Στιβ Μπίκο: Ανοίγει μετά από 48 χρόνια ο φάκελος για τον θάνατο του Νοτιοαφρικανού ακτιβιστή
Διαβάζεται σε 4'
Οι δικαστικές αρχές της Νοτίου Αφρικής θα εξετάσουν εκ νέου την υπόθεση θανάτου του Στιβ Μπίκο, του μαύρου αγωνιστή κατά του απαρτχάιντ που ξυλοκοπήθηκε άγρια από την Αστυνομία και ξεψύχησε φυλακισμένος το 1977.
- 11 Σεπτεμβρίου 2025 13:14
Οι εισαγγελείς της Νότιας Αφρικής θα ανοίξουν ξανά τον φάκελο για τον θάνατο του διακεκριμένου Νοτιοαφρικανού ακτιβιστή κατά του απαρτχάιντ και αγωνιστή υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Στιβ Μπίκο, σχεδόν 50 χρόνια μετά από την ημέρα που άφησε την τελευταία του πνοή ενώ βρισκόταν υπό αστυνομική κράτηση.
Ο Μπίκο, ιδρυτής του “Κινήματος Μαύρης Συνείδησης” της Νότιας Αφρικής (Black Consciousness Movement), πέθανε το 1977 σε ηλικία μόλις 30 ετών, φυλακισμένος και έχοντας υποστεί φρικτά βασανιστήρια από τις δυνάμεις της αστυνομίας.
Η ακτιβιστική δράση του Μπίκο ενόχλησε τις αρχές της Νότιας Αφρικής, οι οποίες τον καταδίωκαν συστηματικά, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο, το 1973, να του αφαιρεθεί το δικαίωμα δημόσιας έκφρασης. Τίποτα, όμως, δεν κατάφερε να εμποδίσει τον θαραλλέο αγωνιστή να συνεχίσει τον αγώνα του. Στις 18 Αυγούστου 1977, ο Μπίκο συνελήφθη στην πόλη Γκεμπέχα και φυλακίστηκε για περίπου ένα μήνα, όπου υπέστη απάνθρωπα βασανιστήρια από τους αστυνομικούς, τα οποία τον οδήγησαν σε κώμα.
Στη συνέχεια οι αστυνομικές δυνάμεις τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα Walmer στην Πόρτ Ελίζαμπεθ, όπου τον κράτησαν γυμνό και αλυσοδεμένο. Στις 6 Σεπτεμβρίου, μεταφέρθηκε στο κτήριο της αστυνομίας Sanlam, όπου υπεβλήθη σε 22 ώρες ανάκρισης, ενώ ήταν δεμένος χειροπόδαρα. Κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας, ξυλοκοπήθηκε άγρια από τους αστυνομικούς και υπέστη σοβαρές βλάβες στον εγκέφαλο, οι οποίες του προκάλεσαν εγκεφαλική αιμορραγία.
Στις 11 Σεπτεμβρίου, οι αστυνομικοί τον φόρτωσαν σε ένα Land Rover, γυμνό και δεμένο, και τον μετέφεραν 740 μίλια μακριά, στις φυλακές της Πρετόρια, για νοσοκομειακή περίθαλψη. Δυστυχώς, εκεί, την επόμενη μέρα, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1977, ο Στιβ Μπίκο άφησε την τελευταία του πνοή μόνος του, στο κελί.
Ο θάνατός του προκάλεσε διεθνή κατακραυγή και ο Μπίκο έγινε σύμβολο του αγώνα κατά του απαρτχάιντ, το οποίο αρνιόταν τα πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα του μαύρου πληθυσμού – ο οποίος ήταν και πλειοψηφία- της Νότιας Αφρικής.
«Ο κύριος στόχος της επαναφοράς της έρευνας είναι να κατατεθούν στοιχεία στο δικαστήριο που θα επιτρέψουν στις δικαστικές αρχές να αποφασίσουν εάν ο θάνατος προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη που ενδεχομένως συνιστά αδίκημα», δήλωσε η Εθνική Αρχή Κατηγορίας (NPA) την Τετάρτη.
Η υπόθεση θα “ανοίξει” εκ νέου στην 48η επέτειο από τον θάνατο του Μπίκο, στις 12 Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα TheGuardian, μια έρευνα του 1977 είχε αποδεχτεί την αστυνομική εκδοχή ότι ο Μπίκο υπέστη τραύματα όταν χτύπησε το κεφάλι του στον τοίχο και κανείς δεν διώχθηκε για τον θάνατό του.
Ωστόσο, το 1997, πρώην αστυνομικοί που εμπλέκονταν στην υπόθεση παραδέχτηκαν ότι ξυλοκόπησαν τον ακτιβιστή κατά τη διάρκεια των ακροάσεων της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης (TRC) για τα εγκλήματα της εποχής του απαρτχάιντ.
Η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης αρνήθηκε να χορηγήσει αμνηστία στους αστυνομικούς, αποφασίζοντας ότι ψεύδονταν στην κατάθεσή τους και δεν απέδειξαν πολιτικό κίνητρο για τον φόνο του Μπίκο.
Η ιστορία του ακτιβιστή ενέπνευσε το τραγούδι «Biko» του Πίτερ Γκάμπριελ και αργότερα την ταινία «Cry Freedom» του Ρίτσαρντ Άτενμπορο.
Η απόφαση να επανεξεταστεί ο φάκελος για τον θάνατο του Στιβ Μπίκο αποτελεί το τελευταίο βήμα σε μια σειρά πρωτοβουλιών για την επανεξέταση των θανάτων υψηλού προφίλ κατά την εποχή του απαρτχάιντ. Τον Απρίλιο, ο πρόεδρος Σίριλ Ραμαφόσα ξεκίνησε έρευνα για το αν οι προηγούμενες κυβερνήσεις της Νότιας Αφρικής, υπό την ηγεσία του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC), είχαν επηρεάσει την έρευνα και την δίωξη των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν κατά την εποχή του απαρτχάιντ, εν μέσω κριτικής από τις οικογένειες των θυμάτων.
Τον Ιούνιο, άνοιξε έρευνα για ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα της εποχής: τους θανάτους τεσσάρων ανδρών, γνωστών ως οι «Cradock Four», οι οποίοι το 1985 σταμάτησαν σε έναν οδοφράκτη από αστυνομικούς, ξυλοκοπήθηκαν, στραγγαλίστηκαν με καλώδιο τηλεφώνου, μαχαιρώθηκαν και πυροβολήθηκαν μέχρι θανάτου.