Το 13ώρο όπως το έζησα (ως παιδί εργαζόμενου)
Διαβάζεται σε 5'
Η πραγματικότητα του 13ώρου είναι βασανιστική όχι μόνο για το εργαζόμενο αλλά κυρίως για την οικογένειά του. Ενα βιωματικό κείμενο.
- 13 Σεπτεμβρίου 2025 07:51
Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι στο οποίο και οι δύο γονείς δούλευαν μέχρι τελικής πτώσεως. Η μητέρα εργαζόταν εντός του σπιτιού (ραπτική, φασόν). Ο πατέρας ήταν ράφτης, εργαζόταν σε μία μικρή βιοτεχνία στου Ψυρρή.
Από τη στιγμή που άρχισα να συνειδητοποιώ την ύπαρξή μου (κάπου στα 1983) και μέχρι να γίνω 11-12 χρόνων, έπρεπε να συμβιβαστώ με μία οδυνηρή πραγματικότητα. Η παρουσία του πατέρα στο σπίτι από τη Δευτέρα έως και την Πέμπτη ΚΑΘΕ εβδομάδα (εξαιρείται ο Αύγουστος) ήταν μία παρουσία καθαρά τυπική που δεν μπορούσε να δώσει τίποτα στο μικρό εαυτό μου.
Η ευθύνη, φυσικά, δεν άνηκε στον πατέρα. Ετσι ήταν διαμορφωμένες οι συνθήκες. Από τη Δευτέρα μέχρι και την Πέμπτη έπρεπε να δουλεύει υπερωρίες και να σχολά είτε στις 18:30 είτε στις 19:30, ανάλογα με τις φούριες της δουλειάς.
Το τυπικό του πρόγραμμα διαμορφωνόταν ως εξής:
Ξυπνούσε λίγο πριν τις 5:30. Επαιρνε, στο πόδι, ένα πρόχειρο πρωινό (ένα ποτήρι γάλα τις περισσότερες φορές) και έφευγε για τη στάση για να πάρει τη λεωφορείο για το κέντρο της Αθήνας. Από τις 6:00 περίμενε το λεωφορείο, αυτό ερχόταν συνήθως τα επόμενα λεπτά.
Από την οδό Σίνα όπου έκανε τέρμα το λεωφορείο μέχρι του Ψυρρή, ο πατέρας περπατούσε. Η απόσταση δεν ήταν μικρή και έπρεπε να επαναληφθεί και το απόγευμα μετά το σχόλασμα και την 11ώρη ή την 12ώρη απασχόληση.
Επιανε δουλειά στις 7 το πρωί. Σχολούσε το νωρίτερο στις 18:30. Πολλές φορές χρειαζόταν να καθίσει και παραπάνω. Στο σπίτι έφθανε το νωρίτερο στις 19:30. Κατάκοπος, μπορούσε να το καταλάβει και ένα μικρό παιδί του δημοτικού σχολείου όπως ήμουν.
Ο πατέρας, που είχε περάσει πια τα 50, έτρωγε (τον θυμάμαι να τρώει με απίστευτη ταχύτητα, λες και κάποιον τον κυνηγούσε) και εν συνεχεία καθόταν μπροστά στην τηλεόραση. Οι κουβέντες που είχαμε σ’ αυτό το διάστημα ήταν ελάχιστες. Ίσως να με ρωτούσε κάτι σχετικό με το σχολείο, του έλεγα και εγώ κάποιο από τα νέα μου και αυτό ήταν όλο. Δεν μπορούσε, εκ των πραγμάτων, να ελέγξει το διαβάσμά του και φυσικά ούτε λόγος για παιχνίδι μαζί του. Αυτό ήταν απαγορευμένος καρπός. Ήμουν μοναχοπαίδι και αυτό μου στοίχιζε τρομερά. Έβλεπα όμως ότι δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο.
Από την κούραση και την εξάντληση ο άνθρωπος αποκοιμιόταν μπροστά στην τηλεόραση κατά τις 21:30, δεν είχε πια άλλες δυνάμεις, δεν μπορούσε να μείνει καν ξύπνιος. Ξάπλωνε πριν από τις 22:00. Ο ύπνος τον έπαιρνε αμέσως. Θυμάμαι συχνά να ροχαλίζει βαθιά, ένδειξη μεγάλης σωματικής κόπωσης.
Την επόμενη ημέρα το πρόγραμμα επαναλαμβανόταν σαν σε λούπα. Το εκτελούσε χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς να αλλάζει συνήθειες. Η ζωή του, για σειρά ετών, έμοιαζε με κασέτα που είχε κολλήσει και έπαιζε συνέχεια το ίδιο και το ίδιο τραγούδι. Βαρετό. Μα περισσότερο από όλα πολύ κουραστικό.
Μέσα σ’ εκείνα τα κολασμένα τετραήμερα, οι γονείς έβαζαν πάγο σε κάθε κοινωνική σχέση. Δεν πήγαιναν πουθενά (αφού, έτσι και αλλιώς, δεν είχαν το χρόνο) αλλά είχαν, με τον τρόπο τους απαγορεύσει και κάθε επίσκεψη στο δικό μας σπίτι. Το ίδιο ίσχυε και για την Κυριακή το απόγευμα. Την επόμενη ημέρα θα άρχιζε ένα ακόμη καταπιεστικό τετραήμερο.
Αυτό το εξαιρετικά βασανιστικό διάστημα κράτησε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 90. Πήγαινα πια στο Γυμνάσιο. Ο πατέρας ήταν 60, οι δουλειές δεν πήγαιναν το ίδιο καλά με την προηγούμενη δεκαετία. Το ωράριο, αναγκαστικά, μειώθηκε.
Ακριβώς στα 60, το 1993 ο πατέρας προτίμησε να βγει σε προσωρινή μειωμένη σύνταξη. Είχε συσσωρευτεί τέτοια κούραση που θεώρησε αναγκαίο να εξασφαλίσει ένα μίνιμουμ εισόδημα για την οικογένεια για παν ενδεχόμενο. Η σχέση μας, δυστυχώς, ουδέποτε αποκαταστάθηκε στο επίπεδο που θα έπρεπε. Ήμουν πια έφηβος. Και εκείνος πολύ κουρασμένος για να ακολουθεί τους δικούς μου ρυθμούς. Με συνόδευε πολλές φορές στο γήπεδο, μέχρι που και εκεί άρχισα να πηγαίνω μόνος.
Εγραψα όλα τα παραπάνω για να γίνει κατανοητό ότι η πραγματικότητα ενός ανθρώπου που δουλεύει 12 και 13 ώρες την ημέρα δεν επηρεάζει μόνο τον ίδιον. Επηρεάζει, πολύ περισσότερο θα μπορούσα να ισχυριστώ, τους οικείους του, τους αγαπημένους του. Και κυρίως το παιδί ή τα παιδιά όταν υπάρχουν.
Η δική μου ζωή στα 10 και πλέον πρώτα χρόνια της ζωής συσχετίστηκε με μία μάνα που έτρεχε να τα προλάβει όλα και έναν πατέρα που είχε μετατραπεί σε ανθρώπινο ρομπότ 12ώρης και 13ώρης εργασίας. Ηταν η δεκαετία του 80.
Σαράντα χρόνια πλέον δεν είναι δυνατόν να προετοιμάζεται ένα τέτοιο μέλλον για τους εργαζόμενους της χώρας και τις οικογένειές τους. Δεν είναι μόνο αντεργατικό. Είναι απάνθρωπο…