Η ισραηλινή επίθεση σε ιρανικούς στόχους και οι γεωπολιτικές επιπτώσεις
Διαβάζεται σε 5'
Ο Δρ. Άρεφ Αλομπέιντ, καθηγητής πολιτικής επιστήμης και ιστορίας, ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής, γράφει στο NEWS 24/7 για την επόμενη μέρα στη Μέση Ανατολή μετά την επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν.
- 16 Ιουνίου 2025 06:14
Η επίθεση του Ισραήλ εναντίον ιρανικών στόχων, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο υψηλόβαθμων Ιρανών αξιωματούχων εντός του ιρανικού εδάφους, θεωρείται κομβικό γεγονός που απελευθέρωσε το Ιράν από τους περιορισμούς που του επέβαλλαν οι διεθνείς κανόνες.
Οι Ιρανοί είχαν προφανώς γνώση της επερχόμενης ισραηλινής επίθεσης, όπως και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στις 12 Απριλίου, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έδωσε στο Ιράν περιθώριο 60 ημερών για να καταλήξει σε συμβιβασμό που θα ικανοποιούσε κυρίως το Ισραήλ, ώστε να διατηρηθεί η μοναδικότητα του τελευταίου στη Μέση Ανατολή ως πυρηνική δύναμη. Ακριβώς μία ημέρα μετά τη λήξη αυτής της προθεσμίας ξεκίνησε η στρατιωτική επιχείρηση.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι, χωρίς την ενεργό και άμεση υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, το Ισραήλ δεν έχει την ικανότητα να εξουδετερώσει πλήρως το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Πιθανών, οι Ιρανοί έμαθαν, κατά δύναμη, πως να προστατευτούν από τις περιπτώσεις καταστροφής των πυρηνικών προγραμμάτων του Ιράκ και της Συρίας από το Ισραήλ.
Η αντιπαράθεση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν εστιάζεται κυρίως σε δύο άξονες:
Α) Η γεωπολιτική επιρροή του Ιράν στη Μέση Ανατολή φαίνεται να φθίνει, ιδιαίτερα μετά την ουσιαστική του υποχώρηση από τη Συρία υπέρ της Τουρκίας. Την ίδια στιγμή, το Ισραήλ επιδιώκει να εδραιώσει τον πλήρη έλεγχο στην περιοχή, γεγονός που εντείνει τη σύγκρουση επιρροών για την ηγεμονία στη Μέση Ανατολή.
Β) Το στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Αν η Τεχεράνη επιτρέψει τη διεξαγωγή τακτικών επιθεωρήσεων από διεθνείς οργανισμούς, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, του Ισραήλ και του ΟΗΕ, είναι πιθανό να επέλθει αποκλιμάκωση και να αποφευχθεί περαιτέρω ένταση. Ωστόσο, αν οι ιρανικές πυραυλικές αντεπιθέσεις συνεχίσουν να προκαλούν καταστροφές τέτοιου μεγέθους ώστε να απειλείται η εθνική ασφάλεια του Ισραήλ, τότε δεν αποκλείεται η στρατηγική του Τελ Αβίβ να επεκταθεί μέχρι και στην επιδίωξη αλλαγής του πολιτικού καθεστώτος στο Ιράν.
Οι ισραηλινές επιθέσεις σε στρατηγικούς στόχους εντός του Ιράν ενδέχεται να αποσκοπούν στην άσκηση πίεσης προς την ιρανική πλευρά, προκειμένου να αποδεχθεί τους όρους που θέτει το Τελ Αβίβ. Ωστόσο, σε περίπτωση περαιτέρω κλιμάκωσης της έντασης, δεν αποκλείεται να υπάρξουν σοβαρές συνέπειες τόσο για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής όσο και για τη διεθνή κοινότητα συνολικά.
Επιπρόσθετα, ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό σενάριο θα ήταν η διαρροή ραδιενεργών ουσιών στον Κόλπο, γεγονός που θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις στο θαλάσσιο οικοσύστημα, στη δημόσια υγεία και στην περιφερειακή οικονομία. Εξίσου κρίσιμη είναι η προοπτική στοχοποίησης του ισραηλινού πυρηνικού προγράμματος (Ντιμόνα), καθώς μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να προκαλέσει ανεξέλεγκτη αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή και να απειλήσει την ασφάλεια του πληθυσμού του Ισραήλ και των γειτονικών χωρών.
Από τον όγκο των καταστροφών από την ιρανική αντεπίθεση γεννώνται ερωτήματα για το κατά πόσο είναι πραγματικά αποτελεσματικό το ισραηλινό σύστημα αεράμυνας.
Η στάση του Ισραήλ απέναντι στο Ιράν και τη Λωρίδα της Γάζας αποδεικνύει ότι η χώρα αυτή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυτική στήριξη. Η στρατηγική του πρωθυπουργού Νετανιάχου έχει οδηγήσει τη χώρα του σε αυξανόμενη διεθνή απομόνωση. Οι εικόνες καταστροφής από ιρανικά αντίποινα έχουν έντονο ψυχολογικό αντίκτυπο στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας, ο οποίος δεν μπορεί να αντισταθμιστεί εύκολα από την επικοινωνιακή διαχείριση και την υποστήριξη των ΜΜΕ.
Το Ισραήλ, λόγω του περιορισμένου στρατηγικού του βάθους, αντιμετωπίζει αντικειμενικές δυσκολίες στη διεξαγωγή πολέμων μεγάλης διάρκειας. Επιπλέον, για πρώτη φορά από το 1973, η σύγκρουση επιστρέφει με τη μορφή πολέμου μεταξύ κρατών και όχι μεταξύ κράτους και ένοπλων οργανώσεων.
Το Ισραήλ έχει επιδείξει υψηλή ικανότητα διείσδυσης στο ιρανικό σύστημα ασφαλείας, τόσο σε επίπεδο πληροφοριών όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Αντιθέτως, το Ιράν φαίνεται να στερείται συμμάχων σε επίπεδο κυβερνήσεων στη Μέση Ανατολή — κάτι που ενδεχομένως οφείλεται στην «επιθετική» του πολιτική απέναντι σε γειτονικές του χώρες όπως το Ιράκ, η Συρία, ο Λίβανος και η Υεμένη.
Η ενδεχόμενη αποδυνάμωση του Ιράν ενδέχεται να προκαλέσει σημαντικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή, με κύριο ωφελημένο την Τουρκία, η οποία ενίσχυσε τη θέση της στην περιοχή μετά τις επιχειρήσεις της στη Συρία και την αποχώρηση του Ιράν.
Για αυτό, ένας ουσιαστικός διπλωματικός ρόλος της Ελλάδας μεταξύ των δύο χωρών, με στόχο την αποκλιμάκωση της σύρραξης, θα τύγχανε θετικής αποδοχής από τα κράτη της περιοχής και θα μπορούσε να αναγνωριστεί ως σημαντικό επίτευγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Ιράν υπήρξε μία από τις χώρες που υποστήριξαν την Ελλάδα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, κυρίως στον τομέα της ενέργειας, ενώ ο ιρανικός λαός τρέφει παραδοσιακά αισθήματα εκτίμησης προς τον Ελληνισμό.
*Ο Δρ. Άρεφ Αλομπέιντ είναι καθηγητής πολιτικής επιστήμης και ιστορίας, ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής