“ΑΡΚΟΥΔΟΤΡΥΠΑ”: ΠΩΣ ΜΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΤΑΙΝΙΑ ΕΓΙΝΕ ΜΑΓΕΥΤΙΚΟ ΝΤΕΜΠΟΥΤΟ ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ
Μια στενή φιλία στους πρόποδες της Πίνδου. Ένα ανομολόγητος έρωτας. Μια βραβευμένη μικρού μήκους ταινία στη Δράμα, ένα σκηνοθετικό –μεγάλου μήκους– ντεμπούτο στο φεστιβάλ Βενετίας. Το σκηνοθετικό δίδυμο των Χρυσιάννα Παπαδάκη και Στέργιου Ντινόπουλου εξηγούν στο Magazine πώς δημιουργήθηκε η “Αρκουδότρυπα”.
Στην Τύρνα, ένα χωριό στους πρόποδες της Πίνδου, ζουν η Αργυρώ και η Αννέτα, δύο κολλητές φίλες που αρχίζουν να συνειδητοποιούν τι ακριβώς σημαίνουν τα αισθήματά τους.
Η σκληρή Αργυρώ (Χαρά Κυριαζή) είναι αγρότισσα, η μανικιουρίστα Αννέτα είναι το “it girl” του χωριού. Όμως μια μέρα η Αννέτα θα ομολογήσει στην Αργυρώ πως είναι έγκυος και πως σκοπεύει να φύγει από το χωριό για να πάει στα Τρίκαλα με τον μέτριο (και μπάτσο) σύντροφό της. Η Αργυρώ θυμώνει, στεναχωριέται – και προκαλεί την Αννέτα να ταξιδέψουν μαζί στα βάθη της δασικής διαδρομής για να βρουν τη θρυλική αρκουδότρυπα των μυστικιστικών δυνάμεων.
Όμως η πριν η Αργυρώ προλάβει να εξομολογηθεί τα όσα αισθάνεται, ύστερα από ένα μεθυστικό βράδυ στο χωριό, η Αννέτα φεύγει χωρίς κουβέντα. Τι ακριβώς έχει συμβεί;
Η ταινία των Χρυσιάννα Παπαδάκη και Στέργιου Ντινόπουλου βασίζεται στην ομώνυμη μικρού μήκους ταινία τους, που πριν 2 χρόνια τιμήθηκε με τον Χρυσό Διόνυσo στη Δράμα. Εδώ, η μικρού μήκους είναι απλώς η πρώτη πράξη, και η αφήγηση συνεχίζεται, παίζοντας μάλιστα εναλλάξ ανάμεσα στις δύο ηρωίδες. Επιτρέποντάς μας έτσι ως θεατές να βλέπουμε να γεμίζουν τα κενά στην αφήγηση που υπάρχουν από την οπτική της κάθε μίας, αλλά παράλληλα στην ουσία να ανακαλύπτουμε αυτές τις ηρωίδες σε ζωντανό χρόνο, καθώς δηλαδή κι οι ίδιες μαθαίνουν τι ακριβώς έχει συμβεί – και τι ακριβώς αισθάνονται η μία για την άλλη.
Είναι μια ταινία που αφουγκράζεται το τοπίο, και αφήνει στις ηρωίδες της τον χώρο και την άνεση να περπατήσουν σε αυτό, να ζήσουν σε κάθε πιθανή γωνιά του φυσικού τους περιβάλλοντος. Δέντρα, σπηλιές, δάσης, ποτάμια, κορυφές, πυκνοκατοικημένες αυλές… τα πάντα μοιάζουν ζωντανά, και αναγκαία στην ιστορία, στους χαρακτήρες και στον κόσμο τους.
Η “Αρκουδότρυπα” έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο τμήμα Giornate degli Autori του 82ου φεστιβάλ Βενετίας, και το σκηνοθετικό δίδυμο Παπαδάκη και Ντινόπουλου κάθισε με το NEWS24/7 για να συζητήσει τη γέννηση αυτής της ταινίας, το ρόλο του φυσικού στο σινεμά (τους) και την οργανική ανάπτυξη της κεντρικής αισθηματικής ιστορίας.
Ι. ΠΩΣ Η ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΕΓΙΝΕ ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΝΤΕΜΠΟΥΤΟ: «ΑΝΑΡΩΤΙΟΜΑΣΤΑΝ, ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕΤΑ;;»
Στέργιος Ντινόπουλος: Τη μικρού μήκος την γράψαμε αυθόρμητα, μέσα σε τρεις μέρες, απλά βγήκε η ιστορία. Μετά όμως αρχίσαμε να σκεφτόμαστε πώς θα μπορούσε να συνεχιστεί. Είχαμε την πρώτη πράξη και μετά λέγαμε «τι συμβαίνει μετά;».
Χρυσιάννα Παπαδάκη: Επίσης, η δουλειά που κάναμε για τη μικρού μάς έδωσε πολλά εφόδια για τη μεγάλου. Στις πρόβες μιλούσαμε για πτυχές των χαρακτήρων που δεν φαίνονται στη μικρού. Σχέσεις με γονείς, όνειρα, φόβους… Χτίσαμε περίπλοκους χαρακτήρες και έτσι ήδη σκεφτόμασταν «αν συνεχιστεί, τι θα γινόταν;». Αυτές οι συζητήσεις έγιναν και με τους ηθοποιούς, έτσι ο κόσμος της ιστορίας είχε αρχίσει να αναπτύσσεται πριν καν τη γυρίσουμε. Γράφαμε την μεγάλου ενώ μοντάραμε τη μικρού – ακούγαμε κυριολεκτικά τις φωνές τους.
Στέργιος Ντινόπουλος: Ήταν λίγο σαν να γράφουμε σειρά. Όταν γράφεις μια ταινία, συνήθως φαντάζεσαι χαρακτήρες και χώρους χωρίς να έχεις κάνει ακόμα το κάστινγκ ή το ρεπεράζ. Εδώ είχαμε ήδη το καστ, το χωριό, το ταμπεραμέντο των ηθοποιών. Κάναμε τη μικρού, και μετά γράφαμε τη μεγάλου έχοντας εικόνα από όλα αυτά. Είχε μια αίσθηση συνέχειας: παίρνεις κάτι που υπάρχει ήδη και το εξελίσσεις.
***
Στέργιος Ντινόπουλος: Όσον αφορά τη δομή, νομίζω ότι βοήθησε πολύ το ότι είχαμε ήδη την πρώτη πράξη από τη μικρού, που είναι και το πρώτο κεφάλαιο της μεγάλου. Εκεί βλέπεις πιο πολύ την Αργυρώ. Η φίλη της εξαφανίζεται. Λες «μα καλά, πώς την πρόδωσε έτσι;». Μετά όμως αρχίζεις να αναρωτιέσαι τι έχει περάσει αυτή η κοπέλα για να φτάσει εκεί. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα: ωραία, το δεύτερο κεφάλαιο θα το αφιερώσουμε σε εκείνη, να δούμε τι την οδήγησε εκεί. Δεν είναι απλώς προδότρα, έχει τους λόγους της. Και τελικά, ίσως είναι κι εκείνη η πρωταγωνίστρια.
Χρυσιάννα Παπαδάκη: Αν και εμείς γράψαμε το σενάριο, η διαδικασία ήταν πολύ συλλογική. Μιλούσαμε με τις ηθοποιούς: «Τι νομίζεις ότι θα έκανε η Αννέτα; Τι θα έλεγε στην Αργυρώ;». Μιλούσαμε στις πρόβες, δώσαμε πολύ βάρος στην προετοιμασία. Όταν δεν έχεις μεγάλο μπάτζετ, πρέπει να είσαι έτοιμος. Στην Αθήνα δουλέψαμε με την Χαρά [σσ. Κυριαζή, η Αργυρώ] και Πάμελα [σσ. Οικονομάκη, η Αννέτα], συζητήσαμε με την διευθύντρια φωτογραφίας μας… Ακόμη και στο ρεπεράζ, μετά από μια κουραστική μέρα στο βουνό, πίνοντας μια μπύρα, μιλούσαμε για το ποτάμι, για τη σπηλιά, για το τι σημαίνουν αυτά τα σύμβολα. Έτσι ανακαλύπταμε πού έπρεπε να πάει η ιστορία.
ΙΙ. ΠΩΣ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΤΟΠΙΟ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ: «ΗΤΑΝ ΣΑ ΝΑ ΕΧΕΙ ΑΠΟΨΗ Η ΦΥΣΗ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ»
Στέργιος Ντινόπουλος: H ταινία γυρίστηκε στο χωριό από το οποίο κατάγομαι, την Ελάτη Τρικάλων, ή Τύρνα. Στην αρχή πήγαμε με τη Χρυσιάννα απλώς για να κάνουμε πεζοπορίες και να περάσουμε χρόνο στη φύση. Εγώ βέβαια το ήξερα από παιδί, αλλά το ξαναανακάλυψα μαζί της. Από εκεί εμπνευστήκαμε και ξεκινήσαμε να γράφουμε.
Η ιστορία προέκυψε οργανικά από το τοπίο, όχι το αντίστροφο. Δεν είχαμε μια έτοιμη ιστορία για να την τοποθετήσουμε στο χωριό· από το τοπίο αναβλύζουν οι χαρακτήρες και η δομή της ιστορίας, όπου ένα μυστικό αποκαλύπτεται και αλλάζει τα πάντα. Η σπηλιά ήταν κεντρικής σημασία από την αρχή. Θυμάμαι να μιλάμε γι’ αυτήν την εικόνα: ένα άτομο μέσα στη σπηλιά. Πώς βρέθηκαν εκεί αυτές οι φίλες. Από εκεί χτίστηκε όλη η ιστορία και οι χαρακτήρες. Έτσι, σε όλες τις σκηνές, το τοπίο αγκαλιάζει τις ηρωίδες, και η σχέση τους ξεδιπλώνεται μέσα σε αυτό.
Χρυσιάννα Παπαδάκη: Είναι δύσκολη η έννοια της αλήθειας στον κινηματογράφο, έχει να κάνει με τον τρόπο που προσεγγίσαμε το γύρισμα. Δεν είχαμε μια ιστορία που απλώς τοποθετήσαμε σε συγκεκριμένους χώρους· οι χώροι ενέπνευσαν την πλοκή. Οι χαρακτήρες πάνε εκεί που θα πήγαιναν αν ήταν αληθινοί άνθρωποι που ζούσαν σε αυτό το χωριό. Αν κάποιος ήθελε να ξεφύγει, θα πήγαινε εκεί. Αν έφευγε από το χωριό για την πόλη, θα περνούσε από αυτά τα μέρη. Αυτή η αλήθεια των χώρων έδωσε στη σχέση τους μια φυσικότητα, γιατί είναι όντως οι χώροι όπου θα κατέληγαν κάθε φορά.
Στέργιος Ντινόπουλος: Και όλα αυτά τα παιδιά του χωριού που άραζαν. Στο εκκλησάκι, για παράδειγμα, όντως γίνονται πάρτι κάθε βράδυ, βγάζουν μπαλαντέζες και ηχεία. Δεν ήταν καλλιτεχνική επιλογή, το είδαμε και το κρατήσαμε. Ή, αν θες να πιεις ένα μπαφάκι, θα πας στον κόκκινο βράχο με τη θέα σε όλο το χωριό. Όλα αυτά υπήρχαν ήδη και μπήκαν στην ταινία.
***
Στέργιος Ντινόπουλος: Υπάρχει κάτι πολύ ιδιαίτερο με τα βουνά της Ελλάδας και τα ορεινά χωριά: διαδραματίζονται ανθρώπινες σχέσεις και ιστορίες σε τοπία που προκαλούν δέος. Συχνά έχεις μια πολύ καθημερινή στιγμή – ας πούμε, φιλιούνται στο αγροτικό τους – αλλά αν κάνεις λίγο ζουμ άουτ, βλέπεις ότι κάθονται σε ένα φαράγγι με μπροστά τους όλα τα βουνά της Πίνδου. Αυτό το ζουμ άουτ το χρησιμοποιήσαμε πολύ και στη γλώσσα της ταινίας: είμαστε στο εδώ και τώρα, αλλά ταυτόχρονα είμαστε μέρος κάτι πολύ μεγαλύτερου.
Χρυσιάννα Παπαδάκη: Αυτό θέλαμε να πετύχουμε: να δώσουμε παρουσία στη φύση. Όχι απλώς να βλέπεις πράσινο γύρω τους, αλλά να νιώθεις ότι η φύση είναι σχεδόν χαρακτήρας. Ξεκινάς με το τοπίο και το μεγαλείο και το δέος, το άγχος που σου προκαλεί η ανοιχτότητα που σε κάνει να νιώθεις μικρός, και μετά καταλήγεις πάλι στις ίδιες τις ηρωίδες. Σε πολλά πλάνα θέλαμε η φύση να προσθέτει κάτι στην εμπειρία του θεατή — άγχος, τρόμο, κλειστοφοβία. Κάπως σα να έχει άποψη η φύση για αυτό που γίνεται.
Ακόμα και η μουσική το ακολουθεί αυτό. Ο συνθέτης μας, ο Τζον Τουρνάς, έγραψε κομμάτια με ονόματα φυτών και στοιχείων του δάσους, της τσουκνίδας, σαν να δίνουμε «πρόσωπο» στη φύση.
Στέργιος Ντινόπουλος: Στις οδηγίες προς τον Τζον, του λέγαμε: «Πώς ακούγεται να σε τσιμπάει μια τσουκνίδα; Πώς ακούγεται μια σκοτεινή σπηλιά που σου μιλάει;». Ήταν σαν να προσπαθούμε να δώσουμε ζωή στη φύση, να την κάνουμε τρισδιάστατη.
Χρυσιάννα Παπαδάκη: Η σπηλιά είχε τους φυσικούς ήχους της, αλλά μας ενδιέφερε και κάτι παραπάνω: τι μουσική θα είχε η σπηλιά αν επικοινωνούσε με τους χαρακτήρες;
***
Χρυσιάννα Παπαδάκη: Είχαμε από την αρχή στο μυαλό μας κάποιους χαρακτήρες. Όχι συγκεκριμένα βασισμένους σε υπαρκτά πρόσωπα, αλλά εμπειρίες που μας είχαν μείνει. Ξέρεις, σαν συνειρμοί που δεν ξέρεις γιατί σε ακολουθούν. Μπορεί να είναι μια ανάμνηση από παιδί, ή μια φιγούρα από ένα παρόμοιο χωριό. Σαν να θες να εξερευνήσεις λίγο γιατί αυτό σου έχει μείνει σαν συνειρμός, γιατί σου έχει μείνει κάποια ανάμνηση.
Στέργιος Ντινόπουλος: Ήταν σαν κολάζ πραγματικών εμπειριών και πραγμάτων. Για παράδειγμα, μια φίλη μου από το χωριό μάς είχε πει ότι οι γονείς της, που είναι κτηνοτρόφοι, ξύπνησαν ένα πρωί και βρήκαν το κοπάδι τους σφαγμένο. Αυτό κατευθείαν έγινε για εμάς υλικό για μια σκηνή. Οπότε το κολάζ προέκυπτε από ιστορίες ανθρώπων αλλά και από το τοπίο.
ΙΙΙ. ΠΩΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ: «ΝΙΩΘΕΙΣ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΖΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»
Χρυσιάννα Παπαδάκη: Σε κάποια φάση [γράφοντας την ιστορία] απλά μας χτύπησε: «Α, αυτές είναι βαθιά ερωτευμένες».
Στέργιος Ντινόπουλος: Δεν είναι απλά ένα φλερτ που πάει στράφι, αλλά κάτι πιο ουσιαστικό. Το είδαμε και σαν έναν διπλό έλικα DNA, μια κβαντική σχέση ανάμεσά τους. Στο δεύτερο επεισόδιο ξαναβλέπεις πράγματα από άλλο πρίσμα, και αυτό αλλάζει εντελώς την οπτική σου πάνω στη σχέση. Το ένα επηρεάζει το άλλο.
Χρυσιάννα Παπαδάκη: Επειδή κι εμείς έχουμε ως υπόβαθρο τον κλασικής δομής κινηματογράφο μυθοπλασίας, μας ενδιέφερε να δείξουμε κάτι πειραματικό και καινούριο, αλλά ταυτόχρονα να συζητάμε με τις κλασικές δομές.
Στέργιος Ντινόπουλος: Ποια είναι η ηρωίδα που κάνει το ταξίδι; Είναι η Αννέτα ή η Αργυρώ;
Χρυσιάννα Παπαδάκη: Και παίζαμε πολύ με την τραγική ειρωνεία, τι ξέρει ο θεατής σε κάθε σημείο. Στην αρχή είσαι με την Αργυρώ, στο δεύτερο κομμάτι με την Αννέτα, και στο τρίτο πια μοιράζεται το βάρος. Αυτή η αλλαγή οπτικής ήταν κάτι που δουλέψαμε πολύ στη γραφή αλλά και με την κάμερα.
***
Στέργιος Ντινόπουλος: Στην αρχή ήταν πολύ απλό: δύο φίλες πάνε σε μια πεζοπορία, υπάρχει ένα μυστικό, καταλήγουν στη σπηλιά. Η Χρυσιάννα όμως είπε: «Ναι, αλλά προφανώς θα γουστάρονται». [γελάμε] Και αυτό ακολούθησε πολύ οργανικά.
Χρυσιάννα Παπαδάκη: Ναι, σαν να μας κατέβηκε ξαφνικά. Από την αρχή τα κορίτσια μάς φαίνονταν τόσο αληθινά, που σχεδόν δεν ήταν στο χέρι μας. Ήταν σαν να ρωτάμε τον εαυτό μας «μήπως γουστάρονται;». Λες και δεν ήταν στο χέρι μας! Το προσεγγίσαμε δειλά στην αρχή, αλλά όσο το δουλεύαμε φαινόταν ξεκάθαρο. Μας έλκει κι εμάς αυτός ο κοσμικός, μεγάλος Έρωτας, η έννοια του σύμπαντος, ο ρομαντισμός, που είναι ταυτόχρονα τρομακτικός και ελκυστικός. Έχει κάτι πολύ θριαμβευτικό σαν περιπέτεια. Σα να πρέπει να ηττηθεί κάτι, για να είναι μαζί αυτές οι δύο.
Στέργιος Ντινόπουλος: Και βγήκε πολύ οργανικά. Δεν γράψαμε ποτέ «τώρα θα δείξουμε πόσο δύσκολος είναι ο έρωτας σε ένα χωριό». Το πήραμε σαν δεδομένο ότι αυτές οι δύο είναι απλά ερωτευμένες. Δεν τοποθετήσαμε τη σχέση τους απέναντι στην καταπίεση της επαρχίας.
Χρυσιάννα Παπαδάκη: [Ένα τέτοιο συναίσθημα] είναι από μόνο του τρομακτικό. Συχνά μιλάμε για την εξωτερική καταπίεση, και όχι κακώς, αλλά ξεχνάμε σε πόσο μεγάλο βαθμό η πάλη είναι και εσωτερική. Ήταν τρομακτικό για τις ίδιες, για δικούς τους λόγους, να έρθουν σε ένα σημείο που να αντιμετωπίσουν την αλήθεια της αγάπης τους. Πρέπει να έρθουν αυτές σε αυτό το σημείο για να είναι πιο ελεύθερες με τον εαυτό τους, είτε για λόγους κοινωνικούς, αλλά είτε και απέναντι στον ίδιο το φόβο του να εκτεθείς τόσο πολύ σε κάποιον άλλον.
Στέργιος Ντινόπουλος: Ειδικά αφού πρόκειται για τον πρώτο τους έρωτα. Είναι τρομακτικός και μπερδευτικός. Μπερδεμένος, σαν τη σπηλιά με τις σκοτεινές δυνάμεις που σε κατακλύζουν. Ο πρώτος έρωτας είναι πάντα τρομακτικός γιατί γίνεσαι ευάλωτος για πρώτη φορά απέναντι σε έναν άνθρωπο.
Χρυσιάννα Παπαδάκη: Και όλα τα στοιχεία της ταινίας που μοιάζουν μεταφυσικά ή παραμυθένια, συμπαντικά — η σπηλιά, το νερό, το δέος των βουνών — είναι σαν μεταφορά για το πώς νιώθει ο πρώτος έρωτας. Είσαι ο Ηρακλής και τα βάζεις με τον κόσμο! Όλα είναι υπερβολικά μεγάλα. Για παράδειγμα, μπορεί αντικειμενικά το να φύγει η κολλητή σου στη Λάρισα να μη φαίνεται καταστροφή. Αλλά για εκείνη είναι το τέλος του κόσμου. Θέλαμε να αποδώσουμε αυτή την υποκειμενική εμπειρία του έρωτα, και εκεί βοήθησε πολύ η φύση.
Η “Αρκουδότρυπα” έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο 82ο φεστιβάλ Βενετίας.