ΝΕΚΡΑ ΣΩΜΑΤΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ – ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ
Το ναυάγιο της Πύλου με την εκατόμβη νεκρών δεν ήταν ούτε απρόβλεπτο, ούτε αναπάντεχο.
Το Φθινόπωρο του 2015 αποχώρησα από τη δουλειά που εργαζόμουν επί έξι χρόνια και έβγαλα ένα αεροπορικό εισιτήριο για Βαρκελώνη. Τελικά πήρα ένα καράβι για τη Λέσβο που βρίσκονταν ήδη αρκετοί συνάδελφοι μου δημοσιογράφοι, φωτορεπόρτερ, ακτιβιστές/στριες, εθελοντές/ντριες, εργαζόμενοι/ες σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Άνθρωποι που έκαναν 24ώρες βάρδιες στις ακτές για να εντοπίσουν, να διασώσουν, να υποδεχτούν, να περιθάλψουν εκείνους κι εκείνες που έρχονταν από τη θάλασσα. Τους τύλιγαν με χρυσαφένια ισοθερμικά, τους προσέφεραν ροφήματα, ρωτούσαν τα ονόματα τους, προσπαθούσαν να καθησυχάσουν την ταραχή τους, κάποιες φορές τα δάκρυα τους μπλέκονταν. Ούτως ή άλλως ήταν όλα βρεγμένα εκεί. Από τη θάλασσα, τη στεναχώρια ή τη συμπόνια.
Θυμάμαι τον Γιάννη Μπεχράκη να περνάει τη μηχανή στον ώμο και να μπαίνει στο νερό, τη Δήμητρα με τις πέρλες κρεμασμένες στο λαιμό της να δίνει πράγματα, τις γιαγιάδες με μια γνήσια απλότητα να φροντίζουν τις προσφύγισσες με τα μωρά τους. Οι άνθρωποι που θυμάμαι λείπουν. Σφράγισαν μια εποχή με την ανοιχτωσιά τους κι έφυγαν πριν προλάβουν να δουν τη σαρωτική επικράτηση του κακού. Θέλω να σου πω ότι δεν ήταν πάντα έτσι. Υπήρξε μια περίοδος που τα αυτοκίνητα σχημάτιζαν ουρές για να προσφέρουν είδη πρώτης ανάγκης, που η πλατεία Συντάγματος κατακλύζονταν από σακούλες με ρούχα και τρόφιμα, που στο κέντρο της Αθήνας λειτουργούσαν καμιά δεκαριά καταλήψεις φιλοξενίας προσφύγων/ισσών, που ο απεχθής όρος «λαθρομετανάστες» είχε εξαλειφθεί από τον δημόσιο λόγο, που ένα προσφυγικό ναυάγιο ήταν είδηση αξιοπρόσεκτη κι όχι αφορμή για να χυθεί ξενοφοβικό βιτριόλι.
Δύσκολα ήταν και τότε. Όταν οι άνθρωποι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα πάντα κυνηγημένοι από τον πόλεμο ή τη βία και να μπουν σε μια βάρκα, είναι δύσκολα. Ούτε τότε η Ευρώπη είχε προνοήσει για τη δημιουργία ασφαλών περασμάτων για τον προσφυγικό πληθυσμό με αποτέλεσμα να τους αφήνει μετέωρους σε ριψοκίνδυνα ταξίδια. Τα push backs, όμως, δεν αποτελούσαν τη βασική κρατική πολιτική και ο ακροδεξιός λόγος δεν είχε ηγεμονεύσει. Προφανώς υπήρχαν ακροδεξιοί θύλακες αλλά είχαν λουφάξει. Δεν είχαν την πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση να μοστράρουν την απανθρωπιά τους σε δημόσια θέα. Τον τόνο σε επίπεδο κοινωνίας τον έδινε η αλληλεγγύη.
Το ναυάγιο της Πύλου με την εκατόμβη νεκρών, αυτό το συμβάν ασύλληπτης τραγικότητας, δεν ήταν ούτε απρόβλεπτο, ούτε αναπάντεχο. Οι όροι για να συμβεί συσσωρεύονταν τα τελευταία χρόνια σ’ ένα πολιτικό σκηνικό που διολίσθαινε διαρκώς προς το συντηρητισμό και μια κοινωνία που αναισθητοποιούνταν απέναντι στην οδύνη των Άλλων. Δεν ήταν μια στιγμή αλλά μια αλληλουχία πρακτικών και λόγων.
Το κυβερνητικό δόγμα που υιοθετήθηκε για τη διαχείριση των προσφυγικών ροών στηρίχτηκε στην περιβόητη πολιτική της «αποτροπής». Αυτό πρακτικά σήμαινε συστηματικές, βίαιες, απολύτως παράνομες επαναπροωθήσεις στον Έβρο και το Αιγαίο. Αφήναν επί μέρες ανθρώπους σύξυλους στη μέση του πουθενά σε νησίδες στον Έβρο, γύριζαν πίσω τις βάρκες με την απειλή των όπλων, απήγαγαν κανονικότατα πρόσφυγες/ισσες που είχαν φτάσει στη στεριά και τους επέστρεφαν δια της βίας στην Τουρκία. Και δεν κουνήθηκε φύλλο.
Δεκάδες τα ντοκουμέντα, τα βίντεο, οι μαρτυρίες, οι προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι επικρίσεις των διεθνών οργανισμών. «Ψέματα» απαντούσαν τα κυβερνητικά στελέχη με Δελτία Τύπου. Άκριτα τα αναπαρήγαγαν αρκετά Μέσα που προηγουμένως είχαν αποσιωπήσει πλήρως τα τεκμήρια των επαναπροωθήσεων. Όποιος/α τολμούσε να μιλήσει για επαναπροωθήσεις αυτομάτως βαφτίζονταν «προδότης», «πράκτορας της Τουρκίας», «Ανθέλληνας», «υπάλληλος του Σόρος» και διάφορες παρόμοιες μπούρδες που παρότι στερούνται οποιασδήποτε λογικής, αναμασόνται με λύσσα. Μια αρένα κανιβαλισμού σχεδιασμένη από το ίδιο το κράτος.
Το υπόδειγμα της Πολιτείας προς την κοινωνία ήταν κρυστάλλινο, ρατσισμός και αναλγησία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα αφενός την αποχαλίνωση των ακροδεξιών, οι οποίοι βλέποντας τις δικές τους ιδέες να αντικαθρεφτίζονται στην εξουσία, ένιωσαν πανίσχυροι κι ακόνισαν ξανά τα μαχαίρια τους, και αφετέρου τη διάβρωση ενός μέρους της κοινωνικής συνείδησης με φοβικές αντιλήψεις και μυθοπλασίες και τη μετατόπιση τους σ’ ένα εκκρεμές μεταξύ σκοταδισμού και κυνικής απάθειας. Από την άλλη, ο κόσμος της αλληλεγγύης, του αντιρατσισμού, του ανθρωπιστικού χώρου βρέθηκε απομονωμένος, λογοκριμένος και κατασυκοφαντημένος.
Η διάσωση στη θάλασσα ποινικοποιήθηκε, η αλληλεγγύη διώχθηκε, η δημοσιογραφία που δεν υπαγορεύονταν από το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής στοχοποιήθηκε, οι ΜΚΟ τσουβαλιάστηκαν συλλήβδην σ’ ένα αντιδραστικό αφήγημα «ύποπτου ρόλου» με παντελώς ανυπόστατες κατηγορίες για χρηματισμό, οι προσφυγικές καταλήψεις – πλην της Νοταρά – εκκενώθηκαν με αξημέρωτες εφόδους της αστυνομίας. Τα νησιά άδειασαν από διασωστικά και σε μεγάλο βαθμό από ΜΚΟ, αφού οι εργαζόμενοι/ες παρενοχλούνταν συνεχώς και κινδύνευαν να βρεθούν σε καθεστώς δικαστικής ομηρείας. Όπως βρέθηκε η Σάρα Μαρντίνι και όπως βρίσκεται τώρα ο Παναγιώτης Δημητράς. Άτομα που με συνέπεια και αφοσίωση υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα είδαν τις υπολήψεις τους να αμαυρώνονται και να εμπλέκονται σε απίστευτες δικαστικές διελκυστίνδες, επειδή δεν έκατσαν με σταυρωμένα τα χέρια απέναντι στο έγκλημα που διαπράττονταν στα σύνορα. Μια ενορχηστρωμένη μοχθηρή εκστρατεία που στόχευσε στην καταρράκωση και τη συμβολική εξόντωση όσων δε συμμορφώθηκαν με τη σιωπή.
Η ψηφιακή σφαίρα μετεξελίχθηκε σ’ έναν βαλτώδη τόπο, όπου οι καθαρόαιμοι φασίστες από κοινού με τους δήθεν φιλελεύθερους, επιδίδονται σ’ ένα νέο κυνήγι μαγισσών με το μανδύα της εθνικοφροσύνης, μπόλικο υβρεολόγιο, διάχυτη ισλαμοφοβία και βέβαια ξεχειλισμένο σεξισμό – έσχατο παράδειγμα η άγρια διαδικτυακή επίθεση εις βάρος της δημοσιογράφου Ξένιας Κουναλάκη μετά το ναυάγιο της Πύλου για μια ανάρτηση που συνόψιζε την αντιμεταναστευτική κυβερνητική στρατηγική. Η προεκλογική περίοδος πριν τις πρώτες εκλογές εξαντλήθηκε σε μια alt right ατζέντα για το ύψος του φράχτη στον Έβρο, στην οποία δυστυχώς παγιδεύτηκε κι ένα τμήμα του προοδευτικού χώρου, λειτουργώντας με αμυντικά ανακλαστικά. Στο μεταξύ είχε συντελεστεί η κανονικοποίηση των push backs και είχε ολοκληρωθεί η στρατιωτικοποίηση του προσφυγικού ζητήματος με τη ρητορική της «εισβολής», την εξουσιοδότηση σε οπλισμένους κουκουλοφόρους στα σύνορα να απαγάγουν, να δέρνουν, να ληστεύουν πρόσφυγες/ισσες, με τα κλειστά κέντρα κράτησης.
Η κόλαση είναι ένα σαπιοκάραβο με εκατοντάδες ανθρώπους απελπισμένους να κρέμονται από παντού χωρίς νερό και τρόφιμα, αναζητώντας βοήθεια που δεν ήρθε.
Τα προσφυγικά σώματα, υποβιβασμένα πλέον σε μια κατηγορία που εκπίπτει του ανθρώπινου, απανθρωποιημένα, απαξιωμένα και αναλώσιμα, «παρίες που δεν έχουν δικαίωμα να έχουν δικαίωμα» όπως έγραφε η Χάνα Αρεντ, αναγκάστηκαν σε όλο πιο δύσκολα και επικίνδυνα ταξίδια, για να αποφύγουν την εγκατεστημένη βαναυσότητα του ελληνικού κράτους μπας και καταφέρουν να φτάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος. Πράγμα που σημαίνει ταξίδια πολύ πιο μακρινά, που διαρκούν περισσότερες μέρες, με πολύ περισσότερα άτομα πάνω σε ακατάλληλα πλοιάρια, εκτεθειμένα πολύ περισσότερο στις καιρικές συνθήκες και κάθε είδους αντιξοότητα που αφήνονται μεσοπέλαγα με χαλασμένες μηχανές ή ακυβέρνητα, που στέλνουν αγωνιώδη μηνύματα για βοήθεια, που αφήνονται να βυθιστούν ή που τα βυθίζουν αυτοί που αρμοδιότητα τους είναι να τα σώσουν.. Και βέβαια, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πλήρη επίγνωση του τι συμβαίνει. Για την ακρίβεια το χρηματοδοτεί κιόλας. Σύμφωνα με έρευνα του περιοδικού Solomon, προγραμματίζει να υπερδιπλασιάσει τα κονδύλια που διατίθενται στην Ελλάδα για τη διαχείριση των συνόρων την τρέχουσα επταετία φτάνοντας το ποσό των 800 εκατομμυρίων ευρώ. Το αντίστοιχο ποσό για τη διάσωση είναι 600 χιλιάδες ευρώ. Από τη μια ψελλίζει κάποιες δειλές συστάσεις για την αποφυγή των επαναπροωθήσεων και από την άλλη στρέφει αλλού το κεφάλι όταν διατυπώνεται το αίτημα για ασφαλή περάσματα.
«Η κόλαση δεν είναι πια μια θρησκευτική δοξασία ή μια φαντασίωση αλλά κάτι εξίσου αληθινό με τα σπίτια, τις πέτρες και τα δέντρα» γράφει πάλι η Αρεντ. Η κόλαση είναι ένα σαπιοκάραβο με εκατοντάδες ανθρώπους απελπισμένους να κρέμονται από παντού χωρίς νερό και τρόφιμα, αναζητώντας βοήθεια που δεν ήρθε. Κόλαση είναι το αμπάρι που οι μανάδες καταλάβαιναν ότι πλησιάζει η ώρα του χαμού με τα παιδιά τους αγκαλιά – σκέψη που μάλλον δεν έκαναν όσοι σκόρπισαν δηλητήριο την επόμενη μέρα, πως είναι να εγκλωβίζεσαι στο αμπάρι ενός πλοίου και να πασχίζεις ένα ψυχικό απόθεμα την ώρα του ολέθρου για να γαληνέψεις το παιδί σου. Δε σπάραξε τίποτα μέσα τους. Ήταν όλα κρυσταλλωμένα από το μίσος. Κόλαση είναι οι συγγενείς που περιφέρονται δίπλα σε all inclusive πανάκριβα ξενοδοχεία ψάχνοντας κάτι από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, αυτοί που δε θα έχουν ούτε ένα μνήμα να τους κλάψουν. Κόλαση είναι η ανωνυμοποίηση των νεκρών, το να μη διασωθεί τίποτα από τις ρημαγμένες βιογραφίες τους. Οι οικογένειες που ξεκληριστήκαν ολόκληρες.
Ξέρω πως το προσφυγικό έχει μπει εδώ και καιρό στην εξίσωση του πολιτικού κόστους και ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι δεν κοστίζει πολύ να πνίγονται άνθρωποι στη θάλασσα, ότι υπάρχει μια αίσθηση κόπωσης – ένα «κούρασε το προσφυγικό» πλανιέται σε κάθε συζήτηση που επιδιώκει να δείξει το γκρεμό στο τέλος του δρόμου, ότι αρκετά πρόσωπα στρογγυλεύουν τις θέσεις τους μήπως τις φέρουν πιο κοντά στο κέντρο, σ’ ένα πολιτικό χώρο δηλαδή που δεν υπάρχει πραγματικά αλλά επανέρχεται στο δημόσιο λόγο ως περιζήτητο φετίχ. Ελπίζουν ότι θα εξημερώσουν το θηρίο, ενώ αυτό ήδη ρουθουνίζει στο σαλόνι μας. Φοβάμαι μερικές φορές πως οι άνθρωποι που προσεγγίζουν το προσφυγικό με αξιακούς όρους αλληλεγγύης και δικαίου, μπορεί να είναι και μειοψηφία. Είναι, όμως, ιστορική αναγκαιότητα, πιο επιτακτική από ποτέ το να μιλήσουμε και να δράσουμε για το δικαίωμα της προσφυγιάς στην ασφάλεια και την ειρήνη, να σταματήσουμε το έγκλημα, να αναλάβουμε το ηθικό χρέος απέναντι στους/στις νεκρούς/ες. Ακόμα κι αν είμαστε μειοψηφία.
Θα κλείσω με μια ιστορία που ανασύρει ο Κωστής Παπαϊωάννου στο βιβλίο του «Άγρια ιστορία για μεγάλα παιδιά» (εκδόσεις Πόλις). Υπάρχει μια φωτογραφία του 1936 στα ναυπηγεία του Αμβούργου. Ο Χίτλερ μιλούσε στο συγκεντρωμένο κόσμο κατά την καθέλκυση ενός καραβιού. Απεικονίζεται η θλιβερή ομοιομορφία ενός πλήθους που χαιρετά ναζιστικά. Και ένας, μόνο ένας άνθρωπος, που κάθεται στη μέση με σταυρωμένα χέρια. Ήταν ο Αουγκουστ Λαντμέσερ. Φυλακίστηκε, τιμωρήθηκε με πρόσθετη στρατιωτική θητεία, δολοφονήθηκε. Δε γνωρίζουμε τι απέγιναν οι υπόλοιποι, αν αποτέλεσαν γρανάζια της φονικής μηχανής του Ολοκαυτώματος, αν έμειναν χειροκροτητές της καταστροφής ή αν άνηκαν σε εκείνη την κατηγορία που συνέχισαν να επιτελούν αμέριμνα την καθημερινότητα τους, δηλώνοντας άγνοια ενώ δίπλα τους συνθλίβονταν ζωές. Ο Λαντμέσερ πάντως έγινε αιώνιο σύμβολο αντίστασης. Η άρνηση ευθυγράμμισης με τη βαρβαρότητα ως κορυφαία έκφραση του ανθρώπινου.