Νέες ταινίες: Το “Μια Μάχη Μετά την Άλλη” με τον Ντι Κάπριο είναι το magnum opus της εποχής μας

Διαβάζεται σε 15'
Νέες ταινίες: Το “Μια Μάχη Μετά την Άλλη” με τον Ντι Κάπριο είναι το magnum opus της εποχής μας
24 Media Creative Team

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Στην κορυφή παρέμεινε το “Κάλεσμα 4” ξεπερνώντας τα 200.000 εισιτήρια, τρελό εμπορικό σουξέ για μια κλασικής υφής franchise ταινία τρόμου, σε ένα είδος που δεν απογοητεύει. Ακόμα και το πιο πειραγμένο και ανορθόδοξο “Weapons”, κρατάει μες στη 10άδα μετά από σχεδόν ενάμιση μήνα προβολής και πλησιάζοντας τα 90.000 εισιτήρια. Εξαιρετικά, και μπράβο.

Μπράβο και στη “Συναισθηματική Αξία” που παίζει δυνατά στο καλλιτεχνικό κύκλωμα, και ξεπερνώντας τις 25.000 εισιτήρια σε 10 μέρες προβολής. Θα ακούμε συχνά για αυτή την ταινία τους επόμενους μήνες και είναι θετικό ότι κινείται δυναμικά ακόμα και τόσο νωρίς μες στη σεζόν – σε κάνει να αναρωτιέσαι τι νούμερα μπορεί να έκανε αν κυκλοφορούσε πιο κοντά στο οσκαρικό hype, αλλά αυτά είναι υποθέσεις και ποτέ δε θα ξέρουμε.

Στα δυσάρεστα, πολύ κρίμα που, όπως μεταδίδει το Flix, η “Ευδοκία” έκανε μόλις 500+ εισιτήρια κατά την επανακυκλοφορία της, καθότι μιλάμε για ένα αληθινά σπάνιο και επιδραστικό αριστούργημα του ελληνικού κινηματογράφου. Έχετέ το υπόψην σας αν εμφανιστεί ξανά στο μέλλον. Δεν βγαίνουν συχνά ταινίες σαν αυτήν.

Ωστόσο αυτή την εβδομάδα βγαίνει μια από εκείνες τις ταινίες για τις οποίες στο μέλλον θα λέμε πως «δεν βγαίνουν συχνά ταινίες σαν αυτήν», και είναι το επικό “Μια Μάχη Μετά την Άλλη” του Πολ Τόμας Άντερσον. Πάμε να δούμε αυτή και τις υπόλοιπες νέες κυκλοφορίες της εβδομάδας.

Μια Μάχη Μετά την Άλλη

(“One Battle After Another”, Πολ Τόμας Άντερσον, 2ω50λ)

★★★★½

Σε μια Αμερική υπό πλήρη φασιστικό έλεγχο, οι εναπομείναντες ενός δικτύου επαναστατών, επανενώνονται 16 χρόνια μετά, όταν επανεμφανίζεται ο άνθρωπος που ευθύνεται για τη διάλυσή τους απειλώντας την έφηβη κόρη ενός εκ των μελών. Οι επαναστάτες ενώνουν τις δυνάμεις τους για να την προστατέψουν.

Σε 25 λέξεις: Μια ηλεκτρισμένα παροντική, εκπληκτικά σκηνοθετημένη και μονταρισμένη πολιτική περιπέτεια από τον Πολ Τόμας Άντερσον, με παροπλισμένους επαναστάτες απέναντι σε μια ασταμάτητη φασιστική ορμή. Απίστευτο καστ, με την πρωτοεμφανιζόμενη Τσέις Ινφίνιτι να στέκεται δίπλα σε φοβερές ερμηνείες από Ντι Κάπριο, Σον Πεν, Τεγιάνα Τέιλορ και Μπενίσιο Ντελ Τόρο.

Κριτική

Για πολλά χρόνια τώρα έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε το πώς μερικοί από τους σημαντικότερους auteurs του χολιγουντιανού σινεμά φαίνεται να βρίσκουν συχνά καταφύγιο στο παρελθόν ακόμα κι όταν λένε ιστορίες που αντηχούν στο παρόν, με την ακραία περίπτωση του Ταραντίνο που πλέον «διορθώνει» ιστορικές αδικίες στο πιο πρόσφατο σκέλος της φιλμογραφίας του. Ο Πολ Τόμας Άντερσον ακόνιζε κι εκείνος την τεχνική του βουτώντας σταθερά εδώ και δύο δεκαετίες σε ιστορίες του παρελθόντος – τελευταία του σύγχρονη ιστορία ήταν το υποτιμημένο “Punch-Drunk Love” του 2002.

Ήταν άραγε ένα δίχτυ ασφαλείας απέναντι στο εκρηκτικό παρόν, απέναντι σε αφηγήσεις που αναμφίβολα θα ερμηνευθούν με έναν πολύ πιο κυριολεκτικό ερμηνευτικό φακό. Είναι ίσως ο φόβος, δημιουργών που κάποτε υπήρξαν η αιχμή του δόρατος ενός νέου κινηματογραφικού κύματος μπροστά στη συνειδητοποίηση πως πλέον αποτελούν την παλιά φρουρά κι άρα ο σύγχρονος κόσμος δεν είναι πλέον «δικός τους»;

Ίσως το παρα-ψυχολογώ, αλλά πάντως είναι μια σκέψη που τριγύριζε στο κεφάλι μου βλέποντας τη νέα ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον, η οποία λειτουργεί ακριβώς επειδή έχει κάτι από το ρίσκο και την παράλογη αυτοπεποίθηση ενός φρέσκου δημιουργού που έρχεται (πιστεύει) να δείξει σε όλους κάτι που δεν μας έχει δείξει άλλος ποτέ ξανά, μαζί με την ζεν αποδοχή της γήρανσης της ωριμότητας και, ναι, της εκτός χρόνου αίσθησης που έρχεται μαζί.

Κι όχι απλά λειτουργεί η ταινία, αλλά το κάνει σε ένα επίπεδο και με ένα τρόπο που δεν είμαι σίγουρος αν έχω αντικρύσει ξανά κάτι παρόμοιο με αυτήν.

Το φιλμ ξεκινά με ένα εισαγωγικό ημίωρο που θα μπορούσε να είναι μια ταινία από μόνο του, και το οποίο εκτός από ένα τρομερά smooth όσο και πυκνό exposition (για χαρακτήρες, για ιδεολογίες, για κοινωνικό φόντο μιας πλήρως εκφασισμένης Αμερικής) δίνει και τον τόνο για ό,τι έπεται. Το μοντάζ του Άντι Γιούργκενσεν επιτρέπει σε ένα τόσο πυκνό κείμενο να διαχέεται από σκηνή σε σκηνή χωρίς να φρενάρει αλλά και χωρίς να σε αφήνει πίσω, ενώ η μουσική του Τζόνι Γκρίνγουντ λειτουργεί σαν γέφυρα σκηνών, τόπων και χρονικών στιγμών, δίνοντας διαρκώς έμφαση ή υποσκάπτοντας τη δράση αναλόγως ανάγκης.

Το σκηνικό της δράσης τοποθετείται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, γραφεία επιχειρήσεων συντηρητικών πολιτικών, τραπεζών – στόχοι της επαναστατικής οργάνωσης French 75 που κηρύσσει τον πόλεμο στο φασιστικό καθεστώς. Viva la revolucion!

Μόνο που η επανάσταση καταπνίγεται. Ένα λάθος μπορεί να αποβεί μοιραίο, και η οργάνωση πέφτει σαν ντόμινο επειδή το κάθε άτομο μόνο του είναι… απλώς άνθρωπος. Η αρχι-επαναστάτρια Περφίντια (μιας μαγνητιστικής Τεγιάνα Τέιλορ σε μια από τις πιο ωμές και σπουδαίες μη-πρωταγωνιστικές ερμηνείες της πρόσφατης μνήμης) καταλήγει να σκεπάζει την ταινία σαν φάντασμα, σαν απόηχος. Είναι εξάλλου, όχι τυχαία, εκείνη με της οποίας την εικόνα και μέσα από της οποίας το βλέμμα, ανοίγει η ταινία. Η δική της αποτυχημένη επανάσταση είναι αυτή που για πάντα θα αντηχεί στο μετέπειτα παρόν, ρίχνοντας μια σκιά πάνω τον ακόμα πιο ραγδαίο εκφασισμό που ακολούθησε, αλλά και πάνω από την ανάγκη για μια ακόμα μεγαλύτερη ελπίδα.

Ο Πολ Τόμας Άντερσον σκηνοθετεί τους Λεονάρντο ΝτιΚάπριο και Μπενίσιο Ντελ Τόρο σε μια σκηνή της ταινίας. Merrick Morton

Ο Πολ Τόμας Άντερσον, εμπνευσμένος από το “Vineland” του Τόμας Πίντσον (του οποίου είχε διασκευάσει και το “Έμφυτο Ελάττωμα” πριν μια δεκαετία), συνθέτει μικρά κομμάτια επιρροών, από ευρωπαϊκά πολιτικά θρίλερ των ‘70s μέχρι τη “Μάχη του Αλγερίου” του Ποντεκόρβο κι από πρώιμο Σπίλμπεργκ μέχρι Looney Tunes. Φτιάχνοντας κάτι ηλεκτρισμένα παροντικό και μοναδικό, με μια προωστική δύναμη που το σπρώχνει μονίμως μπροστά, με το πιο απαλό άγγιγμα – οι τρεις ώρες της ταινίας μοιάζουν με 80 λεπτά.

Ένα εκστατικής ορμής πολιτικό θρίλερ δίνει απότομα τη θέση του σε μια μπαμπαδοταινία δράσης και επιβίωσης, όμως όπως ακριβώς ο α λα The Dude κεντρικός χαρακτήρας του Λεονάρντο Ντι Κάπριο προσπαθεί να ανασύρει ό,τι απομεινάρι έχει μέσα του από την επαναστατική περίοδό του, έτσι κι η ίδια αυτή η ιστορία κινείται με το καύσιμο μιας (αποτυχημένης) επανάστασης. Με μια σύντροφο που εξαφανίστηκε, συναγωνιστές που λύγισαν, ιδεολογίες που κρύφτηκαν πίσω από συνθηματικά. Στο μέσον όλων, ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης και φλογισμένης πατρικής αγάπης που ξυπνά όταν ο τρομακτικός δράκος από το παρελθόν ξυπνά ξανά – όχι πως ξαπόστασε και ποτέ.

Ο Άντερσον παρακολουθεί με αγάπη (αλλά και με χιούμορ, που πάντα βρίσκει σε όλες τις καταστάσεις, τις διαδικασίες, τους ιδιοσυγκρασιακούς ήρωες) τα χαμένα ίχνη μιας αντίστασης κάτω από τη μπότα ενός οργανωμένα φασιστικού καθεστώτος, και επιδραστικών ακροδεξιών κλόουν (όλοι οφείλουν να πάρουν στα σοβαρά τους Τυχοδιώκτες των Χριστουγέννων κι έναν πολιτικό ονόματι Βέρτζιλ Θροκμόρτον!).

Οι French 75 προσπαθούν να επιβιώσουν με ηρωισμούς, καουμποϊλίκια και μέσα από κάτι ετοιμόρροπα αυτοσχέδια τούνελ και μυστικούς κώδικες από στόμα σε στόμα. Απέναντί τους, ένα καθεστώς του οποίου ακόμα και τα μυστικά λαγούμια μοιάζουν με διαδρόμους ξενοδοχείου, και του οποίου η δύναμη μετριέται σε στρατιωτικά τάγματα που ξεδιπλώνονται στους δρόμους, στις προβοκάτσιες, στις τυφλές συλλήψεις και στις εν ψυχρώ εκτελέσεις.

Είναι ένας κόσμος που μοιάζει αποπνικτικός και αδιέξοδος. Όπου τα όνειρα μιας πολύχρωμης, πολυφυλετικής επανάστασης σβήνουν άγρια. Όπου κάθε λάθος, κάθε απόφαση, την χρεώνονται χρόνια, δεκαετίες μετά τα άτομα μιας επόμενης γενιάς – εν προκειμένω της Γουίλα, που παίζει η Τσέις Ινφίνιτι με την σιγουριά βετεράνου και την αθωότητα πρωτοεμφανιζόμενης. Η εικόνα της 16χρονης Γουίλα, με το κάζουαλ τζάκετ και την κορίτσίστικη φούστα με τα οποία ξεκίνησε να πάει στον σχολικό χορό (μια ξέγνοιαστη απόδραση που η γενιά της Γουίλα απλώς, κατά τα φαινόμενα, δεν δικαιούται καν να απολαύσει) ως εξ ανάγκης outfit δράσης, διαθέτει κάτι ταυτόχρονα τρομερά κουλ όσο και αλληγορικά σπαρακτικό.

Η ταινία εκτυλίσσεται ως περιπέτεια καταδίωξης, όπου όμως το βάρος και η αναγκαιότητα της ιδεολογικής και επαναστατικής σύγκρουσης βρίσκεται διαρκώς στο φόντο, με τον χρόνο να συνθλίβεται κάπου ανάμεσα στο “μια στιγμή” και στο “για πάντα”. Είναι μια ταινία που διαδραματίζεται σε 2 μέρες και 16 χρόνια, όπου ο κινηματογραφικός χρόνος απλώνεται σαν τους δρόμους-κύματα της υπνωτιστικά καθηλωτικής κλιμάκωσής της. Εκεί, σε μια σκηνή ανθολογίας που σε κάνει να νιώθεις πως έχεις χάσει την επαφή με τον απτό κόσμο γύρω σου, και ζεις απλά πάνω στα vibes της αγάπης του μπαμπά Μπομπ για την Γουίλα, και μιας επαναστατικότητας που αναζωπυρώνεται.

Ο Ντι Κάπριο είναι φανταστικός σε έναν από αυτούς τους ρόλους που δείχνουν πόσο διακαώς επιθυμεί να παρουσιάζεται ως πολυεπίπεδος λούζερ στο σινεμά αντί για (θεός φυλάξοι!) “ωραίος”, ενώ ο Σον Πεν είναι φρικιαστικά αστείος ως αντίπαλο δέος, ένας Terminator παιγμένος σαν το Κογιότ και με το βάπτισμα του πυρός ενός μετα-τραμπικού κόσμου σχηματισμένου καθ’ομοίωσήν του. Μαζί με ένα θαυμάσια ζεν, υπέροχο Μπενίσιο Ντελ Τόρο (σε ένα μεγάλης σημασίας υποκεφάλαιο που δίνει στην ταινία πολλή ψυχή, αλλά και κοινωνικό και ακτιβιστικό πλαίσιο) και μια συγκινητικά στοιχειωμένη Ρετζίνα Χολ, συνθέτουν τα αψεγάδιαστα ερμηνευτικά κομμάτια μιας απίστευτα λεπτοδουλεμένης ταινίας.

Η οποία ξέρει πώς να κοιτάξει με χιούμορ, να αγγίξει με τρυφερότητα, να αφουγκραστεί με σοφία, να ανασύρει οργή, να νιώσει τρόμο – να ακτινογραφήσει εν ολίγοις ένα ραγδαία εκφασιζόμενο κόσμο δίχως έπαρση αλλά με πάθος και αποφασιστικότητα. Ένα τρομερά πλούσιο, πολυεπίπεδο δημιούργημα που παρουσιάζεται με το πιο απαλό άγγιγμα, μια ηλεκτρισμένη πολιτική περιπέτεια που, ειλικρινά τελικά, δεν μοιάζει με απολύτως τίποτα άλλο. Εκτός από τον κόσμο μας.

Σχετικό Άρθρο

Harvest

(Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, 2ω13λ)

★★★½

Στη διάρκεια εφτά παραισθησιογόνων ημερών, σε ένα χωριό χωρίς όνομα, σε μια άγνωστη εποχή, ένας άντρας με έντονη επαφή με τη φύση, βλέπει την κοινότητά του να εξαφανίζεται υπό την εισβολή της «προόδου».

Σε 25 λέξεις: Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του 2013, η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη λέει μια (δι)αχρονικά επίκαιρη ιστορία πληθυσμιακής μετατόπισης μέσα από παραισθήσεις και βουκολικά όνειρα. Πολύ καλοί Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς και Χάρι Μέλινγκ και εντυπωσιακή αισθητική προσέγγιση σε μια βαριά αλλά επιβλητική ταινία-εμπειρία.

Κριτική

Ένας κόσμος τελειώνει στο εντυπωσιακό, σκληρό “Harvest” της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη. Σε έναν ακαθόριστο παρελθοντικό χρόνο, ένα χωριό κι η κοινότητα ανθρώπων του απειλείται με εξαφάνιση από μια κερδοσκοπική πρόοδο δίχως ηθική. Έχει η σκιά ενός δέντρου αξία για τον νεοφιλελευθερισμό;

Η ταινία διαπραγματεύεται ιδέες που με τεράστια υπομονή τις αφήνει να απλωθούν στον καμβά ως αισθήσεις κι ως χρώματα, με τον ιδιοφυή διευθυντή φωτογραφίας Σον Πράις Γουίλιαμς (“Good Time”) να ενώνει μια κοινή του αγάπη με την Τσαγγάρη για το ωμό και πανέμορφα «βρώμικο» σινεμά των ‘70s φέρνοντας την ίδια αιχμή σε ένα ακραία διαφορετικό πεδίο δράσης.

Ακόμα όμως και στον σκληρό λυρισμό της φύσης, στη μαγική ώρα, στη βλάστηση και στο σημείο που συναντιέται ο ουρανός κι η γη, ακόμα κι εκεί συναντάμε τελικά την ασφυξία και την ανηθικότητας της ισχύος. Καθώς ένας ήρωας (ο Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, όχι ανόμοιος με τους περιθωριακούς μοναχικούς ήρωες των ‘70s) προσπαθεί να κρατήσει ό,τι του είναι αναγνωρίσιμα απτό και ανθρώπινο γύρω του, την ώρα που εξωτερικές πιέσεις συνθλίβουν – γιατί είπαμε, οι σκιές δεν δίνουν κέρδος.

«Γιατί να είσαι ένα χωριό του “αρκετά”, όταν μπορείς να είσαι μια αποικία του “άφθονα”;». Η κατεξοχήν ιδεολογική σύγκρουση της μοντέρνας Ιστορίας, σε μια λιτή κινηματογραφική παραβολή.

Χαμένα Όνειρα

(“Dreams”, Μισέλ Φράνκο, 1ω35λ)

Ένας νεαρός χορευτής μπαλέτου από το Μεξικό ονειρεύεται διεθνή αναγνώριση και μια ζωή στις ΗΠΑ. Πιστεύοντας πως η σύντροφός του, μια εύπορη φιλάνθρωπος, θα τον συντηρήσει, αφήνει τα πάντα πίσω και βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του, για να κυνηγήσει το όνειρό του στις ΗΠΑ. Όμως όταν φτάνει εκεί, διαταράσσει τον προσεκτικά ισορροπημένο κόσμο της Τζένιφερ. Εκείνη, θα κάνει τα πάντα για να προστατέψει το μέλλον και των δυο τους – αλλά και τη ζωή που έχει χτίσει.

Σε 25 λέξεις: Φτηνιάρικη πολιτική αλληγορία από τον Μισέλ Φράνκο (“Μετά τη Λουσία”, “Μνήμη”) που χρησιμοποιεί για μια ακόμα φορά το εύκολο σοκ αντί ουσιώδους πολιτικής σκέψης. Παγωμένη ερμηνεία από μια Τζέσικα Τσαστέιν που μοιάζει αποσβολωμένη.

Κριτική

Προερχόμενος από μια απρόσμενα σχεδόν-καλή ταινία, τη “Μνήμη”, ο μεξικάνος σκηνοθέτης Μισέλ Φράνκο επιστρέφει στα πιο συνηθισμένα λημέρια του, με μια σκληρή και κυνική πολιτική αλληγορία που ως είθισται στο έργο του (βλέπε και το εξίσου κάκιστο “Νέα Τάξη”) δεν έχει απολύτως τίποτα να πει πίσω από μια επιφανειακή στάμπα του σοκ.

Σα να ήταν ταινία τρόμου του σωρού, ο Φράνκο επιλέγει μια άτσαλη αλληγορία γύρω από την οποια χτίζει μια ταινία μουντή, ακίνητη, με ανθρώπους που υπάρχουν αποκλειστικά ως σύμβολα. Ένα είδος σινεμά έτσι κι αλλιώς λειψό, πόσο μάλλον εδώ που χρησιμοποιείται στην υπηρεσία ενός απερίσκεπτου συμβολισμού δίχως πτυχές, δίχως διαστρωματώσεις. Σα σφυρί στο κεφάλι (και μετά στα μάτια, και μετά στα δόντια, και μετά στη μύτη, και μετά ξανά στο κεφάλι), ο Φράνκο λέει μια ιστορία ψέματος, εκμετάλλευσης και βίας όπου ο μόνος του στόχος φαίνεται πως είναι να μας κάνει να νιώσουμε όσο δυνατόν χειρότερα γίνεται ανά πάσα στιγμή.

Στον κεντρικό ρόλο η Τζέσικα Τσαστέιν, μια από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της αλλά με ένα μάλλον εμφανές πια ζήτημα ως προς τις επιλογές της, μοιάζει παγωμένη και ανήμπορη κι εκείνη να καταλάβει τι κάνει στην ταινία. Στην “Μνήμη” έδινε μια εκπληκτική ερμηνεία, από τις καλύτερες της καριέρας της. Δυστυχώς αυτό είχε μάλλον σαν συνέπεια να εμπιστευθεί τον Φράνκο τυφλά για ό,τι άλλο είχε να της προσφέρει μετά. Δεν παρεξηγούμε – κι εμείς κάπως έτσι την πατήσαμε.

Μπερλινγκουέρ: Η Μεγάλη Ελπίδα

(“The Great Ambition / Berlinguer: La grande ambizione”, Αντρέα Σέγκρε, 2ω3λ)

★★½

Γραμματέας του πιο ισχυρού Κομμουνιστικού Κόμματος στον Δυτικό κόσμο, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ αμφισβήτησε τη διεθνή ισορροπία επιδιώκοντας να φέρει τους Κομμουνιστές στην κυβέρνηση στην Ιταλία. Από μια επίθεση των βουλγαρικών μυστικών υπηρεσιών, μέχρι τη διαχείριση του ψυχροπολεμικού διχασμού, κι από τις λεπτές διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα μέχρι την δολοφονία του ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών Άλντο Μόρο, αυτά είναι τα γεγονότα που καθόρισαν την ιστορία ενός πολιτικού ηγέτη που τα ήθελε όλα – ενός ανθρώπου που ήθελε να αλλάξει την Ιστορία.

Σε 25 λέξεις: Με ενσωμάτωση αρχειακού υλικού, καθαρή αφήγηση και καλές ερμηνείες, μια συμβατική εξιστόρηση πολιτικής Ιστορίας σε κινηματογραφική φόρμα. Όχι επαναστατικό, αλλά εξαιρετικά παρακολουθήσιμο.

Επιλεγμένες προβολές

Το Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι… Το αριστούργημα του βωβού κινηματογράφου από τον Ρόμπερτ Βίνε επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με live soundtrack από τον πιανίστα Στάθη Άννινο. (Cine Paris, 28/9 19:30 & 21:30)

International Micro μ Festival… Το «χειροποίητο» φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους επιστρέφει για 15η χρονιά, με εθνικό διαγωνιστικό αλλά και μια επιλογή 10 διεθνών βραβευμένων ταινιών σε πρώτη προβολή στην Ελλάδα. (STUDIO new art cinema, 25-27/9)

Κυκλοφορούν ακόμη

Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη: Καθώς οι ισλαμικές ομάδες ηθικής πραγματοποιούν αυθαίρετες επιδρομές στην Τεχεράνη και οι φονταμενταλιστές καταλαμβάνουν τα πανεπιστήμια, μια παθιασμένη με τη λογοτεχνία δασκάλα, συγκεντρώνει κρυφά έξι από της πιο αφοσιωμένες μαθήτριές της για να διαβάσουν απαγορευμένα δυτικά κλασικά έργα.

Καθώς δεν είναι συνηθισμένες στο να εκφράζουν την άποψή τους, σύντομα βγάζουν τα πέπλα τους και οι ιστορίες τους συνυφαίνονται με τα μυθιστορήματα που διαβάζουν: τις ηρωίδες του Ναμπόκοφ, του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, του Χένρι Τζέιμς ή της Τζέιν Όστιν. Μια κινηματογραφική εξερεύνηση της σθεναρής αντίστασης των γυναικών στο επαναστατικό Ιράν, βασισμένη στο ομώνυμο πετυχημένο βιβλίο.

Κλείδωσες; Οι Άγνωστοι 2: Στο δρόμο τους για το μήνα του μέλιτος, το όχημα ενός ζευγαριού χαλάει, αναγκάζοντάς τους να καταφύγουν σε ένα απομακρυσμένο Airbnb. Καθώς πέφτει η νύχτα, τρεις μασκοφόροι άγνωστοι τους τρομοκρατούν μέχρι τα ξημερώματα. Δεύτερο μέρος της πιο απίθανα τιτλοφορημένης τριλογίας τρόμου, σε σκηνοθεσία Ρένι Χάρλιν.

Το Κουκλόσπιτο της Γκάμπι: Η Ταινία: Η Γκάμπι ξεκινά την μεγάλη της κινηματογραφική περιπέτεια στην παιδική ταινία που βασίζεται στην ομώνυμη σειρά κινουμένων σχεδίων.

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα