Υπάρχει Κούβα χωρίς Κάστρο;

Υπάρχει Κούβα χωρίς Κάστρο;

Η εξέλιξη του τελευταίου σοσιαλιστικού παραδείσου μέσα από τους ανθρώπους του

Ένα πούρο που καίγεται αργά και ευχάριστα. Η Κούβα ή αλλιώς το τελευταίο οχυρό του σοσιαλισμού είναι πολύ κοντά στην αμερικανοποίησή της. Δεν είναι μόνο το σήμα της Apple ή το σκοροφαγωμένο ίντερνετ που κρύβουν στο πατάρι όσοι έχουν την τύχη να το έχουν. Ούτε τα σημαιάκια της αμερικανικής σημαίας που κυματίζουν στα παρμπρίζ των ήδη παραγεμισμένων με αυτοκόλλητα και μικρά αντικείμενα αυτοκινήτων. Είναι οι κατσουφιασμένες φάτσες των νέων ηλικιών. Είναι όλοι αυτοί οι 20άρηδες και 30άρηδες που θέλουν με μανία να ξεπατικώσουν την Ευρώπη, την Αμερική και τον καπιταλισμό τους.

Η μπάρα της καινούριας Κούβας που είναι έτοιμη να γεμίσει αμερικανικά αστέρια στο πέτο της, είναι περίπου στο 70% του loading της. Το χαμόγελο, ο ξέγνοιαστος χορός των μεγαλύτερων σε ηλικία στους δρόμους με τα λασπωμένα τσιμέντα και το χορό των μυγών είναι το μόνο που έχει απομείνει από την παλιά Κούβα. Από την Κούβα που δεν ήθελε τα πολλά ή που τουλάχιστον, δεν τα ζητούσε φανερά. Από εκεί και πέρα, θλίψη και εξαθλίωση.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Μία μέρα, πάνω στον περίπατό μας, βρεθήκαμε μέσα σε ένα σπίτι με πεσμένο ταβάνι και βρώμικα ρούχα απλωμένα στη σκεπή του. Το εσωτερικό του, θα ταν δεν θα ταν 30 τετραγωνικά μέτρα και οι ένοικοι του, θα ταν δε θα ταν είκοσι. Στην ας την πούμε αυλή, μύριζε λάσπη και κάτι σαν κόπρανα από πούρο. Μία γιαγιά που θα μπορούσε να έχει πατήσει τα 100 μας υποδέχθηκε για να μας δείξει το σπίτι. Ήταν ευγενική, χαμογελαστή. Τόσο, που τα πρώτα λεπτά πίστεψα ότι θα μας το πουλούσε. Τα πιτσιρίκια της μας ζητούσαν να τα φωτογραφίσουμε. Έπαιρναν πόζες και χαμογελούσαν. Όταν η περιήγηση έφτασε στο τέλος της, με ένα νεύμα ευγενικό και αξιοπρεπές η γιαγιά μας έδειξε το στόμα της. Ήθελε τσιγάρα. Της δώσαμε αλλά δεν ξαναχαμογέλασε.

Μετά το εκατοστό παιδάκι που θέλησε να μας ποζάρει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, συνειδητοποιήσαμε ότι για αυτά, η φωτογραφική μηχανή των ξένων δεν είναι παιχνίδι. Αλλά, τρόπος ζωής. Μεγαλώνουν, ζουν, συμπεριφέρονται, ονειρεύονται σαν τις κούκλες στο κλουβί, σαν την Ακρόπολη ή το Κολοσσαίο, σαν τους απόγονους (ή μάλλον συντοπίτες) του Τσε. Με μία αόρατη ταμπέλα που γράφει ‘αξιοθέατο’ περιφέρονται και ακόμα και αν δεν τους ζητηθεί, μόλις θα δουν τουρίστα κοκαλώνουν και στρίβουν το κορμάκι τους προς τη φωτογραφική μηχανή.

 

Στην ίδια λογική, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα σε πλησιάσουν. Για να σου πουλήσουν κάτι, για να σε μεταφέρουν κάπου, για να σου προσφέρουν ένα χυμό, για να πάρουν λίγη από την αύρα του ανθρώπου που φαινομενικά τα έχει όλα. Ποτέ για να ζητήσουν χρήματα. Πάντα χαμογελαστοί και πάντα πρόθυμοι να βοηθήσουν είτε ελπίζουν σε κάποιο αντίτιμο για τον κόπο τους είτε όχι.

Δεν θα ξεχάσω ένα κορίτσι γύρω στα 25 που στο πρόσωπο την έκανες 50, που μας πλησίασε σε μία από τις βόλτες μας και θέλησε να μας γνωρίσει και να μας ρωτήσει από πού είμαστε. Κατά βάθος έμοιαζε να χαίρεται που καταλαβαίνει και που μπορεί να μας μιλήσει αγγλικά. Ανέβηκε στο σπίτι της και κατέβηκε με ένα δίσκο από τέσσερα ποτήρια ξεχειλισμένα χυμό. Ήμασταν σίγουροι ότι θα ζητούσε χρήματα, τσιγάρα, κάτι. Δεν ζήτησε απολύτως τίποτα. Όταν ήρθαν οι φίλοι της, μας χαιρέτησε ευγενικά με ένα βαριάς προφοράς ‘nice to meet you’ και εξαφανίστηκε.

 

Κάποιος είχε πει ότι στο δρόμο, συναντάς τον καλύτερο κόσμο. Στην παλιά Αβάνα, όλος ο κόσμος, είναι στο δρόμο. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και στο μεγαλύτερο ποσοστό του δείχνει και συμπεριφέρεται σαν να ζει για αυτούς που έρχονται να το επισκεφθούν. Να το παρατηρήσουν. Να το θαυμάσουν ή να το λυπηθούν.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα