Οι κυνηγοί του ανέφικτου
Διαβάζεται σε 5'
To Gold & Greed φωτίζει τη λαχτάρα για νόημα, την απόπειρα να ξεφύγεις από το συνηθισμένο, την αναζήτηση ενός “θησαυρού” που ίσως δεν είναι καν εκεί.
- 21 Μαΐου 2025 14:12
Το 2010, ο 80χρονος Forrest Fenn, βετεράνος της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας, έμπορος έργων τέχνης και επιζών καρκίνου, έκρυψε ένα σεντούκι γεμάτο χρυσό, κοσμήματα και αρχαιότητες αξίας άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, κάπου στα Βραχώδη Όρη. Το μόνο στοιχείο που άφησε πίσω του ήταν ένα εικοσιτετράστιχο ποιητικό αίνιγμα. Αυτό ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει ένα από τα πιο παράξενα, επικίνδυνα και υπαρξιακά φορτισμένα κυνήγια θησαυρού: κάποιοι εγκατέλειψαν δουλειές και οικογένειες, άλλοι ξόδεψαν χιλιάδες δολάρια και τουλάχιστον πέντε άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Αυτή είναι πάνω κάτω η ιστορία που αφηγείται η σειρά ντοκιμαντέρ του Netflix με τίτλο «Gold & Greed: The Hunt for Fenn’s Treasure». Σκηνοθετημένη με αμεσότητα, χιούμορ αλλά και λεπτή ευαισθησία, η σειρά δεν εξιστορεί απλώς ένα σύγχρονο κυνήγι θησαυρού. Ανατέμνει το πώς η επιθυμία για περιπέτεια μπορεί να μετατραπεί σε εμμονή, πώς το αίνιγμα γίνεται καθρέφτης του ίδιου μας του εαυτού και πώς, όπως λέει ένας από τους πρωταγωνιστές, «είτε ταΐζεις την εμμονή είτε σε καταπίνει, δεν έχεις επιλογή». Πίσω από την υπερβολή, το Gold & Greed φωτίζει κάτι βαθύτερο: τη λαχτάρα για νόημα, την απόπειρα να ξεφύγεις από το συνηθισμένο, την αναζήτηση ενός «θησαυρού» που ίσως δεν είναι καν εκεί.
Σκάβοντας λίγο για να κατανοήσω καλύτερα το φαινόμενο, έπεσα πάνω σε μία ανατρεπτική θεωρητική πρόταση του Alan R. King, καθηγητή ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Ντακότα. Μελετώντας για χρόνια την κοινότητα των «κυνηγών» που αναζητούσαν τον θησαυρό του Fenn, ο King εισήγαγε τη λεγόμενη θεωρία της οριακής δέσμευσης («Liminal Commitment Theory»), μια προσέγγιση που φωτίζει τις ψυχολογικές και υπαρξιακές διαστάσεις της επιμονής σε μακρινούς, σχεδόν ανέφικτους στόχους. Η θεωρία δεν περιορίζεται στον ρομαντισμό της περιπέτειας. Αντιθέτως, επιχειρεί να εξηγήσει γιατί κάποιοι άνθρωποι συνεχίζουν να επενδύουν χρόνο, κόπο, πόρους και συναισθηματική ενέργεια σε στόχους που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν μη ρεαλιστικοί, ακόμη και όταν γνωρίζουν, έστω και ενδόμυχα, πως ίσως δεν θα τους επιτύχουν ποτέ. Σύμφωνα με τον King, αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ούτε αφελείς ούτε παραπλανημένοι. Είναι βαθιά δεσμευμένοι, όχι με το αποτέλεσμα, αλλά με το να παραμένουν στραμμένοι προς κάτι που τους ξεπερνά. Η επιμονή τους δεν είναι απόδειξη λογικής αλλά ένδειξη νοήματος.
Αυτό που καθιστά τη θεωρία ιδιαίτερη είναι η ίδια η επιμονή του King να κατανοήσει την εσωτερική δομή της ανθρώπινης επιθυμίας για δέσμευση. Το κυνήγι ενός ανέφικτου στόχου δεν αποτελεί στιγμιαία απόφαση αλλά μια πορεία σε στάδια, γεμάτη από ψυχολογικά «πλατώ» και κρίσιμες μεταβάσεις, τις οποίες χαρακτηριστικά ονομάζει τελετές μετάβασης. Οι άνθρωποι που συνεχίζουν παρά τις αποτυχίες περνούν από φάσεις ενθουσιασμού, απογοήτευσης, αναστοχασμού και επαναδέσμευσης. Σε κάθε τέτοια στροφή, ενδυναμώνονται ή καταρρέουν. Η θεωρία του King δεν αγιοποιεί την επιμονή αλλά την τοποθετεί σε ένα πεδίο όπου συνυπάρχουν η εσωτερική ορμή, το τραύμα, η παραίτηση, η ματαίωση, ο αυτοσαρκασμός και ξανά η σπίθα της αναζήτησης. Οι κυνηγοί του King θυμίζουν τους ορειβάτες που μετά από κάθε αποτυχία, κάθε απώλεια, σταματούν για λίγο και επανεκκινούν γιατί δεν αντέχουν την ακινησία.
Ίσως η θεωρία του King να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια ψυχολογική ιδιοτροπία. Όντως, σε μια κοινωνία όπου η επιχειρηματικότητα εξαντλείται σε πακέτα ΕΣΠΑ, η επιστημονική έρευνα ετεροαπασχολείται σε προσωρινές συμβάσεις και η καλλιτεχνική παραγωγή συντηρείται με ντελίβερι και ιδιωτικά φροντιστήρια, η επιμονή σε έναν προσωπικό στόχο που δεν αποδίδει άμεσα ή που δεν είναι αναγνωρίσιμος από θεσμούς και αγορά, συχνά φαντάζει γραφική ή ακόμη και ψυχικά επισφαλής. Από την άλλη μεριά, για χιλιάδες ανθρώπους στην Ελλάδα –νέους ερευνητές, πρώτης γενιάς φοιτητές, ανέργους δημιουργούς, εργαζόμενους σε επισφαλείς θέσεις, ανώνυμους ονειροπόλους– το να συνεχίζουν είναι το μόνο που τους δίνει συνοχή, επειδή το να τα παρατήσουν θα τους ήταν αφόρητο.
Οι κυνηγοί του ανέφικτου δεν καθοδηγούνται από πιθανότητες ή εξωτερικές ανταμοιβές αλλά από αυτό που η θεωρία του King ορίζει ως ετεροστατικό κίνητρο: μια εσωτερική ένταση που δεν αναζητά λύτρωση αλλά δέσμευση. Η ίδια η επιδίωξη του στόχου δημιουργεί ένα ψυχολογικό σχήμα μετάβασης, ένα δυναμικό ανάβασης μέσα από διαδοχικά εμπόδια, προσωρινές ήττες και ανεπίσημες τελετές μετάβασης, όπως ένα απορριφθέν άρθρο, μια αποτυχημένη ακρόαση ή ένα ερευνητικό πρόγραμμα που δεν εγκρίθηκε. Σε κάθε επίπεδο αυτού του σχήματος, το άτομο καλείται να αναμετρηθεί όχι μόνο με το περιβάλλον του αλλά και με το ψυχικό του κατώφλι: να αντέξει την απογοήτευση, να ξαναβρεί τον βηματισμό του, να επινοήσει νέο νόημα όταν το αρχικό διαψεύδεται.
Έτσι, στην Ελλάδα της ήσυχης απαξίωσης και της θεσμικής καχυποψίας, η επιμονή δεν είναι ούτε αρετή ούτε παθολογία αλλά μορφή προσωπικής συνέπειας. Όπως υπαινίσσεται και το Gold & Greed, το κρίσιμο δεν είναι αν θα φτάσεις κάπου αλλά αν θα συνεχίσεις να κινείσαι μέσα από «πλατώ» όπου ο εαυτός διαλύεται και ανασυντίθεται. Η εσωτερική πορεία αποκτά συνοχή από το μοτίβο των αποτυχιών που άντεξες. Και αυτή η επιμονή, αθόρυβη αλλά μετασχηματιστική, ίσως είναι η πιο καθαρή μορφή νοήματος σ’ έναν κόσμο που σου μαθαίνει πως, χωρίς καβάτζες, δεν επιτρέπεται ούτε να διανοηθείς να ξεκινήσεις το ταξίδι του ανέφικτου.