#Cancel_influencers: Οι διαμορφωτές κοινωνικής συνείδησης και τα μηδενικά που έγιναν νούμερα

#Cancel_influencers: Οι διαμορφωτές κοινωνικής συνείδησης και τα μηδενικά που έγιναν νούμερα
Συγκέντρωση ενάντια στην έμφυλη βία Eurokinissi

Για ποιους “influencers” θέλουμε τελικά να μιλάμε; Και γιατί πρέπει να αναπαράγονται οι ίδιες φωνές; Ρητορικά ερωτήματα σε μια εποχή που ψάχνει τη ρητορική της.

Θα ξεκινήσω αυτό το κείμενο, με τη παράγραφο με την οποία υπό άλλες συνθήκες θα το έκλεινα. Η Γεωργία Μπίκα. Η Σοφία Μπεκατώρου. Η Μάγδα Φύσσα. Η Κούλα Τοπαλούδη. Οι γονείς του Ζακ Κωστόπουλου, του Σαχζάτ Λουκμάν, του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Η μητέρα της Γαρυφαλλιάς.

Αυτοί είναι πραγματικοί “influencers”.

Εκείνοι που “ακυρώνονται” είναι ατυχή παραδείγματα μιας συγκυρίας.

Θα μου πείτε, ας μη τα τσουβαλιάζουμε όμως όλα. Δεν είναι όλα ένα πράγμα, μια αλήθεια, μια πραγματικότητα. Η μετάδοση κοινωνικών μηνυμάτων από φορείς αναγνωρισιμότητας δύναται να δώσει περισσότερη ορατότητα σε έννοιες που υποεκπροσωπούνται στον δημόσιο διάλογο. Σωστά. Το ζήτημα εδώ όμως είναι, πως σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, οι celebrities που επιλέγουν τη χρήση “νέων εννοιών”, πέφτουν εκουσίως ή ακουσίως στη παγίδα του να μη μείνουν “εκτός”.

Η όλη συζήτηση που άνοιξε μετά την υπόθεση βιασμού της Ελένης στη Θεσσαλονίκη, έφερε στην επιφάνεια πτυχές παράπλευρες, αλλά και σχετικές με το ίδιο το θέμα. Οι διάσημοι που έσπευσαν να τοποθετηθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αναδεικνύουν εν τέλει τη διπλή διάσταση της νέας εποχής, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τα πλαίσια ψηφιακής και μη, δικτύωσης.

Αφενός, το να μιλάς για το δίκαιο των κοινωνικών ομάδων που είτε δεν εκπροσωπούνται, είτε απειλούνται, είτε ακόμη δεν έχουν εδραιωθεί στις συνειδήσεις, είναι πλέον το “κανονικό”. Η ανοιχτή συζήτηση για τα δικαιώματα έπαψε να είναι ταμπού και οι περισσότεροι αισθάνονται την ανάγκη να σκύψουν πάνω της. Οι διεκδικήσεις πλαισιώνουν (πλέον) και ζητήματα για τα οποία η ελληνική κοινωνία είχε ελλειπή γνώση. Άνθρωποι που προσδιορίζονται όπως εκείνοι επιθυμούν και θυματοποιούνταν για αυτό, γυναίκες που κακοποιούνται, αρχίζουν να βγαίνουν μπροστά με τη δική τους φωνή. Οι υποκατηγορίες σεξουαλικής ταυτότητας και εν γένει συμπεριφοράς, παύουν σταδιακά να είναι υποκατηγορίες, τουλάχιστον στον δημόσιο λόγο. Το πλαίσιο ανοίγει, και σε αυτό έχει συμβάλλει ιδιαιτέρως ο επιτόπιος ακτιβισμός στους δρόμους, αλλά και στα social media. Μη ξεχνάμε άλλωστε πως και η υπόθεση της Ελένης, ενδυναμώθηκε αρχής γενομένης από το Instagram, το Twitter και τα ντοκουμέντα που αναρτήθηκαν εκεί.

Από την άλλη, το έτερο χαρακτηριστικό της νέας εποχής, είναι πως θα κριθούν οι πάντες. Καλώς ή κακώς, κρίνονται και οι κρίνοντες, όπως ίσως συνέβαινε και παλαιότερα, μόνο που πλέον τα αποτελέσματα της κριτικής φαίνονται γρηγορότερα, ακριβώς επειδή ζούμε σε digital διαστάσεις.

Οι προθέσεις ξεκαθαρίζουν πολύ γρήγορα. Οι διαθέσεις, το ίδιο.

Εκ του αποτελέσματος, τα δημόσια πρόσωπα θα πρέπει να το σκεφτούν καλύτερα όταν θα αποφασίσουν να μιλήσουν για κάτι που κρίνεται (και είναι) ευαίσθητο, ενώ απόψεις που κάποτε θα φάνταζαν ως “γραφικές” ή “αιρετικές”, πλέον γκρεμίζονται ως περιθωριακές σε κλάσματα δευτερολέπτων (βλέπε υπόθεση Τζούμα). Αλλά και τα μη δημόσια πρόσωπα, πλέον οφείλουν να ζυγίζουν κάπως πιο ψύχραιμα τα πράγματα όταν αποφασίζουν να τοποθετηθούν δημοσίως, ακριβώς γιατί η ορατότητα της εποχής, έρχεται να δέσει με την ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη, μια ανάγκη που βγαίνει από τα βάθη της πρότερης εποχής της οικονομικής αλλά και κοινωνικής εξαθλίωσης. Μη ξεχνάμε πως οι δυνάμεις της συντήρησης, βρίσκουν πάντοτε τρόπο να παγιωθούν, να ανδρωθούν και να επιβληθούν, μέσα σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης.

