ΠΙΤΤΑΚΗ – ΖΟΥΛΙΑΣ – ΒΑΣΑΡΔΑΝΗΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΟΥΝ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ
Η Ρένη Πιττακή, ο Πέτρος Ζούλιας και ο Κώστας Βασαρδάνης μιλούν στο NEWS 24/7 για τα “Έξι μαθήματα χορού σε έξι εβδομάδες”, τη μοναξιά, τον φόβο και τη βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να αγγίξει και να εμπιστευτεί ξανά.
Τους συνάντησα ένα μεσημέρι στο θέατρο Πτι Παλαί, λίγο πριν ξεκινήσουν την πρόβα τους. Στην αίθουσα κυριαρχούσε εκείνη η ήρεμη ένταση που προηγείται της πρόβας. Το σκηνικό είχε σχεδόν στηθεί.
Ο σκηνοθέτης Πέτρος Ζουλιας με τη Ρένη Πιττακή και τον Κώστα Βασαρδανη στους πρωταγωνιστικους ρόλους ανεβάζουν τα «Έξι μαθήματα χορού σε έξι εβδομάδες» του Ρίτσαρντ Αλφιέρι.
Δεκαεπτά χρόνια μετά την πρώτη του παρουσίαση στην Ελλάδα, η δραματική αυτή κομεντί ξαναζεί στο σανίδι του Πτι Παλαί, προσκαλώντας τους παλιούς θεατές να θυμηθούν και τους νεότερους να γνωρίσουν μια ιστορία που μιλά για τη μοναξιά, τη συντροφικότητα και την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή.
Η Ρένη Πιττακή επιστρέφει στον ρόλο της Λίλι, μιας ηλικιωμένης γυναίκας που ζητά μαθήματα χορού, και ο Κώστας Βασαρδάνης υποδύεται τον Μάικλ, τον εκρηκτικό νεαρό δάσκαλό της. Μαζί, μέσα από έξι διαφορετικούς χορούς – από το βαλς μέχρι το μπλουζ – θα ανακαλύψουν όχι μόνο την κίνηση, αλλά και τη δύναμη της επικοινωνίας, της αποδοχής και της τρυφερότητας.
Λίγο πριν την πρόβα, οι τρεις τους μίλησαν στο NEWS 24/7 για την ανάγκη να επιστρέψουν σε αυτό το έργο, για τη μοναξιά που βαραίνει τη σύγχρονη εποχή, τον φόβο που διαπερνά την καθημερινότητα και την αξεπέραστη αξία της ανθρώπινης επαφής.
17 χρόνια μετά… το ίδιο έργο
“Η επιστροφή αυτή προέκυψε κυρίως από την επιθυμία του παραγωγού μας, του Γιάννη Κανελλόπουλου. Και εγώ το ένιωσα σαν μια εσωτερική ανάγκη μέσα σε αυτή την αλλόκοτη εποχή που ζούμε.
“Αν αντέξω και το βγάλω εις πέρας, ας το κάνω”, σκέφτηκα. Γιατί κάπου αισθάνομαι ότι ο χρόνος και τα περιθώρια στενεύουν.
Αυτό το έργο, πέρα από τη νοσταλγία, κουβαλά μια ευθύνη. Μπορεί οι χοροί και οι φόρμες τους να μοιάζουν ξεπερασμένες, όμως αυτό που μένει σταθερό είναι η αναζήτηση της αληθινής ανθρώπινης επαφής. Αυτό δεν παύει ποτέ να είναι το βαθύ αίτημα του ανθρώπου” αναφέρει η Ρένη Πιττακή.
Και ο Πέτρος Ζούλιας προσθέτει: “πίσω από τον τίτλο «Έξι μαθήματα χορού» κρύβονται, στην ουσία, «έξι μαθήματα ζωής». Πρόκειται για τη συνάντηση δύο φαινομενικά διαφορετικών κόσμων: μιας μεγαλοαστής, συντηρητικής κυρίας —χήρας και ενός χορευτή που εισβάλλει απρόσμενα στη ζωή της.
Ο χορός είναι ο καταλύτης αυτής της συνάντησης, το σημείο όπου δύο κόσμοι αρχίζουν δειλά-δειλά να πλησιάζουν, να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Κι εκεί, μέσα από την τριβή, γεννιέται η κατανόηση.
Σε μια εποχή που ο καθένας είναι κλεισμένος στο καβούκι του, το έργο αυτό λειτουργεί σαν μια μικρή χαραμάδα φωτός. Μας θυμίζει πως, όσο κι αν διαφέρουμε, υπάρχει πάντα μια στιγμή, μια κίνηση, ένας ρυθμός που μπορεί να μας ενώσει. Και αυτή η ελπίδα για επαφή, αυτή η δυνατότητα να συναντηθούμε πραγματικά, είναι ίσως το πιο πολύτιμο μήνυμα που μπορούμε να κρατήσουμε σήμερα.
Συχνά, μέσα στις συζητήσεις μας, ερχόταν στην επιφάνεια εκείνη η εμπειρία της πρώτης παράστασης — μια εμπειρία γεμάτη χαρά και περηφάνια. Ήταν μια πρόκληση, δε με ενδιέφερε όμως μια αναβίωση «όπως τότε». Μάλιστα, άργησα πολύ να ξαναδώ το DVD της παράστασης. Όταν το έβαλα, είχαμε ήδη ξεκινήσει πρόβες, είχαμε ήδη βουτήξει ξανά στην ουσία του έργου.
Οπότε αυτή τη φορά έγινε κάτι από την αρχή. Τώρα αισθάνομαι πως πηγαίνω κατευθείαν στην καρδιά του έργου. Δεν έχω την ίδια αγωνία να υπογραμμίσω πράγματα, ούτε να κυνηγήσω το χιούμορ. Το χιούμορ υπάρχει πάντα — διακριτικό, συχνά μαύρο — αλλά αυτή τη φορά δεν είναι αυτοσκοπός. Τώρα η παράσταση είναι πιο ισορροπημένη, πιο γήινη. Δεν έχει την αγωνία του κωμικού, έχει την αλήθεια της.
Ένα νέο ζευγάρι, μια νέα χημεία, μια νέα συνθήκη. Ο χώρος επίσης είναι διαφορετικός. Το υπόγειο του Ιλίσια–Βολανάκη είναι ένα υπέροχο, πολύ ιδιαίτερο θέατρο, με δική του ατμόσφαιρα. Τώρα στο Πτι Πάλαι, βρισκόμαστε μέσα σε έναν άλλο χώρο με μια άλλη ενέργεια”.
Και συνεχίζει “Ας μην ξεχνάμε ότι το έργο γράφτηκε το 2000. Έχουν περάσει πια είκοσι πέντε χρόνια. Από τότε που πρωτοανεβάσαμε το έργο έχουν αλλάξει πολλά — εμείς οι ίδιοι, η κοινωνία, η ζωή γύρω μας. Δεν μπορείς να είσαι ο ίδιος άνθρωπος όπως πριν από δεκαεπτά χρόνια. Και ίσως ακριβώς αυτό κάνει την επιστροφή πιο αληθινή. Γιατί δεν είναι επανάληψη, είναι μια νέα αρχή”.
“Είσαι δηλαδή ο εαυτός σου και ένας άλλος” συμπληρώνει εύστοχα η Ρένη Πιττακή. “Νιώθω πως η εποχή του έργου, έχει πια περάσει. Όμως, υπάρχουν στιγμές που με ξαφνιάζουν, μικρές λεπτομέρειες που αποκτούν σήμερα άλλο βάρος. Για παράδειγμα, όταν μιλάμε για τον «μοντέρνο χορό» ή η αναφορά του Μάικλ στους Beach Boys μοιάζει με σελοφάν — με λεπτά περιτυλίγματα μιας άλλης εποχής που έχει αλλάξει ριζικά. Οι άνθρωποι είναι αλλιώς, οι συντεταγμένες έχουν μετακινηθεί. Και μαζί τους έχουν μετακινηθεί και τα όρια που προσπαθούμε να τηρήσουμε για να νιώθουμε ασφαλείς.
Και μέσα σε όλα αυτά, ο χορός λειτουργεί σαν πρόσχημα — σαν το μέσο που φέρνει κοντά τους ανθρώπους. Είναι η αφορμή για μια συνάντηση ουσιαστική, που δεν έχει να κάνει με βήματα, αλλά με την επιθυμία να πλησιάσεις τον άλλον”.
Άρα η ανθρώπινη επαφή είναι το θέμα…
Η Ρένη Πιττακή συμφωνεί και διαβάζει ένα απόσπασμα του Νίκου Σεβαστάκη, που το νιώθω βαθιά δικό της: «Το πρόβλημα είναι ο μηδενισμός της καθημερινότητας. Ζούμε ένα στυλ ηθικής και συναισθηματικής απονέκρωσης. Μια σκληρότητα που κερδίζει έδαφος. Μια βιαιότητα, ένας κυνισμός.»
“Αυτό το βλέπω παντού γύρω μας, στην κοινωνία, στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Και το αισθάνομαι κι εγώ. Είναι σαν να έχει σκληρύνει το βλέμμα μας, σαν να κουβαλάμε όλοι ένα πάγωμα μέσα μας” σχολιάζει.
Στην κουβέντα μπαίνει και ο έτερος πρωταγωνιστής του έργου, ο Κώστας Βασαρδάνης: “Εννοείς πως το έργο έρχεται κόντρα σε όλο αυτό;” ρωτά
“Ναι” απαντά η Ρένη Πιττακή, “δείχνει πως, οι τοίχοι που υψώνουμε, υπάρχει πάντα η δυνατότητα να πέσουν. Γιατί ο καθένας μας φέρει έναν κόσμο, μια διαδρομή, μια πληγή. Ο Μάικλ δεν έχει οικογένεια, έχει ζήσει δύσκολα. Και η Λίλι έχει ζήσει κι εκείνη τα δικά της.
Στην αρχή ο καθένας τους είναι κλεισμένος πίσω από μια πόρτα, αλλά σιγά σιγά αυτά τα τείχη ραγίζουν. Μέσα από τον χορό, αρχίζουν να επικοινωνούν, να πλησιάζουν, να αγγίζονται. Και κάπως έτσι, από δύο ξένους, γίνονται οικογένεια. Μια μικρή, τυχαία, ανθρώπινη οικογένεια που γεννιέται μέσα από την ανάγκη για επαφή”.
Δύο άνθρωποι, δύο όψεις ενός νομίσματος
Ο Κώστας Βασαρδάνης προσθέτει πως “το περίβλημα των δύο προσώπων είναι διαφορετικό, όμως ο πυρήνας είναι κοινός. Και οι δύο είναι μοναχικοί, συγκρατημένοι άνθρωποι. Ο Μάικλ μοιάζει πιο εξωστρεφής, αλλά πίσω από αυτό το προσωπείο κρύβει κι εκείνος πολλά. Σιγά σιγά, νιώθει την ανάγκη να ανοιχτεί, να μιλήσει για τα ερωτικά του, για την ομοφυλοφιλία του, για τα κομμάτια εκείνα του εαυτού του που δεν είναι εύκολο να εκθέσει. Και το ίδιο συμβαίνει με τη Λίλι. Τα φαινόμενα απατούν – για άλλη μια φορά”.
Ο Πέτρος Ζούλιας συνοψίζει πως: “Στην ουσία είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό που με συγκινεί περισσότερο είναι πως αυτή η γυναίκα, που στο έργο είναι 76 ετών, δεν παραιτείται. Συνεχίζει να διεκδικεί κάτι από τη ζωή, και αυτό εκφράζεται μέσα από τα έξι μαθήματα χορού.
Ζούμε σε μια εποχή παραίτησης, μιας καθημερινής θλίψης και ηττοπάθειας. Κι όμως, εκείνη αντιστέκεται.
Κινείται, δρα, υπάρχει — απέναντι σε μια κοινωνία που μοιάζει ακίνητη. Και αυτό είναι συγκινητικό. Είναι κι ο λόγος που ήθελα να ξανακάνω αυτό το έργο: γιατί με ενδιαφέρει βαθιά ο άνθρωπος που παλεύει να δει το ποτήρι της ζωής μισογεμάτο και όχι μισοάδειο. Που παλεύει να μείνει όρθιος, να βρει νόημα. Σήμερα, αυτό απαιτεί σχεδόν ηρωική προσπάθεια”.
Άρα δεν είναι θέμα ηλικίας η ακινησία αυτή…
“Οι περισσότεροι, είμαστε ουσιαστικά ακίνητοι. Στεκόμαστε σ’ ένα σημείο, εγκλωβισμένοι, κι όμως το έργο αυτό μάς θυμίζει πως η ζωή συνεχίζεται, πως πρέπει να κινείσαι — έστω και μόνη, έστω και με κόπο. Δεν είναι τελικά θέμα ηλικίας. Δεκαεπτά χρόνια μετά, νομίζω πως η ανάγκη αυτή παραμένει ίδια” απαντά η Ρένη Πιττακή.
Και ο Πέτρος Ζούλιας προσθέτει: “και γίνεται ακόμα πιο επίκαιρη. Πριν από δεκαεπτά χρόνια, οι άνθρωποι δεν ήταν σε αυτό το ποσοστό βυθισμένοι στην κατάθλιψη, ιδεολογικά άστεγοι, προδομένοι από τις σημαίες και τα οράματά τους. Το έργο αυτό δίνει στον σύγχρονο θεατή — ένα μικρό μάθημα ζωής, μια υπενθύμιση πως υπάρχει ακόμη χώρος για φως”.
Ο Κώστας Βασαρδάνης προχωρά σε μια αμυδρή ψυχογράφηση των χαρακτήρων: “Νομίζω πως όλοι μπορούμε να βρούμε κομμάτια του εαυτού μας μέσα σε αυτούς τους χαρακτήρες, ακόμη κι αν δεν μας μοιάζουν εξωτερικά. Ο Μάικλ, για παράδειγμα, βρίσκει στη Λίλι μια φίλη, αλλά ταυτόχρονα και μια μορφή μητρική — μια μητέρα που έχει χάσει και που τον έχει πικράνει. Αυτή η σχέση είναι κάτι ανάμεσα στο παιχνίδι και στην ανάγκη για επαφή.
Και οι δύο ήρωες αγαπούν την «κόντρα», μέσα από αυτήν προχωρούν, αλλά ποτέ δεν γίνεται νοσηρή. Είναι η δημιουργική σύγκρουση που γεννά την εξέλιξη. Όπως στη ζωή, “αν δεν χυθεί λίγο το γάλα, δεν προχωρά τίποτα”. Και νομίζω πως αυτό είναι ένα συναίσθημα που όλοι αναγνωρίζουμε, ανεξαρτήτως ηλικίας”.
Τα τείχη που ορθώνουμε…
Τι είναι αυτό που σας συγκινεί ιδιαίτερα στα “μαθήματα” αυτά;
Η Ρένη Πιττακή απαντά πως: “είμαστε οχυρωμένοι, προστατευμένοι πίσω από τείχη. Κι όμως, μέσα από αυτό το παιχνίδι που στήνει ο συγγραφέας, οι ήρωες ανακαλύπτουν κάτι ουσιαστικό και κάποια στιγμή ο Μάικλ λέει: «Η δική μας σχέση βασίζεται στο ψέμα». Κι όμως, μέσα σε αυτό το ψέμα κρύβεται μια αλήθεια που τελικά τους ενώνει”.
Ο Κώστας Βασαρδάνης εξηγεί: “Ναι, γιατί στο έργο λέγονται δύο μεγάλα ψέματα — δεν θα τα αποκαλύψω. Αλλά αυτά τα ψέματα ανατρέπονται, και μέσα από αυτή την ανατροπή γεννιέται η συγκίνηση. Ο τρόπος που το έχει χτίσει ο συγγραφέας είναι εξαιρετικός. Δραματουργικά το έργο έχει ρυθμό, εκπλήξεις, πλοκή. Δεν είναι ένα στατικό δράμα, είναι ένα έργο που σε ταξιδεύει, που σε αιφνιδιάζει και σε αγγίζει με ειλικρίνεια”.
“Το έργο έχει μαστοριά. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει παιχτεί σε πάνω από τριάντα πέντε χώρες” αναφέρει Πέτρος Ζούλιας. “Είναι βαθιά ανθρώπινο και ταυτόχρονα παγκόσμιο. Κουβαλάει μια διαχρονικότητα που σπάνια συναντάμε πια στο θέατρο. Και δραματουργικά, είναι ένα σύγχρονο μπουλβάρ — ένα είδος που, δυστυχώς, σιγά σιγά χάνεται, όπως χάθηκαν η φάρσα και η επιθεώρηση.
Είναι ένα έργο που συνδυάζει συγκίνηση και χιούμορ, έχει στιγμές αφοπλιστικής τρυφερότητας αλλά και έντονου δράματος. Θέλει δύο ηθοποιούς ικανούς να ισορροπήσουν ανάμεσα στο ανάλαφρο και το ουσιαστικό. Και αυτό, πιστεύω, το έχουμε ανάγκη. Είναι ωραίο που ο συγγραφέας, ήδη από το 2000, τόλμησε να ανανεώσει το είδος και να το φέρει ξανά στο σήμερα — με τον δικό του τρόπο, με ειλικρίνεια, με ψυχή”.
Πάντως αυτοί οι δύο ήρωες με τα τείχη που ορθώνουν μοιάζουν πολύ με εμάς…
Ο Κώστας Βασαρδάνης σχολιάζει πως: “Αφορά πολύ και τη δική μας εποχή που —θεωρητικά τουλάχιστον— η πολιτική ορθότητα προσπαθεί να βοηθήσει αυτές οι άμυνες να πέσουν. Όμως, στην πράξη, βλέπεις πως κάτι παραμένει πάντα υψωμένο, μια προστασία που δεν καταρρέει ποτέ.
Στην περίπτωση του Μάικλ, υπάρχει το ζήτημα της σεξουαλικότητάς του. Ζει μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που τον κρίνει. Μόνο που το έργο διαδραματίζεται στην Αμερική, κι εκεί η Λίλι μιλά για τον άντρα της, έναν πάστορα από τη Νότια Καρολίνα — μια περιοχή βαθιά συντηρητική. Και να σκεφτεί κανείς πως ακόμη και σήμερα, το 2025, η Νότια Καρολίνα εκτελεί ανθρώπους με θανατική ποινή. Πώς γίνεται αυτό να μην έχει ξεπεραστεί; Είναι συγκλονιστικό να συνειδητοποιείς πόσο αργά αλλάζουν οι κοινωνίες”.
Ο Πέτρος Ζούλιας παρατηρεί πως: “πολλά πράγματα νομίζουμε ότι έχουν ξεπεραστεί, αλλά δεν είναι έτσι. Μην πω ότι κάποια είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. Όταν, για παράδειγμα, στο έργο μπαίνει το θέμα του ρατσισμού, συνειδητοποιείς ότι αυτά τα ζητήματα δεν έχουν λυθεί. Αντιθέτως, επιμένουν”.
“Ακριβώς. Και δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε μακριά. Όταν ακούμε, σε κεντρικό κανάλι της Ελλάδας, έναν δήμαρχο να μιλά με τέτοιο τρόπο για τους γκέι, καταλαβαίνεις πόσο αναγκαίο είναι αυτό το έργο. Γιατί μιλά για την αποδοχή, για τη συνύπαρξη, για το θάρρος να σταθείς όπως είσαι” λέει ο Κώστας Βασαρδάνης.
Και η Ρένη Πιττακή αναφέρει: “Υπάρχει, βέβαια, και η άλλη όψη. Από τη μία, προχωράμε — υπάρχει ένα άνοιγμα, ένα αίτημα για ελευθερία σε όλα τα επίπεδα. Από την άλλη, όμως, λειτουργεί και η αντίθετη δύναμη.
Ζούμε σε μια ανάμεικτη εποχή που υπάρχει πολλή υποκρισία. Αυτά τα «τάχα μου προοδευτικά», τα δήθεν, επιβιώνουν πάντα. Οι πολιτικοί είναι πολύ πιο πίσω από την κοινωνία. Γιατί τελικά, πίσω από τα μεγάλα λόγια, πίσω από τα συνθήματα, υπάρχει μια αγορά που έχει πάρει τα ηνία, και μια κοινωνία που ζει μέσα στην ψευδαίσθηση της προόδου”.
Και μια κοινωνία που ζει πλέον υπό τη σκιά ενός φόβου…
“Το έργο ξεκινά με έναν τεράστιο φόβο — τη δυσκολία να ανοίξεις την πόρτα σε εκείνον που τη χτυπά. Και δεν είναι τυχαίο. Ζούμε σε μια εποχή που μας βομβαρδίζει καθημερινά με μηνύματα φόβου· μια συνεχή εκστρατεία που μας κάνει καχύποπτους, αμυντικούς, κλειστούς. Φοβόμαστε να εκφραστούμε, να εμπιστευτούμε, να επικοινωνήσουμε. Είναι σαν να φοβόμαστε πια και τη σκιά μας” λέει ο Πέτρος Ζούλιας και συνεχίζει: “Αυτό, όμως, δεν είναι τυχαίο — είναι αποτέλεσμα μιας στοχευμένης χειραγώγησης μέσω του φόβου. Στην περίοδο του Covid, έγινε ένα τεράστιο πείραμα πάνω στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Είδαμε πόσο εύκολα μπορείς να πειθαρχήσεις ολόκληρες κοινωνίες όταν επικρατεί φόβος. Και το πιο εντυπωσιακό είναι πόσο γρήγορα το ξεχάσαμε. Μιλάμε για την καραντίνα σαν να έχει περάσει μισός αιώνας, κι όμως είναι ακόμα εδώ, μέσα μας”.
Ήταν, ωστόσο, κι εκείνη η στιγμή που όλοι ήρθαμε σε επαφή με το θνητό μέρος του εαυτού μας. Και τότε νιώσαμε μια βαθιά λαχτάρα για ανθρώπινη επαφή. Γιατί, όμως, δεν τη συντηρήσαμε; Τα νέα παιδιά είναι κολλημένα στις οθόνες, κι εμείς οι μεγαλύτεροι αντί να τηλεφωνήσουμε, στέλνουμε απλώς ένα μήνυμα.
Ο Κώστας Βασαρδάνης απαντά πως “είναι ένα είδος βολέματος — ένας τρόπος να κρυφτούμε, να αποφύγουμε το ζωντανό. Υπάρχει και στη δική μου γενιά αυτό το φαινόμενο, αυτή η τάση να κρατάμε αποστάσεις. Δεν το απορρίπτω εντελώς, απλώς είμαι λίγο καχύποπτος απέναντι στην απόλυτη απαισιοδοξία. Γιατί, μέσα σε όλα αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω ότι υπάρχει πάντα μια δύναμη, μια μικρή σπίθα στους ανθρώπους που θέλουν να συναντηθούν ξανά — αληθινά”.
Βέβαια, γύρισε ο κόσμος στα θέατρα μετά τον Covid. Σαν να υπήρχε μια ανάγκη βαθιά να ξαναβρεθούμε, να μοιραστούμε τον ίδιο χώρο, την ίδια ανάσα.
“Κάτι συμβαίνει με τα θέατρα… Είναι σαν να ξαναβρίσκουν κι αυτά τον παλμό τους, σαν να ξανασυνδέονται με τον κόσμο που τα είχε τόσο πολύ ανάγκη” σχολιάζει η Ρένη Πιττακή.
Και Κώστας Βασαρδάνης συμπληρώνει: “Ναι, γιατί όσο κι αν είμαστε όλοι σκυμμένοι πάνω από το κινητό μας, την ίδια στιγμή ακούμε και όλη αυτή την κουβέντα για την αποξένωση που φέρνει η νέα εποχή. Δηλαδή, ενώ παγιδευόμαστε μέσα σ’ αυτό, ταυτόχρονα θέλουμε να απελευθερωθούμε.
Ζούμε σε μια εποχή γεμάτη αντιφάσεις· κι όμως, βλέπεις στο μετρό ανθρώπους να διαβάζουν, να ψάχνουν κάτι πιο αληθινό. Ίσως να είναι μια μικρή ελπίδα”.
Μαθήματα χορού λοιπόν κι αυτά, δεν είναι;
Ο Πέτρος Ζούλιας συμφωνεί: “Γι’ αυτό είπαμε «μαθήματα χορού» — «μαθήματα ζωής». Γιατί κάθε προσπάθεια επικοινωνίας, κάθε άνοιγμα προς τον άλλον, είναι ένα βήμα. Ένα βήμα χορού, ένα βήμα ζωής”.
Ο Κώστας Βασαρδάνης προσθέτει: “Ο κάθε χορός είναι ένα πρόσχημα·, μια αφορμή για κίνηση και επαφή. Είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι πλησιάζουν ο ένας τον άλλον — κυριολεκτικά και μεταφορικά”.
“Όπως λέει και ο δάσκαλος χορού στο έργο, «αυτό που μετράει είναι η καρδιά». Η ένωση των σωμάτων, το βλέμμα, η ανάσα που συγχρονίζεται. Αυτή είναι η ουσία του χορού — και της ζωής, τελικά” λέει ο Πέτρος Ζούλιας.
Ενώ η Ρένη Πιττακή συμπληρώνει: “Είναι η κυκλοφορία του αίματος”.
Ηθοποιοί και χορευτές μαζί
Ο Πέτρος Ζούλιας λέει εμφατικά: “Και οι ηθοποιοί εδώ δεν είναι απλώς ηθοποιοί· είναι και χορευτές. Κουβαλούν διπλή ευθύνη. Κάνουν αμέτρητες ώρες πρόβας”.
Ο χορογράφος μας, ο Διαμαντόπουλος, είναι σχεδόν καθημερινά μαζί μας στις πρόβες. Γιατί ο χορός εδώ δεν είναι διακοσμητικός, είναι οργανικό κομμάτι της παράστασης, πρωταγωνιστής σχεδόν. Ο χώρος, η κίνηση, οι ανάσες — όλα γίνονται ένα. Εκεί γεννιέται η αλήθεια των σωμάτων”.
Από τις 14 Νοεμβρίου, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, στο Πτι Παλαί
Εισιτήρια: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/eksi-mathimata-xorou-se-eksi-ebdomades/