Στην παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης Αρχείο Κώστα Μπλιάτκα

Η ΑΙΩΝΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

“Στη ζωή του επέλεξε να είναι «αιρετικός» απέναντι στην εξουσία και τις καλλιτεχνικές «ελίτ». Απέρριπτε τα βραβεία και την προβολή, και είχε μια παροιμιωδώς λιτή στάση ζωής”.

Το εξαιρετικής σημασίας και συμβολισμού πολιτιστικό γεγονός της συνάντησης της «Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας Τέχνη» και της «Διαγωνίου» και της ανάδειξης της σπουδαίας εικαστικής διαδρομής τους μέσα από την έκθεση που οργάνωσε το Τελλόγλειο Ιδρυμα Τεχνών, στο πλαίσιο του εορτασμού των 25 χρόνων του αλλά και των εκατό χρόνων από την ίδρυση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έδωσε την ευκαιρία στους φίλους της τέχνης να γνωρίσουν δυο κορυφαίες εικαστικές συλλογές που σήμερα διαμορφώνουν έναν πυρήνα πολιτισμού στην καρδιά της πανεπιστημιούπολης.

Το γεγονός αυτό έδωσε όμως ανάμεσα στα άλλα και μια ακόμα ευκαιρία να ερευνήσει κανείς και να μελετήσει -κυρίως οι νεότεροι- την πολύπλευρη προσφορά και προσωπικότητα του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Δεν υπήρξε μόνο ποιητής. Έγραψε διηγήματα, δοκίμια, μελέτες για τη δημοτική μουσική, ενώ υπήρξε ακάματος συλλέκτης φωτογραφιών και ντοκουμέντων όπως και συστηματικός ερευνητής και ερμηνευτής του ρεμπέτικου.

Στη ζωή του, όπως είναι γνωστό, επέλεξε να είναι «αιρετικός» απέναντι στην εξουσία και τις καλλιτεχνικές «ελίτ». Απέρριπτε τα βραβεία και την προβολή, και είχε μια παροιμιωδώς λιτή στάση ζωής.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Αρχείο Κώστα Μπλιάτκα

Πριν αποφασίσει να πάει στη Φιλοσοφική, όπως έχει αποκαλύψει, κάθε χρόνο άλλαζε και στόχο. Πρώτα-πρώτα ήθελε να γίνει ιεροκήρυκας. Μετά του πέρασε. Στη συνέχεια ήθελε να γίνει ζωγράφος επειδή ήταν καλός στη ζωγραφική. Για ένα διάστημα σκεφτόταν να γίνει και δικηγόρος, αλλά του πέρασε κι αυτό.

Τελικά αποφάσισε να γίνει φιλόλογος επηρεασμένος από τον γυμνασιάρχη Βασίλη Χατζηανδρέου. «Καθηγητής βέβαια δεν έγινα ποτέ στη ζωή μου» συμπλήρωνε.

Είναι γνωστό ότι έζησε ασκητική ζωή. «Δεν θελήσατε κάποια στιγμή της ζωής σας να δοκιμάσετε την πολυτέλεια;», τον ρωτήσαμε.

«Ήμουνα πάντοτε φτωχός και εξακολουθώ να είμαι. Παραμένω εχθρός της μεγαλοαστικής ζωής, για να μην πω της πολυτελούς ζωής. Λοιπόν, δεν μετανιώνω κι ίσα ίσα αυτά τα πράγματα τα κοροϊδεύω κιόλας».

«Έχετε τη φήμη ενός αυστηρού, δηκτικού και συχνά είρωνα ανθρώπου», του επισημάναμε.

«Το να ψυχογραφήσεις τον εαυτό σου δεν είναι καθόλου εύκολο, διότι όσα και να ξέρεις μπορεί και να πέφτεις έξω. Το εαυτό μας δεν τον ξέρουμε καλά. Επιπλέον φαίνεται ότι είμαι λίγο διχασμένο πρόσωπο.

Αυτό που λένε δηκτικός εγώ θα το έλεγα πολύ απλά «είρων». Έχω λοιπόν μια έντονη ειρωνεία από την οποία δεν γλίτωσαν ακόμα και φίλοι μου. Ίσως μερικούς λίγο να τους ρίχτηκα αλλά δεν έβλαψα κανέναν. Ταυτόχρονα όμως είμαι και το αντίθετο. Έχω και μια τρυφερότητα».

Το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό «Διαγώνιος» που εξέδιδε από το 1958 ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στη Θεσσαλονίκη, με την καλλιτεχνική επιμέλεια του Κάρολου Τσίζεκ και την τυπογραφική τέχνη του Νίκου Νικολαΐδη, σφράγισε την πνευματική ζωή της πόλης και όχι μόνο. Χωρίς αισθητικές ή ιδεολογικές δεσμεύσεις, με βασικό κριτήριο την ποιότητα, ανέδειξε νέα ταλέντα, δημιούργησε τον λεγόμενα «κύκλο της Διαγωνίου» που στήριξε παράλληλα το ρεμπέτικο αλλά και την τζαζ μουσική.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στο μπαλκόνι της «Διαγωνίου» , στη Στρατηγού Καλλάρη 3, 1978. Αρχείο Κώστα Μπλιάτκα

Το 1962 ο Χριστιανόπουλος ιδρύει τις Εκδόσεις Διαγωνίου, προβάλλοντας το έργο συνεργατών του περιοδικού, ενώ το 1974 εγκαινιάζει μια γκαλερί, τη Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος» στο μικρό γραφείο του περιοδικού. Εκεί με τη βοήθεια φίλων και συνεργατών, χωρίς να αποβλέπει στο κέρδος και χωρίς κρατική ενίσχυση, η «Διαγώνιος» λειτούργησε ως φυτώριο νέων καλλιτεχνών, κυρίως άγνωστων έως τότε στο ευρύ κοινό, αρκετοί εκ των οποίων ξεχώρισαν και συνέβαλαν στη διαμόρφωση αργότερα του καλλιτεχνικού τοπίου της Θεσσαλονίκης και ευρύτερα.

Η έμπνευση και η κολυμβήθρα του Σιλωάμ

Η σχέση του με τη μουσική υπήρξε πολυδιάστατη.

Έντεκα χρονών ήταν όταν γνώρισε τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον άκουσε στα ‘’Κούτσουρα’’ του Γιώργη Δαλαμάγκα, που ήταν στην οδό Νικηφόρου Φωκά, 300 μέτρα από τον Λευκό Πύργο.

Για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ, μας είχε μιλήσει και για άλλα μέρη του Τσιτσάνη όπως του Σιδέρη ο ‘’τεκές’’ που βρισκόταν λίγες δεκάδες μέτρα δίπλα στα «Κούτσουρα».

Το 1951 ήξερε 300 ρεμπέτικα απέξω και ανακατωτά. Από το 1999 έριξε το βάρος μόνο στον Τσιτσάνη διότι πίστεψε ότι αυτός συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο τις αρετές και τη σημασία του ρεμπέτικου. Έφτιαξε μάλιστα και την «Παρέα του Τσιτσάνη» που τραγούδησε κυρίως σε ευαγή ιδρύματα.

‘’Θα έχεις διαπιστώσει κι εσύ ότι ο Τσιτσάνης πλέον καλπάζει’’, μας είπε το 2006 σε μια άλλη συνέντευξη και πρόσθεσε:

‘’Η φήμη του μετά θάνατον, που συνεχώς μεγαλώνει, η διάδοση των τραγουδιών του, η γενική αναγνώριση είναι φαινομενικά κάτι ανεξήγητο αλλά όχι για μένα. Τα τραγούδια του αρέσουν στους νέους. Ζητιούνται όλο και περισσότερο. Βγαίνουν νέοι δίσκοι, γίνονται συνέδρια γι αυτόν, εκδίδονται πολλά βιβλία. Σκέφτομαι, όσο παράξενο και να φαίνεται ότι υπάρχει μια βαθύτερη σχέση μεταξύ Τσιτσάνη και Καβάφη του οποίου το μεγαλείο και η αξία αυξάνονται όσο περνούν τα χρόνια. Είναι οι δύο κορυφαίοι γίγαντες στο είδος τους. Το σκέφτηκα πολύ πριν το πω αυτό, παρότι δέχομαι την πιθανότητα ο Καβάφης είναι κάπως παραπάνω. Πιστεύω ότι ο χρόνος θα με δικαιώσει».

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τη δεκαετία του ’60 Αρχείο Κώστα Μπλιάτκα

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έγραψε και μάλιστα «μονοκοπανιά» δικά του τραγούδια το 1968 (“Το Αιώνιο Παράπονο” ήταν αυτός ο κύκλος και έγιναν δίσκος με τραγουδιστές τον Δημήτρη Νικολούδης και τον Παναγιώτη Καραδημήτρη το 1994). Η ιστορία τους είναι πολύ ενδιαφέρουσα και μας τη διηγήθηκε:

“Το γεγονός ότι έχω μία μεγάλη άνεση στιχουργίας θα με βοηθούμε κάθε λίγο και λιγάκι να γράφω στίχους ή να κάνω κάποιες μουσικές. Και ξέρετε πόσοι μουσικοί μου λένε δώσε μας στίχους να τους κάνουμε τραγούδι; Λέω όχι. Όπως ήρθε η έμπνευση σε μένα, έτσι και έφυγε. Μπορώ να στιχουργήσω αλλά δεν το επέτρεψα στον εαυτό μου ποτέ. Όλο αυτό το πράγμα έγινε το 1968 και λίγους μήνες του 1969. Εξαφανίστηκε και δεν επανήλθε και εγώ δεν επιδιώκω να το κάνω να επανέλθει.

Έχω μάλιστα και μία ωραία εικόνα, όπως η κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Εκεί πρέπει να έρθει ένας άγγελος να ταράξει τα νερά ενώ οι άρρωστοι περιμένουν απ’ έξω. Όποιος προλάβει να μπει μέσα στο νερό, θα σωθεί. Λοιπόν το παράδειγμα είναι εύγλωττο: Δεν σώζεται παρά μόνο όποιος πρώτος πρόλαβε και μπήκε μέσα. Δεύτερον δεν συμβαίνει τίποτα αν δεν έρθει ο άγγελος. Τρίτον δεν συμβαίνει τίποτα αν έρθει ο άγγελος και δεν ταράξει τα νερά. Και τέταρτον δεν συμβαίνει τίποτα και άγγελος να έρθει και να μην έρθει, αν δεν υπάρχουν τα νερά.

«Ο Ντίνος φεύγει». Μάιος 1985. Ο Ντίνος , έχοντας την πλάτη στο φακό, επί της Τσιμισκή, επιστρέφει στην βάση του, στην στοά Χρυσικοπούλου, έχοντας μόλις αυτοχείρως κάνει διανομή των εκδόσεών του στον Μόλχο, Τσιμισκή 10. Άρις Γεωργίου

Λοιπόν καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν πολλές παράμετροι αυτού του πολύπλοκου φαινομένου που θα το χαρακτήριζα αυθεντικότητα της έκφρασης ακόμα και εις βάρος αυτών που επιδιώκει ο ίδιος ο καλλιτέχνης”.

«Η αιφνίδια εισβολή των τραγουδιών μου το 1968, όταν στα καλά καθούμενα και χωρίς να είμαι καν προετοιμασμένος έγραψα μονοκοπανιά μέσα σε έναν χρόνο 33 τραγούδια αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες. Πρώτον ήμουν ερωτευμένος υπερβολικά εκείνον τον καιρό και δεν μπορούσα να εκφραστώ παρά μόνο με το τραγούδι και όχι με την ποίηση. Το δεύτερο και σοβαρότερο όμως είναι ότι ανέκαθεν πίστευα στην έμπνευση. Η έμπνευση δεν έρχεται όποτε την θέλουμε και παραδόξως το 1968 άνοιξε το καπάκι και πλημμύρισε η έμπνευση. Με τον τρόπο που πλημμύρισε με τον ίδιο τρόπο έφυγε.

’Θα σας πω και ένα παράδειγμα περίεργο λίγο αλλά σχετικό μ’ αυτήν την θεωρία: Εγώ αγαπούσα τη μάνα μου πάρα πολύ και από την άλλη είχα γράψει και ένα κάρο ποιήματα. Είπα λοιπόν κάποια στιγμή ‘’γιατί να μην γράψω και έναν ύμνο για την μάνα μου’’. Έλα όμως που ο ύμνος δεν έβγαινε με τίποτα. Αποπειράθηκα εκατό φορές, ύμνος για την μάνα γιοκ.

Ύστερα από κάποια χρόνια τι μου βγαίνει; Ένα υβρεολόγιο εναντίον της μάνας. Δηλαδή βγήκε κάτι εντελώς αντίθετο από αυτό που επιδίωκα. Είτε είχα δίκιο είτε είχε άδικο. Βλέπεις λοιπόν ότι αυτά τα ανεξέλεγκτα είναι που οι ψευτοκαλλιτέχνες δεν τα παίρνουν σοβαρά υπόψιν. Λένε κάτσε βρε να γράψεις μερικά στιχάκια να κάνουμε έναν δίσκο. Ή σου πονάει πολύ να κάνεις μια μικρομελωδία; Εμείς θα βρούμε ενορχηστρωτή μετά και θα την φτιάξουμε. Δεν είναι έτσι τα πράγματα…’’

*Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Μάρτιο του 1931 και πέθανε επίσης στη Θεσσαλονίκη στις Αυγούστου του 2020.

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα