Ο Σωτήρης Χατζάκης θεωρεί τα κόμματα θρησκείες που σε μαθαίνουν να μισείς

Ο Σωτήρης Χατζάκης θεωρεί τα κόμματα θρησκείες που σε μαθαίνουν να μισείς
Σωτήρης Χατζάκης NDP PHOTO AGENCY

Μια βαθιά, εξομολογητική συζήτηση με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη, Σωτήρη Χατζάκη, για τη συλλογική μνήμη, το θέατρο και τα όνειρα στις συνοικίες των πόλεων εν μέσω κοινωνικής πόλωσης και κορονοϊού.

Ο Σωτήρης Χατζάκης, πέρα από εξαιρετικός ηθοποιός και σκηνοθέτης, είναι και ένας σοφός, οξυδερκής και βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος. Οι γνώσεις του, όμως, δεν εξαντλούνται στο σανίδι, αλλά γίνονται πράξη στην καθημερινότητα, στην επαφή του με τους άλλους ανθρώπους, στη ζωή του ολόκληρη.

Η γνωριμία με το θέατρο και η ουσία της τέχνης

Στην αρχή της κουβέντας μας, γυρίζουμε πίσω στον χρόνο, στα παιδικά χρόνια, στα πρώτα ερεθίσματα, στο οικογενειακό περιβάλλον και στα στοιχεία εκείνα που, άθελά μας καμιά φορά, διαμορφώνουν τον μέλλοντα εαυτό μας.

«Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά αμέσως από τον πρώτο μήνα πήγαμε στην Κρήτη. Έχει καταγωγή ο πατέρας μου από εκεί, η μητέρα μου είναι από την Πελοπόννησο. Στην Κρήτη είναι το χωριό Μοχός της πεδιάδας Ηρακλείου. Εκεί μεγάλωσα τα πρώτα χρόνια. Ο πατέρας μου ανήκε στην Αριστερά και είχε πάει πολλές φορές εξορία, στη Μακρόνησο, στον Ευστράτιο. Εκεί γνωρίστηκε με ανθρώπους της Αριστεράς, που τότε είχε σημαντικούς ανθρώπους στις τάξεις της. Ήταν με τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μάνο Κατράκη, τον Τζαβαλά Καρούσο. Όταν γύρισε, έρχονταν στην αυλή του σπιτιού μας στα Άνω Πατήσια διάφοροι καλλιτέχνες, κινηματογραφιστές, άνθρωποι του θεάτρου και μιλούσαν για την πολιτική, υπήρχαν απαγγελίες ποιημάτων, μου είχαν κάνει τεράστια εντύπωση».

Μπήκα στο θέατρο ίσως από πλήρη γνώση του υπεράριθμου σε οτιδήποτε άλλο

Μπορεί όλα αυτά τα ερεθίσματα, οι εικόνες και οι άνθρωποι να επηρέασαν την καλλιτεχνική του φύση, ωστόσο, το θέατρο μπήκε εντελώς τυχαία στη ζωή του. Μια συγκυρία που έμελλε, τελικά, να κατακλύσει την ψυχή του και να τον κρατήσει στο θέατρο ως σήμερα, 42 ολόκληρα χρόνια, είτε ως ηθοποιό είτε ως σκηνοθέτη. «Για το φουστάνι», μου λέει χαμογελώντας, καθώς περιγράφει την ιστορία που τον οδήγησε στην δραματική σχολή.

«Το πώς μπήκα στο θέατρο, δεν το ξέρω. Ίσως από πλήρη γνώση του υπεράριθμου σε οτιδήποτε άλλο. Δεν ήμουν κοινωνικά χρήσιμος σε τίποτα άλλο, γιατί τα πήγαινα χάλια όπου κι αν πήγαινα. Η πρώτη μου δουλειά ήταν ξυλουργός, είχα δουλέψει σε εργοστάσιο με σόμπες, δούλεψα ως πλασιέ εγκυκλοπαίδειας. Δεν είχα καμία ιδιαίτερη επίδοση. Μία μέρα ήμουν με ένα φίλο μου και εγώ φορούσα κρητικές μπότες και έσερνα τα πόδια μου. Ξέρεις, αυτές είναι βαριές μπότες και ακούγεται ένα σύρσιμο όταν βαριέσαι. Μου λέει ο φίλος μου “τι έχεις;” και του λέω “βαριέμαι”. Μου λέει “μπες εδώ μέσα” και μου δείχνει μία δραματική σχολή. Του λέω “να κάνουμε τι εδώ μέσα; Δεν πάμε να βρούμε κορίτσια;”. “Κι εδώ κορίτσια έχει”, μου λέει. “Ε αφού έχει κορίτσια, πάμε” του είπα και μπήκα».

Σωτήρης Χατζάκης NDP PHOTO AGENCY

Στην “Τενεκεδούπολη” όπου ξεκίνησα, έμαθα να ξοδεύομαι υπέρ κάποιου χωρίς να φαίνομαι

Μέσα από το θέατρο έμαθε να «ξοδεύεται» και παρά την αγάπη του τόσο για την υποκριτική όσο και για την σκηνοθεσία, επιλέγει την πρώτη, καθώς αυτή αποτελεί το κέντρο του ηθοποιού. Άλλωστε, από εκεί ξεκίνησε και εκεί αισθάνεται πως επιστρέφει τα τελευταία χρόνια, προσπαθώντας να συνδυάσει και τα δύο.

«Ανεπίσημα ξεκίνησα από το 1977 και επίσημα από το 1979. Ξεχωρίζω την υποκριτική, γιατί από αυτή ξεκίνησα. Μάλιστα, ξεκίνησα ως ηθοποιός “αντικειμενο θεάτρου”. Με την Τενεκεδούπολη της Φακίνου. Ήμασταν μία ομάδα: Ο Γιάννης Μαρκόπουλος ο γνωστός συνθέτης, η Ευγενία Φακίνου, ο Φακίνος που ήταν και δημοσιογράφος στα “Νέα” για χρόνια, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Αντώνης Αντωνίου. Ήμασταν πίσω από ένα μπερντέ και παίζαμε με τα τενεκεδάκια. Βέβαια, η Ευγενία το είχε κάνει στα μέτρα της και είχαν πιαστεί οι μέσες όλων μας. Εκεί μείναμε για χρόνια και έτσι έμαθα να ξοδεύομαι υπέρ κάποιου χωρίς να φαίνομαι. Υπέρ ενός αντικειμένου για να φαίνεται αυτό. Δηλαδή έμαθα αυτό που λέει ο Ζενέ στον “Σχοινοβάτη”: Να ξοδεύεσαι για τη σκηνή, να ξοδεύεσαι για τον ρόλο, να ξοδεύεσαι για κάτι. Άλλος ξοδεύεται για τα παιδιά του, άλλος για μία ιδέα, άλλος για την επανάσταση, άλλος για την κοινωνική ευημερία, άλλος για τον έρωτα, άλλος για το ποτό. Εμείς για το θέατρο. Μετά βγήκα στο θέατρο και έπαιξα για 10 χρόνια συνεχόμενα σαν ηθοποιός. Ήμουν βοηθός των σκηνοθετών και μετά από 10 – 12 χρόνια στην υποκριτική έκανα την πρώτη μου σκηνοθεσία και, μάλιστα, σε παιδικά. Ξεκίνησα από παιδικά, γιατί εκεί είναι οι πιο αυστηροί κριτές. Πέρασα στην σκηνοθεσία σιγά σιγά. Δηλαδή μαθήτευσα πρώτα, κάτι που δεν γίνεται σήμερα και με στενοχωρεί. Μπαίνουν άνθρωποι κατευθείαν στη σκηνοθεσία, αλλά αυτό απαιτεί ένα καταστάλαγμα ψυχής και γνώσης. Κάποια στιγμή εγκατέλειψα την ηθοποιία για πολλά χρόνια λόγω σκηνοθεσίας και λόγω των κρατικών σκηνών, γιατί διηύθυνα και τις δύο. Τώρα επέστρεψα στο κέντρο της θεατρικής πράξης, που είναι ο ηθοποιός. Γι’ αυτό το τελευταίο διάστημα (και) παίζω».

Η κλασικότητα, οι πειραματισμοί και η λογοκρισία

Μέσα από τις πολλαπλές παραστάσεις που έχει ανεβάσει όλα αυτά τα χρόνια, είναι εμφανές πως ο ίδιος περιστρέφεται γύρω από την κλασικότητα των έργων. Ψάχνει βαθιά τα κείμενα που έχει στα χέρια του, εντοπίζει την ουσία τους και αυτήν ακριβώς προσπαθεί κάθε φορά να παρουσιάσει επί σκηνής. Παραμένει πιστός στο νόημα και αντιμετωπίζει με απόλυτο σεβασμό το υλικό του, κάτι που βγαίνει και στην παράσταση.

«Ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και η Βίβλος δεν συμπληρώνονται. Δεν έχεις να πεις κάτι παραπάνω. Αυτό πρέπει να το παραδεχτεί κάποιος για να ησυχάσει, για να μην τρελαίνεται και προσθέτει στον Ευριπίδη. Δεν συμπληρώνεται, τα έχουν πει όλα. Οπότε δεν είναι η δουλειά σου να διατυπώσεις κάτι καινούργιο, αλλά να κατανοήσεις βαθιά και να νιώσεις το νόημα αυτών των έργων για να μην γίνεις εμπόδιο ανάμεσα στο κοινό και στο νόημα του έργου. Ήδη είναι πάρα πολύ μεγάλο πνευματικό κατόρθωμα να καταλάβεις και να νιώσεις τα έργα. Είναι μία αποστολή και μία διάρκεια ζωής αυτό. Μόνο την αρχαία τραγωδία να πάρεις, δεν σου φτάνει μία ζωή για να είσαι αγωγός, έτσι ώστε το νόημα και η συγκίνηση του έργου να φτάνει κάτω. Να μην μπερδεύεται ο θεατής. Κι εσύ, γίνεσαι ένας θρόμβος στο κυκλοφοριακό του έργου και του θεατή. Ο θρόμβος είναι η έπαρσή σου, η αλαζονεία σου ή η ανάγκη σου να κάνεις κάτι άλλο στη φόρμα. Εντάξει, να κάνεις κάτι άλλο στη φόρμα, αλλά δεν πρέπει να σκοτώσεις το νόημα.

Άνθρωποι που υπερασπίζονται τα κλασικά κείμενα θεωρούνται πασέ σήμερα

Οι άνθρωποι που υπερασπίζονται τα κλασικά κείμενα και υπερασπίζονται ότι στον θεατή αφηγείσαι μία ιστορία με αρχή μέση και τέλος, με καθαρότητα, με διαύγεια και με το νόημα του έργου, θεωρούνται πασέ σήμερα. Σου λέει, τι καινούργιο έκανες στη φόρμα; Το κάθε έργο είναι περιεχόμενο και φόρμα, το περιεχόμενο είναι τι λέω και η φόρμα πώς το λέω. Εν δυνάμει, στα μεγάλα έργα στο τι λέω, περιέχεται και το πώς. Αλλά ακόμα κι αν αυτό δεν συμβαίνει, το πώς έτσι κι αλλιώς είναι το στοίχημα της τέχνης μας, να βρίσκουμε φόρμες με τη σωστή αισθητική. Αλλά αν σκέφτομαι πώς θα το πω και ξεχνάω τι λέω, δεν έχει νόημα».

Σωτήρης Χατζάκης NDP PHOTO AGENCY

Για να κάνεις αποδόμηση πρέπει να γνωρίζεις πολύ καλά το κλασικό, αλλιώς τι αποδομείς;

Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε όλο και πιο συχνά σκηνοθετικά εγχειρήματα που πολλές φορές ξεφεύγουν από την ουσία του έργου και πρωτοτυπούν απλώς για να πρωτοτυπήσουν, για χάριν εντυπωσιασμού. Παραστάσεις που κινούνται στα όρια του μεταμοντέρνου, αλλά δεν επιτυγχάνουν πάντοτε τον στόχο της θεατρικής παράστασης, που είναι να κάνουν τον θεατή να αισθανθεί και να του αφήσουν κάτι φεύγοντας. Ρωτάω την άποψή του για τους πειραματισμούς αυτούς, αλλά και για τα όρια τους, αν έχουν.

«Ο πειραματισμός είναι ευπρόσδεκτος όταν είναι γνήσιος και εμπεριστατωμένος. Για να κάνεις αποδόμηση πρέπει να γνωρίζεις πολύ καλά το κλασικό, αλλιώς τι αποδομείς; Επομένως, υπάρχει ένα σοβαρό κίνημα πειραματικού θεάτρου που ασχολείται με την αποδόμηση, την ντεκατάνς, το μεταμοντέρνο που έρχεται κυρίως από Βόρεια όπως από την Γερμανία, αλλά δεν εκπροσωπείται σοβαρά στην Ελλάδα. Εκπροσωπείται θραυσματικά και ελλιπώς, δηλαδή χωρίς γνώση. Στην Ελλάδα έκανε μια πολύ σπουδαία τότε κίνηση ο Γιάννης Χουβαρδάς με το “Αμόρε”. Πέτυχε να κατεβάσει τον ηλικιακό μέσο όρο και κατάφερε να φέρει νέο κόσμο στο θέατρο. Ο Γιάννης πρότεινε τη δική του αισθητική. Τον μιμήθηκαν πολλοί. Όταν αυτό το πράγμα πήγε, όμως, στο Εθνικό, έγινε μία ασυναρτησία και μία μονομέρεια. Μετά όλοι αυτοί που μιμήθηκαν τον Γιάννη άρχισαν και έκαναν μπούρδες, με αποτέλεσμα να φτάσουμε εδώ. Ξεκίνησε περίπου από το 2000, το 2005-6 άρχισε να οργανώνεται σοβαρά και φτάσαμε στην απόλυτη μπουρδολογία σήμερα. Ενώ θα έπρεπε αυτά τα κινήματα (μεταμοντέρνο, ντεκατάνς, αποδόμηση) να εκπροσωπούνται σοβαρά στη χώρα μας, γιατί είναι πραγματικά σοβαρά κινήματα στο εξωτερικό, τα οποία όμως γνωρίζουν εκεί».

Οι μεγάλοι συγγραφείς καταγγέλλουν την ευθραυστότητα του συστήματος, το οποίο έχει την αλαζονεία του αλάθητου

Τα αίτια, όμως, αυτής της στροφής προς τον πειραματισμό και της υπέρμετρης ανάγκης να αποδομήσει κανείς ένα έργο σήμερα, φαίνεται πως είναι πιο βαθιά. Ο Σωτήρης Χατζάκης εκφράζει ένα πολιτικό και πολιτιστικό σχόλιο επ’ αυτού, αναφέροντας:

«Κάθε σύστημα είναι ένα δόγμα εξουσίας. Συνήθως το σύστημα το συγκροτούν η οικονομία, η πολιτική και η θρησκεία, γι’ αυτό και κυβέρνηση δεν κάνεις αν δεν έχεις τα ΜΜΕ, το επιχειρείν. την εκκλησία. Αυτό το δόγμα εξουσίας έχει την αλαζονεία του αλάθητου. Τα μεγάλα θεατρικά και λογοτεχνικά έργα επισημαίνουν ότι αυτό το αλάθητο δεν είναι αληθές, ότι είναι και λανθασμένο. Δηλαδή βρίσκουν τις ρωγμές του συστήματος. Ο Ίψεν, ο Στρίνγκμπεργκ, ο Έλιοτ, ο Τόμας Μαν, αυτοί όλοι καταγγέλλουν την ευθραυστότητα του συστήματος, σε αντίθεση με την αλαζονεία που λέει ότι είναι αλάθητο. Τι κάνει, λοιπόν, το σύστημα; Για να μην απαγορεύσει άμεσα, όπως κάνει ο Ερντογάν που απαγορεύει τον Ντάριο Φο, κάνει το εξής. Εκπαιδεύει μία γενιά αμόρφωτων παιδιών, τα οποία βαριούνται να κάτσουν να διαβάσουν, τα ονομάζει μεταμοντέρνα ή πειραματικά και τα βάζει να διαλύουν τα έργα. Αυτοί είναι ευνοημένοι από τους δημοσιογράφους, γιατί και οι δημοσιογράφοι βαριούνται να ψάξουν. Οι δημοσιογράφοι λένε για να το κάνει ο καλλιτέχνης θα ξέρει, έπειτα το κοινό λέει για να το λέει ο καλλιτέχνης και ο δημοσιογράφος θα ξέρουν και τελικά πάνε και βλέπουν μια μπούρδα. Όπου τι γίνεται εκεί; Συσκοτίζεται το νόημα.

Το σύστημα συσκοτίζει το νόημα των έργων και έτσι καταστρέφει την καταγγελία εναντίον του

Άρα το σύστημα δεν λογοκρίνει. Το σύστημα δίνει ελεύθερα 100 τέτοιους νεοκόρους και χωρίς να ασκήσει σκληρή και βίαιη λογοκρισία, διαλύει το νόημα των έργων και καταστρέφει την καταγγελία εναντίον του. Και αυτή είναι η αιώνια σύγκρουση με την καθαρή τέχνη, η οποία πάντα θα καταγγείλει κάτι: την ανθρώπινη βία, την αλαζονεία, τη μοναξιά, την αδικία για τη γυναίκα, την αδικία για τη διαφορετικότητα, τα συλλογικά αφηγήματα που μετατρέπονται σε εφιαλτικούς μηχανισμούς. Αυτή η καταγγελία συσκοτίζεται. Συσκοτίζουν τα έργα και δημιουργούν ένα κοινό το οποίο εκπαιδεύεται θεατρικά με αυτά. Όταν αργότερα θα δει ένα έργο ο θεατής και θα καταλάβει το νόημά του, θα πει: αυτό είναι πολύ κλασικό, είναι πασέ, πού είναι τα κόλπα; Δεν υπάρχει πιο συνειδητά σύγχρονο πράγμα από το κλασικό. Αν θες να πειραματιστείς, βεβαίως, αλλά θα πρέπει να ξέρεις τη σύνθεση ολόκληρη για να κάνεις την αφαίρεση. Όχι αυθαίρετα. Συνήθως χωρίς να ξέρουν τη σύσταση, αφαιρούν. Αυτό, δυστυχώς, είναι και πολιτικό και πολιτιστικό σύμπτωμα. Και έχουμε μεγάλα ιδρύματα αυτή τη στιγμή που ασκούν μεγάλο ιμπεριαλισμό πάνω στο θέατρο με αυτό το κίνημα του μεταμοντέρνου».

Το έργο θα σε διαλέξει εκείνο, όταν είναι η ώρα σου για να το νιώσεις

Πώς διαλέγει, όμως, ένας σκηνοθέτης το έργο που θα ανεβάσει; Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που τον κάνουν να επιλέξει αυτό και όχι το άλλο; Πρόκειται για μια ανάγκη του συντελεστή, για μια εμμονή, για απλή προτίμηση; Ο Σωτήρης Χατζάκης τα καταρρίπτει όλα και θεωρεί μεγάλη ασέβεια να θεωρήσεις πως εσύ διάλεξες το έργο, καθώς πιστεύει πως ένα έργο διαλέγει τον σκηνοθέτη του την κατάλληλη στιγμή.

«Πιστεύω απόλυτα ότι ένα έργο σε διαλέγει, δεν το διαλέγεις. Γιατί αυτά είναι πάντα εκεί, αθάνατα και αιώνια και έχουν θέσει κρίσιμα ερωτήματα. Τρία είναι τα μεγάλα ερωτήματα: προέλευσης (από πού ερχόμαστε), διαμονής (τι κάνουμε εδώ πού είμαστε) και προορισμού (πού πάμε). Εσύ όταν είσαι ανέτοιμος, δεν μπορείς να τα καταλάβεις τα έργα. Θα σε διαλέξει το έργο όταν είσαι ωραίος, δηλαδή στην ώρα σου για να το νιώσεις. Το έργο θα αναζητήσει μέσα στο σώμα σου ένα συμμετρικό αντίστοιχο. Ένα θρήνο, μια χαρά, μια μοναξιά, ένα μαρτυρολόγιο, μία ομολογία ψυχής. Ένα δικό σου βίωμα, που να λέει «ξέρεις, το πέρασα κι εγώ αυτό». Άμα το δει αυτό το έργο μέσα σου, στην καρδιά σου, στους πνεύμονές σου, στα σπλάχνα σου, τότε θα σε διαλέξει γιατί θα μπορείς να το αναγνώσεις και τότε θα το κάνεις καλά. Άμα δεν σε διαλέξει, θα το κάνεις λάθος».

“Συνοικία το όνειρο”, ένα εξαιρετικά επίκαιρο έργο

Αυτή την περίοδο, ετοιμάζεται πυρετωδώς για το ανέβασμα της παράστασης «Συνοικία το όνειρο» στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, η οποία θα κάνει πρεμιέρα στις 6 Νοεμβρίου 2020. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη θεατρική μεταφορά της ομώνυμης, θρυλικής ταινίας του Αλέκου Αλεξανδράκη. Το εμβληματικό έργο του ελληνικού κινηματογράφου, που προκάλεσε σάλο την δεκαετία του ’60, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο σανίδι σε θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη.

"Συνοικία το όνειρο" στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο

Με απασχολεί το θέμα της φτώχειας ως ενόχληση στους βολεμένους

«Η Συνοικία το όνειρο με διάλεξε και εμένα και όλους τους ηθοποιούς. Δέκα χρόνια θέλω να το ανεβάσω αυτό το έργο. Γιατί με απασχολεί ένα θέμα, που απασχόλησε και τα Παράσιτα, τον Κουροσάβα, τον Ντοστογιέφσκι: η φτώχεια. Η φτώχεια ως ενόχληση στους βολεμένους. Η φτώχεια ως ένα σμάρι ανθρώπων καταφρονεμένων, ταπεινών και αποσυνάγωγων από την κεντρική κοινωνία. Είδα αυτόν τον “Ασύρματο”, τον χώρο όπου έκανε ο Αλεξανδράκης την ταινία, που είναι κάτω εκεί στην γούβα. Ένα σωρό άνθρωποι που ζουν στα όρια της φτώχειας και πολύ πιο κάτω, ελπίζουν και ονειρεύονται, νέοι άνθρωποι που γεννιούνται και πεθαίνουν εκεί. Συγκινήθηκα πάρα πολύ και είπα ότι αυτό είναι ένα σύγχρονο έργο. Γιατί αν δεις τις στατιστικές της φτώχειας στον σύγχρονο κόσμο είναι τρομακτικές. Στην Ελλάδα τα μνημόνια έφεραν στη χώρα την οικονομική εξαθλίωση, υπάρχουν τόσες πολλές ανθρώπινες τραγωδίες. Άνθρωποι καταστράφηκαν οικονομικά, διαλύθηκαν γάμοι, διαλύθηκαν ιστορίες, άνθρωποι αυτοκτόνησαν, αυξήθηκαν οι άστεγοι, αυξήθηκαν τα συσσίτια της εκκλησίας. Δεν μπορείς να το παραβλέψεις αυτό, επειδή εσύ είσαι ελαφρά πονεμένος και επειδή είσαι ο αυλικός της εξουσίας, ο αυλικός. Οπότε είδα αυτό το έργο, συγκινήθηκα από τους ήρωες και μετά είδα και την περιπέτειά του».

Η ταινία λογοκρίθηκε άγρια. Είναι ένα έργο κουτσουρεμένο, αλλά ακόμη κι έτσι είναι αριστούργημα

Η ταινία του Αλεξανδράκη, σε σενάριο Τάσου Λειβαδίτη και Κώστα Κοτζιά, θεωρείται η πρώτη ελληνική νεορεαλιστική ταινία, καθώς αποτύπωσε την φτώχεια, την περιθωριοποίηση, τις δυσχέρειες, την οικονομική εξαθλίωση, τον άνθρωπο που παλεύει για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτά ενόχλησαν την εξουσία της εποχής. Αρχικά απαγορεύθηκε η προβολή της από την Υπηρεσιακή κυβέρνηση Κωνσταντίνου Δόβα, καθώς εκείνα τα χρόνια η κυβέρνηση Καραμανλή προσπαθούσε να ανορθώσει την ελληνική οικονομία και να κάνει ελκυστική τη χώρα στους ξένους τουρίστες και επενδυτές.

«Το 1961 λογοκρίθηκε άγρια από την τότε κυβέρνηση. «Τι είναι αυτό, η Ελλάδα δεν είναι έτσι, η Ελλάδα είναι μια χώρα πολύ ωραία, δεν υπάρχει φτώχεια, όλοι είναι ευτυχισμένοι» σκέφτηκαν και το έκοψαν το έργο. Το μεγαλείο του Λειβαδίτη, του Κοτζιά, του Μίκη που ήθελαν να φέρουν αυτό το κίνημα στην Ελλάδα. Έκαναν αυτό το έργο, η λογοκρισία το ξέσκισε και όχι μία φορά. Λογοκρίθηκε πολλές φορές με αποτέλεσμα να εισβάλουν τη μέρα της πρώτης προβολής στο “Ράδιο Σίτυ”, να βγάλουν βιαίως έξω τους καλλιτέχνες και το κοινό και να πάρουν τις μήτρες και να τις καταστρέψουν. Επίσης, έκοψαν τον ρόλο του τρελού και στην ουσία πετσόκοψαν όλο το έργο με αποτέλεσμα ο Αλεξανδράκης να πει “δεν το αναγνωρίζω πια”. Φοβούνταν μη βγουν αυτοί οι αποσυνάγωγοι και χαλάσουν την αστραφτερή εικόνα μίας μεταπολεμικής Ελλάδας που ανοικοδομείτο. Εγώ το πήρα και είναι ένα έργο κουτσουρεμένο. Και ακόμα κι έτσι είναι ένα αριστούργημα».

Κατά τη θεατρική διασκευή του έργου, για να το μεταφέρει το έργο από τη μεγάλη οθόνη στο σανίδι, χρειάστηκε να προβεί σε κάποιες αλλαγές, ενώ η ομάδα των συντελεστών έκανε μια βαθιά μελέτη στα κοινωνικά, πολιτικά και αξιακά δεδομένα της τότε εποχής.

«Ανέπτυξα τον ρόλο του τρελού βάζοντας κείμενα του Λειβαδίτη από το συνολικό του έργο, τα οποία συνάδουν με την παράσταση. Δηλαδή στο έργο που θα δείτε είναι το κείμενο του σεναρίου αυτούσιο, ό,τι έμεινε και συμπλήρωσα τον τρελό ο οποίος είναι πολύ σημαντικός ρόλος γιατί αποκαλύπτει όλες τις ρωγμές, ο οποίος τα κείμενά του στο 90% είναι του Λειβαδίτη και στο 10% δικά μου και περίπου 8-9 μονόλογοι τους οποίους έγραψα εγώ και τους προσέθεσα για να μπορεί να υπάρχει θεατρικό βάθος στους ήρωες, γιατί άλλο ταινία και άλλο θέατρο. Να μπορεί να υπάρχει προοπτική προς τα πίσω και ένα σημείο εκκίνησης των χαρακτήρων, που στην ταινία μπορεί να μη χρειάζεται γιατί ένα πλάνο είναι αρκετό.

Η “Συνοικία το όνειρο” είναι μία βουτιά στην κυτταρική μνήμη

Αυτό είναι ένα μείγμα που έγινε με μεγάλο κόπο, με πολλή δουλειά που έχουν ρίξει οι ηθοποιοί μήνες τώρα και με ένα εργαστήρι που προηγήθηκε της πρόβας δύο μηνών. Είδαν την εποχή, την πολιτική τότε, τη θρησκεία, τα παγκόσμια γεγονότα μέχρι τον μισθό και τι κατανάλωνε ένας άνθρωπος φτωχός την ημέρα. Μέχρι τις θερμίδες και το τι μπορούσαν να αγοράσουν. Είναι ένα τεύχος το οποίο τους δόθηκε πριν την πρόβα για να καταλάβουν την εποχή. Είναι σημαντικό να ξέρεις ότι έτρωγαν κρέας μία φορά στους δύο μήνες, ότι είχαν προβλήματα νάτριου και κάλλιου και ότι οι γυναίκες είχαν γυναικολογικά προβλήματα γιατί η διατροφή τους ήταν ελλιπέστατη. Ότι είχαν ηπατίτιδες, ότι τα δόντια τους ήταν χάλια από τα βρωμόνερα και ότι δεν είχαν λεφτά να πάνε στο οδοντιατρείο. Μετά από αυτό μελετήσαμε την κίνηση της εποχής γιατί ήταν άλλη από τη σημερινή, την εκφορά του λόγου, τη γλώσσα της εποχής. Για παράδειγμα, δεν λέμε “κρύωσε” λέμε “πούντιασε”, δεν λέμε “φεύγω”, λέμε “κόβω λάσπη”. Αυτά δεν είναι μάγκικα, είναι ο λαϊκός τρόπος λειτουργίας των ανθρώπων τότε. Των ανθρώπων που όλο τον καιρό είτε φτωχοδιάβολοι, είτε τίμοι, είτε μπαγασάκηδες, είτε απατεωνίσκοι θα φορέσουν τα καλά τους να πάνε στην εκκλησία, θα χορέψουν στην κοινότητα, θα θρηνήσουν μαζί, θα γλεντήσουν μαζί. Αυτό ήταν μία πολύ μεγάλη μελέτη για όλους μας. Και αφορά στους παππούδες μας, στους πατεράδες μας, στις μανάδες μας, στις γιαγιάδες μας. Είναι μία βουτιά στην κυτταρική μνήμη».

Παρόλο που από τα γυρίσματα και την πρώτη προβολή της ταινίας έχουν περάσει περίπου 60 χρόνια, ο Σωτήρης Χατζάκης θεωρεί το έργο εξαιρετικά επίκαιρο σήμα. Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία της παράστασης, άραγε;

«Με δυσκόλεψε να καταλάβω τι σημαίνει πείνα στην πραγματικότητα. Στο “Παλτό” του Γκόγκολ το θέμα είναι το κρύο. Δεν είναι ότι θέλει ένα καινούργιο παλτό για το φαίνεσθαι. Και αυτό, αλλά το κύριο θέμα είναι ότι τα καινούργια παλτά εκείνης της εποχής και της χρονολογίας είχαν διπλή φόδρα από μέσα με γούνα, οπότε κρύωνε. Όταν του το κλέβουνε, πεθαίνει από πνευμονία. Το κεντρικό αίσθημα στον “Μεγάλο Γκάτσμπι” του Φιντζέραλντ είναι η ζέστη. Αν δεν είχε τόση ζέστη μπορεί οι ήρωες να μην ήταν τόσο παραληρηματικοί και τόσο πυρετικοί. Εδώ είναι η φτώχεια. Φέραμε κι ένα γιατρό και μας ανέλυσε τα όρια της υποσίτισης και της φτώχειας. Όταν δεν έχεις να φας για κάποιες μέρες. Αυτό είναι πολύ δύσκολο για ένα σημερινό άνθρωπο, όταν ο καθένας μπορεί να παραγγείλει μια πίτσα. Φτηνή, αλλά μία πίτσα. Όμως, με τον τρόπο που ήρθε ο κορονοϊός, με τον τρόπο που η οικονομία διαλύεται παγκοσμίως και αναδιανέμεται, εδώ θα έρθει μία φτώχεια ξανά μεγάλη. Οι απλοί άνθρωποι θα την υποστούν, κάποιοι δεν θα την υποστούν, γιατί ποτέ δεν την έχουν υποστεί κι αυτό είναι από τη μεριά της εξουσίας. Ένα τέτοιο έργο πρέπει να τους σταθεί, να είναι ο αντιπρόσωπός τους πάνω στη θεατρική σκηνή. Είναι εξαιρετικά επίκαιρο».

Η παράσταση «Συνοικία το όνειρο» θα είναι μουσικοθεατρική, ενώ, όπως σημειώνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο θεατής δεν θα μελαγχολήσει, γιατί το τραγικό στοιχείο “παντρεύεται” με το κωμικό.

«Το έργο είναι κωμικοτραγικό. Θα δείτε γέλια, κλάματα, τραγούδια, χορούς. Είναι τρεις μουσικοί επί σκηνής. Είναι τα υπέροχα τραγούδια του Μίκη και άλλα που μας έδωσε για αυτή την παράσταση. Είναι ένα μεγάλο θέαμα σε μία εποχή πολύ δύσκολη για τέτοια. Είμαστε 15 άτομα επί σκηνής, ηθοποιοί, μουσικοί, τραγουδιστές. Είναι και ευχάριστο. Θα δεις και τις δύο πλευρές».

"Συνοικία το όνειρο" στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο

Να χαίρεσαι όπου χαίρονται οι πολλοί και να λυπάσαι όπου λυπούνται οι πολλοί

Ο ίδιος, πάντως, αισθάνεται συγγενής με το έργο και μπορεί να ταυτιστεί με τους ήρωες, καθώς είχε κοινά βιώματα. Ίσως γι’ αυτό, άλλωστε, να τον διάλεξε.

«Ένιωσα πολύ ωραία με αυτό το έργο γιατί έχω περάσει παρόμοια βιώματα. Σε ένα τέτοιο σπίτι έμενα μικρός, έχω περάσει μεγάλη φτώχεια, τα νερά αυτά που μπαίνουν στα σπίτια τους έμπαιναν και στο σπίτι μου. Νιώθω πολύ συγγενής με αυτούς. Έχω μεγαλώσει πολύ φτωχικά και σε μία διαρκή καταδίωξη από τους νικητές προς τους ηττημένους αυτού του σπαρακτικού εμφυλίου. Οπότε τα ήξερα τα βιώματα, ήξερα τον τρόπο αυτών των ανθρώπων. Σημασία, όμως, έχει να μπορείς να το οικουμενοποιήσεις αυτό το αίσθημα. Να χαίρεσαι όπου χαίρονται οι πολλοί και να λυπάσαι όπου λυπούνται οι πολλοί. Δηλαδή να οικουμενοποιείς την ύπαρξή σου. Κι αυτά τα έργα βοηθάνε πολύ σε αυτό».

Ο κορονοϊός, το υπουργείο Πολιτισμού και το SOS

Η συζήτηση δεν θα μπορούσε να μην εστιάσει και στο θέμα της πανδημίας του κορονοϊού, που επηρέασε σημαντικά τον τομέα του πολιτισμού. Τα θέατρα δέχονται βαρύ πλήγμα αυτή την περίοδο και είναι εξαιρετικά δύσκολος ο ερχόμενος χειμώνας τόσο για τους καλλιτέχνες όσο και για τις επιχειρήσεις του εν λόγω κλάδου. Παράλληλα, η έλλειψη οργάνωσης από το υπουργείο Πολιτισμού, άφησε “ξεκρέμαστη” όλη την καλλιτεχνική κοινότητα.

«Είμαστε στη φάση τρία και έχουμε πληρότητα 30%. Τα θέατρα δεν τη βγάλουν τον χειμώνα. Μπαίνουν όλα τα θέατρα μέσα, εξαφανίζονται τα μικρά, γι’ αυτό και το υπουργείο σκέφτηκε να δώσει μια επιδότηση για τις άδειες θέσεις. Ακούγεται, δεν έχει δοθεί ακόμη, αλλά πιστεύω ότι θα δοθεί. Είναι πολύ καλή κίνηση αυτή, γιατί το υπουργείο ολιγώρησε. Το υπουργείο έτρεχε πίσω από τα γεγονότα, δεν το περίμενε ξαφνιάστηκε όπως ήταν λογικό, όλη η υφήλιος ξαφνιάστηκε. Αλλά έκανε και σημαντικά λάθη και αυτά σας τα λέει ένας άνθρωπος που 5 χρόνια επί ΣΥΡΙΖΑ ήταν απομονωμένος και αποκλεισμένος από παντού. Άρα δεν έχω λόγους να αντιπολιτεύομαι αυτή την κυβέρνηση, κανέναν. Εγώ συγκινησιακά είμαι στο ΚΚΕ. Δεν είμαι μέλος, ούτε θα είμαι ποτέ κανενός κόμματος, γιατί τα κόμματα είναι θρησκείες. Σε μαθαίνουν να μισείς τις άλλες θρησκείες. Αυτή τη στιγμή διαλύεται η καλλιτεχνική κοινότητα. Έπρεπε το υπουργείο να έχει προνοήσει.

Το “οι καλλιτέχνες παίρνουν μαύρα” ήταν μία ισχυρή προσβολή απέναντι στην καλλιτεχνική κοινότητα

Ο Σωτήρης Χατζάκης επεσήμανε τα λάθη που έκανε το υπουργείο Πολιτισμού καθόλη τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ αναφέρθηκε και στο περιστατικό με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη που συζητήθηκε ιδιαίτερα.

«Η δήλωση της υπουργού «οι καλλιτέχνες παίρνουν μαύρα» ήταν μία ισχυρή προσβολή απέναντι στην καλλιτεχνική κοινότητα. Είναι και φίλη μου. Δεν την αντιμετωπίζω ως πρόσωπο αλλά ως θεσμό. Δεν ξέρω αν κάποιοι παίρνουν μαύρα, αλλά της απαντώ: Το σύνολο των ηθοποιών τι κάνει; Έχει πάει η Μενδώνη σε πρόβες, σε υπόγεια που βρωμάνε, σε χώρους παγωμένους, σε αποθήκες που κάνουν πρόβες οι ηθοποιοί, νέοι, χωρίς ένσημα, χωρίς να πληρώνονται πρόβες, να δει τι γίνεται; Έχει συνεννοηθεί με την υπουργό Παιδείας για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας; Αυτό σημαίνει υπουργείο Πολιτισμού. Όχι να κάνεις ασυνάρτητες δηλώσεις και να προκαλείς. Επίσης, πρέπει να ανανεώνει τους συμβούλους της. Γιατί είναι βίαιοι και αλαζονικοί. Όχι μόνο με αυτό αλλά και σε άλλα θέματα. Έχουν ανέβει στο άλογο της εξουσίας και νομίζουν ότι θα είναι για πάντα εκεί. Στην Κρήτη λέμε «όταν είσαι καβαλάρης να τους χαιρετάς του κάτω, γιατί κάποτε θα ξεκαβαλικέψεις». Αυτή τη στιγμή είναι η Ένωση ηθοποιών σε απόγνωση, είναι το ελεύθερο θέατρο σε απόγνωση, τα κρατικά θέατρα παίρνουν μία επιχορήγηση αλλά δεν φτάνει. Πρέπει να είναι έτοιμη η υπουργός και να παρεμβαίνει από πριν.

Ο αγαπητός Μαρκουλάκης διέρρευσε ότι έκανε ένα τηλεφώνημα στον πρωθυπουργό επειδή είναι φίλοι και λύθηκε ένα θέμα. Πολύ καλώς το έκανε ο Μαρκουλάκης και τον ευχαριστούμε. Αλλά είναι απαράδεκτο θεσμικά. Ποιος αποφασίζει σε αυτή τη χώρα; Ένας ιδιώτης παίρνει τον πρωθυπουργό και αυτός παρεμβαίνει; Πού είναι η υπουργός εδώ; Όχι μόνο παρακάμφθηκε, αλλά ακυρώθηκε. Άρα η υπουργός ήταν απούσα. Άρα ο θεσμός παραμερίστηκε χάριν μιας τυχαίας φιλίας. Αν δεν είχε φιλία με τον πρωθυπουργό ο Μαρκουλάκης, αν δεν είχα εγώ, ο ένας ή ο άλλος; Τι θα έκανε το ελληνικό θέατρο; Θα ήταν στο πουθενά;».

Το επιχειρείν χωρίς την πνευματικότητα είναι ένα μηχανιστικό τέρας, που στο τέλος θα φάει και τους εμπνευστές του

Παράλληλα, απηύθυνε έκκληση τόσο στο υπουργείο Πολιτισμού όσο και στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να παρέμβουν άμεσα, καθώς οι καλλιτέχνες και ο πολιτισμός γενικότερα βρίσκονται σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια.

«Τους είπα να συνέλθουν, να οργανωθούν, να αγαπήσουν τους καλλιτέχνες, γιατί οι σύμβουλοί της δεν τους αγαπάνε, να δουν τα προβλήματα από μέσα, να παρέμβουν, να ακούσουν τους φορείς και μετά να βγάλουν τα πορίσματα. Μπράβο τους για το επίδομα. Είναι μια σειρά από κινήσεις, που αν γίνουν και πορευτούμε όλοι μαζί θα περάσουμε τον κορονοϊό με τις λιγότερο δυνατές απώλειες. Γνωρίζω περιστατικό που δημιούργησε σύμβουλος της υπουργού στο Καστελόριζο που πήγε για εθνικά θέματα και ήταν απαράδεκτο. Περιστατικό αλαζονικό, βίαιο και γεμάτο εξουσία κακής ποιότητας. Δεν προχωρώ παρακάτω. Πρέπει ο πρωθυπουργός να γυρίσει να κοιτάξει προς το υπουργείο Πολιτισμού τώρα. Ο πρωθυπουργός έχει τα πάντα στο μυαλό του, για αυτό είναι οι υπουργοί. Αλλά, καλώ τον πρωθυπουργό, που είναι ένας έξυπνος άνθρωπος, να θυμηθεί ότι ο πολιτισμός δεν είναι παράγωγο της ανάπτυξης, αλλά είναι συστατικό στοιχείο της και ότι το επιχειρείν χωρίς την πνευματικότητα είναι ένα μηχανιστικό τέρας, το οποίο στο τέλος θα φάει και τους εμπνευστές του. Η έλλειψη πνευματικότητας μπορεί να οδηγήσει την κεντροδεξιά σε άγριο νεοφιλελευθερισμό. Αυτά λέω στον πρωθυπουργό με αγάπη και χωρίς αντιπαλότητες. Δεν πέφτω στο παιχνίδι της πολιτικής αντιπαλότητας, ποτέ δεν έχω πέσει. Δεν “χτυπάμε” την υπουργό για πολιτικούς λόγους. Δεν μας νοιάζει η πολιτική. Η πολιτική για εμάς που ασχολούμαστε με την ανθρώπινη ψυχή, που θεραπευόμαστε θεραπεύοντας, είναι πολύ μικρή για να μας χωρέσει. Το κάνουμε για να ξυπνήσουν. Αλλά αφού δεν ξυπνάνε, πρέπει να παρέμβει ο πρωθυπουργός».

Η ταυτότητα δεν επιβεβαιώνεται από τον εαυτό της αλλά από τον συγχρωτισμό με την ετερότητα

Η πανδημία, όμως, δεν έχει μόνο επιπτώσεις στην οικονομική επιβίωση των καλλιτεχνών και των θεάτρων, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η τέχνη. Αναφερόμενος στον κορονοϊό, ο Σωτήρης Χατζάκης εξέφρασε τον φόβο του για την διατάραξη της επικοινωνίας των ανθρώπων, της επαφής ανάμεσά τους, της απομάκρυνσης από τη σωματικότητα.

«Η πανδημία είναι μια επίθεση στην ανθρωπότητα. Δεν ανήκω στους συνωμοσιολόγους, τους αρνητές και τους ψεκασμένους. Απευθύνομαι σε όλους και σε αυτούς. Ο ιός υπάρχει, από όπου κι αν προήλθε. Είναι εδώ, είναι σοβαρός, πρέπει να επιβιώσουμε, πρέπει να πειθαρχούμε στους νόμους. Αλλά σε φιλοσοφικό επίπεδο, πρέπει να σκεφτούμε ότι ενάντια στην εξουσία είναι πάντοτε το σώμα. Όλη αυτή η σχέση του ανθρώπου με τη φύση τώρα διαταράσσεται και η σωματικότητα χτυπιέται ανελέητα. Είχε χτυπηθεί από την θρησκεία, το σύστημα, την οικονομία, την πολιτική, την εξουσία. Και τώρα ξαφνικά, αυτή η δύναμη του σώματος να επικοινωνεί διαλύεται από έναν ιό. Ο άλλος δεν σε συμπληρώνει, σε απειλεί. Είναι πλέον ο δολοφόνος σου. Πόσο θα χαίρονταν σήμερα οι Ιεροεξεταστές; Πόσο θα χαίρονταν όλοι οι διαταραγμένοι παπάδες οι οποίοι λένε μην κάνετε αυτό μην κάνετε εκείνο και λειτουργούν σαν τροχονόμοι κάτω από τη μέση των ανθρώπων; Κοιτάνε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει μέσα σε έναν άνθρωπο με μία ψεύτικη ηθική; Όλοι αυτοί τώρα έχουν πάρει τα πάνω τους. Ξαφνικά διαλύονται όλες οι διαφορετικότητες και επικρατεί το πολίτικαλ κορέκτ. Αυτό είναι μία τραγωδία και για τη ζωή και για το θέατρο. Η κατάσταση αυτή φέρνει παθολογίες, φοβικό σύνδρομα και διαλύει αυτό το διαπιστωμένο με αίμα: ότι η ταυτότητα δεν επιβεβαιώνεται από τον εαυτό της αλλά από τον συγχρωτισμό με την ετερότητα. Εγώ έχω μία ταυτότητα, αν δεν συγχρωτιστώ με τον άλλον θα είμαι εν εαυτώ. Θα έχω έναν εγκλεισμό και όλα θα τα κάνω προβολή σε μένα. Πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα περάσει. Αλλά πρέπει να επιβιώσουμε, να είμαστε υγιείς και εμείς στο θέατρο να εφημερεύουμε. Αν ο κόσμος θέλει να βγει να έρθει, να είμαστε εκεί. Αλλά για να είμαστε, μην μας πολεμάνε. Σε εμάς στο θέατρο, που υποτίθεται ότι εφημερεύουμε για να έρθει ο κόσμος και για να μην υπάρξει μια καθολική μελαγχολία, πού είναι η προσοχή και η φροντίδα;».

Σωτήρης Χατζάκης NDP PHOTO AGENCY

Η τηλεόραση, το “Κόκκινο Ποτάμι” και οι επόμενες δουλειές

Ο Σωτήρης Χατζάκης έκανε μια πολύ δυναμική επιστροφή στην τηλεόραση μετά από πολλά χρόνια, συμμετέχοντας πέρυσι στην επιτυχημένη σειρά του Open “Το Κόκκινο Ποτάμι”, όπου υποδύθηκε τον Βασίλη Ζαχάρωφ. Ο ίδιος αγαπά την τηλεόραση, ενώ τονίζει πως θέλει να κάνει πράγματα που τον ευχαριστούν. Μάλιστα, χαίρεται ιδιαίτερα με την επιστροφή της μυθοπλασίας τον τελευταίο καιρό, παρακολουθεί το “Έτερος Εγώ” και τις “Άγριες Μέλισσες”, ενώ δίνει συγχαρητήρια στην ΕΡΤ για την πολύ καλή δουλειά που έκανε φέτος στις σειρές της. Παράλληλα, δηλώνει πως παρακολουθεί και τα ριάλιτι της τηλεόρασης για συγκεκριμένους λόγους.

Βλέπω τα ριάλιτι, γιατί όλοι αυτοί ψηφίζουν

«Είμαι κατενθουσιασμένος με τη συμμετοχή μου στο “Κόκκινο Ποτάμι”. Ήταν συναρπαστική αυτή η επιστροφή. Μας έκαναν ανθρώπους. Μας έφτιαξαν, μας έντυσαν, μας έβγαλαν σωστούς στο κοινό. Σε αυτούς οφείλεται η επιτυχία και σε εμάς τους ηθοποιούς λιγότερο. Χαιρόμουν γιατί όταν με σταματούσε ο κόσμος μας έλεγε «σας ευχαριστούμε για αυτό». Ένα παιδί μου είπε μια φορά: «Μέχρι πριν δω τη σειρά ντρεπόμουν να πω ότι είμαι Πόντιος, το έκρυβα. Τώρα υπερηφανεύομαι και καμαρώνω και το λέω πρώτο». Έχω την πολυτέλεια και τη διαύγεια να συμμετέχω μόνο σε σειρές που μου αρέσουν. Την αγαπώ πολύ την τηλεόραση, αλλά θέλω να συμμετέχω σε ωφέλιμα πράγματα. Μου έκαναν πρόταση να πάω σε ένα ριάλιτι. Και είπα «άσε που θα καταστραφώ εγώ, θα κάνω και σε εσάς κακό». Δεν με χρειάζονται, ο καθένας κάνει τη δουλειά του. Εγώ τα βλέπω όλα τα ριάλιτι. Ξέρετε γιατί; Γιατί αυτοί ψηφίζουν. Γιατί αυτοί απευθύνονται σε πληθυσμιακές πυκνότητες που αποφασίζουν ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός. Και πρέπει να ξέρω ότι η Ελλάδα δεν η ψευδαίσθηση της δικής μου ομάδας στο θέατρο. Δες μία φορά Big Brother να δεις την ψευτιά, την ίντριγκα, τα χαλασμένα αυτά παιδιά. Δες GNTM να δεις πώς καίγεται ένας άνθρωπος στα 18. Κάποτε που είχα συναντήσει τη Λούλα Αναγνωστάκη μου είχε πει: “Βλέπω το Sex and the City και θα σου πω τον λόγο. Γιατί νιώθω ότι αυτές οι γυναίκες αισθάνονται σαν υποχρεωμένες να κάνουν έρωτα”».

Έχουμε την ευτυχία να κάνουμε αυτό που αγαπάμε

Μετά από 42 ολόκληρα χρόνια στο θέατρο, τι μένει τελικά; Ποια είναι η κινητήριος δύναμη που σε κάνει να συνεχίζεις, παρά τις δυσκολίες και την ψυχοφθόρα φύση του επαγγέλματος;

«Μένει το ό,τι στη ζωή όλα μπορεί να είναι ένα χάος, αλλά στο θέατρο ποτέ. Όταν μπαίνεις σε αυτή την ωραία κοιλιά που είναι σαν μήτρα, όλα είναι στη θέση τους. Ήμασταν στην Ολυμπία κάποτε και παίζαμε τους “Αχαρνείς” στην Επίδαυρο. Κάποιοι γκρινιάζανε και μας έλεγε ο αγαπημένος μου φίλος ο Κώστας Βουτσάς: “Ρε παιδιά είμαστε εδώ στην πισίνα, έχουμε φάει, έχουμε κάνει το μπάνιο μας, θα κοιμηθούμε και το βράδυ θα πάμε να παίξουμε και θα μας χειροκροτήσουνε. Και μετά την παράσταση θα πάμε να φάμε σε μια ωραία ταβέρνα. Αύριο θα ταξιδέψουμε και θα κάνουμε το ίδιο. Κάνουμε αυτό το πράγμα κάθε καλοκαίρι και μας πληρώνουν κιόλας!». Είναι αυτό ακριβώς. Το ότι έχουμε τη χαρά να μην έχουμε πάθει αυτό που λέει ο Μαρξ: ότι η δυστυχία μεγαλώνει όσο ο παράγων απέχει ψυχικά από το παραγόμενο. Και το βλέπουμε σε πολλές δουλειές. Εμείς έχουμε την ευτυχία να κάνουμε αυτό που αγαπάμε, είμαστε διαρκώς ερωτευμένοι».

Η διαφορετικότητα είναι ο μόνος τρόπος να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας

Μιλάει, πάντως, με μεγάλη αγάπη και προστατευτικότητα για τους ηθοποιούς της παράστασης «Συνοικία το όνειρο» και για όλα τα νέα παιδιά που βρίσκονται και παλεύουν στο θέατρο. Αισθάνεται περήφανος για τη δουλειά που έκαναν, για την πειθαρχία τους και την όλη προσπάθεια σε τόσο δύσκολους καιρούς, ενώ όπως αναφέρει τους δίνει και συμβουλές.

«Τους προτρέπω να διευρύνουν τον κύκλο γνωριμιών τους όσον αφορά στην ανθρώπινη εκδοχή. Η ανθρωπότητα δεν είναι αυτό που νομίζουμε εμείς ότι είναι, η ανθρωπότητα μας ξεπερνά. Όσο περισσότερες εκδοχές γνωρίζεις, τόσο πιο προετοιμασμένος είσαι. Γιατί αν δεν γνωρίζεις ή δεν εγκρίνεις αυτή την εκδοχή της ανθρωπότητας θα ξαφνιαστείς και θα είσαι ανέτοιμος πνευματικά να την υποδεχτείς. Να μη φοβόμαστε. Η διαφορετικότητα είναι ο μόνος τρόπος να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας, ακόμα κι αν δεν την εγκρίνουμε. Αυτό έχω μάθει στο θέατρο».

Ό,τι πιο εύρυθμο και πειθαρχημένο θα είναι τα θέατρα φέτος τον χειμώνα

Όσο για τα επόμενα σχέδια του, για τα έργα που αισθάνεται έτοιμος να ανεβάσει και τα όνειρα που θέλει να εκπληρώσει, ο Σωτήρης Χατζάκης λέει:

«Είμαι ανοιχτός και ό,τι έργο είναι να με βρει θα με συναντήσει. Είμαι καλλιτέχνης ελευθέρας βοσκής. Ό,τι είναι να με βρει θα με βρει. Αυτό που θα ήθελα να κάνω πραγματικά, όμως, είναι Τσέχωφ, που δεν έχω κάνει επίτηδες μέχρι τώρα γιατί προσεγγίζει τον άνθρωπο και σαν γιατρός, όχι μόνο σαν συγγραφέας. Βλέπει ολικά τα θέματα. Και θέλω, επίσης, να κάνω ένα εργαστήρι για τη σχέση του αρχαίου δράματος με τη δημοτική παράδοση και τη νεώτερη ελληνική εμπειρία».

Τέλος, αναφέρει πως τηρούνται όλοι οι κανόνες ασφαλείας στο θέατρο, τόσο στην εν λόγω παράσταση όσο και γενικά, ενώ οι θεατρικοί χώροι αποτελούν τα πιο ασφαλή μέρη για να παραβρεθεί κανείς, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ό,τι πιο εύρυθμο και πειθαρχημένο θα είναι τα θέατρα φέτος τον χειμώνα».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα
Exit mobile version