ΜΑΚΡΥ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΟΝΥΣΗ
«… είν’ η αρρώστια που μας σώζει καθώς σε φέρνει πιο μακριά κι απ’ το κελί σου, στον ουρανό της μουσικής σου».
Το φθινόπωρο του 1986 μόλις είχα ανέβει στην Κομοτηνή να σπουδάσω, αγόρασα τη Ρεζέρβα του Σαββόπουλου από το «Κύτταρο», το δισκάδικο του Θανάση Γκαϊφύλλια. Έκτοτε, θεωρώ τη Ρεζέρβα επιτομή της μουσικής και στιχουργικής ιδιοφυΐας του ανθρώπου, αλλά και σημείο τομής της μετάβασης του τραγουδοποιού από την κουλτούρα της ριζοσπαστικής χειραφέτησης της πρώιμης Μεταπολίτευσης σε αυτήν του αυτοσαρκαζόμενου αστού νοικοκύρη.
Από τότε που πέθανε ο Σαββόπουλος, βάζω και ξαναβάζω τη Ρεζέρβα να παίζει και κολλάω στο τραγούδι που, αν και γρήγορα έγινε θρύλος, τραγουδήθηκε λιγότερο απ’ όλα, πρωτίστως λόγω της ανοικονόμητης διάρκειάς του – αλλά όχι μόνο: το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο». Το τραγούδι που γράφτηκε για τον δολοφόνο τριών αστυνομικών σε ένα μπουζουξίδικο για μια παραγγελιά. Δεν θυμάμαι να είχα ακούσει ποτέ αυτό το έπος στο ραδιόφωνο. Ψάχνοντας, διάβασα, στην αυτοβιογραφία του Σαββόπουλου, πως όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, ο Μάνος Χατζιδάκις, διευθυντής τότε του Τρίτου Προγράμματος, απαίτησε, κατόπιν της λογοκριτικής αντίδρασης του υπουργείου Προεδρίας, να παιχτεί και να ξαναπαιχτεί στο σταθμό. Προοικονομούσε έτσι ότι πουθενά δεν θα αφιέρωναν ένα ολόκληρο τέταρτο χωρίς ρεφραίν για έναν φονιά που ψυχογραφείται με αδιανόητη ενσυναίσθηση από έναν τραγουδοποιό, χωρίς όμως να εξυμνείται.
Με μοτίβο και παραπομπές στο «μακρύ ζεϊμπέκικο» αποφάσισα να γράψω για το θάνατο του Σαββόπουλου και τον τυφώνα ιδεολογικών αντιπαραθέσεων που η απώλειά του πυροδότησε. Πολύ περισσότερο και από τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη. Να θυμίσω ότι ο Μίκης θάφτηκε ως κομμουνιστής με τις ευλογίες του αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και δεν άνοιξε ρουθούνι… Γιατί όχι και ο Μίκης ως κομμουνιστής με θρησκευτική κηδεία; Πάνδημη ομοφωνία και σέβας.
Η κηδεία του Σαββόπουλου ωστόσο άνοιξε διένεξη πρωτόφαντη. Για τους αριστερούς, αυτός υπήρξε άλλη υπόθεση. Πιο σύνθετη. «Η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ’ αυτόν, μιαν άλλη απειλή» όπως γράφει στο μακρύ ζεϊμπέκικο. Αν ο «δεξιός» Χατζιδάκις με το λόγο του αποδομούσε τη Δεξιά, ο «αριστερός» Σαββόπουλος έκανε το ίδιο με την Αριστερά. Ακριβώς, γιατί μιλούσε τη γλώσσα της.
Κάπου εκεί λοιπόν χάθηκε η ψυχραιμία. Αντί λοιπόν η Αριστερά να πάει στην κηδεία –διότι πάμε και σε κηδείες πολιτικών αντιπάλων– και να διαλέξει τη γαλαρία για να μην κάτσει δίπλα στην ελληνική alt right που είχε αγκαλιάσει τον εκλιπόντα, αποφάσισε να μην εμφανιστεί. Υπήρχαν τρόποι να πάει κανείς στην κηδεία αποστασιοποιούμενος από το θλιβερό πανηγύρι του καθεστωτικού πένθους που στήθηκε με face control στη Μητρόπολη και με το οποίο είμαι σίγουρος ότι πρώτος ο ίδιος ο εκλιπών θα σάρκαζε. Το ότι αυτό δεν έγινε, κάτι προδίδει. Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω.
«Μας περιείχε όλους»
Από το 1966 ως τις αρχές της δεκαετίας του ΄80, ο Σαββόπουλος προσωποποίησε εμβληματικά την κουλτούρα της χειραφέτησης που εξέφρασε η πρώιμη μεταπολίτευση. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, η δημόσια παρουσία του εκλιπόντος σταδιακά ταυτίστηκε με αυτήν του μετανιωμένου αριστερού που αυτομαστιγώνεται και απαξιώνει αυτό που κάποτε υπήρξε. Όμως, με λιγοστές εξαιρέσεις, η Δεξιά δεν υπήρξε ικανή να ακούσει τον τραγουδοποιό Σαββόπουλο. Δεν έχω ακούσει παρέες δεξιών συμφοιτητών μου να τραγουδούσαν Σαββόπουλο. Όπως, αντιστρόφως, δεν έχω ακούσει παρέα αριστερών φοιτητών που να μην τον έχει τραγουδήσει.
Η μη αριστερή Ελλάδα ταυτίστηκε με τον Σαββόπουλο από τα Τραπεζάκια Έξω οπότε το αγρίμι εξημερώνεται, «κρατώντας πλέον μιαν απόσταση απ’ την τρέλα» της νιότης του. Ο στίχος του γίνεται πιο οικουμενικός και βατός, και οι μελωδίες του μαλακώνουν ώστε να μπορεί να εμπνευστεί μαζί τους όλο το έθνος. Mόνο που κάποια στιγμή, στην προσπάθειά της να γίνει εθνικού ακροατηρίου, αυτή η συγκλονιστική πηγή έμπνευσης, αναγκαστικά θα χάσει τον οξύτητά της.
Πλαδαρή εφεξής, δεν θα μπορέσει ποτέ να κινητοποιήσει τους ανθρώπους, όπως το έκανε από το 1966 ως το 1983. Ελάχιστοι θυμούνται τραγούδια μετά τα Τραπεζάκια έξω. Ο Σαββόπουλος ολοκλήρωσε την πορεία του προς τη Δεξιά όταν είχε πλέον «κλείσει» και ως συνθέτης. Κάπως έτσι, ακόμη και οι νέοι συντηρητικοί του θαυμαστές δεν θα μπορέσουν να νιώσουν κάποια αισθητική εγγύτητα με το Κούρεμα λόγου χάρη (1989) που εξαγρίωσε τους προδομένους σαββοπουλικούς της Μεταπολίτευσης. Και αυτό διότι απλώς δεν ήταν ωραίος δίσκος. Αντιθέτως, ο συνθέτης, έκανε εξαιρετικής αισθητικής μουσικά δρώμενα (το Σαββόραμα του 2000 είναι ένα τέτοιο), όμως μόνο με το παλιό υλικό του. Και καλά έκανε δηλαδή, διότι το υλικό αυτό είναι αξεπέραστο.
Κάπως έτσι, το έθνος πάνδημο βουτάει στην έξοχη πρώτη δεκαπενταετία του Διονύση Σαββόπουλου και πλέον όλοι έχουν κάτι να ακούνε. Οι όψιμοι θαυμαστές του δεν θα ακούσουν το «Βιετνάμ γιε γιέ» από το Φορτηγό, την «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» από τα 10 χρόνια κομμάτια, ούτε το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο» από τη Ρεζέρβα, αλλά μια χαρά μπορούν όλοι να ταυτιστούν με το «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη», με «Μια θάλασσα μικρή» ή «Τι έπαιξα στο Λαύριο».
Και αυτό διότι ο Σαββόπουλος ακόμη και στα μουσικά του ντουζένια που τον έφεραν να διεκδικεί μια θέση στις κορυφές της πυραμίδας του ελληνικού τραγουδιού της εποχής μας, δεν υπήρξε ποτέ κάποιος στρατευμένος αριστερός με εμβατηριακούς σκοπούς 2/4 αλά Μίκη. Υπήρξε κατεξοχήν αταξινόμητος για τα ελληνικά μουσικά πράγματα. Έφτιαξε ένα δικό του κλαδί στην μουσική του δευτέρου μισού του 20ού αιώνα που δεν κατατάσσονταν στις φόρμες που ξέραμε. Αυτό είναι το διάστημα της εποχής της Λύρα: Φορτηγό, Περιβόλι του Τρελού, Μπάλλος, Βρώμικο Ψωμί, Δέκα Χρόνια Κομμάτια, Happy Day, Αχαρνής, Ρεζέρβα και Τραπεζάκια έξω όπου πλέον ο συνθέτης είχε ξεκινήσει να αλλάζει.
Όμως, επειδή το κυρίως έργο του ήταν αυτό, οι άνθρωποι που ταυτίστηκαν μαζί του από το ‘80 και μετά, δεν μπόρεσαν να τον κάνουν δικό τους ως συνθέτη, παρά ως ευφυολόγο. Την Αριστερά την εγκατέλειψε, η Δεξιά δεν τον καταλάβαινε ακριβώς, επομένως στο πρόσωπο του Διονύση βρήκε τον κατεξοχήν εκφραστή μια άλλη ποσοτικά και ποιοτικά κρίσιμη μάζα: οι πρώην, οι μετανοημένοι αριστεροί (που τώρα στηρίζουν Μητσοτάκη). Ή έστω άνθρωποι που ποτέ δεν υπήρξαν αριστεροί, απλώς στη δεκαετία του ’70 ντρέπονταν να δηλώνουν δεξιοί. Για όλους αυτούς ο μετανοημένος Σαββόπουλος και να μην υπήρχε, έπρεπε να τον εφεύρουν. Και αυτό διότι, τους δικαιώνει και στις δύο φάσεις του.
./.
Στις μέρες μας, η μεγαλύτερη πόλωση δεν είναι μεταξύ κλασικής ελληνικής εθνικοφροσύνης και κομμουνιστικής Αριστεράς (όπως μέχρι το ΄80) αλλά μεταξύ πρώην και νυν αριστερών. Γι’ αυτό και η δυσθεώρητη ένταση με αφορμή την απώλειά του Σαββόπουλου.
Όλοι λοιπόν, κατά κυριολεξία, είχανε κάτι να πούνε για κείνον. Και αυτό δεν το λέω σαρκαστικά. Όπως άψογα το είπε ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Σαββόπουλος «μας περιείχε όλους». Οι διαδρομές του ανδρός στη λεωφόρο των ιδεών δίνουν σε όλους σχεδόν την δυνατότητα να ταυτιστούν με κάποιο ή κάποια στιγμιότυπά τους: από φρικιά μέχρι νοικοκυραίους.
Έτσι αντιλαμβάνομαι το εκτόπισμα και το absolute genius «του στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την Αστυνομία» Σαββόπουλου.