Στον αντίποδα όμως, αυτό που λείπει από τον δημόσιο λόγο, είναι η εμβάθυνση στις ιδέες, τις τάσεις, τις έννοιες. Και εκεί, θα έπρεπε να είναι διαρκές χρέος των ανθρώπων των media να βγάλουν μπροστά ερευνητές, νέες και νέους αναλυτές, να δώσουν χώρο και φωνή σε ανθρώπους που μπορούν να μιλήσουν βιωματικά για όσα έχουν ζήσει, για τη δική τους θυματοποίηση αλλά και για την αποτροπή της όμοιας θυματοποίησης άλλων, και όλο αυτό να γίνει ευλαβικά με σεβασμό στην ουσία του προβλήματος και όχι για την ουσία της όποιας θεαματικότητας. Ξέρετε, η “χαμένη” δουλειά του κανονικού δημοσιογράφου άλλωστε, είναι εν τέλει να ρωτάει, να μαθαίνει και να μεταδίδει, με σεβασμό στη δεοντολογία του. Όχι να κατευθύνει.

Από την άλλη, πρέπει και οι αυτόκλητοι “influencers” να επιμορφωθούν περισσότερο για όσα κοινωνικά ζητήματα επιλέγουν να μιλήσουν; Ναι, πρέπει. Ήταν άγνωστοι, έγιναν γνωστοί, αναγνωρίσιμα πρόσωπα και προσωπεία, και έχουν ευθύνη σχετικά με το τι εκπροσωπούν. Το ίδιο ισχύει και για τηλεπανελίστες, παρουσιαστές, διασκεδαστές. Αν δεν έχουν το υπόβαθρο, καλύτερα να μη μιλήσουν, ή αν δεν επιλέγουν να μιλήσουν, ας δώσουν το βήμα σε εκείνους που μπορούν, δικαιώνοντας την όποια αγαθή πρόθεσή τους. Οτιδήποτε άλλο, δικαιώνει μόνο τη κανιβαλιστική, πρόχειρη και επιπόλαιη προβολή ενός θέματος, με όρους που διέπουν ένα διαρκές reality show που με τη σειρά του, τείνει να επαναλαμβάνει δυστοπικά, τον χειρότερό του εαυτό.

Όσο για τους κρυφοσεξιστές, όψιμους λάτρεις της πατριαρχίας, νεοσυντηρητικούς alt right και λοιπούς δήθεν λούμπεν χαρακτήρες που περιδιαβαίνουν στα news feed μας; Με το καλό να αντιμετωπίσουν το δικό τους cancel, αφού πρώτα περιχαρακωθούν πίσω από τα χαρακώματα μιας φαινομενικής προάσπισης της όποιας πολιτικής μη ορθότητας. Εκείνος που διέπεται από ανθρωπιστική αλήθεια, από αγάπη για τον άλλο όπως κι ας είναι αυτός ο άλλος, δεν θα φοβηθεί μην ακυρωθεί από την πολιτική ορθότητα. Ίσα ίσα, που στο τέλος θα διακωμωδήσει τον ίδιο του τον εαυτό.

Είναι δε νομοτελειακό, πως μαζί με αυτές τις αλλαγές, θα βλέπουμε όλο και πιο έντονα τη βίαιη απομυθοποίηση εκείνων που ανάγονταν σε εφήμερους αστέρες, από μια μουδιασμένη κοινωνία που ακόμη ψάχνει να βρει τη γλώσσα και την ταυτότητά της. Θα βλέπουμε επίσης και τις ύστερες προσπάθειες του παλιού συστήματος να ανασυνταχθεί, και να προσαρμοστεί με τα παραδοσιακά του όπλα.

Στο δια ταύτα, ας αναζητήσουμε τους αληθινούς “influencers” (ας μου συγχωρεθεί η χρήση του όρου εδώ) μέσα από τις ίδιες της πτυχές της καθημερινότητάς μας. Δεν είναι δύσκολο, αρκεί να βλέπουμε και να ακούμε με μάτια και αυτιά ανοιχτά.

Πριν λίγες ημέρες, η Εύα Χαντάβα, μιλώντας στην κάμερα της ΕΡΤ μετά τη νίκη του Παναθηναϊκού επί του Ολυμπιακού, είπε χαρακτηριστικά: “Αρχικά θέλω να πω ένα μπράβο σε όλες τις γυναίκες που πλέον μιλάνε”. Ήταν η πρώτη της δήλωση αμέσως μετά τη σπουδαία νίκη της ομάδας της μέσα στην έδρα του “αιώνιου” αντιπάλου. Ήταν η δήλωση που έβαλε τα πράγματα στη σωστή τους θέση, στο σωστό timing, ακριβώς πάνω στη δημόσια συγκυρία ενός γεγονότος που απειλεί να γίνει συνήθειά μας.

Και χωρίς πολλά πολλά, είναι η δήλωση που έδειξε πως κάτι αλλάζει. Παντού.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα