Μητσοτάκης – Ερντογάν: Δεν γκρεμίστηκε ο κόσμος που δεν συναντήθηκαν…

Διαβάζεται σε 5'
Κυριάκος Μητσοτάκης - Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν
Κυριάκος Μητσοτάκης - Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν Dimitris Kapantais/SOOC

Οι κυβερνητικές μεγαλοστομίες και οι αντιπολιτευτικές υπερβολές δεν προσφέρουν τίποτα. Ούτε ο Μητσοτάκης θα «στρίμωχνε» τον Ερντογάν με όσα θα του έλεγε, ούτε ο Ερντογάν «διέσυρε» τον Μητσοτάκη με τη ματαίωση της συνάντησης.

Είμαστε η χώρα της υπερβολής, αλλά και της υποκρισίας. Μάλιστα, στο χώρο της πολιτικής η διαπίστωση αυτή πρέπει να πολλαπλασιάζεται επί δύο. Ακόμα και στα πολύ σοβαρά, όπως είναι τα ελληνοτουρκικά, ακούγονται και γράφονται από στομφώδεις κυβερνητικές ρητορείες μέχρι ανούσιες αντιπολιτευτικές καταγγελίες και εξωπραγματικές δημοσιογραφικές υπερβολές.

Πρέπει να συναντώνται οι πρωθυπουργοί Ελλάδας και Τουρκίας; Όλοι οι Έλληνες πρωθυπουργοί, από τους πιο «σκληρούς» έως τους πιο «μαλακούς», έχουν απαντήσει το αυτονόητο: ναι. Και μάλιστα οι συναντήσεις αυτές έχουν μεγαλύτερο νόημα όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, όταν έχουμε εντάσεις. Αντίθετα, όταν έχουμε «ήρεμα νερά», όπως συμβαίνει εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια, η σημασία τέτοιων συναντήσεων μπορεί να μην είναι τόσο μεγάλη όση τους αποδίδεται. Τέτοια ήταν η συνάντηση της Νέας Υόρκης, που ματαιώθηκε. Εκ των προτέρων ήταν συνάντηση «χαμηλών προσδοκιών». Δεν έγινε (οι εκτιμήσεις για την αιτία ποικίλλουν) και ακολούθησαν τα εξής:

Πρώτον, η κυβέρνηση άρχισε να διοχετεύει ότι ο Ερντογάν δεν ήθελε τη συνάντηση, επειδή ο Μητσοτάκης θα «του έβαζε δύσκολα»: θα του έλεγε για το καλώδιο προς την Κύπρο, για το casus belli, για τη συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα και το «βέτο» που θα βάλει η Ελλάδα και μερικά ακόμα. Πρόκειται, φυσικά, για αστειότητες. Αν ο Μητσοτάκης τού έλεγε αυτά, ποια δυσκολία θα είχε ο Ερντογάν να απαντήσει αναλόγως; Να πει, δηλαδή, όσα είπε από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ; Ότι το καλώδιο δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς την έγκριση της Τουρκίας (αυτό είναι το νόημα όσων είπε), ότι πρέπει να αναγνωριστεί το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος και άλλα παρόμοια; Αν λέγονταν εκατέρωθεν αυτά, μήπως η συνάντηση θα γινόταν μπάχαλο; Και μήπως είναι καλύτερα που δεν έγινε; Ποιος  θα είχε συμφέρον από μια τέτοια αρνητική εξέλιξη που θα ανέτρεπε, όχι μόνο στα λόγια αλλά και «στο πεδίο», τα «ήρεμα νερά»; Σε αυτή τη φάση ούτε ο Ερντογάν έχει τέτοιο συμφέρον και, αν ματαίωσε τη συνάντηση γι’ αυτό, μάλλον καλή εξέλιξη είναι.

Δεύτερον, ο σχολιασμός κομμάτων της αντιπολίτευσης για τη ματαίωση της συνάντησης είναι για τα πανηγύρια. Ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Δ. Μάντζος είπε ότι «παρά τις χαμηλές προσδοκίες και το ευρύτερο κλίμα, που δεν είναι ιδανικό, η συνάντηση θα προσέφερε έστω το θεσμικό πλαίσιο, ώστε η Ελληνική Κυβέρνηση να θέσει τα σοβαρά ζητήματα που αφορούν στον σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας και στην ακώλυτη ενάσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, απέναντι στον επίμονο τουρκικό αναθεωρητισμό». Και πρόσθεσε ότι αφού η συνάντηση δεν έγινε «ήταν μια ακόμη απτή απόδειξη της υποβάθμισης και της υποτίμησης της χώρας μας από την Τουρκική Κυβέρνηση, που δείχνει ότι δεν σέβεται το διάλογο παρά μόνο όταν έχει να αποκομίσει οφέλη από αυτόν».

Και η αρμόδια για την εξωτερική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ Ρένα Δούρου είπε ότι η αναβολή της συνάντησης «φέρνει στο προσκήνιο ξανά, την περιθωριοποίηση της Ελλάδας στην οποία έχει οδηγήσει η τυχοδιωκτική, χωρίς συνεκτική εθνική στρατηγική, εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης».

Δηλαδή, η αντιπολίτευση λέει ότι, αν γινόταν η συνάντηση, ο Μητσοτάκης θα έλεγε στον Ερντογάν για «τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας» (ΠΑΣΟΚ) και, αφού δεν έγινε η συνάντηση και δεν το έκανε, «η Ελλάδα περιθωριοποιήθηκε» (ΣΥΡΙΖΑ). Κι αν ο Ερντογάν έθετε «τα κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας» και το κλίμα δυναμιτιζόταν, τι κέρδος θα είχαμε; Και γιατί η Ελλάδα «περιθωριοποιήθηκε» από τη μη διεξαγωγή μιας συνάντησης; Τέτοια αντιπολίτευση δεν είναι σοβαρή.

Τρίτον, γιατί είναι «διασυρμός» για τον Έλληνα πρωθυπουργό – όπως θέλει η ακραία εθνικιστική ρητορεία- η αναβολή μιας συνάντησης, από την οποία οι ίδιοι που τα λένε αυτά δεν περίμεναν τίποτα;

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο ίδιος προσωπικά προσφέρουν πλήθος ευκαιριών  για σκληρή κριτική σε όλα τα πεδία. Στα ελληνοτουρκικά όχι. Όλες οι τελευταίες κυβερνήσεις πάνω κάτω τα ίδια έζησαν με τον Ερντογάν, εξάρσεις και υφέσεις. Η σημερινή κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα το ιδιαίτερα διαφορετικό, μόνο κάμποσες μεγαλοστομίες ότι πετυχαίνει «νίκες» και η Τουρκία έχει «ήττες». Στην πράξη τίποτα από τα δύο δεν ισχύει. Ακόμα και το περιβόητο casus belli, το οποίο «ψήφισε»(δια βοής) το 1995 η τουρκική εθνοσυνέλευση ως απάντηση στο ελληνικό  δικαίωμα των 12 μιλίων,  δεν αποτελεί ουσιαστικό πρόβλημα. Διότι εδώ και 30 χρόνια καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν αποπειράθηκε να ασκήσει αυτό το δικαίωμα( στην επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια στο Αιγαίο δεν αντιτίθεται μόνο η Τουρκία, αλλά και άλλες χώρες, με πρώτη την Αμερική…) και δικαίωμα που δεν ασκείται στην πράξη ατονεί και χάνεται. Άρα, στην πράξη δεν ισχύει και η τουρκική απειλή(casus belli).

H Ελλάδα, λοιπόν, ζει εδώ και τουλάχιστον μισόν αιώνα- και θα συνεχίσει να ζει- με τα γνωστά προβλήματα που προκαλεί ένας κακός γείτονας. Όλες οι κυβερνήσεις έζησαν έτσι και πάνω κάτω τα ίδια έκαναν. Δεν χρειάζονται μεγαλοστομίες, αλλά ρεαλισμός, ισχυρή αποτρεπτική δύναμη και συμμαχίες, που θα αποτρέπουν την άλλη πλευρά από τον πειρασμό να αποπειραθεί να ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου.

Εν κατακλείδι, δεν γκρεμίστηκε ο κόσμος επειδή δεν έγινε η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στη Νέα Υόρκη. Θα γίνει η επόμενη. Αν εξακολουθούν τα «ήρεμα νερά», κέρδος θα έχουμε. Οι κυβερνητικές μεγαλοστομίες και οι αντιπολιτευτικές υπερβολές δεν προσφέρουν τίποτα. Ούτε ο Μητσοτάκης θα «στρίμωχνε» τον Ερντογάν με όσα θα του έλεγε, ούτε ο Ερντογάν «διέσυρε» τον Μητσοτάκη με τη ματαίωση της συνάντησης.

Αυτή είναι χοντροκομμένη προπαγάνδα για αφελείς,  που σε τέτοια θέματα μόνο κακό κάνει…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα