Γιατί καίγεται η Χίος τόσες μέρες – Ο θλιβερός απολογισμός της φωτιάς
Διαβάζεται σε 9'
Λάθος χειρισμοί, έλλειψη δεδομένων, κλιματική αλλαγή ή μοναδικές μετεωρολογικές συνθήκες; Τι συνέβη με τη μεγάλη φωτιά στη Χίο.
- 25 Ιουνίου 2025 10:58
Ο μέχρι στιγμής απολογισμός της μεγάλης φωτιάς στην Χίο που ξέσπασε την Κυριακή 22 Ιουνίου είναι τουλάχιστον 65.000 στρέμματα καμένης αγροτοδασικής γης στις νότιες περιοχές του νησιού (από την περιοχή του Βροντάδου και εκτείνονται νότια προς το Χαλκειό).
Σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση της πυροσβεστικής η εικόνα είναι πολύ καλύτερη με μικρές αναζωπυρώσεις το βράδυ που αντιμετωπίστηκαν άμεσα. Η περιοχή στην οποία επικεντρώνονται οι δυνάμεις πλέον, είναι στην περιοχή Λιθί, όπου υπάρχει αναζωπύρωση σε δυσπρόσιτο για τις επίγειες δυνάμεις σημείο, οπότε επιχειρούν τα εναέρια μέσα που πραγματοποιούν ρίψεις νερού.
Στο νησί βρίσκονται 444 πυροσβέστες με 21 ομάδες πεζοπόρων και 85 οχήματα, 2 αεροσκάφη και 5 ελικόπτερα.
Όπως μας ενημερώνει ο Νίκος Καρασούλης, αντιδήμαρχος του νησιού που βρίσκεται από την πρώτη στιγμή στα πύρινα μέτωπα, η ανταπόκριση του κόσμου ήταν πρωτοφανής. «Ο κόσμος ήταν πολύ συγκινητικός σε αυτή την πάρα πολύ δύσκολη φωτιά που εκτείνονταν σε τρία μέτωπα. Χτες εκατοντάδες ήταν σε επιφυλακή με βυτία με νερό στα αγροτικά τους, για να είναι έτοιμοι να αποτρέψουν την φωτιά από το να περάσει στα μαστιχόδεντρα». Όπως τονίζει μεγάλος αριθμός από εθελοντές πυροσβέστες και αστυνομικούς έφτασαν στο νησί από κάθε γωνιά της χώρας για να τους βοηθήσουν.
Παρά την μεγάλη κινητοποίηση λοιπόν το ερώτημα που γεννάται είναι το γιατί κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες η μεγάλη καταστροφική αγροτοδασική φωτιά;
Μέσα από τα όσα είδε αυτές τις μέρες ο αντιδήμαρχος λέει ότι σε πολλά σημεία η φωτιά ήταν αρκετά δύσκολη καθώς εξαπλώθηκε σε απόκρημνα βουνά όπου δεν μπορούσαν να πάνε πεζοπόρα τμήματα ενώ ταυτόχρονα υπήρχαν πολλές μεγάλες εστίες.
Ο Ιωάννης Χιωτέλης, είναι πρόεδρος του Σωματείου Εθελοντών Πυροσβεστών Νήσου Λέσβου (Σ.Ε.ΠΥ.Ν.Λ) με 20 χρόνια εμπειρίας ως εθελοντής. Μαζί με άλλα τέσσερα άτομα ήταν ανάμεσα σε σε αυτούς που έφτασαν στην Χίο για να βοηθήσουν στα πύρινα μέτωπα. Σύμφωνα με τα όσα βίωσε στο πεδίο παρατήρησε ότι στην περιοχή της πυρκαγιάς δεν υπήρχαν αρκετοί αγροτικοί δρόμοι.
Όπως μοιράζεται στο News 24/7: «Είχαμε πολύ δυνατούς ανέμους με συνεχείς στροβιλισμους και υπήρχε πολύ καύσιμη ύλη στο έδαφος (αγριοχορτα, πευκοβελόνες). Επιπλέον, στην περιοχή δεν είχε πολλούς αγροτικούς δρόμους έτσι ώστε η πρόσβαση να είναι εύκολη για τις επίγειες δυνάμεις, με αποτελεσμα όταν καταλάγιαζε η φωτιά από τις ρίψεις νερού των εναέριων μέσων, λίγο αργότερα να αναζωπυρωνονταν επειδή δεν μπορούσαν να φτάσουν έγκαιρα τα πεζοπόρα τμήματα για να να κατασβεσουν τα “καντηλακια” που ανάβαν και ανατροφοδοτουσαν την φωτιά λόγω των δυνατών ανέμων. Στην Λεσβο έχουμε τόσο πολλούς οριζοντιους και κάθετους αγροτικός δρόμους που η πρόσβαση είναι γενικά πολύ εύκολη. Λυπάμαι πολύ γιατί η Χίος έχει πληγεί από την φωτιά 3 φορες τα τελευταία 13 χρόνια».
Για να μάθουμε περισσότερα για το θέμα, απευθυνθήκαμε στον πυρομετεωρολόγο και ερευνητή στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, Θοδωρή Γιάνναρο για λύσει την απορία μας.
Όπως τονίζει με μεγάλη έμφαση, η μόνη απάντηση που μπορεί να δώσει για τους παράγοντες που συνισέφεραν σε αυτή την εξελιξη προκύπτουν διαισθητικά καθώς στην χώρα μας δεν υπάρχει καμία τεχνολογία στο πυροσβεστικό σώμα που να δίνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα, γεωχωρικά δεδομένα που αφορούν την εξάπλωση της φωτιάς.
Η έλλειψη στοιχείων σε πραγματικό χρόνο
«Για να μπορέσουμε πολύ τεκμηριωμένα να απαντήσουμε σε αυτού του τύπου τα ερωτήματα, θα χρειαζόμασταν ανα εξάωρο -το λιγότερο, γιατι ιδανικά θα θέλαμε και νωρίτερα ανα τρίωρο δηλαδή – να έχουμε μια χαρτογράφηση της περιμέτρου της πυρκαγιάς από ένα ντροουν ή αεροσκάφος του Πυροσβεστικού Σώματος, το οποίο θα πετούσε με θερμική κάμερα» εξηγεί, αναφέροντας ότι τέτοια τεχνολογία υπάρχει στην Πορτογαλία.
Με τη επεξεργασία αυτών των δεδομένων θα μπορούσαμε να εξάγουμε πληροφορίες για την ταχύτητα με την οποία κινείται τη φωτιά, την συμπεριφορά που έχει. «να μπορέσουμε να δούμε και εκ των υστέρων αλλά και εκείνη την στιγμή, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο τι μπορούμε να κάνουμε και να την σταματήσουμε με ένα στρατηγικό πλάνο αντιμετώπισης» λέει ο Γιάνναρος.
Όπως μας επιβεβαίωσαν και από την πυροσβεστική, αυτή η τεχνολογία δεν υπάρχει στην χώρα μας ακόμα.
Το μόνο που έχουμε μέχρι στιγμής είναι οι χάρτες των περιμέτρων των καμένων περιοχών που αποτυπώνει το Copernicus με δορυφορική εικόνα. Όμως αυτό δίνει εκ των υστέρων απλά μια αίσθηση για το πως κινήθηκε τελικά η πυρκαγιά.
Οι καιρικές συνθήκες
Την ημέρα που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά, ήταν ημέρα υψηλού κινδύνου κατηγορίας 4 για την περιφερειακή ενότητα της Χίου κάτι που σημαίνει ότι οι συνθήκες ήταν κάτι παραπάνω από ευνοϊκές για να αποκτήσει ένταση και να καταστεί ανεξέλεγκτη.
Μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι δυνατοί άνεμοι που επικρατούσαν στην περιοχή. «Από όλα τα στοιχεία τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας και από αυτά που είδαμε και από οπτικό υλικό που έχει κυκλοφορήσει, ήταν μια φωτιά η οποία θα καθοδηγούμενη από τον βόρειο άνεμο» παρατηρεί ο Γιάνναρος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα ακόμα κρίσιμο στοιχείο για την ταχύτατη εξάπλωση της πυρκαγιάς ήταν ότι υπήρχε πολύ χαμηλή υγρασία στα στα λεπτά νεκρά δασικά καύσιμα, δηλαδή σε χόρτα και μικρούς θάμνους. «Γι αυτό είδαμε και τη φωτιά να κινείται αρκετά γρήγορα, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα να αφήνει άκαυτες νησίδες, δηλαδή να προσπερνάει κομμάτια βλάστησης χωρίς να τα καίει. Είναι χαρακτηριστικό πυρκαγιών που κινούνται γρήγορα κάτω από αυτές τις συνθήκες».
Τα βράδια δεν “φρενάρουν” πια οι πυρκαγιές
Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως, που είναι και αυτό που συνέβαλε στο να αυξηθεί ο βαθμός δυσκολίας διαχείρισης αυτού του περιστατικού είναι η υγρασία της βλάστησης που πλέον εκλείπει το βράδυ.
«Τη νύχτα αυτό που περιμένουμε τυπικά είναι να πέσει η θερμοκρασία, η βλάστηση να ανακτήσει λίγη υγρασία και επομένως αυτό να μας οδηγήσει σε μια επιβράδυνση της φωτιάς. Αυτό δεν συνέβη στην περίπτωση της Χίου. Η υγρασία της βλάστησης η οποία κάηκε παρέμενε περίπου στο 10% ή χαμηλότερα, ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύχτας, κάτι που είναι αρκετά χαμηλό» εξηγεί ο Γιάνναρος, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για κάτι που παρατηρούμε και λόγω της κλιματικής αλλαγής. «Πλέον αρχίζει και κλείνει αυτό το νυχτερινό παράθυρο που κάποτε είχαμε και είναι κάτι που παρατηρούμε σε όλον τον κόσμο. Όταν η φωτιά καταφέρνει και διατηρεί μία ένταση μέσα στη νύχτα, πολύ απλά αυτό τη βοηθάει να εξαπλώνεται και να αναπτύσσει μεγαλύτερα σε μήκος μέτωπα. Οπότε την επόμενη μέρα, έχουμε να διαχειριστούμε μια πολύ πιο δύσκολη φωτιά. Γιαυτό και το να έχουμε δεδομένα ανα τακτικά χρονικά διαστήματα είναι απαραίτητο».
Σχετικά ερωτήματα έχουμε θέσει και στη Διεύθυνση Δασών Χίου, προκειμένου να ενημερωθούμε για τα δικά τους συμπεράσματα για την συμπεριφορά της φωτιάς αλλά και για το αν υπάρχουν επαρκείς δασικοί/αγροτικοί δρόμοι στην περιοχή που θα διευκόλυναν την μετάβαση πεζοπόρων τμημάτων. Μέχρι την δημοσίευση του ρεπορτάζ δεν έχουμε λάβει απάντηση.
Με περισσότερες πυρκαγιές αναμένεται ο Ιούλιος και Αύγουστος
Η επιστημονική ομάδα FLAME – Fire Meteorology Group με τον Γιάνναρο φέτος ξεκίνησε μια πιλοτική προσπάθεια για εποχικές εκτιμήσεις του πυρομετερεολογικού δυναμικού σε βάθος τριμήνου στην χώρα μας.
Όπως σχολιάζει «από τα στοιχεία τα οποία έχουμε, αυτό το οποίο βλέπουμε είναι ότι μέσα στον Ιούλιο και μέσα στον Αύγουστο θα έχουμε τον μεγαλύτερο κίνδυνο, σε ό,τι αφορά το πυρομετεωρολογικό δυναμικό. Δεν μπορούμε φυσικά να κάνουμε πρόγνωση του που θα ξεσπάσει μια φωτιά, γιατί αυτό έχει τον ανθρώπινο παράγοντα, αλλά οι περιοχές οι οποίες με τα μέχρι στιγμής στοιχεία φαίνεται να είναι στη ζώνη υψηλού κινδύνου για Ιούλιο και Αύγουστο είναι περιοχές όπως: η Πελοπόννησος, η Δυτική Ελλάδα, το Νότιο Αιγαίο. Αργότερα μέσα στον Αύγουστο κυρίως θα έλεγα, τέλος Ιουλίου αρχές Αυγούστου μιλάμε πλέον και για την Αττική, Εύβοια, Βοιωτία».
Σε κάθε περίπτωση όμως αξίζει να αναφέρουμε ότι η εικόνα που έχουμε φέτος είναι πολύ καλύτερη σε σχέση με πέρυσι δεδομένου ότι έχουν καθυστερήσει οι πολύ μεγάλες πυρκαγιές. Ο Γιάνναρος εξηγεί ότι το φαινόμενο με το ότι «μπορεί η θερμοκρασία φέτος να ήταν υψηλότερη των κανονικών αλλά κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα είχαμε στην χώρα βροχές, αρκετά κοντά στα φυσιολογικά επίπεδα».