Όταν ο Σίσυφος νομοθετεί: Το ποινικό παράλογο και οι ατέρμονες μεταρρυθμίσεις του

Διαβάζεται σε 6'
Δικαστήριο
Δικαστήριο ISTOCK

Ο Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γιώργος Νικολόπουλος γράφει για τις μεταρρυθμίσεις του ποινικού μας συστήματος που συχνά είναι ατέρμονες.

Η παραβολή του Σισύφου φαίνεται να στοιχειώνει κάθε προσπάθεια εξορθολογισμού και τιθάσευσης της εξουσίας του τιμωρείν.

Οι ατέρμονες μεταρρυθμίσεις του ποινικού συστήματος καταλήγουν, συχνά, σε διαψεύσεις, παρενέργειες, επαναλαμβανόμενες ρυθμίσεις για τα ίδια ζητήματα και αλλοιώσεις κατά την εφαρμογή ακόμη και φαινομενικά ορθολογικών διατάξεων και σχεδιασμών.

Σε μια παρόμοια κατάσταση βρισκόμαστε και σήμερα: Το προτεινόμενο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης έχει πάρει τη σκυτάλη και, με συνθήματα την «αναβάθμιση» και την «επιτάχυνση» της ποινικής δικαιοσύνης, φιλοδοξεί, με τη σειρά του, να φτάσει στην κορυφή.

Ωστόσο, η κριτική που έχει ασκηθεί υπήρξε καταλυτική τόσο αναφορικά με τις αφετηριακές παραδοχές του όσο και με επιμέρους διατάξεις του, δημιουργώντας έτσι, εξαρχής, σοβαρές αμφιβολίες για την ευστοχία και, κατ’ επέκταση, την επιτυχία του εγχειρήματος.

Μάλιστα, η τεκμηρίωση της ασκηθείσας κριτικής αποδείχτηκε πολύ πιο αναλυτική και εμπεριστατωμένη, από την αιτιολόγηση που όφειλε να συνοδεύει τις προτεινόμενες αλλαγές του επισπεύδοντος Υπουργείου.

Σε κάθε περίπτωση, η νομοθέτηση αποτελεί μια σύνθετη και απαιτητική δραστηριότητα (επιστημονικής περιωπής πλέον), ενώ η ύπαρξη αξιόπιστων και επικαιροποιημένων δεδομένων γύρω από το αντικείμενό της αποτελεί πρωταρχική προϋπόθεση, που εγγυάται, σε σημαντικό βαθμό, την έκβασή της.

Στην περίπτωση, ωστόσο, του συγκεκριμένου σ/ν επικρίθηκε ομόφωνα – και ορθά – η προκλητική, σε σχέση με την εμβέλεια των προτεινόμενων αλλαγών, απουσία συγκρότησης νομοπαρασκευαστικής επιτροπής.

Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ουσιαστικότερο, διότι, ακόμα κι αν αυτή είχε συγκροτηθεί, θα παρέμενε ζητούμενο η ευχερής πρόσβασή της σε επιστημονικά τεκμηριωμένες πληροφορίες και στοιχεία – ποιοτικής και ποσοτικής τάξεως – ώστε να μπορέσει να κρίνει αν, πού και τί είδους νομοθετική παρέμβαση απαιτείται, τόσο σχετικά με την εγκληματικότητα και τις κοινωνικές περιστάσεις που την προκαλούν όσο και τις δυσλειτουργίες του ποινικού συστήματος.

Πρόκειται για το κρίσιμο ζήτημα της δημιουργίας διαύλων επικοινωνίας ανάμεσα στην ασκούμενη ποινική – και, ευρύτερα, αντεγκληματική – πολιτική με την αντίστοιχη εγκληματολογική έρευνα και θεωρία, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η τροφοδότηση του νομοθετικού έργου με ευρήματα και διαπιστώσεις από την ανάλυση των πεδίων, στα οποία αποβλέπει να παρέμβει.

Ιδιαίτερα σήμερα, οι ερευνητικές και πρακτικές προκλήσεις που προβάλλει το εγκληματικό φαινόμενο, απαιτούν τεκμηριωμένες διεπιστημονικές και πολυπρισματικές απαντήσεις, πέρα από πολιτικούς βολονταρισμούς, ιδεολογικές εμμονές και επικοινωνιακές στοχεύσεις.

Ωστόσο, η στενά ποινοκεντρική αντίληψη που διαπνέει το σ/ν – με την έννοια ότι η εμβέλεια των λύσεων που προτείνει δεν ξεπερνά το στενό περίβολο του ποινικού συστήματος και, ιδίως, την προνομιακή χρήση της φυλακής – παραβλέπει τη δυνατότητα προσφυγής σε λύσεις εξωποινικές, ιδίως σε πολιτικές πρόληψης ή στην προαγωγή της αποκαταστατικής αντί της κατασταλτικής δικαιοσύνης.

Αν θέλουμε να ασχοληθούμε σοβαρά και εμπεριστατωμένα με το ζήτημα της αντιμετώπισης κοινωνικά προβληματικών καταστάσεων και με τον τρόπο που μπορούν, ενδεχομένως, να επενεργήσουν πάνω σ’ αυτές το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης ή άλλα συστήματα κοινωνικής ρύθμισης, τότε η διαδικασία της νομοθέτησης πρέπει να εξοπλιστεί με ισχυρά επιστημονικά ερείσματα, ώστε να συνδράμουν στη λήψη τεκμηριωμένων πολιτικών αποφάσεων και, κατ’ επέκταση, στην ανάπτυξη εμπειρικά θεμελιωμένων νομοθετικών παρεμβάσεων.

Το ζήτημα αυτό, ωστόσο, παρακάμπτεται συστηματικά στη χώρα μας – ιδίως κατά την ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών στον τομέα του κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος – ενώ τη θέση των απαραίτητων τεκμηριωμένων απαντήσεων στα ζητούμενα της νομοθέτησης κατακλύζουν συνήθως εντυπωσιακές μιντιακές αναπαραστάσεις και απλουστευτικές πολιτικές ρητορείες («ποινικός λαϊκισμός»).

Σε πολλές χώρες, αντίθετα, οι σχετικές πολιτικές πρωτοβουλίες υποστηρίζονται από πορίσματα προηγούμενων μελετών – ή, πάντως, τις λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους – οι οποίες εκπονούνται από κέντρα έρευνας και τεκμηρίωσης, τα οποία λειτουργούν ανεξάρτητα ή στο πλαίσιο του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργείου, όπως π.χ. το Home Office Research and Planning Unit, που λειτουργεί από το 1957 στη Μ. Βρετανία, το Centre de Recherches Sociologiques sur le Droit et les Institutions Pénales (CESDIP), που διαδέχθηκε το 1983 την Service d’ Études Pénales et Criminologiques (SEPC) του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Γαλλίας, το Kriminologische Zentralstelle (KrimZ), που λειτουργεί από το 1986 στη Γερμανία, η Law Enforcement Assistance Administration (LEAA), που λειτουργεί από το 1968 στις Η.Π.Α. κ.ά, ενώ από το υπερκρατικό επίπεδο σημαντική συνδρομή προσφέρουν πλειάδα εξειδικευμένων συμβουλευτικών εγχειριδίων και κειμένων τεκμηρίωσης του ΟΗΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Σ’ αυτή την κατεύθυνση ανακοινώθηκε ήδη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης η δημιουργία ενός συστήματος συλλογής και επεξεργασίας στατιστικών για τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος (https://ministryofjustice.gr/?p=13718).

Αν και, αναμφισβήτητα, καλοδεχούμενη πρωτοβουλία, απέχει, ωστόσο, από το αναγκαίο ζητούμενο: τη διεξαγωγή ερευνών με στόχο τη συγκρότηση μιας αξιόπιστης βάσης δεδομένων, που να αποτυπώνει (ποσοτικά και ποιοτικά) το δυναμικό τρόπο εξέλιξης όλων των κρίσιμων μεγεθών του εγκληματικού φαινομένου (νομοθέτηση, εγκληματικότητα, επίσημη και ανεπίσημη κοινωνική αντίδραση), καθώς και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση.

Πρώτο βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να είναι η ίδρυση ενός διεπιστημονικού κέντρου έρευνας και επεξεργασίας πληροφοριών γύρω από ζητήματα κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος, που θα συνδυάζει την εγχώρια γνώση με τη συγκριτική ανάλυση θεσμών και τεχνογνωσίας από άλλες χώρες, θα είναι προσβάσιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο και θα υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμόδια Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής.

Η τελευταία, μάλιστα, πρέπει να επανέλθει, επιτέλους, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, ώστε να αποκατασταθεί η θεσμική και λειτουργική ανωμαλία που προκλήθηκε με την ατυχή μεταφορά της στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και τον συνεπαγόμενο κατακερματισμό της αρμοδιότητας και των φορέων της αντεγκληματικής πολιτικής σε δύο Υπουργεία!
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, η τελική απόφαση στη νομοθετική διαδικασία παραμένει πολιτική και η επιστημονική συμβολή δεν μπορεί, φυσικά, ούτε να την υποκαταστήσει ούτε να της επιβληθεί.

Απ’ την άλλη, είναι γνωστό ότι η επιστημονική γνώση δεν διέπεται από ομοιογένεια και ομοφωνία ούτε ως προς τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ούτε ως προς τις επιστημολογικές προκείμενες που ακολουθεί και, κατ’ επέκταση, ούτε στα συμπεράσματα που καταλήγει – προκειμένου, ιδίως, για κοινωνικά ζητήματα, όπως το εγκληματικό. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, «αν η γνώση δηµιουργεί προβλήµατα, η άγνοια σίγουρα δεν µπορεί να τα λύσει» (Ι. Ασίμοφ)!

Το γεγονός, ωστόσο, ότι το υπόψη σ/ν αμφισβητήθηκε – με διαφορετική, έστω, στόχευση και ένταση – τόσο από την επιστημονική κοινότητα όσο και από όλο το φάσμα των επαγγελματιών, που θα κληθούν να το εφαρμόσουν, οφείλει να προβληματίσει σοβαρά τους εμπνευστές του σχετικά με την εφαρμοστικότητα και την αποδοτικότητά του…

Απ’ αυτή την άποψη, δεν πρέπει να εκπλαγούμε αν δούμε, σύντομα, μια ακόμη συσίφεια προσπάθεια για τη μεταρρύθμιση των ποινικών μας κωδίκων!

Ο Γιώργος Νικολόπουλος είναι Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα