Αλβανία: Οι εκλογές ως θέαμα σ’ ένα τοπίο μεταπολιτικής

Διαβάζεται σε 8'
Αλβανία: Οι εκλογές ως θέαμα σ’ ένα τοπίο μεταπολιτικής
Προεκλογική αφίσα στην Αλβανία AP

Η εκλογική διαδικασία στην Αλβανία έχει μετατατραπεί σε ένα επικοινωνιακό σόου κατά το οποίο η ουσία απουσιάζει και οι εντυπώσεις μετρούν περισσότερο απ’ όλα.

Πριν από λίγες εβδομάδες, στην κεντρική πλατεία των Τιράνων, αφαιρέθηκαν τελικά οι σκαλωσιές από την πρόσοψη ενός από τους πολλούς ουρανοξύστες που, την τελευταία δεκαετία, έχουν περικυκλώσει όχι μόνο την ίδια την πλατεία αλλά και σχεδόν κάθε εναπομείναντα δημόσιο χώρο εντός του εσωτερικού δακτυλίου της πόλης.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, μια τέτοια αποκάλυψη θα περνούσε απαρατήρητη από τους πολίτες, πλέον εξοικειωμένους με έναν ουρανό που πνίγεται σιγά-σιγά από τους ουρανοξύστες. Όμως αυτή η πρόσοψη ήταν διαφορετική.

Αν τη δει κανείς από μπροστά ή από το πλάι, το κτίριο αποκαλύπτει το πρόσωπο του Γεωργίου Καστριώτη Σκεντέρμπεη, του εθνικού ήρωα του οποίου το όνομα φέρει η πλατεία. Τώρα, ο Σκεντέρμπεης αγναντεύει από ψηλά, αθανατοποιημένος στο σκυρόδεμα, ρίχνοντας μια βαριά και επιβλητική σκιά πάνω στον χώρο που κάποτε τον τιμούσε με ανοιχτό ορίζοντα.

Σε αυτή την πλατεία, στις 11 Απριλίου, το Σοσιαλιστικό Κόμμα—στην εξουσία για δώδεκα συνεχόμενα χρόνια—εγκαινίασε επίσημα την εκλογική του εκστρατεία. Στελέχη του κόμματος από κάθε εκλογική περιφέρεια της χώρας συγκεντρώθηκαν στην πλατεία, συνοδευόμενα από ποπ τραγουδιστές και τοπικά χορευτικά συγκροτήματα. Υποστηρικτές κυμάτιζαν εθνικές σημαίες, χειροκροτούσαν, τραγουδούσαν, χόρευαν και κατέγραφαν το θέαμα με τα κινητά τους. Στη συνέχεια, ο ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος και νυν Πρωθυπουργός, Έντι Ράμα, εμφανίστηκε μπροστά στο πλήθος.

Μαζί με τον ράπερ Noizy, παρουσίασε τον επίσημο ύμνο της εκστρατείας. Ο Ράμα ακολούθησε με μια ομιλία για την έναρξη της εκλογικής εκστρατείας. Η ομιλία του, όπως και ολόκληρος ο πολιτικός του λόγος καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας, είναι οικεία σε όσους γνωρίζουν το κουραστικό του, πλέον, ύφος. Λεκτικές επιθέσεις γεμάτες ειρωνεία και σαρκασμό προς τους πολιτικούς αντιπάλους, αστεία που ταιριάζουν περισσότερο σε έναν μέτριο stand-up κωμικό, και άλλη μια υπόσχεση για ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι το 2030.

Ουρανοξύστες, σημαίες και σκηνοθετημένο σόου. Νεοφιλελευθερισμός, κοινότοπος εθνικισμός και αποπολιτικοποίηση της πολιτικής ζωής—αυτές είναι οι λέξεις που περιγράφουν με τον πιο ακριβή τρόπο τη σημερινή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της Αλβανίας.

Από την άλλη πλευρά, το Δημοκρατικό Κόμμα—η κύρια αντιπολιτευτική δύναμη—ξεκίνησε την εκλογική του εκστρατεία σε μια μικρότερη πλατεία, μπροστά σε ένα εμφανώς πιο αραιό πλήθος, αλλά με την ίδια δίψα για θεαματικότητα. Ήταν σαν το κόμμα να παραδεχόταν ασυνείδητα—ή ίσως αρκετά συνειδητά—το σημαντικό μειονέκτημα στο οποίο βρίσκεται. Το σύνθημα της εκστρατείας του, «Μια Μεγαλειώδης Αλβανία», αφήνει λίγα περιθώρια αμφιβολίας για την έμπνευσή του.

Ωστόσο, ο αστέρας της βραδιάς δεν ήταν ο τρεις φορές επανελθών Σαλί Μπερίσα, αλλά ένα όνομα σχεδόν άγνωστο στο αλβανικό κοινό μέχρι πριν από έναν μήνα: ο Chris LaCivita, που παρουσιάστηκε ως ο εγκέφαλος πίσω από τη στρατηγική εκστρατείας του Donald Trump. Στις 11 Απριλίου παρουσιάστηκε ως ο άνθρωπος που υποτίθεται ότι θα επαναφέρει το Δημοκρατικό Κόμμα στην εξουσία. Η βραδιά έκλεισε με τον ήχο του «Eye of the Tiger».

Αμερικανοποίηση της πολιτικής. Μια αποδυναμωμένη αντιπολίτευση. Πολιτική απάθεια. Αυτές είναι μερικές ακόμη λέξεις που περιγράφουν την πολιτική πραγματικότητα της σημερινής Αλβανίας.

Διαφθορά, νεοφιλελεφερισμός και εθνικισμός από σκυρόδεμα

Για περισσότερα από 30 χρόνια, η πολιτική ζωή της Αλβανίας κυριαρχείται από ένα σύστημα θεσμοθετημένης διαφθοράς που δεν είναι τυχαίο, αλλά θεμελιώδες. Οι πελατειακές σχέσεις καθορίζουν ποιος παίρνει διορισμό στο δημόσιο, συμβάσεις, υπηρεσίες ή πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Η μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης και οι υψηλού προφίλ συλλήψεις είναι συχνά περισσότερο παραστατικές παρά δομικές. Δίνουν την ψευδαίσθηση της λογοδοσίας ενώ εδραιώνουν την εξουσία πίσω από κλειστές πόρτες.

Τα πολιτικά κόμματα λειτουργούν ολοένα και λιγότερο ως ιδεολογικές οντότητες και όλο και περισσότερο ως δίκτυα που διαχειρίζονται κρατικούς πόρους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εκλογές μετατρέπονται σε εργαλεία ενίσχυσης της εξουσίας και όχι αμφισβήτησής της. Οι ψηφοφόροι δεν καλούνται να επιλέξουν μεταξύ οραμάτων για τη χώρα, αλλά μεταξύ διαφορετικών τρόπων διαχείρισης του ίδιου, σαθρού συστήματος.

Το όραμα ανάπτυξης του Σοσιαλιστικού Κόμματος έχει υιοθετήσει έναν ακραίο νεοφιλελευθερισμό, μεταμφιεσμένο με εθνικά σύμβολα. Τεράστια έργα αστικής ανάπλασης—ιδίως στα Τίρανα—έχουν αντικαταστήσει δημόσια πάρκα και ιστορικές γειτονιές με πολυτελείς ουρανοξύστες και εμπορικά κέντρα. Αυτά τα έργα, που συχνά ανατίθενται μέσω αδιαφανών συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, υπόσχονται πρόοδο, αλλά ωφελούν κυρίως μεγιστάνες των κατασκευών και διεθνείς επενδυτές.

Για να αποσπάσει την προσοχή από αυτή την απογύμνωση του δημόσιου χώρου, η κυβέρνηση τυλίγεται με εθνικά σύμβολα. Η εικόνα του Σκεντέρμπεη στην πρόσοψη ενός πύργου δεν είναι τυχαία—είναι ένα οπτικό σύμβολο του κοινότοπου εθνικισμού —τη ρουτινιασμένη, συμβολική επίκληση του έθνους στην καθημερινή ζωή. Και όμως, όπως συμβαίνει συχνά, πρόκειται για έναν εθνικισμό που παραδόξως εξυπηρετεί το παγκόσμιο κεφάλαιο, ενώ ταυτόχρονα επικαλείται την πολιτιστική υπερηφάνεια.

Πληροφοριακός και εκλογικός αυταρχισμός σε ενα αποπολιτικοποιημένο τοπίο

Στην Αλβανία, οι εκλογές εξακολουθούν να διεξάγονται σύμφωνα με το πρόγραμμα. Υπάρχουν εκστρατείες, συζητήσεις, τηλεοπτικές ομιλίες και διεθνείς παρατηρητές. Αλλά αυτό που έχει διαβρωθεί δεν είναι η διαδικασία—είναι το νόημα. Η πολιτική έχει μετατραπεί σε παράσταση, σε μια σκηνή όπου οι ηθοποιοί δεν ανταγωνίζονται για να εκφράσουν ιδεολογίες, αλλά για να εκπέμψουν εξουσία, πατριωτισμό και έλεγχο.

Η σημερινή Αλβανία παρουσιάζει χαρακτηριστικά αυτού που οι πολιτικοί επιστήμονες αποκαλούν πληροφοριακός αυταρχισμός (informational autocracy): ένα καθεστώς που διατηρεί την εικόνα των δημοκρατικών διαδικασιών, ενώ αδρανοποιεί την πολιτική τους ουσία. Η συναίνεση δεν κατασκευάζεται μέσω της βίας αλλά μέσω του ελέγχου της πληροφορίας, του θεάματος και της υπερβολής. Ο στόχος δεν είναι να φιμωθεί η διαφωνία, αλλά να θαφτεί μέσα στον θόρυβο.

Αυτό που επίσης διαφοροποιεί αυτούς τους τύπους καθεστώτων από τις κλασικές δικτατορίες του περασμένου αιώνα είναι ότι, ενώ οι παραδοσιακές δικτατορίες τείνουν να πολιτικοποιούν κάθε πτυχή της δημόσιας—και συχνά της ιδιωτικής—ζωής, τα σημερινά αυταρχικά καθεστώτα επιδιώκουν να διαγράψουν εντελώς την Πολιτική από τη δημόσια σφαίρα. Αυτό ακριβώς έχει συμβεί στην Αλβανία.

Παρότι η χώρα διατηρεί τον τύπο των εκλογών, το πολιτικό της σύστημα πλησιάζει πλέον τον ορισμό ενός εκλογικού αυταρχισμού (electoral authoritarianism). Οι κυβερνώντες χρησιμοποιούν κρατικούς πόρους, μέσα ενημέρωσης και άτυπες πιέσεις για να κυριαρχήσουν στο πολιτικό πεδίο. Η αντιπολίτευση, από την άλλη, παραμένει κατακερματισμένη, ιδεολογικά ασαφής ή απαξιωμένη από σκάνδαλα του παρελθόντος.

Τα εκλογικά αυταρχικά καθεστώτα διαφέρουν από τις παραδοσιακές δικτατορίες ακριβώς λόγω της ικανότητάς τους να προσομοιώνουν τη δημοκρατία, εξουδετερώνοντας παράλληλα το μετασχηματιστικό της δυναμικό. Οι εκλογές δεν διεξάγονται για να επιφέρουν πολιτική αλλαγή, αλλά για να νομιμοποιήσουν τη συνέχεια. Η ψήφος μετατρέπεται σε τελετουργικό συναίνεσης αντί για εργαλείο λογοδοσίας. Αυτά τα καθεστώτα βασίζονται σε έναν ελεγχόμενο πλουραλισμό, όπου η αντιπολίτευση είναι ανεκτή αλλά δομικά αποδυναμωμένη—ώστε να μην μπορεί να αποτελέσει ουσιαστική απειλή για την εξουσία. Σε τέτοια συστήματα, οι πολίτες δεν αποκλείονται από τη συμμετοχή· καλούνται να συμμετάσχουν σε ένα παιχνίδι του οποίου το αποτέλεσμα έχει ήδη προκαθοριστεί.

Η είσοδος συμβούλων όπως ο Chris LaCivita—σύμβολα της αμερικανοποίησης της πολιτικής—δεν αποτελεί ανανέωση, αλλά επιβεβαίωση της αποσύνθεσης. Οι εισαγόμενες τεχνικές μάρκετινγκ μπορεί να προσφέρουν πειθαρχημένο μήνυμα, αλλά δεν μπορούν να καλύψουν το κενό πολιτικού περιεχομένου. Το αποτέλεσμα είναι μια εκλογική περίοδος γεμάτη συνθήματα, διαφημίσεις και μουσικά θέματα, ενώ οι πολίτες παραμένουν απογοητευμένοι και αποδυναμωμένοι.

Προς ένα Επαναπολιτικοποιημένο Μέλλον;

Η κρίση της αλβανικής δημοκρατίας δεν είναι διαδικαστική—είναι υπαρξιακή. Βρίσκεται στη συρρίκνωση της πολιτικής φαντασίας, στην ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η πολιτική δεν μπορεί να φέρει πραγματική αλλαγή. Οι πολίτες καλούνται να συμμετέχουν σε εκλογές χωρίς εναλλακτικές, να επιλέγουν χωρίς συνέπειες.

Αυτό που χρειάζεται η Αλβανία δεν είναι περισσότεροι σύμβουλοι, μεγαλύτερες οθόνες ή πιο δυνατοί ύμνοι. Χρειάζεται την επαναπολιτικοποίηση της δημόσιας ζωής: κινήματα που να αρθρώνουν πραγματικές εναλλακτικές, δημοσιογραφία που να αμφισβητεί την εξουσία αντί να τη χαϊδεύει, και πολιτική συμμετοχή που να βασίζεται στην αλληλεγγύη, όχι στο θέαμα. Η εμφάνιση νέων προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, όπως η περίπτωση του Κινήματος Μαζι (Lëvizja Bashkë), δείχνει ότι η δυνατότητα επαναπολιτικοποίησης της δημόσιας ζωής υπάρχει—έστω κι αν η πορεία μπροστά είναι μακρά και δύσβατη.

Μέχρι τότε, η Αλβανία θα συνεχίσει να ψηφίζει—αλλά το αποτέλεσμα θα παραμένει το ίδιο. Η εξουσία θα εναλλάσσεται στους ίδιους κύκλους. Οι πύργοι θα συνεχίσουν να υψώνονται. Και ο Σκεντέρμπεης, παγωμένος στο σκυρόδεμα, θα παρακολουθεί από ψηλά—όχι πάνω από μια ελεύθερη πλατεία, αλλά πάνω από μια πόλη και μία χώρα που έχει ξεχάσει πώς να αναπνέει.

Ο Κρίτων Κούτσι είναι Λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Μεσογειακό Πανεπιστήμιο της Αλβανίας

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα