ΟΙ ΜΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΠΟΥ ΚΛΕΒΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ “ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΦΛΕΒΑ” ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ
Ο Γιάννης Οικονομίδης επιμένει και επενδύει στις ταινίες του όχι μόνο σε επαγγελματίες, αλλά και σε ερασιτέχνες ηθοποιούς- Τι λέει ο ίδιος και οι πέντε ερασιτέχνες ηθοποιοί της “Σπασμένης Φλέβας” στο NEWS 24/7.
Ο Γιάννης Οικονομίδης επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με τη «Σπασμένη Φλέβα» και κοιτάζει κατάματα τον σύγχρονο Έλληνα, το άγχος της επιβίωσης, το ράγισμα των σχέσεων, τη θολή γραμμή ανάμεσα στην αξιοπρέπεια και την απόγνωση.
Το βλέμμα του είναι πιο ώριμο από ποτέ. Η ζωή και η μυθοπλασία συναντώνται για να δημιουργήσουν έναν κόσμο όπου η αλήθεια δεν χρειάζεται να φωνάξει προκλητικά. Υπάρχει εκεί, διακριτικά, αμετάβλητη, και απλώς δεν μπορείς να την αγνοήσεις. Μία συγκλονιστική υπόγεια ένταση και μια σφιχτή, ώριμη αφήγηση “δουλεύει” μέσα σου μέρες μετά.
Όπως και στις προηγούμενες ταινίες του, έτσι και στη «Σπασμένη Φλέβα», ο Γιάννης Οικονομίδης επιμένει και επενδύει όχι μόνο σε επαγγελματίες, αλλά και σε ερασιτέχνες ηθοποιούς. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας που τους συναντά τυχαία — σε καφενεία, σε γάμους, στη γειτονιά — και τους «αρπάζει» από τη ζωή, τους περνά από εξαντλητικές πρόβες και τους αναδεικνύει σε ήρωες της ταινίας του. Χωρίς ταμπέλα, χωρίς να παίζουν τον ρόλο τους, απλώς ενσαρκώνουν. Αυτή η αλήθεια τους γίνεται το σύμβολο του ρεαλισμού του. Γιατί είναι το είδος της αλήθειας που μόνο εκείνος μπορεί να φέρει στην επιφάνεια.
O ίδιος αναφέρει για την “προσφιλή” του αυτή συνήθεια να επιλέγει ερασιτέχνες ηθοποιούς: “Σε κάθε μου ταινία, υπάρχουν κάποιοι ρόλοι που, αν τύχει και τους συναντήσω στην πραγματική ζωή, τους «αρπάζω». Όπως έλεγε ο Καζάν, η μισή σκηνοθεσία είναι η σωστή επιλογή κάστινγκ. Να βλέπεις έναν χαρακτήρα και να σε πείθει άμα τη εμφανίσει. Να μη χρειάζονται επεξηγήσεις. Αυτό πολλές φορές το βρίσκεις στην πραγματική ζωή”.
Η πιο κρίσιμη φάση είναι “οι πρόβες”, σχολιάζει. “Εκεί γίνεται η μεταμόρφωση, το θαύμα. Στις πρόβες φαίνεται αν “το πάει το γράμμα” ο ηθοποιός, Έχω φάει τα μούτρα μου αρκετές φορές και δε μου ΄χει βγει. Αλλά έχει τρομερό ενδιαφέρον να βλέπεις την εξέλιξη των απλών αυτών ανθρώπων που βλέπουν τον εαυτό τους στην οθόνη και δεν πιστεύουν στα μάτια τους”.
Χαρακτηριστικά αναφέρει για τους ερασιτέχνες ηθοποιούς του:
“Τη Σοφία Κουνιά την γνώρισα τυχαία σε ένα γαμήλιο πάρτι. Την επόμενη μέρα, πήρα μια κοινή φίλη και ζήτησα να μάθω περισσότερα για εκείνη: σε ποια φάση είναι, αν θα ήθελε να ασχοληθεί με την υποκριτική, αν είναι καλή ως άνθρωπος. Αφού έμαθα όσα χρειαζόμουν, την πήρα τηλέφωνο. Κι έτσι ξεκίνησε μια συνεργασία που, ευτυχώς, απέδωσε καρπούς. Την πήρα αρχικά στη «Μπαλάντα». Δούλεψα μαζί της στις πρόβες και στο γύρισμα, είδα τις δυνατότητές της.
Την έχω «εκπαιδεύσει». Στη «Σπασμένη Φλέβα», την καμαρώνω. Δεν υπάρχει άλλη ηθοποιός που θα μπορούσε να την ενσαρκώσει καλύτερα. Ο ρόλος απαιτεί μια ιδιαίτερη φάτσα, ένα χαρακτηριστικό ύφος που να αποπνέει «αλητεία» και λαϊκότητα. Αυτά τα στοιχεία είναι δύσκολο να τα βρεις σε ηθοποιό από τη δεξαμενή του ελληνικού θεάτρου, με την κανονικότητα που συνήθως τη συνοδεύει.
Ο Αλέκος ο Πάγκαλος είναι σε όλες μου τις ταινίες. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που με έκανε να δακρύσω μπροστά στο μόνιτορ – στην «Ψυχή στο Στόμα»- από αισθητική καύλα και μόνο. Έκανε και τον Λεωνίδα στο «Μικρό Ψάρι». Δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός με την παραδοσιακή έννοια — πριν μπει στο χώρο, εργαζόταν ως πωλητής- είχε μικρή ερασιτεχνική εμπειρία από τα φοιτητικά του χρόνια. Μου τον σύστησε ο Ερρίκος Λίτσης κι εγώ τον “άρπαξα”.
Ο Δαυίδ Σταμούλος είναι ο νεωκόρος στον Άγιο Βασίλειο στο Μουσείο, στα Εξάρχεια εδώ και 35 χρόνια. Τον γνωρίσαμε με τον Βασίλη τον Μπισμπίκη στο καφενείο της περιοχής. Είχα μάλιστα βγάλει πριν δέκα χρόνια μια φωτογραφία με εκείνον και τον Μπισμπίκη– η ίδια φωτογραφία «παίζει» μέσα στη «Φλέβα», η σκηνή τους ξεκινά με αυτή.
Ο Γιώργος Κολιόπουλος είναι ο πατέρας της Ιωάννας Κολλιοπούλου. Τον γνώρισα από το «Στέλλα κοιμήσου» στο Εθνικό και ακολούθως στη Θεσσαλονίκη. Επιχειρηματίας και πολιτικός μηχανικός, έχει περάσει από πολλές φάσεις: πτωχεύσεις, ανατροπές, ανόδους και πτώσεις. Ξέρει καλά τι σημαίνει αγώνας και επιβίωση. Όταν αναζητούσα τον κατάλληλο άνθρωπο για τον ρόλο του πατέρα του Βασίλη στην ταινία, σκέφτηκα αμέσως να μιλήσουμε με τον πατέρα της Ιωάννας. Δεν έπεσα έξω, γιατί η φυσική του παρουσία είναι μια πραγματική περσόνα που έδωσε μια μοναδική δύναμη στον ρόλο του”.
Για τη φυσικότητα στις ερμηνείες των ερασιτεχνών σχολιάζει “για μένα το στοίχημα είναι ίδιο για όλους, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες: να υπάρχουν μέσα στην ταινία χωρίς ταμπέλα στο κούτελο που να λέει «είμαι ηθοποιός και τώρα παίζω». Όλοι θέλω να φτάνουν στο ίδιο επίπεδο, να μοιάζουν κανονικοί άνθρωποι.
Βέβαια, υπάρχουν και ρόλοι που θα μπορούσαν να γίνουν από ηθοποιούς – όπως ο ρόλος του Σταύρου Μπένου, για παράδειγμα με τον οποίο είμαστε γείτονες, φίλοι.
Ωστόσο, οι κεντρικοί ρόλοι του Βασίλη Μπισμπίκη και της Μαρίας Κεχαγιόγλου είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση. Αυτοί οι ρόλοι απαιτούν μια άλλη ποιότητα ερμηνείας, μια βαθύτερη καταβύθιση στον χαρακτήρα. Εκεί, χρειάζεσαι ηθοποιούς που να «βουτάνε» στον ρόλο, να αφήνουν την ψυχή τους να εκφραστεί πλήρως”.
Σταύρος Μπένος: “Αν είχα τον γνωρίσει πριν από 20 χρόνια, η καριέρα μου ίσως να είχε πάρει διαφορετική πορεία”
Ο Σταύρος Μπένος, Πρόεδρος του σωματείου «Διάζωμα» με κύριο στόχο την προστασία και ανάδειξη των αρχαίων θεάτρων, είναι ένας άνθρωπος που έχει διανύσει μια πλούσια πορεία στον πολιτικό και επαγγελματικό στίβο. Τοπογράφος-μηχανικός, πρώην Δήμαρχος Καλαμάτας, Βουλευτής και Υπουργός, έχει αφιερωθεί σε έργα που αφορούν τον πολιτισμό και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Γείτονες με τον σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη, βρέθηκε να συμμετέχει στην «Σπασμένη Φλέβα», δίνοντας του την ευκαιρία να ζήσει μια εντελώς διαφορετική, αλλά εξίσου σημαντική, εμπειρία.
“Ο Γιάννης Οικονομίδης είναι για μένα ο Έλληνας Ταραντίνο. Έχει καταφέρει να αναδείξει μια αλήθεια που πολλοί την κρύβουν ή την παραβλέπουν. Είμαι πεπεισμένος ότι έχει βρει μια φλέβα που δεν είναι σπασμένη, αλλά υπαρκτή, και την έχει φέρει στην επιφάνεια με έναν τρόπο αισθητικά μοναδικό. Η βωμολοχία, που πολλοί την απορρίπτουν ως ακατέργαστη, καθαγιάζεται μέσα από τον Γιάννη. Με έναν τρόπο τόσο γλυκό και περιγραφικό, μας φέρνει αυτή την αλήθεια και αυτό που βλέπουμε είναι κάτι πολύ ωραίο” αναφέρει χαρακτηριστικά.
“Όταν με πλησίασε για να συνεργαστούμε, ένιωσα ότι είναι ένας άνθρωπος απολύτου εμπιστοσύνης. Και πραγματικά αν είχα τον γνωρίσει πριν από 20 χρόνια, η καριέρα μου ίσως να είχε πάρει διαφορετική πορεία, ίσως να τα είχα παρατήσει όλα για να γίνω ηθοποιός. Ευτυχώς, που είναι περασμένη η ηλικία μου και τώρα έχω την εμπειρία να το εκτιμήσω σωστά” λέει γελώντας.
Και καταλήγει: “Η δουλειά του Γιάννη Οικονομίδη είναι μαγική και η σοβαρότητά του στις πρόβες με έχει εντυπωσιάσει. Όταν για μια ατάκα, που μπορεί να κρατάει λίγα δευτερόλεπτα, κάνεις 30 πρόβες και δουλεύεις ολόκληρη ημέρα, καταλαβαίνεις τη σοβαρότητα και τη δέσμευσή του στην τέχνη του. Πάντα υπάρχει μια υποδόρια εμπιστοσύνη στον τρόπο που διαχειρίζεται τα πάντα, αλλά κυρίως στους ανθρώπους. Έχει μια συναισθηματική νοημοσύνη που σε κάνει να νιώθεις ότι καταλαβαίνει ακριβώς τι χρειάζεσαι για να δώσεις το καλύτερο από εσένα.
Είναι σπουδαίος δημιουργός. Είναι ένας άνθρωπος που έχει αφιερωθεί στην τέχνη και στην έκφραση της αλήθειας μέσα από τη δημιουργία. Όποιος έχει την τύχη να συνεργαστεί μαζί του βιώνει μια μοναδική εμπειρία”.
Γιώργος Κολλιόπουλος: “Ο Γιάννης, με τον μοναδικό του τρόπο, έχει την ικανότητα να βγάζει από μέσα σου πράγματα που δεν ήξερες καν ότι υπάρχουν”
Ο Γιώργος Κολλιόπουλος είναι τοπογράφος μηχανικός και πατέρας της ηθοποιού Ιωάννας Κολλιοπούλου.
«Με τον Γιάννη γνωριστήκαμε μέσω της Ιωάννας στο «Στέλλα Κοιμήσου», και σταδιακά αναπτύξαμε φιλική σχέση. Όταν μου πρότεινε να συμμετάσχω στη Σπασμένη Φλέβα, ήμουν αμήχανος. Διάβασα ωστόσο το σενάριο και κατάλαβα αμέσως ότι πρόκειται για κάτι πολύ πιο σοβαρό από ό,τι φανταζόμουν. Ο Γιάννης έχει την ικανότητα να βγάζει από μέσα σου πράγματα που δεν ήξερες ότι υπάρχουν», λέει αναφερόμενος στην πρώτη του επαφή με το έργο και τη δουλειά του σκηνοθέτη.
Ο Οικονομίδης, όπως σχολιάζει ο ίδιος, είναι εξαιρετικά επίμονος στις πρόβες. «Μου έκανε τρομερή εντύπωση η σοβαρότητα με την οποία δουλεύει. Το να πετύχεις αυτό που θέλει εκείνος, απαιτεί σκληρή δουλειά και πολλές επαναλήψεις. Είχα μία ατάκα, που ήταν μερικά δευτερόλεπτα, και έκανα 30 πρόβες και ολόκληρη ημέρα γύρισμα», θυμάται.
Ο ρόλος του στην Σπασμένη Φλέβα απαιτούσε απόλυτη αφοσίωση και ηθική καταβύθιση. «Ο χαρακτήρας που παίζω ξεπερνά τα όρια της ηθικής και της επαγγελματικότητας, έχει χάσει εντελώς τον εαυτό του», εξηγεί. «Όταν έπρεπε να μιλήσω με θυμό στον ρόλο μου και να τσακωθώ, ο Γιάννης με ρώτησε: ‘Σκέψου πώς τσακώνεσαι με την Ιωάννα’. Του λέω: ‘Δεν τσακώνομαι με την Ιωάννα’. Μου λέει: ‘Με τους υπαλλήλους σου;’. Ούτε με αυτούς, απαντώ. ‘Με ποιον τσακώνεσαι;’ με ρωτά. Του απαντώ ‘Με τον Μηνά, τον ανιψιό μου’. ‘Σκέψου τον απέναντί σου’ μου λέει. Με έναν τρόπο, κατάλαβα αμέσως την σύνδεση του έργου με τις καθημερινές συγκρούσεις που όλοι ζούμε και την αντίθεση μεταξύ των γενεών».
Ο Γιώργος Κολλιόπουλος βλέπει τη Σπασμένη Φλέβα ως μια αναφορά στην ελληνική πραγματικότητα του 2025. «Η ταινία δημιουργεί την αίσθηση ότι προσπαθούμε να αναβιώσουμε μια παλαιότερη εποχή, τα 80s και 90s», λέει, αναφερόμενος στις γενιές που έζησαν τις ευημερίες και τις δυσκολίες εκείνης της περιόδου. «Μια εποχή που έχω βιώσει επαγγελματικά και που συνδυάζει τη δημιουργία πλούτου, αλλά και την επιθυμία να τα θέλουμε όλα και γρήγορα, χωρίς να ιδρώνουμε πολύ».
Η επαφή του με τον Γιάννη Οικονομίδη υπήρξε καθοριστική. «Αυτό το έργο ήταν για μένα μια εμπειρία, ένας καινούργιος κόσμος», λέει. «Από τότε που η Ιωάννα μου είπε ότι δεν ήθελε να γίνει πολιτικός μηχανικός και πως θέλει να ασχοληθεί με την υποκριτική, άρχισα να σέβομαι και να εκτιμώ αυτή τη διαδικασία».
Σοφία Κουνιά: “Στα 56 μου είπα: ‘Κοίτα να δεις, υπάρχει κι αυτή η ζωή’. Άλλοι δεν τη βλέπουν ποτέ”
Η Σοφία Κουνιά, μηχανολόγος στο δημόσιο και διαχειρίστρια δικτύου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δεν είχε καμία σχέση με την υποκριτική, αν και πάντα αγαπούσε το σινεμά. Η πρώτη της επαφή με τον Γιάννη Οικονομίδη ήρθε εντελώς τυχαία, σε ένα γαμήλιο πάρτι κοινών γνωστών. «Μιλήσαμε για πέντε-δέκα λεπτά, και μετά από μια εβδομάδα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: ‘Θέλω να παίξεις στην ταινία μου’. Κι εγώ του απάντησα ‘καλά είσαι, μαλάκας;’» λέει γελώντας.
Αν και αρχικά αμφίβολη, η Σοφία αποφάσισε να αποδεχτεί την πρόταση. «Ήμουν σε μια δύσκολη φάση, μόλις είχα χάσει τον αδερφό μου και δεν ήμουν καθόλου καλά. Ωστόσο, σκέφτηκα πως θα βρισκόμουν με ανθρώπους που δεν με ξέρουν, που δεν θα ρωτάνε», θυμάται. Όταν της αποκάλυψε τον ρόλο, ενθουσιάστηκε.
«Ήταν όνειρο ζωής να κάνω την ιδιοκτήτρια σε κωλόμπαρο στην επαρχία!» Και όταν ανακάλυψε ότι ο ρόλος ήταν αρχικά να παιχτεί από την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, δεν πίστευε τα αυτιά της: «Ρε φίλε, έκανες πρόβες με την Καρυοφυλλιά και τώρα θα παίξω εγώ; Μην μου το λες καθόλου!» (γέλια).
Οι μήνες των προβών ήταν εξαντλητικοί, αλλά και γεμάτοι ανατροπές. «Δεν έχω κάνει μαθήματα, δεν έχω τεχνικές, αλλά μου αρέσει αυτή η αυθεντικότητα. Αν έκανα μαθήματα, θα είχα πάντα στο μυαλό μου ‘πρέπει να το κάνω έτσι’», σχολιάζει. Το σημαντικό για εκείνη είναι ότι ο Γιάννης δεν την άφησε ποτέ να εκτεθεί: «Του έχεις εμπιστοσύνη και όλα γίνονται. Είναι σίγουρο ότι δεν θα σε κάνει να φανείς άσχημα. Είναι πολύ ευγενικός και προστατευτικός».
Ο ρόλος της στη «Σπασμένη Φλέβα» ήταν μικρότερος αλλά και πιο δύσκολος. «Στην πρώτη ταινία είχα μια άγνοια κινδύνου, δεν με ένοιαζε τίποτα. Στη δεύτερη φοβόμουν μήπως δεν τα καταφέρω, μήπως απογοητεύσω τον Γιάννη. Ήταν πιο απαιτητικός ρόλος και πιο σκοτεινός χαρακτήρας».
Το πιο δύσκολο όμως ήταν ο χαρακτήρας της, που ήταν πολύ μακριά από τη δική της πραγματικότητα. «Κάνω μία γυναίκα που έχει περάσει δύσκολα, έχει πάει φυλακή, έχει έναν άντρα “γίδι”, και κάποια στιγμή απασφαλίζει», λέει με σοβαρότητα. «Για να το αποδώσεις πειστικά πρέπει να έχεις ζήσει κοντά σε τέτοιους ανθρώπους. Ο Γιάννης με βοήθησε πολύ μέσα από κουβέντες και πρόβες. Πάντα βάζεις κάτι από τον εαυτό σου, αλλιώς δεν είναι αληθινό, πρέπει να μιλάς όπως στην καθημερινή σου ζωή».
Αναφερόμενη στην υποκριτική, εξηγεί: «Είναι διέξοδος. Φεύγει το άγχος. Διασκεδάζω. Και με εξέπληξε ότι έχω κι εγώ σκοτάδι μέσα μου. Γιατί αν δεν έχεις, δεν βγαίνει το βλέμμα, η τσαντίλα, η απόγνωση». Αν και δεν το κάνει επαγγελματικά, καθώς έχει τη δουλειά της και δεν θέλει να ρισκάρει, σχολιάζει: «Δεν νομίζω ότι θα άντεχα το άγχος του ηθοποιού — σήμερα έχεις δουλειά, αύριο όχι».
Κλείνοντας, τονίζει: «Μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία κέρδισα έναν καινούριο κόσμο. Γνώρισα ανθρώπους που δεν θα γνώριζα ποτέ, άκουσα κουβέντες που δεν θα άκουγα αλλιώς. Είναι σαν να μπαίνεις σε ένα ζαχαροπλαστείο και να θες να τα φας όλα. Έγινα πάλι παιδί, σαν σφουγγάρι. Και στα 56 μου είπα: ‘Κοίτα να δεις, υπάρχει κι αυτή η ζωή’. Άλλοι δεν τη βλέπουν ποτέ».
Αλέκος Πάγκαλος: “Ο Οικονομίδης σού ζητά είναι να γίνεις ο άνθρωπος”
Ο Αλέκος Πάγκαλος διαφέρει λίγο από τους υπόλοιπους ερασιτέχνες ηθοποιούς, καθώς είχε ήδη μια θεατρική πορεία σε μια ομάδα της Εστίας Νέας Σμύρνης, όπου ανέβαζε κλασικά έργα του Τσέχωφ, του Μπρεχτ, του Μίλλερ και του Πιραντέλο. Ωστόσο, η συνεργασία του με τον Γιάννη Οικονομίδη έμελλε να είναι καθοριστική και να τον οδηγήσει σε έναν άλλο δρόμο.
«Με τον Γιάννη γνωριστήκαμε το 2002, όταν έφερε μια κόπια από το Σπιρτόκουτο για ιδιωτική προβολή στο σπίτι του Ερρίκου Λίτση. Με τον Ερρίκο είμαστε παιδικοί φίλοι από το ’67. Πήγα λοιπόν στη προβολή και το Σπιρτόκουτο ήταν γροθιά στο στομάχι. Ωμή πραγματικότητα, κάτι έξω από τα «θεατρικά» μου νερά, αλλά καθόλου ξένο, ήταν η καθημερινότητα στη διπλανή πόρτα», θυμάται, αναφερόμενος στην πρώτη του επαφή με τον σκηνοθέτη και την ταινία.
Και συνεχίζει: «Μετά την προβολή, πιάσαμε την κουβέντα και μου είπε ότι σε μια μελλοντική ταινία θα ήθελε να συμμετάσχω. Του είχε πει και ο Ερρίκος ότι έχω κάποια τριβή, γιατί τότε ήμουν σε θεατρική ομάδα. Μου έδωσε επιτόπου έναν διάλογο με τον Ερρίκο, τον διάβασα και μου είπε: ‘Δεν έπεσα έξω. Είσαι άμεσος.’ Έτσι ξεκίνησε», εξηγεί για την αρχή της συνεργασίας τους.
Η πρώτη τους ουσιαστική συνεργασία ήταν στην ταινία «Ψυχή στο Στόμα», όπου ο Αλέκος είχε δύο σημαντικές σκηνές. Από εκεί και μετά, η συνεργασία τους συνεχίστηκε με τον «Μαχαιροβγάλτη», «Το Μικρό Ψάρι», «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» και φυσικά, την «Σπασμένη Φλέβα». «Ενθουσιάστηκα πραγματικά, όταν η κόρη μου, που σπούδαζε Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, μου τηλεφώνησε και μου είπε πως σε ένα μάθημα, ο καθηγητής τους έβαλε τον διάλογό μου με τον Ερρίκο από την Ψυχή στο Στόμα ως παράδειγμα», λέει με χαρά ο Αλέκος.
Όσον αφορά τη δουλειά του Γιάννη Οικονομίδη, ο Αλέκος Πάγκαλος τονίζει την ικανότητά του να κατανοεί αμέσως την προσωπικότητα του ηθοποιού και τις δυνατότητές του: «Ο Γιάννης μπορεί να ψυχολογήσει έναν άνθρωπο αμέσως, να δει δυνατότητες και πού ταιριάζει. Σου δίνει το σενάριο και σου λέει: ‘Ξέχασέ το. Μπες στον ρόλο. Μην τον ερμηνεύεις, ενσάρκωσέ τον’. Η ‘ερμηνεία’ μπορεί να κρύβει υποκρισία. Αυτό που ζητά είναι να γίνεις ο άνθρωπος».
Ο Αλέκος Πάγκαλος σημειώνει ότι η δουλειά με τον Γιάννη Οικονομίδη είναι ιδιαίτερα απαιτητική: «Οι πρόβες κρατούν μήνες. Στη Σπασμένη Φλέβα ξεκινήσαμε τον Οκτώβριο και φτάσαμε τέλος Μαΐου. Το πρόγραμμα είναι εξαντλητικό και αυστηρό».
Τέλος, αναφέρεται στην ικανότητα του Γιάννη Οικονομίδη να αγγίξει κοινωνικές «γκρίζες ζώνες»: «Ο Γιάννης εστιάζει στις γκρίζες ζώνες της κοινωνίας, σε ανθρώπους που υπάρχουν ανάμεσά μας. Αυτό, πιστεύω, είναι και η επιτυχία του: άγγιξε κάτι που δεν τόλμησαν άλλοι κι έγινε σχολή. Βλέπω σήμερα σειρές και θέατρο που μου θυμίζουν την τομή που έκανε».
Δαυίδ Σταμούλος: “Μπήκα σε έναν εντελώς καινούργιο κόσμο. Δεν φανταζόμουν ότι υπάρχει”
Ο Δαυίδ Σταμούλος δεν έχει καμία σχέση με την υποκριτική. Είναι νεωκόρος στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου στα Εξάρχεια και η ζωή του μέχρι την γνωριμία του με τον Γιάννη Οικονομίδη κυλούσε σε τελείως διαφορετικά μονοπάτια. Όμως, μια τυχαία συνάντηση στην καθημερινή ζωή, σε ένα καφενείο της γειτονιάς, ήταν αρκετή για να αλλάξει την πορεία του.
Ο ίδιος λέει για τη γνωριμία του με τον Γιάννη Οικονομίδη: “Γνωριστήκαμε στα Εξάρχεια, στο καφενείο απέναντι από την εκκλησία. Ήμασταν μια μεγάλη παρέα από τη γειτονιά, ο Οικονομίδης, ο Μπισμπίκης, κάποια παιδιά από τις Καλές Τέχνες, ένας φωτογράφος. Ο Γιάννης τότε είχε κάνει τον Στράτο, μετά το Μικρό Ψάρι, και ακολούθησαν Η Ψυχή στο Στόμα, Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς και μετά η Σπασμένη Φλέβα», αναφέρει για την πρώτη τους επαφή.
Κάποια στιγμή, ο Οικονομίδης του προτείνει να συμμετάσχει στην ταινία του και η αντίδραση του Δαυίδ ήταν γεμάτη αμφιβολίες: «Μου λέει, ‘Σου ’χω έναν ρόλο. Θα τα καταφέρεις;’. Του είπα, ‘Ξέρω ’γω, Γιάννη μου;’. Και έτσι ξεκινήσαμε. Έκανα τον αδερφό του Μπισμπίκη. Πήγαινα σε κάθε πρόβα, ακόμα κι όταν δεν έπαιζα, μόνο για να βλέπω».
Η εμπειρία του Δαυίδ στο γύρισμα ήταν ιδιαίτερα απολαυστική και γεμάτη εκπλήξεις. «Σαν εμπειρία είχε πολλή πλάκα! Ο Μπισμπίκης μου έλεγε ‘Ποιος το περίμενε πως θα παίζαμε μαζί;’. Είχαμε ξεκινήσει σαν παρέα κι καταλήξαμε να παίζαμε μαζί. Μου έλεγε κιόλας ‘Αν έπαιζες πιο πολύ, θα σε έπαιρνα και στο θέατρο’», θυμάται γελώντας. Σήμερα, ο Δαυίδ συνεχίζει να παίζει σε μικρούς ρόλους, όπως στο Άνθρωποι και Ποντίκια και στο Έμπορο της Βενετίας.”.
“Αυτή η εμπειρία μου μου έχει κάνει πολύ καλό ψυχολογικά. Είμαι ευγνώμων στον Γιάννη που το είδε αυτό μέσα μου και το έβγαλε. Δεν πιστεύω πως θα το ανακάλυπτα ποτέ μόνος μου. Τελικά όλα συνδέονται στη ζωή”.
Αναφερόμενος στην υποκριτική, ο Δαυίδ λέει: «Όταν με βλέπω στην ταινία απορώ ‘μα καλά, έτσι είμαι;’ Ο Γιάννης μας έβγαλε όλη τη φυσικότητα. Ήθελε να είμαστε απολύτως αληθινοί, βιωματικοί. Δηλαδή να είμαστε εμείς, μέσα στον ρόλο. Δεν ξέρω από θεατρικούς όρους και θεωρίες, αλλά αυτό που κάνει ο Γιάννης σε κάνει να είσαι αυτό που πραγματικά είσαι».
Και καταλήγει λέγοντας: «Μπήκα σε έναν εντελώς καινούργιο κόσμο. Δεν φανταζόμουν ότι υπάρχει. Μου έχει κάνει καλό στην ψυχή, στο μυαλό, παντού».
Η “Σπασμένη Φλέβα” κυκλοφορεί στους κινηματογράφους στις 27 Νοεμβρίου.