The Page of Cups – “Ένας μουσακάς μάς έφερε στο Glastonbury”
Διαβάζεται σε 13'
Οι The Page Of Cups κυκλοφόρησαν το νέο τους single με τίτλο “Laura Green”, μετά από τα “Frenemy” και “Teretete” και μιλούν στο NEWS 24/7 για την επικείμενη 2η εμφάνισή τους στο Glastonbury.
- 06 Ιουνίου 2025 06:13
Με ένα ολοκαίνουργιο single στις αποσκευές τους και το βλέμμα στραμμένο σε μία από τις σημαντικότερες μουσικές σκηνές του κόσμου, οι The Page Of Cups επιστρέφουν στο Glastonbury Festival για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά.
Το «Laura Green», που μόλις κυκλοφόρησε από την Panik Records, είναι το πιο pop punk κομμάτι που έχει γράψει μέχρι σήμερα η μπάντα, και ανοίγει δυναμικά τον δρόμο για το πολυαναμενόμενο EP τους, «Mother Sauce».
Οι Πάνος Βλασσόπουλος, Χρήστος Βίγκος και Ανδρέας Θωμάς θα εμφανιστούν στην εμβληματική Strummerville Stage, στη σκηνή-φόρο τιμής στον Joe Strummer των The Clash, εκεί όπου πέρυσι ξεχώρισαν δίπλα σε ονόματα όπως οι Fred Again και Frank Turner. Φέτος επιστρέφουν πιο ώριμοι, πιο φιλόδοξοι και με ακόμα μεγαλύτερη διεθνή… δράση.
Λίγες μέρες πριν βρεθούν ξανά μπροστά σε ένα κοινό εκατοντάδων χιλιάδων θεατών, μιλήσαμε με τον Πάνο για το νέο τους τραγούδι, τη σημασία του Glastonbury x2, αλλά και για την πρώτη τους μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία που ξεκινά τον Σεπτέμβριο, ως Double Bill Tour των Come.
The Page of Cups – Από την κάρτα ταρώ
Μίλησέ μας για τη γέννηση των The Page of Cups. Ποιες ήταν οι κομβικές στιγμές στην πορεία σας μέχρι σήμερα και τι οδήγησε στη σημερινή μορφή της μπάντας.
Η ιδέα για τους The Page of Cups γεννήθηκε κάπου προς το τέλος της δεύτερης καραντίνας. Ήταν μια περίεργη περίοδος… υπήρχε αυτή η ανάγκη να κάνω κάτι καινούριο, κάτι δικό μου. Έπαιζα χρόνια με τους Bombing the Avenue – και ακόμα νιώθω ότι είναι αδέρφια μου, γιατί κυριολεκτικά είναι – αλλά ένιωσα ότι είχε έρθει η ώρα να εξερευνήσω ένα διαφορετικό ηχητικό σύμπαν. Να πάω κάπου αλλού, πιο pop, πιο punk, πιο dancy. Ίσως λιγότερο “βαρύ”, αλλά πάντα με την ίδια διάθεση για πειραματισμό και συναίσθημα.
Ξεκίνησα με τον Θεοδώρη, τότε μέλος των TPOC – που τώρα παίζει με τους Come – γράφοντας και ηχογραφώντας κομμάτια χωρίς κάποιο ξεκάθαρο πλάνο. Τα πρώτα singles ήταν κυρίως συνεργασίες – με τη mi55t, τον imnothe, τον Complex Shadow. Ήταν σαν να χτίζεται κάτι σταδιακά, χωρίς να το πιέζω. Απλά, ακολουθούσα αυτό που ένιωθα. Στην αρχή, το lineup είχε και τα παιδιά από τους Bombing the Avenue, ένα μέλος των Deaf Radio, ένα μέλος των Come, και τον Bhukhurah. Όμως ήταν δύσκολο να δέσει πρακτικά, γιατί όλοι είχαν τα δικά τους projects -οι Come, οι Deaf Radio, ο ίδιος ο Bhukhurah… Όλα αυτά μας κρατούσαν σε απόσταση. Κάπου εκεί πήρα τη δύσκολη απόφαση να το μετατρέψω σε προσωπικό project. Να χτίσω κάτι από την αρχή, χωρίς να στηρίζεται σε παλιές φόρμες ή συνήθειες.
Και όσο δύσκολο κι αν ήταν – γιατί μιλάμε για ανθρώπους με τους οποίους ήμασταν μπάντα για σχεδόν 12 χρόνια – ήταν και απαραίτητο. Έπρεπε να βρω τη δική μου πορεία. Με την ολοκλήρωση του Manifestor – του πρώτου μας άλμπουμ –άρχισε ουσιαστικά να σταθεροποιείται η μπάντα. Πρώτος μπήκε ο Χρήστος Βίγκος στα drums και στα vocals, και για περίπου έναν χρόνο λειτουργούσαμε ως duo. Αυτή η περίοδος ήταν λίγο δύσκολη, κυρίως όσον αφορά το live, γιατί είχα αναλάβει πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούσα: τον έλεγχο των προηχογραφημένων, αλλά και δουλειές που κανονικά θα έκαναν άλλοι μουσικοί. Ήταν μια φάση που με πίεσε, αλλά με έσπρωξε και στο να ξεκαθαρίσω τι θέλω.
Και μετά ήρθε το Glastonbury. Μια εμπειρία που πραγματικά μας τίναξε στον αέρα – σαν να πήρε μπροστά όλο αυτό για τα καλά. Λίγο μετά μπήκε και ο Αντρέας Θωμάς στο μπάσο και στα φωνητικά, και πλέον έχουμε αρχίσει να νιώθουμε ότι υπάρχει μια νέα ταυτότητα που πατάει γερά. Όλη αυτή η πορεία ήταν γεμάτη αλλαγές, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει. Οι The Page of Cups είναι κάτι που δεν είχε εξαρχής ξεκάθαρο σχήμα – και ίσως αυτή είναι η δύναμή του: ότι γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη, όχι από τη συνήθεια.
Πώς επιλέχθηκε το όνομα του γκρουπ από την ομώνυμη κάρτα ταρώ; Ποια ήταν η προσωπική σας σύνδεση με αυτό το σύμβολο και πώς επηρεάζει τη μουσική, τη θεματολογία και τη φιλοσοφία σας ως μπάντα;
Το όνομα The Page of Cups ήρθε σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή της ζωής μου. Βρισκόμουν στο Μαλιμπού, στην Καλιφόρνια, μαζί με τη σύντροφό μου, την Άρτεμη Μπαλτογιάννη. Ήταν η πρώτη – και τελευταία – “σπιτική” αποτοξίνωση, μια συνειδητή προσπάθεια να κόψω τις ουσίες και να αφήσω πίσω μια παλιά, δύσκολη εκδοχή του εαυτού μου. Μείναμε σε ένα σπίτι που λεγόταν “Meadows” — όπως αργότερα ονόμασα και το στούντιό μου στον Πειραιά. Είχα ήδη ηχογραφήσει τα τέσσερα πρώτα singles, αλλά δεν υπήρχε ακόμα όνομα για το project. Το πρώτο που μου είχε κολλήσει ήταν το “Meeting in the Aisle”, από το ομώνυμο κομμάτι των Radiohead. Δεν με έπειθε όμως.
Καθίσαμε λοιπόν με την Άρτεμις και γράψαμε σ’ ένα χαρτί μια μεγάλη λίστα με ονόματα. Κάποια στιγμή μου διάβασε το The Page of Cups. Το άκουσα και αμέσως είπα “Αυτό είναι”. Δεν ήξερα καν ακόμα τι σημαίνει. Απλά μου φάνηκε σωστό. Πάντα πήγαινα με τον ήχο, με το πώς μου “κάθεται” ένα όνομα ή μια λέξη στο αυτί. Μετά, ψάξαμε τι σημαίνει η κάρτα. Αντιπροσωπεύει τη θετική αλλαγή, τη νεανική ενέργεια, το συναίσθημα, τη δημιουργικότητα, την έμπνευση. Και όλα αυτά, εκείνη τη στιγμή, ήταν όσα ζούσα και όσα πάλευα να βρω ξανά μέσα μου. Ήταν μια κάρτα που καθρεφτίζει απόλυτα αυτό που προσπαθούσα να κάνω: να αλλάξω, να δημιουργήσω, να ξαναγεννηθώ μέσα από τη μουσική. Δεν το σκεφτήκαμε δεύτερη φορά. Ήταν σαν να είχε διαλέξει εκείνη εμάς, όχι το αντίστροφο.
Η πρώτη σας συμμετοχή στο Glastonbury ήταν ήδη ένα ορόσημο. Πώς ακριβώς προέκυψε και τι κρατάτε πιο έντονα από εκείνη την εμπειρία; Υπάρχει μια εικόνα ή ένα συναίσθημα που σας έμεινε ανεξίτηλο;
Αυτό που θα έλεγα ότι μας άνοιξε τις πόρτες για το Glastonbury είναι κυριολεκτικά… ένας μουσακάς. Βρισκόμασταν με την Άρτεμις στην Αντίπαρο το καλοκαίρι του 2023, στο σπίτι της, και εκείνο το βράδυ είχαμε καλεσμένους. Έχοντας και μια αγάπη για τη μαγειρική, αποφάσισα – ναι, μέσα στο κατακαλόκαιρο – να φτιάξω μουσακά. Δεν θα το έλεγες και ιδανικό φαγητό για 40 βαθμούς, αλλά τελικά έκανε θραύση. Μία από τους καλεσμένους ήταν η Lucinda Strummer. Δεν μου είπε τίποτα τότε, ούτε ποια είναι, ούτε ότι είναι η σύζυγος του Joe Strummer, ούτε ότι έχει foundation και τρέχει δικό της stage στο Glastonbury.
Λίγες μέρες μετά ξαναβρεθήκαμε για φαγητό, σε άλλο μέρος, και κάπως το έφερε η κουβέντα. Της είπα ότι έχω μπάντα και μου είπε να της στείλω υλικό και ένα live video από το στούντιο. Μου εξήγησε ότι το stage που επιμελείται στο φεστιβάλ στηρίζει νέους και πιο underground καλλιτέχνες. Τον Σεπτέμβριο της στείλαμε ένα live βίντεο, εγώ και ο Χρήστος, και αυτό τελικά έγινε το εισιτήριό μας για το Glastonbury του 2024. Από την εμπειρία του ίδιου του φεστιβάλ, σίγουρα ένα από τα πολύ έντονα συναισθήματα που είχα προσωπικά — εκτός από την απίστευτη χαρά ότι παίζαμε εκεί — ήταν το άγχος. Δεν είχα ξαναλάβει μέρος σε κάτι τόσο μεγάλο. Επίσης υπήρχε και η σωματική κούραση, γιατί σαν σχήμα έχουμε αρκετό gear και όλα πρέπει να τα μεταφέρεις με τα χέρια και τα πόδια. Ακούγεται εύκολο, αλλά δεν είναι, ειδικά όταν μιλάμε για τεράστιες αποστάσεις από stage σε stage, από gate σε gate. Παρόλα αυτά, παραμένει από τις καλύτερες εμπειρίες που έχω ζήσει ποτέ. Σίγουρα θα το ξανακάναμε, όπως και θα το ξανακάνουμε.
Τι σημαίνει για σας η επιστροφή στο φεστιβάλ και φέτος και μάλιστα στo Strummerville Stage; Θεωρείτε ότι η εμπειρία αυτή σάς διαφοροποιεί σημαντικά μέσα στο ελληνικό μουσικό τοπίο; Δημιουργεί προβάδισμα ή περισσότερες προσδοκίες;
Καταρχήν, η επιστροφή στο φεστιβάλ και στο συγκεκριμένο stage είναι σαν μία ρεβάνς για κάποιες ατυχίες που είχα πέρσι, πριν ξεκινήσουμε το set μας, όπως το να μου σπάσει η χορδή από την βασική κιθάρα που παίζω το μεγαλύτερο μέρος του σετ. Σπάζοντας η χορδή, μου έσπασε και ο τσαμπουκάς, οπότε ανυπομονώ για ένα round 2 στο φετινό μας σετ. Δεν θεωρώ ότι αυτό μας διαφοροποιεί απαραίτητα από άλλες ελληνικές μπάντες — μπορώ να φανταστώ πολλές ικανές ελληνικές μπάντες να παίζουν στο φεστιβάλ. Σίγουρα όμως μας δίνει κάποιο προβάδισμα, το να έχουμε συμμετάσχει σε αυτό το φεστιβάλ και να παίζουμε ξανά για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Και δεν θεωρώ ότι είναι κακό το να έχεις ένα μικρό προβάδισμα, ειδικά όταν το έχεις χτίσει με δουλειά.
Τα κοστούμια και γενικά το image παίζουν έντονο ρόλο στον κόσμο σας; Πόσο σημαντική είναι η οπτική ταυτότητα; Τι ρόλο έχει η Άρτεμις Μπαλτογιάννη ως art director και πώς έγινε η επαφή με τον Γιάννη Βαρελά σε επίπεδο performance και αισθητικής;
Στην αρχή, όπως και η μουσική — τα πρώτα tracks ήταν συνεργατικά — είχα σκεφτεί ή είχαμε σκεφτεί μαζί με την Άρτεμις να είναι και η οπτική εικόνα, το εικαστικό κομμάτι, εξίσου συνεργατικό. Στην πορεία όμως, όσο η μπάντα προχωρούσε και οι ανάγκες αυξάνονταν, αυτό είχε πρακτικές δυσκολίες. Ειδικά όταν οι συναυλίες και τα performances γίνονται περισσότερα, το να συντονίζεις πολλές δημιουργικές ομάδες παράλληλα είναι αρκετά περίπλοκο.
Γι’ αυτό και αποφασίσαμε ότι τα shows που θα έχουν έντονο εικαστικό στοιχείο, θα είναι πιο συγκεκριμένα, επιλεγμένα — πιο “ειδικά” shows. Δεν θα το κάνουμε σε κάθε live. Η Άρτεμις εργάζεται στο χώρο της σύγχρονης τέχνης, οπότε ήταν φυσικό να τη συμβουλεύομαι σε θέματα αισθητικής και εικόνας. Ήταν και ένας ωραίος τρόπος να συνεργαστούμε πιο οργανικά, κάτι που εξελίχθηκε και στη συγγραφή των στίχων για αρκετά κομμάτια των The Page of Cups.
Με τον Γιάννη Βαρελά, η συνεργασία προέκυψε εντελώς αυθόρμητα. Είχαμε πάει στο στούντιό του γιατί η Άρτεμις πόζαρε για ένα πορτρέτο, φορώντας διάφορα καταπληκτικά κοστούμια που σχεδίαζε ο ίδιος. Εκεί που συζητάγαμε για το πόσο εντυπωσιακά ήταν, μας πρότεινε ο Γιάννης να σχεδιάσει το stage και τα κοστούμια για τη συναυλία που ετοιμάζαμε στο The Intermission. Ήταν μια μοναδική εμπειρία και πολύ δημιουργική συνεργασία. Αυτά τα κουστούμια φοράμε και στο Glastonbury πέρσι.
Έχετε εμφανιστεί με matching outfits, με στολές ζέβρας και δεινοσαύρου, αλλά και με δημιουργίες υψηλής αισθητικής. Πώς επιλέγετε τι θα φορέσετε κάθε φορά; Τι να περιμένουμε στο Glastonbury φέτος;
Η αλήθεια είναι ότι πάντα κοιτάμε το τι θα βάλουμε πριν από κάθε live, άσχετα με το πόσο μεγάλη θα είναι η παραγωγή και το budget που θα επενδύσουμε στο outfit μας. Σκεφτείτε ότι στις δύο τελευταίες μας συναυλίες, στη μία φοράγαμε όλοι το merch μιας άλλης μπάντας, και στο δεύτερο live το dress code για όλο το event ήταν καλοκαιρινά μαγιό. Η αλήθεια είναι πως για το Glastonbury φέτος δεν έχουμε σκεφτεί ακόμα τι θα φορέσουμε, αν και θα ήθελα να γίνει κάποια συνεργασία με κάποιο brand ή με κάποιον καλλιτέχνη για τη συγκεκριμένη μας εμφάνιση.
Μουσικά, ο ήχος σας φέρει έντονες ηλεκτρονικές και ροκ επιρροές. Ποιες μπάντες ή καλλιτέχνες έχουν διαμορφώσει το μουσικό σας DNA και πώς εκφράζεται αυτό στον ήχο σας σήμερα;
Lovage, Bloodhound Gang, Marilyn Manson, LCD Soundsystem, Primus, Nine Inch Nails, System of a Down, Beastie Boys, Limp Bizkit, Wu-Tang Clan, Incubus, Green Day — η λίστα είναι μεγάλη, αλλά όποιος γνωρίζει τα ακούσματά μας και τις μπάντες που ανέφερα μπορεί να καταλάβει πώς προκύπτει αυτός ο συνδυασμός ηλεκτρονικών, sample-based και rock στοιχείων που χαρακτηρίζει τον ήχο μας σήμερα.
Νέο τραγούδι («Laura Green») και το νέο σας EP κυκλοφορεί σε λίγες μέρες. Τι να περιμένουμε ηχητικά ή θεματικά; Ποιες ιστορίες ή νέες κατευθύνσεις εξερευνάτε αυτή τη φορά;
Το “Laura Green”, που κυκλοφορεί από την Panik Records, θα έλεγε κανείς ότι είναι το πιο pop punk κομμάτι του EP μας – κάτι ανάμεσα σε YUNGBLUD, My Chemical Romance και Alkaline Trio. Είναι ένα κομμάτι που φλερτάρει με την ενέργεια και την εφηβική ένταση αυτού του ήχου, αλλά μέσα από το δικό μας φίλτρο. Το όνομά του είναι εμπνευσμένο από δύο σημαντικές μορφές για εμάς: την θρυλική μπάντα Green Day και την punk icon Laura Jane Grace, την οποία είχαμε και την τιμή να ανοίξουμε στη συναυλία της στην Αθήνα.
Μετά από τόσες εμπειρίες, αλλαγές, αναγεννήσεις, ποιο είναι το προσωπικό σας manifesto μέσα από τη μουσική;
Είμαι εσωστρεφής άνθρωπος και η μουσική ήταν πάντα ο τρόπος μου να συνδέομαι. Παίζοντας μουσική, νιώθω ότι μπορώ να επικοινωνήσω πράγματα που δεν μπορώ αλλιώς. Οι φίλοι μου είναι μουσικοι ,όλοι οι φίλοι που έχω, παίζω μουσική μαζί τους. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να έχω χτίσει σχέσεις με άλλον τρόπο. Για μένα η μουσική είναι η γλώσσα μου.
Επόμενα σχέδια! (ή… πού θα πάτε διακοπές)
Τα επόμενα σχέδια που έχουμε είναι, όπως ίσως ξέρετε ήδη, ότι παίζουμε το βράδυ του Σαββάτου 28/6 στο Strummerville Stage του Glastonbury Festival, όπου την ίδια μέρα κυκλοφορεί και το νέο μας EP Mother Sauce. Παράλληλα, τον Ιούλιο ξεκινάμε τις ηχογραφήσεις για την επόμενη δισκογραφική μας δουλειά, η οποία θα κυκλοφορήσει από τον Οκτώβριο του 2025 και μετά. Είμαστε πολύ κοντά στο να ανακοινώσουμε την πρώτη μας ευρωπαϊκή περιοδεία, τον Σεπτέμβριο του 2025, σε πάνω από 10 πόλεις, σε συνεργασία με τους Come. Είναι κάτι που ετοιμάζαμε καιρό και είμαστε ενθουσιασμένοι. Όσο για διακοπές… αν προλάβουμε, ίσως λίγο Αντίπαρο πάλι.
[Το «Mother Sauce» θα κυκλοφορήσει στις streaming υπηρεσίες στις 28 Ιουνίου, την ίδια μέρα με την εμφάνιση της μπάντας στο Strummerville Stage του διεθνούς φήμης Glastonbury Festival.]