Γιατί Τραμπ – Πούτιν επέλεξαν την Αλάσκα για τη συνάντησή τους
Διαβάζεται σε 13'
Η Αλάσκα θα φιλοξενήσει μια ιστορική συνάντηση μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντίμιρ Πούτιν, με στόχο τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Η εγγύτητα με τη Ρωσία, η πλούσια ιστορία της και η στρατηγική τοποθεσία της στην Αρκτική.
- 09 Αυγούστου 2025 20:39
Στις 15 Αυγούστου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν αναμένεται να συναντηθούν στη μεγαλύτερη πόλη της Αλάσκας ή σε κάποια άλλη, ακόμη μη ανακοινωμένη, τοποθεσία, για συνομιλίες με στόχο τον τερματισμό του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία.
Η σύνοδος αυτή αναμένεται να αποτελέσει σημαντική στιγμή όχι μόνο για τη σύγκρουση που διαρκεί τριάμισι χρόνια, αλλά και για τις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας, καθώς και για την ίδια την κληρονομιά της Αλάσκας ως γέφυρας μεταξύ εθνών.
Η συνάντηση αυτή θα αποτελέσει την πρώτη δια ζώσης επαφή μεταξύ Τραμπ και Πούτιν από την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο νωρίτερα φέτος, και θα είναι η πρώτη φορά που οι δύο ηγέτες θα συναντηθούν σε αμερικανικό έδαφος.
Το μεγάλο διακύβευμα της συνάντησης Τραμπ – Πούτιν
Η συνάντηση πραγματοποιείται σε μια περίοδο κατά την οποία τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Μόσχα φαίνεται να εξετάζουν μια πιθανή συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, η οποία θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει τα εδαφικά σύνορα στην Ανατολική Ευρώπη.
Η ανακοίνωση της Παρασκευής ακολούθησε εβδομάδες παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων, στις οποίες συμμετείχε και ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Σύμφωνα με τον Τραμπ, οι τρεις χώρες βρίσκονται κοντά σε μια συμφωνία που θα μπορούσε να τερματίσει τις εχθροπραξίες, με τις συζητήσεις να περιλαμβάνουν –όπως αναφέρεται– πιθανά εδαφικά ανταλλάγματα στο πλαίσιο της διευθέτησης.
«Θα υπάρξει κάποια ανταλλαγή εδαφών προς όφελος και των δύο πλευρών», δήλωσε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο. Η παρατήρηση αυτή δείχνει προς μια πιθανή συμφωνία, στο πλαίσιο της οποίας η Ουκρανία ενδέχεται να παραχωρήσει τον έλεγχο ορισμένων περιοχών στη Ρωσία με αντάλλαγμα την ειρήνη.
Ο Γιούρι Ουσάκοφ, ανώτερος σύμβουλος του Πούτιν, δήλωσε ότι η ατζέντα θα επικεντρωθεί στη «συζήτηση επιλογών για την επίτευξη μιας μακροπρόθεσμης ειρηνικής λύσης στην ουκρανική κρίση» και αναγνώρισε ότι «αυτό θα είναι προφανώς μια δύσκολη διαδικασία, αλλά θα συμμετάσχουμε ενεργά και με ενέργεια».
Στο δικό του διάγγελμα προς τον ουκρανικό λαό εκείνο το βράδυ, ο Ζελένσκι υιοθέτησε έναν συγκρατημένα αισιόδοξο τόνο, σημειώνοντας ότι μια κατάπαυση του πυρός θα μπορούσε να είναι εφικτή εάν ασκηθεί επαρκής διπλωματική και οικονομική πίεση στη Μόσχα.
Ανέφερε ότι η κυβέρνησή του βρισκόταν σε συνεχή επαφή με την Ουάσιγκτον και είχε συνομιλήσει με περισσότερους από δώδεκα άλλους ηγέτες παγκοσμίως τις τελευταίες ημέρες, προκειμένου να διατηρηθεί η δυναμική.
Γιατί επιλέχθηκε η Αλάσκα ως τοποθεσία;
Η επιλογή της Αλάσκας ως τόπου συνάντησης αποφεύγει τις “νομικές επιπλοκές” που θα προέκυπταν αν ο Πούτιν ταξίδευε σε κράτος-μέλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ).
Όπως υπενθυμίζει το firstpost.com, ο Ρώσος πρόεδρος είναι αντιμέτωπος με ένταλμα σύλληψης που εκρεμεί από το ΔΠΔ, το οποίο εκδόθηκε σε σχέση με φερόμενα εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία, γεγονός που σημαίνει ότι, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τα κράτη-μέλη του ΔΠΔ θα ήταν υποχρεωμένα να τον συλλάβουν αν εισερχόταν στην επικράτειά τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στο ΔΠΔ και δεν αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία του, οπότε δεν έχουν καμία νομική υποχρέωση να συλλάβουν τον Πούτιν.
Η γεωγραφική θέση της Αλάσκας την καθιστά επίσης μια πρακτική επιλογή. Το ηπειρωτικό τμήμα της πολιτείας απέχει μόλις περίπου 88 χιλιόμετρα από τη Ρωσία, μέσω του στενού του Μπέρινγκ, ενώ μερικά από τα μικρότερα νησιά της βρίσκονται ακόμη πιο κοντά.
Αν και το Κρεμλίνο είχε προηγουμένως προτείνει και άλλες πιθανές τοποθεσίες, μεταξύ των οποίων και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ο Τραμπ επιβεβαίωσε στην ανακοίνωσή του ότι θα φιλοξενήσει τον Πούτιν στην Αλάσκα.
Η σχέση της Αλάσκας με τη Ρωσία
Η σχέση της Αλάσκας με τη Ρωσία χρονολογείται εδώ και περισσότερους από δύο αιώνες. Η Ρωσική Αυτοκρατορία άρχισε να εξερευνά και να εγκαθίσταται σε τμήματα της περιοχής τον 18ο αιώνα, δημιουργώντας εμπορικούς σταθμούς γούνας και επεκτείνοντας την παρουσία της στη Θάλασσα του Μπέρινγκ.
Στις 30 Μαρτίου 1867, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία υπέγραψαν τη Συνθήκη Παραχώρησης, βάσει της οποίας η Ρωσία μεταβίβασε την Αλάσκα στις ΗΠΑ έναντι 7,2 εκατομμυρίων δολαρίων της εποχής — ποσό που αντιστοιχούσε σε περίπου δύο σεντς ανά στρέμμα.
Η συμφωνία έβαλε τέλος στην παρουσία 125 ετών της Ρωσίας στη Βόρεια Αμερική, η οποία στο απόγειό της εκτεινόταν μέχρι το Fort Ross στην Καλιφόρνια.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η απόκτηση της Αλάσκας υπαγορεύτηκε τόσο από οικονομικούς όσο και από στρατηγικούς λόγους. Αξιωματούχοι θεωρούσαν την Αλάσκα πλούσια σε φυσικούς πόρους — όπως χρυσό, γούνες, αλιεία και αργότερα πετρέλαιο — και ως πιθανή πύλη για το εμπόριο με την Ανατολική Ασία.
Υπήρχαν επίσης ανησυχίες ότι η Βρετανία θα μπορούσε να προσπαθήσει να εδραιώσει παρουσία στην περιοχή, γεγονός που καθιστούσε την αγορά της Αλάσκας μια κίνηση για την εδραίωση της αμερικανικής επιρροής στον Ειρηνικό.
Η περιοχή έφερε τεράστιο πλούτο με την πάροδο των χρόνων, με την εξαγωγή πόρων αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων — από το λάδι φάλαινας και τις γούνες τον 19ο αιώνα, έως τον χαλκό, τον χρυσό, την ξυλεία, τα ψάρια, την πλατίνα, τον ψευδάργυρο, τον μόλυβδο και το πετρέλαιο στις επόμενες δεκαετίες.
Ακόμη και σήμερα, η Αλάσκα διαθέτει σημαντικά ανεκμετάλλευτα αποθέματα πετρελαίου. Ο πλούτος των πόρων της επιτρέπει στην πολιτεία να λειτουργεί χωρίς φόρο πωλήσεων ή εισοδήματος και να παρέχει σε κάθε κάτοικο μια ετήσια πληρωμή από το ταμείο εσόδων πετρελαίου.
Η Αλάσκα έγινε η 49η πολιτεία των ΗΠΑ το 1959, όταν ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντουάιτ Ντ. Αϊζενχάουερ, υπέγραψε τον Νόμο για την Πολιτειακή Υπόσταση της Αλάσκας (Alaska Statehood Act).
Η νομοθεσία παραχώρησε στην πολιτεία τον έλεγχο σε περισσότερα από 104 εκατομμύρια στρέμματα γης, αλλά περιλάμβανε επίσης μια πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία οι πολίτες της νέας πολιτείας παραιτούνταν από διεκδικήσεις γης βάσει των δικαιωμάτων των ιθαγενών.
Η διάταξη αυτή υπήρξε αμφιλεγόμενη, καθώς οι ιθαγενείς λαοί της Αλάσκας —περίπου 75.000 άτομα εκείνη την εποχή— είχαν μακροχρόνιες διεκδικήσεις για μεγάλο μέρος της περιοχής.
Το 1971, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, υπέγραψε τον Νόμο Διευθέτησης Διεκδικήσεων των Ιθαγενών της Αλάσκας (Alaska Native Claims Settlement Act), ο οποίος έλυσε αυτές τις διαφορές μεταβιβάζοντας 44 εκατομμύρια στρέμματα γης και παρέχοντας 1 δισ. δολάρια στους ιθαγενείς της Αλάσκας.
Σήμερα, ο πληθυσμός της πολιτείας ανέρχεται σε περίπου 740.000 κατοίκους, εκ των οποίων περίπου 120.000 είναι ιθαγενείς.
Τι καθιστά την Αλάσκα στρατηγικής σημασίας σήμερα;
Η τοποθεσία της Αλάσκας εξακολουθεί να την καθιστά ζωτικό πλεονέκτημα για τη στρατηγική άμυνα των ΗΠΑ. Η πολιτεία φιλοξενεί βασικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ, όπως η Κοινή Βάση Έλμεντορφ-Ρίτσαρντσον (Joint Base Elmendorf-Richardson) κοντά στο Άνκορατζ και η Αεροπορική Βάση Έιλσον (Eielson Air Force Base) κοντά στο Φέρμπανκς.
Η θέση της, ως η μοναδική πολιτεία των ΗΠΑ με εδάφη στην Αρκτική, εξασφαλίζει ότι διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην αμερικανική πολιτική για την Αρκτική, ιδίως καθώς η κλιματική αλλαγή ανοίγει νέες θαλάσσιες οδούς και ευκαιρίες για εξερεύνηση πόρων στην περιοχή.
Αυτή η σύνδεση με την Αρκτική καθιστά επίσης την Αλάσκα φυσική επιλογή για τη φιλοξενία συζητήσεων υψηλού επιπέδου που αφορούν την παγκόσμια ασφάλεια, το εμπόριο και περιβαλλοντικά ζητήματα.
Αν και η σύνοδος της 15ης Αυγούστου θα είναι ιστορική από μόνη της, δεν είναι η πρώτη φορά που η Αλάσκα βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς διπλωματίας.
Τον Μάρτιο του 2021, το Άνκορατζ φιλοξένησε ανώτερους αξιωματούχους από τις ΗΠΑ και την Κίνα σε μια συνάντηση που γρήγορα πήρε συγκρουσιακή τροπή, με τις δύο πλευρές να επικρίνουν δημοσίως η μία την πολιτική της άλλης μπροστά στα μέσα ενημέρωσης.
Νωρίτερα, το 1984, η πολιτεία φιλοξένησε τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄ κατά τη συνάντησή του με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρέιγκαν, ενώ το 1971 ο Νίξον είχε συναντηθεί στην Αλάσκα με τον Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας.
Είναι η Αλάσκα έτοιμη για τη σύνοδο;
Ο κυβερνήτης της Αλάσκας, Μάικ Ντανλίβι, εξέφρασε την έντονη υποστήριξή του για τη φιλοξενία της συνάντησης, γράφοντας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Καλωσορίζω την επερχόμενη συνάντηση μεταξύ του προέδρου Ντόναλντ Τζ. Τραμπ και του προέδρου της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, που θα πραγματοποιηθεί εδώ, στη σπουδαία πολιτεία της Αλάσκας. Η Αλάσκα είναι η πιο στρατηγική τοποθεσία στον κόσμο, στο σταυροδρόμι της Βόρειας Αμερικής και της Ασίας, με την Αρκτική στα βόρεια και τον Ειρηνικό στα νότια. Ό,τι συμβαίνει στην Αρκτική και τον Ειρηνικό επηρεάζει πρώτα την Αλάσκα, πριν από την υπόλοιπη χώρα».
Ο Ντανλίβι πρόσθεσε: «Είναι ταιριαστό οι συζητήσεις παγκόσμιας σημασίας να πραγματοποιούνται εδώ. Εδώ και αιώνες, η Αλάσκα υπήρξε γέφυρα μεταξύ εθνών και σήμερα παραμένουμε πύλη για τη διπλωματία, το εμπόριο και την ασφάλεια σε μία από τις πιο κρίσιμες περιοχές του πλανήτη. Ο κόσμος θα παρακολουθεί και η Αλάσκα είναι έτοιμη να φιλοξενήσει αυτήν τη ιστορική συνάντηση».
Άλλοι πολιτικοί ηγέτες επίσης χαιρέτισαν την εξέλιξη, αν και με επιφυλάξεις. Ο Αμερικανός γερουσιαστής Νταν Σάλιβαν δήλωσε ότι η πολιτεία είναι «τιμή της» να φιλοξενεί ακόμη ένα μεγάλο διεθνές γεγονός, υπενθυμίζοντας προηγούμενες σημαντικές επισκέψεις υψηλού προφίλ.
Η Αμερικανίδα γερουσιαστής Λίζα Μουρκόφσκι δήλωσε ότι η σύνοδος αποτελεί «μια ακόμη ευκαιρία για την Αρκτική να λειτουργήσει ως τόπος που φέρνει κοντά ηγέτες του κόσμου για να συνάψουν ουσιαστικές συμφωνίες», αν και τόνισε την επιφύλαξή της απέναντι στις προθέσεις του Πούτιν.
Ο Αμερικανός βουλευτής Νικ Μπέγκιτς εξέφρασε ένα μήνυμα συγκρατημένης ελπίδας, δηλώνοντας: «Η προσευχή μου είναι οι συνομιλίες να είναι παραγωγικές και να οδηγήσουν σε ουσιαστική πρόοδο προς τη συμφιλίωση. Η επιδίωξη της ειρήνης απαιτεί ανοιχτό διάλογο. Και είναι ενθαρρυντικό ότι ο διάλογος θα πραγματοποιηθεί στο ανώτατο επίπεδο εδώ στην Αλάσκα, όπου η Ρωσία και η Αμερική μοιράζονται μια ιστορική σχέση και γεωγραφική εγγύτητα».
Οι εδαφικές φιοδοξίες της Ρωσίας – Τι διακυβεύεται στη συνάντηση
Ο Πούτιν συνεχίζει να διεκδικεί την κυριαρχία της Ρωσίας σε τέσσερις ουκρανικές περιοχές — Λουγκάνσκ, Ντονέτσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα — πέρα από την Κριμαία, η οποία προσαρτήθηκε από τη Ρωσία το 2014.
Ο Πούτιν κατά την μεταξύ τους επικοινωνία, είπε στον Γουίτκοφ ότι θα συμφωνούσε σε πλήρη κατάπαυση του πυρός εάν η Ουκρανία συμφωνούσε να αποσύρει τις δυνάμεις της από όλη την ανατολική περιοχή του Ντόνετσκ της Ουκρανίας, σύμφωνα με αξιωματούχους που ενημερώθηκαν για την επικοινωνία, όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η Wall Street Journal. Η Ρωσία θα έλεγχε τότε το Ντόνετσκ, το Λουχάνσκ, καθώς και τη χερσόνησο της Κριμαίας.
Η Ρωσία κατέχει τώρα το μεγαλύτερο μέρος του Ντόνετσκ και του Λουχάνσκ, αλλά οι ουκρανικές δυνάμεις εξακολουθούν να ελέγχουν σημαντικά τμήματα του εδάφους, συμπεριλαμβανομένων βασικών πόλεων που αποτελούν πλέον οχυρά της ουκρανικής άμυνας. Αυτό που δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο, είναι τι θα συμβεί στις νότιες περιοχές της Ζαπορίζια και της Χερσώνας. Αν δηλαδή θα παραμείνει ή θα αποσυρθεί από εκεί η Ρωσία.
Στην τηλεφωνική επικοινωνία της Παρασκευής του Γουίτκοφ με τους Ευρωπαίους αξιωματούχους, εξήγησε ότι η ρωσική πρόταση περιελάμβανε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση, η Ουκρανία θα αποσυρόταν από το Ντόνετσκ και οι γραμμές μάχης θα πάγωναν. Ύστερα θα ακολουθούσε η δεύτερη φάση, στην οποία ο Πούτιν και ο Τραμπ θα συμφωνούσαν σε ένα τελικό ειρηνευτικό σχέδιο που θα διαπραγματεύονταν αργότερα με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, όπως είπαν οι αξιωματούχοι στη WSJ.
Ένας Ουκρανός αξιωματούχος που συμμετείχε στην τηλεφωνική συνομιλία με τον Τραμπ την Τετάρτη δήλωσε ότι το Κίεβο δεν αντιτίθεται σε καμία πρόταση επί της αρχής, αλλά ότι η κατάπαυση του πυρός θα αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε περαιτέρω κίνηση.
Οι ουκρανικοί και ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν από καιρό απορρίψει την επίσημη αναγνώριση του ρωσικού ελέγχου επί των κατεχόμενων ουκρανικών εδαφών. Το σύνταγμα της Ουκρανίας απαγορεύει επίσης στον Ζελένσκι να εγκρίνει μονομερώς εδαφικές αλλαγές. Ένας πιθανός τρόπος για να παρακαμφθεί αυτό το ζήτημα θα ήταν ο Ζελένσκι να συμφωνήσει σε μια de facto διαίρεση χωρίς να αναγνωρίσει νομικά οποιαδήποτε απώλεια εδαφών, δήλωσαν δύο Ευρωπαίοι αξιωματούχοι.
Ο Ζελένσκι έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι θα συζητούσε εδαφικά ζητήματα μόνο αφού η Ρωσία συμφωνούσε σε πλήρη και άνευ όρων κατάπαυση του πυρός, κάτι που έχουν επανειλημμένα τονίσει οι ουκρανικές αρχές.
Η πρόταση δεν αναφερόταν άμεσα στο αίτημα της Ουκρανίας για εγγυήσεις ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της ένταξης στο ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο της πρότασης, ο Πούτιν δήλωσε ότι η κυβέρνησή του θα ψηφίσει νόμο με τον οποίο θα δεσμεύεται να μην επιτεθεί στην Ουκρανία ή την Ευρώπη, μια δήλωση που οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δέχτηκαν με έντονο σκεπτικισμό.
Ο Γουίτκοφ είπε στους Ευρωπαίους συμμάχους σε πολλές τηλεφωνικές επικοινωνίες αυτή την εβδομάδα ότι η πρόταση δείχνει μια πραγματική κίνηση του Πούτιν προς την ειρήνη, ακόμα και αν η τελική συμφωνία μπορεί να διαφέρει από την πρόταση που περιέγραψε ο Ρώσος πρόεδρος.
Ωστόσο για την Ουκρανία, μια συμφωνία όπου θα παραιτηθεί από αυτές τις περιοχές —που αντιστοιχούν περίπου στο ένα πέμπτο της διεθνώς αναγνωρισμένης επικράτειάς της— θα ήταν πολιτικά δύσκολη, όπως επίσης και επώδυνη.
Με τα διακυβεύματα όμως να είναι τόσο πολλά, το μόνο βέβαιο είναι ότι η σύνοδος της Αλάσκας θα συγκεντρώσει πάνω της όλα τα βλέμματα παγκοσμίως, καθώς φιλοδοξεί να αποτελέσει σημείο καμπής στη φονικότερη σύγκρουση στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.