαρά Μάτα Γιαννάτου, Τάσος Λέκκας, Δημήτρης Αποστολόπουλος, Γιώργος Πατεράκης, Χρύσα Γκινίκη, Ιοκάστη – Aγαύη Παπανικολάου

Μετάφραση – Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνογραφία: Γιώργος Σκεύας

Κοστούμια: Μαρία Κοντοδήμα – Εβελίνα  Δαρζέντα

Μουσική – Ήχοι: Σήμη Τσιλαλή

Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη

Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννης Σαβουιδάκης

Βοηθός σκηνογράφου: Άγγελος Καραβασίλης

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας

Πληροφορίες

Θέατρο Εμπορικόν

(Σαρρή 11, Ψυρρή, τηλέφωνο : 210-3211750)

Παραστάσεις:  Πέμ.-Σάβ., Τρ. 8.30 μ.μ., Κυρ., Τετ. 7 μ.μ.

Τιμή εισιτηρίων: Από € 15.

Διάρκεια: 160′.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα