ΛΟΥΚΑ ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΙΝΟ: “Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΑΟΣ ΤΟΥΣ”

Με αφορμή την κυκλοφορία του θρίλερ “Μετά το Κυνήγι” με την Τζούλια Ρόμπερτς, ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης μιλά στο NEWS24/7 για το κυνήγι της εξουσίας, για τη γοητεία του να γερνάς, και για τις βαθιά θαμμένες επιθυμίες, σε μια εφ’όλης της ύλης συνέντευξη από το φεστιβάλ Βενετίας.

Σα να του είναι αδύνατον να καθίσει μέσα σε ένα είδος ή σε ένα καλούπι, ο Λούκα Γκουαντανίνο χτυπά ξανά, με μια ταινία που δε μοιάζει και πάλι με τις προηγούμενές του, και που είναι δίχως αμφιβολία η μακράν πιο αμφιλεγόμενη που έχει κάνει μέχρι σήμερα.

Το Μετά το Κυνήγι (After the Hunt), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες στις 16 Οκτωβρίου, τοποθετείται στο 2019. Εκεί, μια καθηγήτρια κολλεγίου που κυνηγά τη μονιμοποίηση, χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της όταν η αγαπημένη της φοιτήτρια κατηγορεί τον πολύ κοντινό της φίλο και για χρόνια συνάδελφο, για κακοποίηση.

Οι δυο γυναίκες (η Άλμα, που παίζει η Τζούλια Ρόμπερτς, και η Μάγκι, που παίζει η Άιο Αντεμπίρι) θα αντιμετωπίσουν τον πατριαρχικό κόσμο στον οποίο έχουν μεγαλώσει, η κάθε μία με τα δικά της όπλα και τη δική της κατανόηση – όμως αυτό μπορεί να τις φέρει και σε τροχιά σύγκρουσης.

Είναι μια συναρπαστική ταινία, που αρνείται να δώσει καθαρές απαντήσεις ή να βάλει κάποιον χαρακτήρα στη θέση μιας απόλυτα καθαρής ηρωίδας. Και που στην πορεία αγγίζει από το Me Too μέχρι τον προνομιακό κόσμο των κολλεγίων, κι από το χάσμα γενεών μέχρι τη συστημική (πατριαρχική) καταπίεση. Και, φυσικά, την αγάπη.

Η ταινία δίνει ούτως ή άλλως πολύ ζουμί για κουβέντα, αλλά βοηθάει που κι ο σκηνοθέτης, Λούκα Γκουαντανίνο, είναι ένας φύσει καθηλωτικός συνομιλητής. Μισή ιδέα του λες, ολόκληρο θεωρητικό υπόβαθρο έχει στήσει σε μια στιγμή, γεμάτο με βιωμένα παραδείγματα ζωής και φυσικά έναν τεράστιο πλούτο κινηματογραφικών αναφορών στις οποίες ανατρέχει διαρκώς και απρόβλεπτα.

Αυτή η τεράστια αγάπη και η γνώση που έχει για το σινεμά, αυτή η θεωρητική προσέγγισή του που όμως στηρίζεται από τεχνική δεξιότητα, έχει ως αποτέλεσμα ένα απολαυστικά απρόβλεπτο σύνολο έργου. Πρόσφατα τον είδαμε να πηγαίνει από το εκστατικό Challengers στη διασκευή Μπάροουζ του Quuer, κι από εκεί στο Κυνήγι. Παλιότερα, έχει σκηνοθετήσει από συναισθηματικές ιστορίες ενηλικίωσης όπως το Call Me By Your Name μέχρι ριμέικ giallo θρίλερ (Suspiria).

Στο πρόσφατο φεστιβάλ Βενετίας, το Μετά το Κυνήγι έκανε παγκόσμια πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού κι εμείς είχαμε την ευκαιρία να καθίσουμε για αρκετή ώρα με τον Γκουαντανίνο. Ειλικρινά; Δεν ήταν καν αρκετή! Συνομιλητής με ενδιαφέρον, με απόψεις, ιδέες και υπόβαθρο στα όσα λέει, πιάνεται αμέσως από μια σκέψη ή ακόμα και μια λέξη που θα πεις, και ξετυλίγει την κοσμοθεωρία του – και τη σινε-θεωρία του, μαζί.

Στη διάρκεια ενός weekend στο ξενοδοχείο Τσιπριάνι, καθίσαμε για δύο ξεχωριστές συζητήσεις μαζί του, και η συνέντευξη που ακολουθεί είναι μια ένωση και των δύο. (Στο κείμενο συμπεριλαμβάνονται και αποσπάσματα από κλειστή συνέντευξη τύπου για τους ψηφοφόρους των Χρυσών Σφαιρών αμέσως πριν την κουβέντα μας μαζί του.)

Στις συζητήσεις μας, ο Γκουαντανίνο μίλησε για το κυνήγι της εξουσίας στον κόσμο αλλά και σε προσωπικό επίπεδο, για την γοητεία του να μεγαλώνεις, για τα μεγάλα ερωτήματα που θέτει η ταινία, για το ξεκίνημά του και την αντισυμβατικότητα που πάντα κυνηγούσε, αλλά και για τις επιρροές του και για το πώς δημιουργήθηκαν κάποια από τα πιο κεντρικά στοιχεία του Μετά το Κυνήγι.

Η ταινία σου ονομάζεται “Μετά το Κυνήγι”. Και, πράγματι, σε όλη τη διάρκειά της βλέπουμε διαφορετικούς ανθρώπους να κυνηγούν κάτι ή κάποιον. Αυτή η ανάγκη για «κυνήγι», για την ανάγκη ανθρώπων να υπερισχύουν ο ένας του άλλου, είναι κάτι έμφυτο στην ανθρώπινη φύση ή κάτι που διαμορφώθηκε μέσα από τον κοινωνικό μας συμβόλαιο;

Λούκα Γκουαντανίνο: Αν με ρωτάτε την προσωπική μου γνώμη –που δεν αξίζει περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου– θα έλεγα: και τα δύο.

Από τη φύση μας έχουμε ένα ένστικτο επιβίωσης που συνδέεται με την ανάγκη να είμαστε «από πάνω». Από τους πρώτους ανθρώπους κιόλας, η κυριαρχία, η ικανότητα να βλέπεις από ψηλά, ήταν τρόπος να εντοπίζεις την απειλή και να προστατεύεσαι. Είναι, λοιπόν, κάτι έμφυτο. Όμως, ο πολιτισμός μάς έδωσε τη δυνατότητα να ξεχωρίζουμε την επιβίωση από την εξουσία. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε εκείνο το μεγάλο «ποτέ ξανά» που οδήγησε στη δημιουργία των κοινωνικών δημοκρατιών, στην Ευρώπη και αλλού. Μια προσπάθεια να τιθασευτεί το ένστικτο της κυριαρχίας.

Κι όμως, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ήρθε ένα αντίθετο ρεύμα, ένας άνεμος ανταγωνισμού που μας έφερε πάλι πίσω στην ανάγκη της επικράτησης. Σε μια κοινωνία όπου η επιτυχία και η αυτοεπιβεβαίωση έγιναν σχεδόν συνώνυμες με την εξουσία. Αυτή η επιστροφή στην ανταγωνιστικότητα, βαθιά ριζωμένη πια, διαμορφώνει ακόμη και τον τρόπο που φερόμαστε μεταξύ μας. Είναι, θα έλεγα, η δική μου προσωπική, και ίσως λίγο αφελής, αίσθηση για τη γέφυρα ανάμεσα στον 20ό και τον 21ο αιώνα.

Αυτή η πάλη για εξουσία πως εισερχεται στην ταινία;

Λούκα Γκουαντανίνο: Με έκανε να σκεφτώ πώς, μερικές φορές, οι φιλοδοξίες μας ξεπερνούν τις πραγματικές μας ανάγκες — και πώς αυτές οι φιλοδοξίες μπορούν να μας καταστρέψουν ή να μας οδηγήσουν σε σκοτεινά μέρη. Αλλά και πώς μπορούμε να ανακάμψουμε.

Η βούληση να κυριαρχήσεις πάνω σε έναν άλλο άνθρωπο είναι από μόνη της συναρπαστική ως ιδέα, αλλά και επικίνδυνη. Και θέλησα να εξερευνήσω τι συμβαίνει όταν, έχοντας κατακτήσει αυτή τη θέση ισχύος, συνειδητοποιείς ότι η φιλοδοξία σου ήταν λανθασμένη. Οι ήρωές μας είναι βαθιά ατελείς, αλλά αυτό τους κάνει ανθρώπινους. Και οι ερμηνείες τους αποκαλύπτουν την αλήθεια αυτής της εσωτερικής αναζήτησης:

«Γιατί το ήθελα αυτό; Γιατί πολεμώ τον άλλον για να το πάρω;»

Έχεις μια έφεση στο να αποτυπώνεις σχέσεις εξουσίας. Από πού πηγάζει αυτή η ικανότητα;

Λούκα Γκουαντανίνο: Δεν ξέρω. Νομίζω ότι είναι απλώς συναρπαστικό να παρατηρείς τη συμπεριφορά των ανθρώπων, το πώς δρουν, πώς αντιδρούν. Είναι κάτι που με μαγεύει. Μία από τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου είναι όχι μόνο να σκέφτομαι τη συμπεριφορά των ανθρώπων, αλλά να τη βλέπω να εκτυλίσσεται μπροστά μου μέσα από την ερμηνεία των ηθοποιών μου. Της Άλμα από την Τζούλια Ρόμπερτς, της Μάγκι από την Άιο Αντεμπίρι, και ούτω καθεξής.

Κάθε στοχασμός που κάνεις μέσα σου ως άνθρωπος, ως διανοούμενος, ως δημιουργός που αλληλεπιδρά με τον κόσμο, είναι ενδιαφέρων. Αλλά τίποτα δεν είναι πιο ικανοποιητικό, πιο συγκινητικό, από το να βλέπεις τις ιδέες σου, τις πεποιθήσεις σου ή τις αποκαλύψεις σου να παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από μια ερμηνεία.

Η υποκριτική, για μένα, είναι το αντίθετο του ψεύδους — είναι πράξη αλήθειας. Κι αυτό το αγαπώ βαθιά. Είναι όλο γύρω από την αλήθεια της ανθρώπινης συμπεριφοράς που βρίσκουν οι ηθοποιοί μου. Ίσως οι χαρακτήρες τους να μην καταλαβαίνουν ότι ψεύδονται στον εαυτό τους, αλλά οι ίδιοι οι καλλιτέχνες που συνεργάζομαι μαζί τους είναι αναζητητές της αλήθειας.

Ο Λούκα Γκουαντανίνο με το καστ της ταινίας Μετά το Κυνήγι: Τζούλια Ρόμπερτς, Άιο Αντεμπίρι και Άντριου Γκάρφιλντ. Alessandra Tarantino/Invision/AP

Στις προηγούμενες ταινίες σου ασχολείσαι πολύ με την επιθυμία, τη σεξουαλικότητα, τις σωματικές ορμές. Είναι φιλμ έντονα σαρκικά. Εδώ όμως, στο Μετά το Κυνήγι, οι συγκρούσεις μοιάζουν πιο εγκεφαλικές, σχεδόν βίαια διανοητικές. Ήταν συνειδητή επιλογή να αφήσεις στην άκρη τη σωματικότητα;

Λούκα Γκουαντανίνο: Ήταν απολύτως συνειδητό.

Η πορεία ενός καλλιτέχνη είναι πάντα απρόβλεπτη. Έχεις επιθυμίες, σχέδια που σε συνοδεύουν χρόνια. Ο Κόπολα, ας πούμε, ήθελε να γυρίσει το Megalopolis για μισό αιώνα. Εγώ είχα δικά μου projects που κυνηγούσα χρόνια. Το Queer ήταν από τα πιο πολυπόθητα έργα της ζωής μου.

Αλλά με τον χρόνο αλλάζεις. Συναντάς ανθρώπους, εμπειρίες που σε μεταμορφώνουν. Εγώ είμαι περίεργος άνθρωπος, δεν θέλω να περιορίζομαι. Δεν θέλω να γίνω «σήμα κατατεθέν» κάποιου ύφους. Θα το έβρισκα αποπνικτικό. Θέλω να είμαι αυθόρμητος, να δοκιμάζω διαφορετικές φόρμες και δομές, γιατί αγαπώ τον κινηματογράφο και τις αμέτρητες δυνατότητές του.

Ναι, ασχολήθηκα πολύ με την επιθυμία και το σώμα, με τη σύγκρουση των σωμάτων. Αλλά τώρα με ενδιαφέρει περισσότερο η δυναμική της εξουσίας. Της αόρατης εξουσίας, όχι της ορατής. Παρά την αόρατη δύναμη της αγάπης. Μου αρέσει να εξερευνώ τη σιωπηλή δύναμη που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους, εκεί όπου δεν φαίνεται.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα επιστρέψω ποτέ στο άλλο άκρο — απλώς εξαρτάται από το πότε, και γιατί.

Να συνεχίσω σε αυτό. Στις παλιότερες ταινίες σου, η φυσικότητα, η βία και η σεξουαλικότητα ήταν στο επίκεντρο. Εδώ λειτουργούν σχεδόν ως αφηγηματικά εργαλεία, σαν MacGuffin, για να κινήσουν την πλοκή. Είναι επειδή, μεγαλώνοντας, αλλάζουν και τα ενδιαφέροντά σoου;

Λούκα Γκουαντανίνο: Ναι, μεγαλώνοντας αλλάζουν οι επιθυμίες. Είμαι πραγματικά χαρούμενος που γερνάω. Κάθε μέρα νιώθω πιο άνετα ως ένας πιο ώριμος άνθρωπος. Είναι πολιτισμένο, όμορφο πράγμα να βλέπεις τον εαυτό σου να αλλάζει. Το σώμα αλλάζει, δεν έχω πια την ενέργεια που είχα πριν πέντε χρόνια. Και λέω: «Εντάξει, γεια σου, καινούριε εαυτέ». Μου αρέσει αυτό.

Για τη δουλειά μου, είναι σημαντικό να είσαι ειλικρινής. Μαθαίνεις να κατανοείς καλύτερα τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Όταν είσαι νεότερος, συχνά δεν βλέπεις καθαρά. Κι αυτός είναι και ο λόγος που χαίρομαι που δεν έκανα το Queer όταν ήμουν νεότερος. Ίσως να μην καταλάβαινα τότε τον Λι και τις πολυπλοκότητές του.

Η ωριμότητα είναι κάτι καλό. Είμαι ευτυχής που μπορώ πια να δουλεύω με σπουδαίους ηθοποιούς, να έχω τη στήριξη ενός στούντιο όπως η MGM, σε μια φάση που δεν είμαι «το παιδί-θαύμα». Γιατί η πρόωρη επιτυχία μπορεί να γίνει παγίδα. Σε απομονώνει. Κι εγώ δεν θέλω να απομονωθώ. Θέλω να παραμένω σε επαφή με τη θνητότητά μου, να βλέπω τον κόσμο όπως είναι. Μ’ αρέσει να βλέπω τους ανθρώπους όχι μέσα από κάποια προκατασκευασμένα σχήματα, αλλά μέσα στο χάος τους.

ΠΡΙΝ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ: ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΙΝΟ

Rebecca Cabage/Invision/AP

Άνθρωπος με βαθιά αγάπη για το σινεμά όσο και τεράστια θεωρητική γνώση γύρω από αυτό, ο Λούκα Γκουαντανίνο μοιράστηκε μαζί μας κάποιες από τις ταινίες που τον επηρέασαν για το Μετά το Κυνήγι. Εξάλλου, όπως μας είπε κι ο ίδιος, «για να προχωρήσεις τα όρια της κινηματογραφικής αισθητικής, πρέπει να κατανοήσεις ό,τι προηγήθηκε. Να δεις πού βρίσκεται η γραμμή ανάμεσα στον κλασικισμό και τον μοντερνισμό – όχι τον μεταμοντερνισμό». (Φωτό: Scott A Garfitt/Invision/AP)

Όλα για την Εύα

Είναι ένα από τα σπουδαία έργα του σινεμά, ένα από τα πιο λαμπερά παραδείγματα της μεγάλης εποχής του Χόλιγουντ που όλοι αγαπάμε. Το λατρεύω. Το σενάριο είναι απίστευτα όμορφο, οι χαρακτήρες υπέροχοι και ζωντανοί, και η αλήθεια που εκφράζει είναι διαχρονική. Είναι μια ταινία για το τίμημα του να αποκτάς αυτό που επιθυμείς. Στο τέλος, η Εύα παίρνει αυτό που θέλει, αλλά αμέσως εμφανίζεται μια νέα Εύα. Το ίδιο συμβαίνει και στην ταινία μου: η Άλμα καταφέρνει αυτό που ήθελε, αλλά με ποιο τίμημα;

Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;

Μια σπουδαία ταινία για ελαττωματικούς ανθρώπους που φέρονται άσχημα ο ένας στον άλλον, αδιάκοπα. Σκεφτόμουν πολύ το πώς ο Μάικ Νίκολς κατάφερνε να έχει πολλούς ανθρώπους στο ίδιο πλάνο, και όλοι να υπάρχουν πλήρως μέσα σ’ αυτό. Ήταν μια μορφή αυτοπειθαρχίας που επέβαλα στον εαυτό μου. Μελετήσαμε πολύ το έργο του [διευθυντή φωτογραφίας] Γκορντον Γουίλις. Μας ενδιέφερε η ιδέα του για τον χώρο μέσα στο κάδρο: το σκοτεινό τμήμα και το φωτισμένο. Έτσι μπορέσαμε να αποτυπώσουμε τις αμφισημίες και τις σκοτεινές πλευρές των χαρακτήρων μας.

Άλφρεντ Χίτσκοκ

Στον κινηματογράφο, κάθε λεπτομέρεια έχει σημασία. Στην πραγματική ζωή, το ντύσιμο δεν σε καθορίζει, αλλά στο σινεμά, το κάνει. Στην ταινία, η Άλμα είναι μια θεά που επιβάλλεται μόνο με την παρουσία της. Ό,τι κάνει είναι μελετημένο: επιλέγει να ντύνεται σε μονοχρωμίες, λευκό, μαύρο. Η Μάγκι, που ίσως τη θαυμάζει ή την επιθυμεί, καθρεφτίζεται σ’ αυτήν – την μιμείται. Αυτό με έκανε να σκεφτώ ξανά τον Χίτσκοκ. Στα έργα του, μαθαίνεις πολλά για τους χαρακτήρες παρατηρώντας τι φορούν και τι χρώματα κυριαρχούν. Όπως στον Δεσμώτη του Ιλίγγου, όπου ο Τζέιμς Στιούαρτ ζητά από τη Μαντλέν να φορέσει το πράσινο, γιατί θέλει να την ξαναφέρει στη ζωή.

Charulata
Closer

Σε όλη την ιστορία του κινηματογράφου υπήρξαν αμέτρητες σπουδαίες γυναικείες φιγούρες, από κάθε γωνιά του κόσμου. Σκέψου το Charulata, την υπέροχη ινδική ταινία. Φυσικά, το σημερινό κλίμα έχει συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας συνείδησης γύρω από το τι μπορούμε και τι δεν χρειάζεται πια να αποδεχόμαστε, κι αυτό είναι θεμελιώδες. Όμως οι σπουδαίοι χαρακτήρες θα υπάρχουν πάντα. H Τζούλια έχει υποδυθεί εξαιρετικά πολύπλοκους ρόλους σε όλη τη μεγάλη, λαμπρή της πορεία. Ένας τίτλος που μου έρχεται αμέσως στο μυαλό είναι το Closer, γραμμένο από τον σπουδαίο Βρετανό συγγραφέα Πάτρικ Μάρμπερ, με δύο καταπληκτικές γυναικείες ηρωίδες στο επίκεντρο, και σκηνοθετημένο από έναν από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών, τον Μάικ Νίκολς.

Τι ήταν σε αυτό το σενάριο, και στον τρόπο που θίγει θέματα όπως ο συστημικός σεξισμός, τα προνόμια, οι προκαταλήψεις, που σε άγγιξε περισσότερο; Και τώρα που έχουμε απομακρυνθεί λίγο από την πολιτισμική στιγμή που περιγράφει, πιστεύεις ότι βλέπουμε εκείνη την εποχή διαφορετικά;

Λούκα Γκουαντανίνο: Νομίζω ότι η Νόρα [σσ. Γκάρετ, σεναριογράφος] υπήρξε εξαιρετικά έξυπνη στη δημιουργία των χαρακτήρων, του κόσμου και των διαλόγων τους. Λατρεύω τον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι άνθρωποι εκφράζονται, και το πώς πολλά από όσα λένε κρύβουν πράγματα που δεν θέλουν να ειπωθούν ή να ακουστούν. Αυτό για έναν σκηνοθέτη είναι συναρπαστικό. Το σενάριο λειτουργούσε θαυμάσια ως κείμενο που κινείται ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, και για μένα, αυτό ακριβώς είναι ο κινηματογράφος.

Πάντα θεωρούσαμε ότι η ιστορία τοποθετείται ελαφρώς «αναδρομικά», πέντε χρόνια πριν από το «τώρα». Και νομίζω πως το τέλος τα λέει όλα. Είναι σχεδόν σαν τη νουβέλα του Τζέιμς Τζόις The Dead, όπου το χιόνι πέφτει πάνω στους ζωντανούς και στους νεκρούς, και όμως, κάτω από αυτό το πέπλο, υπάρχει ακόμη η ανάγκη να βρούμε ο ένας τον άλλον. Έτσι κι εδώ, όταν οι δύο γυναίκες συναντιούνται ξανά, για να προσπαθήσουν έστω για μια στιγμή στη ζωή τους να συμφιλιωθούν με ό,τι συνέβη μεταξύ τους, το βρίσκω βαθιά συγκινητικό.

Yannis Drakoulidis © 2025 Amazon Content Services LLC. All Rights Reserved.

Όλο αυτό συμβαίνει σε μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή στο χρόνο. Ουσιαστικά έφτιαξες ένα είδος «ταινίας εποχής». Τι έχει αλλάξει;

Λούκα Γκουαντανίνο: Ναι, η ταινία τοποθετείται το 2019, και η τελευταία σκηνή είναι τον Ιανουάριο του 2025. Πάντα μου άρεσαν οι «ταινίες εποχής». Ακόμα και όταν γύρισα το Είμαι ο Έρωτας, το 2008, η ιστορία τοποθετήθηκε στο 2001. Μου αρέσει να αφήνω λίγα χρόνια απόσταση. Χρειάζεται πάντα προοπτική.

Γυρίσαμε την ταινία τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2024. Η τελευταία σκηνή με το ψεύτικο χιόνι γυρίστηκε στις 15 Αυγούστου. Είπα τότε στον εαυτό μου, στον μοντέρ μου και στο στούντιο: «Ας δώσουμε στον εαυτό μας διορία μέχρι τις 30 Ιανουαρίου 2025, να δούμε τι θα έχει συμβεί τότε, για να σκεφτούμε τι θα βλέπει η Άλμα στον υπολογιστή της».

Εκείνον τον Ιανουάριο συνέβησαν δύο δραματικά πράγματα: οι φοβερές φωτιές, όπου φίλοι μου έχασαν τα πάντα, και, μετά την εκλογή του Τραμπ, οι εταιρείες άρχισαν να αποσύρονται από πολιτικές πρωτοβουλίες, φοβούμενες τι θα ακολουθήσει. Έτσι αποφασίσαμε να τα ενσωματώσουμε. Εκεί, η φύση και ο πολιτισμός συγκρούονται βίαια. Και η πολιτική, τυφλή, σβήνει ό,τι θεωρούσαμε πρόοδο. Αυτά βάλαμε στο φινάλε.

Από την αρχή ξέραμε ότι το Μετά το Κυνήγι θα είχε ένα «μετά». Ήθελα μια συνομιλία όπου καθεμιά από τις δύο γυναίκες μπορεί να πει την αλήθεια της χωρίς να προσπαθεί να υπερισχύσει. Ήθελα να δείξω το τίμημα αυτής της αδιάκοπης επιθυμίας για επιτυχία και αναγνώριση.

Η εποχή του Me Too έφερε μια συνολική αναμέτρηση με ασυνείδητες προκαταλήψεις. Ποιες δικές σου προκαταλήψεις έχεις αναγνωρίσει;

Λούκα Γκουαντανίνο: Νομίζω ότι ο Φρόιντ μας δίδαξε πως το ασυνείδητο ποτέ δεν ψεύδεται. Οι προκαταλήψεις υπάρχουν μέσα μας, και συχνά δεν τις γνωρίζουμε. Εγώ, φυσικά, προσπαθώ να κατανοώ τον εαυτό μου όσο περισσότερο μπορώ, αλλά μέσα από αυτή την προσπάθεια βρίσκω και μια παρηγοριά: στο πώς με βλέπουν οι άλλοι. Μπορώ να κοιτάξω τον εαυτό μου μέσα από το βλέμμα του άλλου. Και ναι, φυσικά, έχω κι εγώ τις προκαταλήψεις μου.

Αυτό που με συναρπάζει στους ανθρώπους –και είμαι βαθιά περίεργος απέναντι στους ανθρώπους– είναι πως συχνά συμπεριφερόμαστε με τρόπους που αποκαλύπτουν κάτι που ούτε εμείς γνωρίζουμε ότι λέμε. Κι αυτό είναι πανίσχυρο, προσδίδει μια εύθραυστη ομορφιά στα πάντα.

Ακόμα κι ο πιο ισχυρός άνθρωπος θα κάνει ένα ολίσθημα του ασυνείδητου και θα εκτεθεί. Ακόμα και ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών –ως φιγούρα, όχι ως πρόσωπο– κουβαλά μια τόσο έκδηλη ανασφάλεια που δεν τη συνειδητοποιεί.

Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος έχει αποστολή να αποκαλύπτει το αόρατο. Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ αρνούνταν να εξηγήσει τα νοήματα των ταινιών του, γιατί πίστευε ότι έτσι θα στερούσε από το κοινό τη χαρά της ανακάλυψης. Έτσι κι εγώ, με τη συνεργασία αυτών των απίστευτων καλλιτεχνών, προσπαθώ να βρω το αόρατο μέσα στις συμπεριφορές των χαρακτήρων. Αυτό δίνει στο κοινό την «μαγική ράβδο» και την ευθύνη να ερμηνεύσει μόνο του.

Ο Λούκα Γκουαντανίνο στο Μιλάνο με την πρωταγωνιστική τριπλέτα της προηγούμενης ταινίας του, Challengers: Ζεντέια, Μάικ Φάιστ και Τζος Ο'Κόνορ. AP Photo/Antonio Calanni

Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια είχες πει πως τα μοτίβα του σύγχρονου κινηματογράφου είναι πια προβλέψιμα, ότι μπορείς να “διαβάσεις” μια ταινία μέσα σε πέντε λεπτά. Είναι αυτό που σε ωθεί να κάνεις μια ταινία σαν το Μετά το Κυνήγι, δίχως ξεκάθαρο ήρωα; Κάτι που ίσως ξενίζει το κοινό που έχει μάθει να αναζητά καθαρές απαντήσεις.

Λούκα Γκουαντανίνο: Μεγάλωσα βλέποντας ταινίες που δεν μου έδιναν εύκολες απαντήσεις. Σκεφτείτε τον Εξορκιστή του Γουίλιαμ Φρίντκιν: μια ταινία τρόμου που στην πραγματικότητα είναι οικογενειακό δράμα. Μιλά για μια μητέρα, ηθοποιό, που περνά ένα διαζύγιο, μεγαλώνει μόνη το παιδί της, ενώ στον κόσμο επικρατεί ταραχή: ο πόλεμος στο Βιετνάμ, οι κοινωνικές εντάσεις. Και τότε εμφανίζεται ο Διάβολος. Είναι χαοτικό, γεμάτο αντιφάσεις.

Λατρεύω τις ταινίες που είναι ακατάστατες, που δεν υπακούν σε φόρμες σχολών σεναρίου. Είμαι γνωστά αντίθετος στις σχολές κινηματογράφου, γι’ αυτό σε κάθε μου ταινία έχω πέντε-έξι ασκούμενους βοηθούς. Αν γνωρίσω ένα νέο άτομο με φρέσκο βλέμμα, το φέρνω στο σετ. Ίσως στην αρχή απλώς φέρνει καφέδες. Την επόμενη μέρα μπορεί να βοηθά στην κάμερα. Έτσι μαθαίνεις το σινεμά: παρατηρώντας πώς φτιάχνεται.

Οι σχολές σε βάζουν σε καλούπια, σε μια «γενική ιδέα» του τι είναι κινηματογράφος. Μα ο κινηματογράφος είναι το
αόρατο. Είναι η ματιά του δημιουργού που γεννά κάτι μοναδικό. Η συγγραφή, ειδικά όπως τη διδάσκουν, είναι από τα πιο περιοριστικά κομμάτια. Το «πρόλογος, τρεις πράξεις, κάθαρση» – όλα αυτά σκοτώνουν τη δημιουργικότητα.

Όταν γύρισα το Είμαι ο Έρωτας, θυμάμαι έναν πολύ γνωστό επαγγελματία του χώρου να μου λέει: «Κάνει 25 λεπτά για να εμφανιστεί η Τίλντα Σουίντον ως πρωταγωνίστρια, είναι λάθος». Και ότι η ταινία είναι πολύ «ντόπια», ίσως βρει κοινό στην Ιταλία αλλά ως εκεί. Η ταινία απορρίφθηκε από τις Κάννες, πήγε στη Βενετία, στους Ορίζοντες και όχι στο Διαγωνιστικό όπως πιστεύαμε, και στην αρχή την έθαψαν. Οι Ιταλοί την μίσησαν! Κι όμως, έγινε διεθνής arthouse επιτυχία. Άρα, ποιος είχε δίκιο; Εκείνοι που ήθελαν δομή ή η ίδια η ταινία που βρήκε το κοινό της;

Αυτό με δίδαξε πολλά: το σινεμά δεν υπακούει σε κανόνες.

Πού βρίσκεις τη δημιουργική δύναμη να δουλεύεις τόσα πολλά πρότζεκτ ταυτόχρονα;

Λούκα Γκουαντανίνο: Όταν έκανα την πρώτη μου ταινία, το The Protagonists, που είχε προβληθεί κι εδώ στη Βενετία το 1999, χρειάστηκαν έξι χρόνια μέχρι να φτάσω στο Είμαι ο Έρωτας. Και μετά, άλλα έξι μέχρι το A Bigger Splash. Ήταν μια περίοδος απογοήτευσης, ένιωθα εγκλωβισμένος, σαν να μην μπορώ να εκφραστώ.

Αγαπώ τη δουλειά μου, αγαπώ τη δημιουργία, το να βρίσκομαι με ανθρώπους, να φτιάχνω πράγματα. Έτσι υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως, αν κάποτε αποκτήσω τη δυνατότητα, δεν θα περιμένω άλλο. Θα δουλεύω με ρυθμό, αλλά με ποιότητα – όση μπορώ να προσφέρω.

Ήμουν τυχερός. Μπόρεσα να πραγματοποιήσω έργα που ήθελα από παλιά, όπως το Queer ή το Suspiria, με καταπληκτικούς ηθοποιούς. Και βρήκα ιστορίες που μπόρεσα να κάνω «δικές μου», με την υποστήριξη εταιρειών όπως η MGM ή η Fremantle. Η αλήθεια είναι ότι βλέπω κάθε ταινία σαν έναν κρίκο της ίδιας αλυσίδας. Κάθε ταινία είναι ένα κομμάτι του σημαντικότερου έργου της ζωής μου: της φιλμογραφίας μου.

Μεγάλωσα μελετώντας τους μεγάλους σκηνοθέτες μέσα από τη φιλμογραφία τους. Ο Χίτσκοκ, για παράδειγμα, ήταν ήδη νεκρός όταν ήμουν 20. Τον γνώρισα μέσα από το σύνολο του έργου του. Το ίδιο θα ήθελα κι εγώ. Να δεις τη δική μου πορεία μέσα από τις ταινίες μου, όχι μέσα από μία μόνο.

Γι’ αυτό δουλεύω έτσι. Γιατί η φιλμογραφία είναι το καθήκον μου απέναντι στον εαυτό μου.

ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΕΝΟΣ ΚΥΝΗΓΗΤΟΥ: Ο ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΙΝΟ ΑΝΑΛΥΕΙ ΤΙΣ ΣΤΙΓΜΕΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

Είναι μια ταινία φορμαλιστικά και κειμενικά πλούσια και γεμάτη αμφισημίες. Όμως ο Λούκα Γκουαντανίνο θέλησε να αναλύσει μαζί μας κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές ή στιλιστικές επιλογές του φιλμ. (Φωτό: Courtesy of Amazon MGM Studios © 2025 Amazon Content Services LLC. All Rights Reserved.)

Ο μετρονόμος που διατρέχει ρυθμικά το φιλμ

Εδώ ξεκινήσαμε με έναν ρυθμό. Μαζί με τον μοντέρ μου, τον Μάρκο Κόστα, βάλαμε ένα μετρονόμο στην αρχή του μοντάζ: «Ας δούμε πώς λειτουργεί». Κι έδεσε υπέροχα με το λογότυπο, σαν να δήλωνε την αδυσώπητη πορεία του χρόνου και την αναμονή ενός γεγονότος, μιας πιθανής έκρηξης.

Στην καθημερινότητα, στις ειδήσεις, στα social media, στις μικρές μας συνήθειες, αυτός ο «χρόνος» είναι πάντα από πίσω. Και το σινεμά έχει τη δύναμη να το φέρει στην επιφάνεια. Ξαφνικά, μια απλή κίνηση, το να στρώνεις το τραπέζι ή να βάζεις κρέμα, αποκτά άλλη διάσταση: γίνεται μέρος ενός μεγαλύτερου, αμείλικτου μηχανισμού.

Η σκηνή του εστιατορίου όπου ο Χανκ αφηγείται την εκδοχή του

Ψάξαμε τα μέρη όπου θα σύχναζαν οι ήρωές μας και βρήκαμε ένα ινδικό εστιατόριο, το Tandoor, που παλιά ήταν diner. Το ανακατασκευάσαμε πιστά, και στο χώρο υπήρχαν πολλοί καθρέφτες. Ήθελα λοιπόν οι δύο χαρακτήρες να κάθονται αντικριστά, ώστε να καθρεφτίζονται ο ένας στον άλλο όταν η κάμερα βρίσκεται απέναντι, χωρίς καμία δυνατότητα διαφυγής από το βλέμμα του άλλου. Καθώς ο Χανκ αφηγείται «την αλήθεια του», οι καθρέφτες αμφισβητούν συνεχώς αυτή την αλήθεια.

Το μαγείρεμα του Φρέντερικ και η σκηνή του δείπνου

Θυμάμαι, όταν ήμουν νέος, διάβαζα μια συνέντευξη του Χίτσκοκ στον Τρυφώ, όπου έλεγε: «Ονειρεύομαι να κάνω μια ταινία όπου η αφήγηση του θρίλερ έρχεται μέσα από τον κύκλο του φαγητού σε μια πόλη, από τη συγκομιδή, στο εστιατόριο, στο μαγείρεμα, στο σερβίρισμα και τέλος στα σκουπίδια». Αυτό με εντυπωσίασε βαθιά. Και επειδή αγαπώ το μαγείρεμα, σκέφτηκα πως μπορώ να συνδέσω το πάθος μου για τη μαγειρική με τον κινηματογράφο μέσα από αυτή τη ματιά του Χίτσκοκ: να χρησιμοποιώ το φαγητό όχι ως διακοσμητικό στοιχείο, αλλά ως αφηγηματικό μέσο.

Ο Φρέντρικ, ο χαρακτήρας της ταινίας, είναι μια «μηχανή αγάπης». Για μένα, η αγάπη σημαίνει να αποδέχεσαι τον άλλον στην ετερότητά του. Ο Φρέντρικ το κάνει αυτό με όλους όσους συναντά, χωρίς να τους κρίνει. Και η γυναίκα που τον μαγνητίζει περισσότερο είναι η Άλμα, και ο τρόπος που εκφράζει αυτή την ανάγκη να τον «δει» είναι μαγευτικός. Το φαγητό είναι φροντίδα. Όταν μαγειρεύεις για κάποιον, το κάνεις για πολλούς λόγους, και ακόμα κι αν είναι απλώς για να τον βοηθήσεις να συνεχίσει τη μέρα του, είναι μια πράξη φροντίδας. Σε μια ταινία όπου όλοι συγκρούονται για εξουσία, αυτός ο άνδρας επιλέγει να φροντίσει μέσα από το φαγητό.

Αυτό έχει και μια πολιτική διάσταση: για παράδειγμα, προκαλεί τη Μάγκι μαγειρεύοντάς της ένα αιθιοπικό πιάτο, ως σχόλιο πάνω στην ταυτότητα. Εκείνη, όμως, που είναι ιδιαίτερα ευφυής, το αντιλαμβάνεται και του το γυρίζει πίσω: «Πραγματικά, έτσι θα με προκαλέσεις;». Και αυτό αποκαλύπτει και την παιδική πλευρά του Φρέντρικ. Γιατί η αγάπη του είναι και παιδική, μια ανάγκη να αγαπηθεί.

Αμφιλεγόμενοι καλλιτέχνες: Η μουσική του Μόρισεϊ και οι τίτλοι αρχής του Γούντι Άλεν

Η μουσική του Μόρισεϊ προέκυψε σχεδόν τυχαία και ήταν διασκεδαστικό. Το μπαρ όπου πίνουν κρασί η Κιμ και η Άλμα είναι ένα πραγματικό μπαρ στο Γέιλ. Η ομάδα παραγωγής μου ζήτησε από τον ιδιοκτήτη την πραγματική playlist της χρονιάς όπου διαδραματίζεται η ταινία, και φυσικά μέσα υπήρχαν τραγούδια του Μόρισεϊ και των Smiths. Οπότε τα βάλαμε κι αυτά στην ταινία.

Όσο για τον Γούντι Άλεν: αυτή η γραμματοσειρά στους τίτλους είναι τόσο κλασική και διαχρονική, που μου φάνηκε πως ταιριάζει απόλυτα στο ακαδημαϊκό ύφος της ταινίας. Είναι παράξενο για μένα που η επιλογή μιας γραμματοσειράς μπορεί να γίνει θέμα συζήτησης!

Η Άλμα βρίσκει τον Φρέντερικ να κοιμάται ενώ στο λάπτοπ παίζει πορνό

Ήθελα να δείξω έναν άντρα που εξακολουθεί να θαυμάζει τη γυναίκα του, που προσπαθεί να ξαναβρεί σύνδεση μαζί της, και αποτυγχάνει. Προσπαθεί ξανά, και πάλι αποτυγχάνει. Τον βλέπουμε κοιμισμένο, ασυνείδητο, κουρασμένο. Υπάρχουν και τα μαντηλάκια στο κομοδίνο– λεπτομέρεια που δείχνει τι έχει προηγηθεί.

Μου άρεσε πολύ η στιγμή που η Άλμα απλώς τον φροντίζει: του κλείνει το laptop, σβήνει το φως, και ξαπλώνει δίπλα του, αγκαλιά του. Είναι μια λεπτή, ακριβής απεικόνιση των αντιφάσεων μιας μακροχρόνιας σχέσης, και της έλλειψης κριτικής που χρειάζεται για να κρατηθεί μια τέτοια σχέση ζωντανή. Ήθελα το κοινό να νιώσει ότι, ό,τι κι αν γίνει, η Άλμα δεν θα αφήσει τον Φρέντερικ, κι εκείνος δεν θα αφήσει εκείνη. Αυτό το βρίσκω όμορφο, γοητευτικό.

Πάντα με συγκινούσε πώς λειτουργούν οι σχέσεις που διαρκούν. Οι γονείς μου έμειναν μαζί πάνω από 50 χρόνια, μέχρι που πέθανε ο πατέρας μου το 2020. Και μετά, μιλώντας με τη μητέρα μου, συνειδητοποίησα πως δεν ήξερα τα πάντα για αυτούς. Πως ίσως ο «συνδετικός κρίκος» τους δεν ήταν αυτός που νόμιζα. Τι είναι, τελικά, αυτό που κρατά δύο ανθρώπους μαζί; Είναι υπέροχο ερώτημα.

Σχετικό Άρθρο
Info:

Η ταινία Μετά το Κυνήγι (After the Hunt) κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 16 Οκτωβρίου από την Feelgood Entertainment. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο στο φεστιβάλ Βενετίας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα