Σταγόνα στον ωκεανό τα μέτρα για το δημογραφικό
Διαβάζεται σε 13'Το πλαίσιο για την ανάσχεση του δημογραφικού θα πρέπει να αντιμετωπίζεται το υψηλό κόστος φροντίδας και ανατροφής του παιδιού, ενώ πρέπει να στηρίζεται και η οικογενειακή ζωή, περιορίζοντας τις θυσίες στα επαγγελματικά και προσωπικά θέματα που καλούνται να κάνουν οι γονείς.
- 23 Ιανουαρίου 2024 09:22
Την αύξηση του επιδόματος γέννησης από 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που ισχύει σήμερα, σε 2.400 έως 3.500 ευρώ αναλόγως του αριθμού των τέκνων, και μάλιστα αναδρομικά από 1/1/2023, ανακοίνωσαν την Δευτέρα, ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης και η Υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Σοφία Ζαχαράκη.
Πολλοί και πολλές υποστήριξαν ότι η κυβέρνηση έσπευσε να ανακοινώσει ένα ταμειακό μέτρο, ώς αντίβαρο της συζήτησης για τα ομόφυλα ζευγάρια και για τους συνειρμούς που δημιουργούνται σε σχέση με το σχεδιασμό της για την οικογενειακή πολιτική, σε συντηρητικά κοινά, που αποτελούν και ακροατήριό της.
Πέρα, όμως, από το πολιτικό ή μικροπολιτικό “ζύγισμα” της όλης κατάσταση αυτό που θα πρέπει να μπει σε βάσανο σκέψης, από όλους, είναι το κατά πόσο η αύξηση της επιδόματος γέννησης για κάθε παιδί, φτάνει ή καταλήγει στο να είναι μια “άσφαιρη μπαλοθιά”.
Αναμφισβήτητα, μια εισοδηματική ενίσχυση δεν είναι αμελητέα, ειδικά όταν στη χώρα, ειδικά οι νέες ηλικίες αντιμετωπίζουν πολλά ζητήματα οικονομικής επάρκειας και κυρίως πολλοί και πολλές έχουν και το φάσμα της φτωχοποίησης μπροστά τους, αλλά και ένα πλέγμα προκλήσεων, από την είσοδο στην αγορά εργασίας, τη στέγαση την κοινωνική ανέλιξη. Ωστόσο, είναι προφανές, ότι απαιτούνται πολλά περισσότερα, σε άλλα πεδία.
Πρόσφατες αναλύσεις που έχουν γίνει, χωρίς να παραγνωρίζουν τις δράσεις στήριξης εισοδημάτων, τονίζουν ότι αυτές αποτελούν μια μόνο παράμετρο των “συνταγών λύσης”, τονίζοντας την ανάγκη μιας ολιστικής προσέγγισης, που εστιάζει στα θέματα στήριξης της οικογένειας, με θεσμούς για την προσχολική αγωγή, την προσβασιμότητα στη αγορά εργασίας για τις γυναίκες, την άρση ανισοτήτων, κτλ.
Ολιστική προσέγγιση
‘Οπως αναφέρει, χαρακτηριστικά αναφέρει, το Νοέμβριο του 2023 για λογαριασμό της διαΝΕΟσις ο καθηγητής δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρωνας Κοτζαμάνης, που αναλύει τους άξονες και τις υφιστάμενες προκλήσεις για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού “Εθνικού Σχεδίου για το Δημογραφικό”, “Η δημογραφική πολιτική δεν συνίσταται, στη συνάθροιση μέτρων ατάκτως ερριμμένων και οι στόχοι της οφείλουν να είναι συμβατοί με τους στόχους “συγγενών” πολιτικών (αναπτυξιακής, κοινωνικής, οικονομικής κλπ.).
Επίσης, με βάση, όσα αναφέρει ο Θανάσης Γεωργακόπουλος, σε σημείωμά του για την έρευνα της διαΝΕΟσις Η Ελληνική Οικογένεια Και Το Δημογραφικό Πρόβλημα, που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2019 υπάρχουν πολλαπλοί παράγοντες που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν. “Οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον τρόπο ζωής των πολιτών σε ολόκληρη την ήπειρό μας είναι πολλές και πολύ μεγάλες.
Πλέον 1 στα 3 νοικοκυριά στην Ε.Ε. είναι ενήλικες που ζουν μόνοι τους. Το 20% των ανδρών ηλικίας άνω των 55 που έχουν χωρίσει στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει η έρευνα, “επενδύουν σε επόμενο κύκλο γάμου και αποκτούν και παιδί”. Το 2008 ένα 58,4% των Ελλήνων ηλικίας 18-34 ζούσε με τους γονείς του. Το 2017 το ποσοστό είχε εκτοξευτεί στο 66,7%. Κι αυτό εξηγείται μόνο εν μέρει από την οικονομική κρίση και την ανεργία: σήμερα οι μισοί Έλληνες νέοι που έχουν πλήρη απασχόληση ζουν με τους γονείς τους” σημειώνει.
Άξονες
Να σημειωθεί ότι μέ βάση την έρευνα, οι πολιτικές για τη γονιμότητα και τη στήριξη της οικογένειας κατά κανόνα ταξινομούνται σε τρεις άξονες:
- Κοινωνική και οικονομική ενεργητική προστασία των οικογενειών
- Εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής.
- Υποστήριξη της μητρότητας και θετικό περιβάλλον για την οικογενειακή ζωή.
Στις επιτυχημένες περιπτώσεις οι αλλαγές αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται στην κάθε κοινωνία και δεν προσπαθούν να τις αντιστρέψουν.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς μέρος του δημόσιου διαλόγου για το θέμα της γονιμότητας διεθνώς τείνει να δίνει έμφαση στην επιστροφή παρωχημένων οικογενειακών και κοινωνικών προτύπων, μια επιστροφή που για τις σύγχρονες κοινωνίες εκτός από ανεπιθύμητη είναι πιθανότατα και ανέφικτη.”
Μοντέλα άλλων χωρών – Το “Σουηδικό Μοντέλο”
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, στη Σουηδία, για παράδειγμα, “η οικογενειακή πολιτική ποτέ δεν έχει κατευθυνθεί στοχευμένα στην ενθάρρυνση της τεκνοποίησης, αλλά αντίθετα αποσκοπεί στην ενίσχυση της πρόσβασης των γυναικών στην αγορά εργασίας και στην προώθηση της ισότητας των φύλων”.
“Το σύστημα εκεί -εδώ και δεκαετίες μάλιστα- δεν προσπαθεί να ενθαρρύνει τις οικογένειες να κάνουν παιδιά per se, αλλά προσπαθεί αντίθετα να τους προσφέρει την σωστά σχεδιασμένη στήριξη και πρόσβαση σε υποδομές ώστε να έχουν οι γονείς την ευχέρεια να επιλέξουν πότε θα κάνουν παιδιά, και πόσα. Σε όλες τις Σκανδιναβικές χώρες θεωρείται αυτονόητο ότι και οι δύο γονείς εργάζονται και αναλαμβάνουν τη φροντίδα των παιδιών τους από κοινού, ενώ όλα τα παιδιά δικαιούνται υψηλής ποιότητας φροντίδα και εκπαίδευση από πολύ πρώιμη ηλικία. Στη Σουηδία, μάλιστα, υπάρχει αμειβόμενη γονική άδεια για τους πατέρες από το 1974. Αυτή η προσέγγιση έχει αποτέλεσμα: ο δείκτης γονιμότητας το 2016 στη χώρα ήταν 1,85 παιδιά ανά γυναίκα” αναφέρεται σχετικά.
Στη Γαλλία
“Ένα άλλο παράδειγμα από τη Γαλλία είναι το εξαιρετικά επιτυχημένο μέτρο της χορήγησης ευέλικτης άδειας για τους γονείς (μητέρα ή/και πατέρα), η οποία μπορεί να είναι από μερικής απασχόλησης για μικρό διάστημα μέχρι και πλήρης τριετής άδεια, με τον εργοδότη να μην πληρώνει τίποτε, και το κράτος να χορηγεί ένα επίδομα (35% του κατώτατου μισθού γι’ αυτούς που επιλέγουν τριετή άδεια -περίπου 350 ευρώ το μήνα). Κάθε χρόνο πάνω από μισό εκατομμύριο γονείς στη Γαλλία επιλέγουν αυτή την άδεια.
Αυτή και άλλες πολιτικές στήριξης της οικογένειας, από αποκεντρωμένες προνοιακές δομές μέχρι υποδομές μέριμνας για παιδιά εργαζομένων, που περιγράφονται αναλυτικά στην έρευνα, έχουν ως αποτέλεσμα ο δείκτης γονιμότητας για τη Γαλλία το 2016 να βρίσκεται στο εντυπωσιακό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα 1,92.
Αντίθετα, στη Γερμανία και την Αυστρία τα αποτελέσματα μέχρι πρόσφατα αποδεικνύονταν πενιχρά, μολονότι οι δαπάνες για οικογενειακή πολιτική ήταν εκεί πάντα από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Τα αίτια ήταν η στόχευση και ο σχεδιασμός των πολιτικών, που απευθύνονταν κυρίως σε πιο “παραδοσιακές” μορφές οικογένειας, την ώρα που και εκεί αυξάνονταν οι μονογονεϊκές οικογένειες και η γυναικεία απασχόληση. Και στις δύο χώρες ο δείκτης γονιμότητας παρέμεινε σχετικά χαμηλότερα, κοντά στο όριο της πολύ χαμηλής γονιμότητας (1,6 για τη Γερμανία, 1,53 για την Αυστρία το 2016).
Σε χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η δική μας, δε, το μίγμα πολιτικών είναι κατά κανόνα και πενιχρό σε δημόσιες δαπάνες και επιδόματα, και ταυτόχρονα προσφέρει και περιορισμένη στήριξη στα εργαζόμενα μέλη της οικογένειας -και ειδικά στις μητέρες” αναφέρει το σημείωμα που προσθέτει ότι:
Οι έξι στόχοι
- Διεθνώς, οι πολιτικές για τη στήριξη οικογένειας συνήθως έχουν έξι στόχους:
- Μείωση της φτώχειας και εισοδηματική υποστήριξη
- Άμεση αποζημίωση για το οικονομικό κόστος των παιδιών
- Προώθηση της απασχόλησης, ειδικά για γυναίκες
- Μεγαλύτερη ισότητα των φύλων
- Υποστήριξη ανάπτυξης για την πρώιμη παιδική ηλικία
- Αύξηση της γεννητικότητας
“Γενικά, τα μέτρα οικογενειακής πολιτικής πρέπει σε γενικές γραμμές να στοχεύουν στην ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος. Αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας -όταν οι άμεσες ανάγκες μιας οικογένειας καλύπτονται, η ανησυχία για το μέλλον μειώνεται και η απόφαση τεκνοποίησης γίνεται ευκολότερη.
Επιπλέον και στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να αντιμετωπίζεται το υψηλό κόστος φροντίδας και ανατροφής του παιδιού, ενώ πρέπει να στηρίζεται και η οικογενειακή ζωή, περιορίζοντας τις θυσίες στα επαγγελματικά και προσωπικά θέματα που καλούνται να κάνουν οι γονείς. Ο στόχος είναι τα ζευγάρια -και μάλιστα ειδικά τα νέα ζευγάρια- που επιθυμούν να κάνουν παιδί να μπορούν να πάρουν την απόφαση νωρίτερα ώστε να έχουν μεγαλύτερο περιθώριο, αν θέλουν, να κάνουν και δεύτερο ή και τρίτο στο μέλλον” αναφέρεται σχετικά.
Στη δική μας χώρα, συγκεκριμένα, η έρευνα της διαΝΕΟσις υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να καταπολεμηθεί η έλλειψη προσιτών και προσβάσιμων υπηρεσιών φροντίδας και εκπαίδευσης παιδιών, να αναπροσαρμοστούν τα χαμηλά επίπεδα οικονομικών παροχών και επιδομάτων και οι μικρές γονικές άδειες με χαμηλά επιδόματα και να καταργηθούν πολιτικές που κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, οδηγώντας τις Ελληνίδες στο συμπέρασμα ότι είναι δύσκολο να συνδυάσουν την απασχόληση με τη μητρότητα.
Το ΙΟΒΕ
Με βάση, επίσης, μελέτη του ΙΟΒΕ με τη στήριξη της Eurobank, με τίτλο Δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα: Προκλήσεις και προτάσεις πολιτικής, που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2022, “τα οικογενειακά αλλά και τα εν γένει προνοιακά επιδόματα σε χρήμα στην Ελλάδα στοχεύουν κατά κύριο λόγο στην ανακούφιση της φτώχειας, ενώ υπάρχει σημαντικό περιθώριο βελτίωσης σε όρους χάραξης, υιοθέτησης και άσκησης αποτελεσματικών πολιτικών για τη βελτίωση των δημογραφικών προοπτικών της χώρας.
Φορολογικό σύστημα
Συνολικά, η αναχαίτιση ή αντιστροφή του δημογραφικού προβλήματος μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενός μακροχρόνιου και συντονισμένου σχεδιασμού πολιτικών σε κρίσιμους τομείς που, ενδεικτικά, περιλαμβάνουν την αγορά εργασίας, τη μεταναστευτική πολιτική, το σύστημα κοινωνικής προστασίας, τις συντάξεις, την υγεία, την ισότητα των φύλων, την εκπαίδευση και το φορολογικό σύστημα. Παράλληλα, θα πρέπει κρίσιμες πτυχές του συστήματος κοινωνικής προστασίας να θωρακιστούν ώστε να ανταπεξέλθουν στις επερχόμενες προκλήσεις” σημειώνει το ΙΟΒΕ.
Παράλληλα τονίζει ότι “αναφορικά με την πρόσβαση σε υπηρεσίες, υπάρχει πληθώρα προγραμμάτων και πολιτικών στους τομείς που έχουν σημασία για τα παιδιά και τις οικογένειες και που συμπεριλαμβάνουν την προσχολική αγωγή και φροντίδα, την εκπαίδευση, την υγεία και άλλους σημαντικούς τομείς.
“Κλειδί οι παιδικοί σταθμοί”
Ενώ δεν κρίνεται σκόπιμη η παράθεση των πολιτικών αυτών στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, θα πρέπει να αναφερθούν τα πολύ σημαντικά κενά πρόσβασης που διαπιστώνονται στον τομέα της προσχολικής αγωγής στην Ελλάδα – ένας τομέας απόλυτα κρίσιμος όχι μόνο για τους νέους εργαζόμενους γονείς αλλά και για την ψυχοκοινωνική και νοητική ανάπτυξη των παιδιών.
Τα εμπόδια πρόσβασης σε υπηρεσίες προσχολικής αγωγής και φροντίδας στην Ελλάδα είναι σημαντικά και περιλαμβάνουν την έλλειψη διαθέσιμων θέσεων, το κόστος, τη γεωγραφική απόσταση αλλά και τα ωράρια λειτουργίας των βρεφονηπιακών σταθμών που συχνά δεν ταυτίζονται με τα ωράρια εργασίας των γονέων (UNICEF, 2022).
Ένα σημαντικό ζήτημα αναφορικά με το σύστημα προσχολικής αγωγής και φροντίδας στην Ελλάδα είναι η έλλειψη σχεδιασμού και κανόνων σε εθνικό επίπεδο, καθώς η αρμοδιότητα ανήκει τους Δήμους και, άρα, ισχύουν διαφοροποιημένοι κανόνες ως προς τα τροφεία και την προτεραιοποίηση των οικογενειών και των παιδιών” αναφέρει το ΙΟΒΕ,
“Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2020, περίπου τα μισά παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών στην Ελλάδα βρίσκονταν εκτός επίσημων δομών προσχολικής αγωγής και φροντίδας το 2020” υπογραμμίζει το ΙΟΒΕ, που συμπληρώνει ότι:
“Για την αύξηση της προσφοράς εργασίας γυναικών, νέων και μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων είναι απαραίτητη η μείωση του κόστους παιδικής φροντίδας και ανατροφής με:
- Θέσπιση κινήτρων σε ομάδες επιχειρήσεων για τη δημιουργία, λειτουργία και διαχείριση σταθμών ποιοτικής παιδικής φροντίδας για την εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακας στη λειτουργία των σταθμών.
- Επιδότηση του κόστους ανατροφής των παιδιών για γονείς εφόσον εργάζονται, πρόταση που αναφέρεται και στις οικογενειακές πολιτικές που αναπτύσσονται στην επόμενη ενότητα.
- Βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης παιδικής φροντίδας από τους δημόσιους και ιδιωτικούς σταθμούς. Προς την κατεύθυνση αυτή το Υπουργείο Εργασίας έχει ήδη προτείνει την υιοθέτηση ενός ενιαίου πλαισίου προσχολικής αγωγής (“Κυψέλη”) για τα παιδιά μέχρι 4 ετών.
- Επέκταση της χρήσης της τηλεργασίας που θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους μετακινήσεων από και προς την εργασία.”
Παράλληλα, το ΙΟΒΕ τονίζει ότι “μελέτη που επίσης διενεργήθηκε πρόσφατα σε 33 οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες (Wesolowski & Ferrarini, 2018) έδειξε ότι οι οικογενειακές πολιτικές που στοχεύουν στη συμφιλίωση εργασίας και οικογενειακής ζωής εμφάνισαν συσχέτιση με υψηλότερα ποσοστά γονιμότητας κατά την περίοδο 1995- 2011.
Τέλος, η μελέτη των Luci-Greulich και Thévenon (2013) συσχετίζει το επίπεδο δαπανών για οικογενειακές πολιτικές (παροχές σε χρήμα, γονικές άδειες, άδειες μητρότητας), αλλά και το ποσοστό παιδιών κάτω των 3 ετών που είναι εγγεγραμμένα σε βρεφονηπιακούς σταθμούς με υψηλότερα ποσοστά γονιμότητας.”
Άλλοι παράγοντες
Στη σχετική βιβλιογραφία που έχει αναπτυχθεί, η μείωση των ποσοστών γονιμότητας στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες, με βάση το ΙΟΒΕ, αποδίδεται κυρίως σε κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες.Το βασικό αίτιο είναι οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που έλαβαν χώρα την τελευταία 50ετία, και οι οποίες είχαν αντίκτυπο στις ατομικές αποφάσεις σχετικά με τη δημιουργία οικογένειας, με αποτέλεσμα.
- τη μείωση του ποσοστού των γυναικών που γίνονται μητέρες, και τη μετατόπιση της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες.
Οι κοινωνικές αλλαγές αφορούν κυρίως τη βελτίωση της σχετικής θέσης της γυναίκας και επομένως την τάση προς επίτευξη ισότιμης αντιμετώπισης των φύλων, την αύξηση του επιπέδου σπουδών και των ετών εκπαίδευσης, και αλλαγές στα οικογενειακά και κοινωνικά πρότυπα καθώς και σε κοινωνικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες.
Οι οικονομικοί παράγοντες σχετίζονται με την αυξανόμενη ενσωμάτωση των γυναικών στην αγορά εργασίας, μπορεί όμως να αντανακλούν και οικονομικούς περιορισμούς για τα σύγχρονα νοικοκυριά.
Για παράδειγμα, οι τελευταίοι μπορεί να προκύπτουν από τα υψηλά επίπεδα ανεργίας στις σύγχρονες κοινωνίες, το ανεπαρκές εισόδημα ή την αδυναμία εξεύρεσης οικονομικά προσιτής στέγης, καθώς και από ενδεχόμενα κενά στο σύστημα κοινωνικής προστασίας ως προς την στήριξη των νέων γονέων (όπως η ανεπάρκεια ή το υψηλό κόστος των διαθέσιμων διευθετήσεων για τη φροντίδα παιδιών προσχολικής ηλικίας).
Όπως παράλληλα επισημαίνει το ΙΟΒΕ, “ενώ διάφορα εφάπαξ οικογενειακά επιδόματα βρίσκονται σε σχετικά υψηλό επίπεδο, σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ βρίσκεται η Ελλάδα όσον αφορά τα περιοδικά επιδόματα σε χρήμα για την οικογένεια και το παιδί, καθώς και σε κατά κεφαλήν δαπάνες για τις παροχές σε είδος.
Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα υψηλό είναι το επίπεδο των άμεσων ιδιωτικών δαπανών για την υγεία (out-of-pocket payments) καθώς και η φαρμακευτική και νοσοκομειακή δαπάνη, ενώ πολύ χαμηλές σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ είναι οι πληρωμές για μακροχρόνια φροντίδα, πρόληψη και πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.
Επομένως, οι δημογραφικές εξελίξεις οξύνουν περαιτέρω την ανάγκη για τη θέσπιση πολιτικών με στόχο τη βελτίωση της επάρκειας και της ετοιμότητας του συστήματος υγείας ως προς τις δημογραφικές και επιδημιολογικές αλλαγές, τη θωράκισή του απέναντι σε μελλοντικές χρηματοδοτικές πιέσεις και την προαγωγή ενός υψηλότερου επιπέδου υγείας και διαβίωσης για όλους.
Οι δαπάνες για οικογενειακές πολιτικές στην Ελλάδα βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε κατά κεφαλήν όρους. Αν και παρατηρούνται κάποιες αυξητικές τάσεις τα τελευταία χρόνια, οι οικογενειακές πολιτικές απορροφούν ένα μικρότερο κομμάτι των συνολικών δαπανών για κοινωνική προστασία σε σχέση με την ΕΕ . Αντίθετα, η συνταξιοδοτική δαπάνη απορροφά το 80% της συνολικής δαπάνης κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα, έναντι περίπου 60% στην ΕΕ.” καταλήγει το ΙΟΒΕ.