ΒΑΣΙΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: “ΜΕ ΧΤΥΠΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΜΕ ΕΦΤΥΝΑΝ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΜΑΙ ΓΚΕΙ”
Ο Βασίλης Οικονόμου μοιράζεται την ιστορία του για τον σχολικό εκφοβισμό, τη μοναξιά και τον αγώνα να βρει φως, αποδοχή και κοινότητα.
“Σχεδόν καθημερινά, όπου και αν πήγαινα, θα άκουγα κάποιον να με βρίζει, να με φτύνει, να “πέφτει” πάνω μου δήθεν κατά λάθος, από συνομηλίκους μου έως και μεγαλύτερους άντρες.” Αυτή η φράση δεν είναι απλά μια προσωπική μαρτυρία, αλλά η φωνή ενός νέου που βίωσε από πολύ νωρίς τον φόβο, την απόρριψη και τη βία λόγω της σεξουαλικότητάς του.
Από παιδί, ο Βασίλης Οικονόμου, 20 ετών σήμερα, ένιωθε ότι δεν ταίριαζε με τους γύρω του, παρατηρώντας τους να ανήκουν κάπου, ενώ εκείνος προσπαθούσε να βρει τη δική του θέση στον κόσμο. Ο τρόπος που φερόταν και μιλούσε, η ευαισθησία του, τον έκαναν στόχο σχολικού εκφοβισμού, ενώ οι απειλές και οι προσβολές δεν σταματούσαν ούτε έξω από το σχολείο.
Καθώς μεγάλωνε, η μοναξιά και ο φόβος τον συνόδευαν καθημερινά. Ο Βασίλης βρήκε διέξοδο στην τέχνη: ξεκίνησε να γράφει ιστορίες, ποιήματα, άρχισε να ζωγραφίζει, ψάχνοντας τρόπους να εκφράσει αυτό που ένιωθε και να βρει φως μέσα στο σκοτάδι.
Σταδιακά, η ανασφάλεια άρχισε να δίνει τη θέση της στην αποδοχή.
Σήμερα, ο Βασίλης μοιράζεται την ιστορία του με στόχο να δημιουργήσει κοινότητες όπου ο ένας θα αγκαλιάζει τον άλλον. Η εμπειρία του αποτελεί μια υπενθύμιση ότι, ακόμα και μέσα στον πόνο και την περιθωριοποίηση, η δύναμη της αυτοαποδοχής μπορεί να φέρει ελπίδα. Στην ενότητα Rainbow Stories, η φωνή του Βασίλη γίνεται μήνυμα δύναμης για όσους έχουν αισθανθεί ή αισθάνονται μόνοι.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: «ΜΕ ΧΤΥΠΟΥΣΑΝ, ΜΕ ΕΦΤΥΝΑΝ, ΜΕ ΕΒΡΙΖΑΝ· ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΕ ΕΣΒΗΣΑΝ»
“Από μικρός αισθανόμουν διαφορετικός από τα υπόλοιπα παιδιά. Ποτέ δεν ήμουν μέρος μιας μεγάλης παρέας, ούτε ως παιδί, ούτε ως έφηβος. Θυμάμαι να βλέπω γκρουπ παιδιών που κυκλοφορούσαν όλοι μαζί σε πεντάδες και δεκάδες και να σκέφτομαι: «Δε μπορεί, κάποιος από αυτούς θα νιώθει διαφορετικός από τους υπόλοιπους, θα αναρωτιέται τι δουλειά έχει εκεί». Ίσως γιατί με τον τρόπο μου προσπαθούσα να καθησυχάσω τον εαυτό μου και να του δείξω ότι και άλλοι άνθρωποι είναι σαν εμένα· ότι τελικά είμαστε πολλοί που νιώθουν μόνοι.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, σε ένα προστατευμένο αλλά όχι υπερπροστατευτικό περιβάλλον. Είμαι μέρος μιας πενταμελούς οικογένειας με τρία αγόρια, που συχνά γινόταν χαώδης. Ως το μεσαίο παιδί της οικογένειας, πάντα καλούμουν να κρατάω τις ισορροπίες ανάμεσα στα αδέρφια μου και κατά κάποιον τρόπο αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα μου το κρατάω ακόμα και σήμερα.
Από πολύ νωρίς είχα καταλάβει πως κάτι με διαχώριζε από τα άλλα αγόρια, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς. Στο δημοτικό, όλα τα αγοράκια έπαιζαν μπάλα, μήλα και άλλα υπερκινητικά παιχνίδια. Θυμάμαι να τα κοιτάω από την άλλη άκρη του προαυλίου και να σκέφτομαι: «Αχ, πόσο θα ήθελα να μπω κι εγώ στη κλίκα τους».
Συνήθως με απέφευγαν, μα και εγώ ο ίδιος δεν επέμενα πολύ στο να με κάνουν παρέα, ίσως από ντροπή, ίσως κι από ανασφάλεια. Δυσκολευόμουν να κατανοήσω πώς γίνεται όλοι να τα βρίσκουν και να ταιριάζουν μεταξύ τους, κι εγώ να στέκομαι παραπέρα μόνος μου, ψάχνοντας απεγνωσμένα κάποιον για παρέα.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά μία μέρα που πλησίασα μια παρέα αγοριών και τους ζήτησα να παίξουμε, όταν το ένα από αυτά γύρισε και μου είπε: «Μιλάς σαν κοπέλα, γιατί να κάνουμε παρέα με σένα; Είναι περίεργο». «Περίεργο;» σκέφτηκα. Για να το λέει έτσι, θα είναι μήπως λάθος; Μήπως δεν θα έπρεπε να μιλάω έτσι; Μήπως συμβαίνει κάτι κακό με μένα; Γιατί να ξεχωρίζω; Ήταν σαν ξαφνικά όλοι να είχαν καταλάβει πως είμαι γκέι, ενώ ούτε εγώ ο ίδιος δεν το ήξερα.
Το μόνο που γνώριζα ήταν πως φέρομαι και μιλάω πιο θηλυπρεπώς από τα υπόλοιπα αγόρια, πως δε με νοιάζει το σκορ των αγώνων και πως απολαμβάνω περισσότερο την παρέα των κοριτσιών· με καταλαβαίνουν καλύτερα, σκεφτόμουν. Γιατί να θεωρείται κακό αυτό, δε μπορούσα να καταλάβω.
Όταν ήμουν παιδάκι, θυμάμαι τη μαμά μου να προσπαθεί να μας μάθει τι θεωρείται κακό. Εγώ από το σπίτι μου ήξερα, και νόμιζα δηλαδή, ότι μόνο οι κακοί άνθρωποι τιμωρούνται και απομονώνονται· άρα, λοιπόν, ήμουν κι εγώ κακό παιδί; Για αυτό με απομονώνουν; Για αυτό με αποφεύγουν;
Στην πορεία του δημοτικού βρήκα και άλλα παιδιά που ένιωθαν μόνα, και κάπως έτσι ξεκινήσαμε όλοι μαζί να ζούμε στο περιθώριο, του οποίου οι διαστάσεις σιγά σιγά μεγάλωναν, ώστε να μπορέσουμε και εμείς κάπου να χωρέσουμε.
Αργότερα, στο γυμνάσιο, αντιλήφθηκα τι θεωρούνταν τόσο λάθος και δακτυλοδεικτούμενο: η σεξουαλικότητά μου.
Αυτή η ανακάλυψη αρχικά με μπέρδεψε, διότι οι αντιδράσεις δεν ήταν και πολύ φιλικές. Ένα περιστατικό που συνέβη όταν ήμουν 13, την πρώτη χρονιά που κατάλαβα πως είμαι γκέι, έμελλε να είναι η αρχή ενός πολυετούς πολέμου απέναντι στο πρόσωπό μου. Είχαμε βγει με την κολλητή μου βόλτα για να φάμε και, περνώντας από μια πλατεία όπου σύχναζαν διάφορες παρέες αγοριών, άρχισαν να με βρίζουν, να με φτύνουν και να με απειλούν να σηκωθώ και να φύγω γρήγορα από εκεί προτού με δείρουν. Τελικά το βάλαμε στα πόδια, με μια παρέα δέκα αγοριών να μας κυνηγάνε από πίσω.
Ως τότε δεν είχα τόσο ακραίες εκδηλώσεις μίσους προς τη σεξουαλικότητά μου, γεγονός που με σόκαρε πολύ. Αν ήξερα τι θα ακολουθούσε τα επόμενα χρόνια, τότε απλώς θα γέλαγα με το συγκεκριμένο περιστατικό.
Τα χρόνια του γυμνασίου δεχόμουν εκφοβισμό από διάφορες κλίκες αγοριών, που προσπαθούσαν κι αυτά με τη σειρά τους να το παίξουν μάγκες και δυνατοί άντρες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πήγαινα στις τουαλέτες και τύχαινε να είναι απέξω αγόρια, που είτε μου κλώτσαγαν την πόρτα είτε προσπαθούσαν να ξεκλειδώσουν απέξω. Κατέληξα να φοβάμαι να πάω στις μεγάλες τουαλέτες του σχολείου, με αποτέλεσμα να ψάχνω τις πιο απόμερες και μικρές, ώστε να νιώθω λίγη ασφάλεια.
Πολλές ακόμα ήταν οι φορές που περπατούσα στους διαδρόμους και με έβριζαν χυδαία ή γελούσαν εις βάρος μου. Ποιος να το φανταζόταν ότι θα ευχόμουν να με χλευάσουν μόνο λεκτικά και ότι θα το θεωρούσα τη πιο “light” εκδοχή του bullying.
Ταυτόχρονα με το σχολείο, είχα να αντιμετωπίσω και τον έξω κόσμο, καθώς έχοντας πια αποκτήσει έναν μικρό αλλά πολύ σημαντικό για μένα κύκλο φίλων, έβγαινα βόλτες τα Σαββατοκύριακα. Σχεδόν καθημερινά, όπου και αν πήγαινα, θα άκουγα κάποιον να με βρίζει, να με φτύνει, να “πέφτει” πάνω μου δήθεν κατά λάθος, από συνομηλίκους μου έως και μεγαλύτερους άντρες.
Μετά έφτασαν τα άγρια χρόνια της εφηβείας μου, που εκτός από όλους τους εξωτερικούς παράγοντες, είχα να αντιμετωπίσω και τις εσωτερικές μου συγκρούσεις μαζί με την «έκρηξη» ορμονών και εναλλαγή διαθέσεων. Από ένα χαμογελαστό και ευδιάθετο παιδάκι, έγινα ένας οργισμένος και βαθιά θλιμμένος έφηβος, ο οποίος ένιωθε ακόμα περισσότερο μόνος και φοβισμένος στην πραγματικότητα.
Κλείστηκα στον εαυτό μου, στις άσχημες σκέψεις μου, και πλέον έκανα παρέα αποκλειστικά με κορίτσια, καθώς τα αγόρια με τρόμαζαν.
Δεν ένιωθα τόσο ντροπή για τη σεξουαλικότητά μου, παρά φόβο περισσότερο· φόβο να κυκλοφορήσω μόνος μου τη νύχτα, να προσεγγίσω αγόρια είτε ρομαντικά είτε φιλικά, καθώς νόμιζα πως η απομόνωση ήταν ο καλύτερος τρόπος προστασίας του εαυτού μου από έναν κόσμο που θα μπορούσε να με βλάψει.
Ξεκίνησα να γράφω ιστορίες, ποιήματα, να ζωγραφίζω πίνακες, οτιδήποτε θα μπορούσε να με κάνει να ξεχαστώ και να με “ταξιδέψει” κάπου ομορφότερα και πιο φωτεινά. Έτσι κύλησαν τα χρόνια από τα 14 μου έως τα 17, με ένα αίσθημα βαθιάς μοναξιάς και θλίψης.
Προς το τέλος του Λυκείου άρχισα δειλά-δειλά να κάνω βήματα προς το φως.
Δε ξέρω πώς ούτε πότε συνέβη συγκεκριμένα, αλλά αποφάσισα πως η ζωή μου είναι δική μου, κανενός άλλου· ούτε των παιδιών που δεν ήθελαν να με κάνουν παρέα στο δημοτικό, ούτε των ξένων στους δρόμους και στα μέσα μαζικής μεταφοράς που με κοιτούσαν παράξενα και με έκριναν, ούτε και των αγοριών στο Γυμνάσιο και Λύκειο που με εκφόβιζαν καθημερινά.
Ύστερα, σε μια προσπάθειά μου να επικοινωνήσω με κόσμο και να ανοιχτώ, έφτιαξα έναν λογαριασμό στο TikTok, μέσω του οποίου μπόρεσα να εκφραστώ καλύτερα και να νιώσω επιτέλους μέρος μιας μεγάλης παρέας. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν ανέλπιστα θετική και είμαι τρομερά ευγνώμων για τον καθένα ξεχωριστά που μου αφήνει κάποιο σχόλιο ή μου στέλνει ένα μήνυμα να μοιραστεί δικές του εμπειρίες μαζί μου.
Από μικρός είχα την τάση να θέλω να κάνω τους άλλους να γελάνε· πάντα μου έφερνε τρομερή ευχαρίστηση και ελπίζω να συνεχίσω να το κάνω. Υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα πολλές στιγμές που μερικοί προσπαθούν να μου κλέψουν αυτό το φως, που με κόπο απέκτησα, αλλά αποφάσισα να τους αφήνω στο σκοτάδι. Το να είμαι ανοιχτά γκέι, για μένα προσωπικά, δεν ήταν απόφαση αλλά βαθιά ανάγκη, διότι κατάλαβα πως μόνο όταν είσαι αληθινός απέναντι στους άλλους μπορούν και αυτοί να σε αγαπήσουν αληθινά.”