Όταν η κακοποίηση οδηγεί σε αποτρόπαιο έγκλημα: Η ιστορία της Β.

Όταν η κακοποίηση οδηγεί σε αποτρόπαιο έγκλημα: Η ιστορία της Β.
Shutterstock

Η περίπτωση της Β. συνιστά ένα ακραίο περιστατικό κακοποίησης μέσα στο γάμο, το οποίο παραλίγο να οδηγήσει μέχρι τον φόνο. Έτσι και αλλιώς, όμως, άφησε βαριές ψυχικές και σωματικές βλάβες.

Το ζήτημα της κακοποίησης πάσης φύσεως ήρθε ορμητικά στην επικαιρότητα με τις καταγγελίες της Σοφίας Μπεκατώρου που πήραν μορφή χιονοστιβάδας. Εκτός από τη σεξουαλική κακοποίηση, η κακοποίηση μέσα στο γάμο, η οποία συνδυάζεται με έμφυλη βία, ταλαιπωρεί χιλιάδες γυναίκες στην Ελλάδα και εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο.

Η υπόθεση που παρουσιάζει το News24/7 καταδεικνύει ίσως με τον πιο απόλυτο τρόπο τους τρομερούς κινδύνους που ελλοχεύουν για μία γυναίκα που δέχεται τέτοιου είδους κακοποίηση από τον σύζυγό της και δεν απευθύνεται στις αρχές. Προφανώς δεν είναι εύκολο, χρειάζεται τόλμη και συμπαράσταση. Όμως αν η γυναίκα της συγκεκριμένης υπόθεσης είχε βρει το σθένος να καταγγείλει τον κακοποιητή σύζυγό της, θα είχε γλιτώσει από ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Από μία στυγνή απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά την οποία ο σύζυγος επιχείρησε να κόψει τα χέρια και τα πόδια της γυναίκας του και εν μέρει τα κατάφερε.

Το ζευγάρι αποτελείτο από οικονομικούς μετανάστες (από την Αλβανία). Κατά την πρώτη δεκαετία του 2000, εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανοί αναζήτησαν έτσι και αλλιώς μία καλύτερη τύχη στην Ελλάδα. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1995 και στην Ελλάδα πέρασε από αρκετές επαρχιακές πόλεις, κυρίως του βόρειου τμήματος της χώρας. Ο γάμος παρουσίασε προβλήματα από την αρχή. Η Β. αφηγήθηκε στο δικαστήριο του Γυθείου το 2010 ότι “η συμπεριφορά του συζύγου μου δεν ήταν καλή όλα αυτά τα χρόνια. Με χτυπούσε αρκετές φορές χωρίς να υπάρχει κάτι συγκεκριμένο. Μπουνιές και κλωτσιές”.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, και ενώ πολλές φορές ο σύζυγος παρουσιαζόταν απρόθυμος για δουλειά (είχε έντονα ψυχολογικά προβλήματα, όπως δήλωσε ο ίδιος) η Β. βγήκε στην αγορά εργασίας, ενώ στο μεταξύ είχαν γεννηθεί τα δύο παιδιά του ζευγαριού. “Σε κάποια στιγμή άρχισα να δουλεύω σε μπαράκια από το 2006 και έκανα παρέα σε άνδρες για ποτό. Δούλευα σε διάφορες πόλεις μπαρ-γούμαν. Ο ίδιος (σσ εννοεί ο σύζυγος) με έβαλε σε αυτήν τη δουλειά, με πίεζε. Εγώ δεν το ήθελα”.

Ήταν φανερό από εκείνα τα χρόνια ότι ο όποιος συναισθηματικός δεσμός υπήρχε μεταξύ του ζευγαριού είχε διαταραχθεί. Από τη μία πλευρά η σχεδόν καθημερινή βία στο σπίτι. Από την άλλη το προβληματικό και δύσκολο εργασιακό περιβάλλον” στο οποίο η Β. εξωθήθηκε με παρέμβαση του συζύγου. Δεν είναι, έτσι, απορίας άξιον ότι η Β. σύναψε σχέση με άλλον άνδρα για να καλύψει το συναισθηματικό κενό της. Αλλά αυτή η επιλογή της αποδείχθηκε μοιραία.

Όταν ενημέρωσε το σύζυγό της ότι είχε συνάψει δεσμό, ο τελευταίος έχασε κάθε έλεγχο: “Με χτύπησε στο κεφάλι, με χτυπούσε κάτω, με έκλεισε μέσα στο σπίτι για δύο ημέρες. Μου πήρε και τα κινητά μου τηλέφωνα. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να πάρω τα παιδιά μου στην Καλαμάτα, όπου ζούσα πια. Είχα νοικιάσει και διαμέρισμα” αφηγείται η παθούσα. Εν τω μεταξύ, για να βελτιωθούν τα πράγματα και ο μελλοντικός δράστης να ηρεμήσει, ο άνδρας με τον οποίο συνδεόταν η Β. του βρήκε δουλειά.

Η μέρα της φρίκης

Η απόπειρα ανθρωποκτονίας έγινε μία μέρα του Απριλίου του 2009. Η περιγραφή της Β. στο δικαστήριο (όπως και στη συνέχεια οι μαρτυρίες) είναι κάτι παραπάνω από ανατριχιαστική: “Εβγαλε έξω τα παιδιά και μου είπε να πάμε για καφέ. Εγώ μαγείρευα και σιδέρωνα. Ηλθε μετά και μου είπε να πάω στην τουαλέτα στο πλυντήριο για κάποια ρούχα. Μόλις πήγα στην τουαλέτα με έριξε κάτω, μου έβαλε τα γόνατα στους ώμους και με χάραξε με το μαχαίρι στο λαιμό, στο στήθος.

Μου λέει “μην κουνιέσαι, θα σε σκοτώσω”. Εγώ πήγα να πλύνω τα αίματα από το πρόσωπό μου. Μετά δεν κατάλαβα πως μπήκε με το αλυσοπρίονο, πως βρέθηκα στην μπανιέρα και πώς άρχισε να με κόβει στα χέρια και στα πόδια. Αυτά δεν τα έβλεπα, δεν μπορούσα. Με έκοψε στα χέρια και στα πόδια. Βγήκα από το μπάνιο με δυσκολία και πήρα το σύντροφό μου στο κινητό. Αυτός ειδοποίησε την αστυνομία που ήρθε και έσπασε την πόρτα. Με πήγαν στο ΚΑΤ και έμεινα στην εντατική 5-6 ημέρες. Υπήρχε κίνδυνος για τη ζωή μου. Στο νοσοκομείο τελικά έμεινα τρεις μήνες”.

Τι να σχολιάσει κανείς; Την αγριότητα και την βαναυσότητα; Τον φρικιαστικό τρόπο με τον οποίο ο δράστης επιχείρησε να αφαιρέσει τη ζωή της πρώην συζύγου του; Το γεγονός ότι όλο το περιστατικό έλαβε χώρα στο σπίτι της γυναίκας;

Έχει σημασία να αναφέρουμε και μία από τις μαρτυρίες. Ανήκει σε αστυνομικό ο οποίος εντόπισε με το περιπολικό του το δράστη λίγα λεπτά μετά το αποτρόπαιο έγκλημα (ο παρ΄ολίγον δολοφόνος βρισκόταν σε πανικό και είχε βγει στους δρόμους της Καλαμάτας). “Είδα ένα αυτοκίνητο να μου ανάβει τα φώτα. Σταματήσαμε. Ήλθε στο περιπολικό σε έξαλλη κατάσταση και είπε “σκότωσα τη γυναίκα μου και θέλω να παραδοθώ”. Είδα τα αίματα. Ήταν και τα παιδιά του στην ίδια κατάσταση, φώναζαν “μαμά μαμά”. Πήγαμε στο σπίτι, σπάσαμε την πόρτα και είδα τη γυναίκα μέσα στα αίματα, κάτω στο πάτωμα, δίπλα στο τραπέζι. Μαζί με τον κατηγορούμενο την σηκώσαμε. Θυμάμαι το ένα πόδι, λίγο πιο κάτω από το γόνατο, που το κρατούσε μόνο το δέρμα”.

Η απολογία και η απόφαση

Όταν συνήλθε από το σοκ και αφού είχε συλληφθεί, ο δράστης άρχισε να βγάζει και πάλι τον πολύ κακό του εαυτό. Σύμφωνα με μαρτυρίες που κατατέθηκαν στο δικαστήριο, έφτασε να πει στο σύντροφο της πρώην γυναίκας του ότι “τώρα (σσ. αφού την κομμάτιασα), πάρτην, στη χαρίζω!”. Στην απολογία του στο δικαστήριο του Γυθείου ο δράστης επιχείρησε να δικαιολογήσει τον εαυτό του: “Πριν δύο ημέρες είχα κάνει ψώνια 400 ευρώ. Ενα αλυσοπρίονο και ένα κινητό τηλέφωνο. Την ώρα που σιδέρωνε το πρωί, είχα πιει άλλα δύο ποτά. Της έλεγα να πάμε τα παιδιά στην παιδική χαρά, αλλά αυτή δεν ήθελε. Η οικογένειά της στην Αλβανία είναι η χειρότερη. Πήγα και άνοιξα το πλυντήριο να πάρω τα ρούχα μου. Μετά θόλωσα. Δεν θυμάμαι καλά αν πήρα μαχαίρι. Θόλωσα και δεν ξέρω τι έγινε. Δεν θυμάμαι πώς πήρα το πριόνι. Κατέβηκα κάτω και τότε κατάλαβα τι έκανα στη γυναίκα μου. Είδα το περιπολικό της αστυνομίας και τους άναψα τα φώτα”.

Η απόφαση του δικαστηρίου δεν θα μπορούσε παρά να είναι καταδικαστική, ο δράστης έτσι και αλλιώς είχε ομολογήσει την πράξη του. Οι δικαστές διαπίστωσαν ότι ο πρώην σύζυγος χρησιμοποιούσε βία σχεδόν καθημερινά και ότι κατάφερνε πλήγματα στη γυναίκα του στα χέρια και στα πόδια. Επίσης, συμπέρανε ότι “πιεστικώς εξώθησεν την πολιτικώς ενάγουσα να εργάζεται δια παροχής γυναικείας συντροφιάς εις άνδρας διασκεδάζοντας εντός νυκτερινών καταστημάτων παροχής ποτού μετά συνοδείας γυναικών”.

Από τις καταθέσεις έγινε, επίσης, γνωστό ότι ο δράστης είχε αποσπάσει χρηματικό ποσό από βιβλιάρια της συζύγου του, χωρίς να έχει συγκατάθεση και ότι συνέχιζε να την χτυπά, ακόμα και όταν αυτή του τόνισε ότι η σχέση τους είχε λάβει τέλος.

Για τη σκηνή της απόπειρας για φόνο το δικαστήριο απεφάνθη ότι “ο δράστης έσυρεν το αλυσοπρίονον εκ του σακκιδίου του εναποτεθέντος επί της ως άνω εσοχής του διαδρόμου έναντι του λουτρού, επί της οποίας εναπετίθεντο τα άπλυτα ενδύματα της οικογένειας και θέσας το ως άνω εργαλείον εις λειτουργίαν επανεισήλθεν εντός του λουτρού και δι’ ανθρωποκτόνου προθέσεως επεχείρησεν να αφαιρέσει την ζωήν αυτής δια αποκοπής των μελών του σώματος προς τον σκοπόν επιτεύξεως βασανιστικής επελεύσεως του θανάτου κατόπιν προκλήσεως οδυνηρού πόνου”.

Το δικαστήριο επέβαλλε την ποινή των 17 ετών κάθειρξης αναγνωρίζοντας στον δράστη ειλικρινή μεταμέλεια. Η ποινή έμεινε σε αυτό το επίπεδο μετά την εκδίκαση στο εφετείο.

Η Β. προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της, ψυχικές και σωματικές, ενώ ταυτόχρονα μεγαλώνει τα δύο παιδιά της. Ζει προφανώς επειδή έχει τεράστια θέληση να το κάνει. Εκεί έξω, όμως, υπάρχουν χιλιάδες άλλες γυναίκες που υπομένουν τη συζυγική βία με κίνδυνο να βιώσουν τις φρικιαστικές στιγμές που έζησε η Β. Δεν πρέπει να το επιτρέψουμε να συμβεί.

Aυτό είναι και το μήνυμα του νομικού που χειρίστηκε την υπόθεση για λογαριασμό της Β. Ο Θόδωρος Μαντάς δήλωσε τα εξής: “Ηταν μια υπόθεση ακραίας συζυγικής βίας, η οποία τελέστηκε με τρόπο ιδιαζόντως ειδεχθή. Η ελληνική δικαιοσύνη έπραξε στο ακέραιο το καθήκον της και επιφύλαξε στον δράστη την πιο αυστηρή ποινική μεταχείριση. Δυστυχώς, η υπόθεση δεν πήρε τη δημοσιότητα που έπρεπε ώστε να περάσει ενα ηχηρό μήνυμα στην ελληνική κοινωνία και να αποθαρρύνει τη βία κατά των γυναικών”.

Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα