Η Βιέννη “πιέζει” την Airbus για τις δωροδοκίες σε μαχητικά αεροσκάφη

Η Βιέννη “πιέζει” την Airbus για τις δωροδοκίες σε μαχητικά αεροσκάφη
Αεροσκάφος Airbus A320

Στα έγγραφα που δόθηκαν στη δημοσιότητα, η Airbus παραδέχεται τις πληρωμές 55,1 εκατομμυρίων ευρώ σε μίζες, κατά την πώληση των αεροσκαφών στην Αυστρία το 2003.

Μετά την επίσημη παραδοχή της κατασκευάστριας εταιρείας Airbus, για δωροδοκίες κατά την πώληση μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter στην Αυστρία, η Αυστριακή υπουργός Άμυνας, Κλαούντια Τάνερ – του Λαϊκού Κόμματος του καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς – μετά τις πρώτες επιφυλακτικές της αντιδράσεις, αναγκάστηκε υπό την πίεση και της αντιπολίτευσης, να ανεβάσει τους τόνους.

Η ίδια απαίτησε σήμερα «να υπάρξει επιτέλους αλήθεια και σαφήνεια από την Airbus» κάτι που «δικαιούνται οι Αυστριακοί έπειτα από 17 χρόνια», ενώ ταυτόχρονα απείλησε με αποχώρηση της Αυστρίας από την σύμβαση, τόνισε πως αναμένει από την εταιρεία «μία ευρεία και πλήρη συνεργασία», ιδίως με την εισαγγελία, «εάν πρόκειται για πρόσωπα και οργανώσεις που υπήρξαν αποδέκτες των δωροδοκιών».

Αργότερα, σε έκτακτη συνέντευξη Τύπου το απόγευμα στη Βιέννη, η υπουργός Άμυνας ανέφερε ότι «η πίεσή μας είχε αποτέλεσμα» και ανακοίνωσε πως η κατασκευάστρια εταιρεία αντέδρασε προτείνοντας συνάντηση μαζί της, η οποία θα γίνει μαζί με τις πληρεξούσιες οικονομικές αρχές και τους αρμόδιους σε θέματα άμυνας όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων.

«Η Airbus θα με γνωρίσει από την καλή», ανέφερε χαρακτηριστικά η αυστριακή υπουργός Άμυνας, επισημαίνοντας πως δεν είναι δυνατόν να καταβάλλονται αποζημιώσεις στην Γερμανία, την Βρετανία και τις ΗΠΑ για παρόμοιες υποθέσεις, και να μην συμβαίνει το ίδιο με την Αυστρία.

Η κατασκευάστρια εταιρεία Airbus είχε προχωρήσει κατά τα τέλη Ιανουαρίου, σε συμφωνίες με την γαλλική, την βρετανική και την αμερικανική Δικαιοσύνη, για την καταβολή προστίμων ύψους σχεδόν 3,6 δισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς στο πλαίσιο των σχετικών ερευνών παραδέχθηκε ότι είχε προβεί σε δωροδοκίες κατά τις συναλλαγές για τις πωλήσεις των αεροσκαφών της.

Στα έγγραφα που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την αμερικανική Δικαιοσύνη, η Airbus παραδέχεται και τις πληρωμές 55,1 εκατομμυρίων ευρώ σε μίζες «σε 14 πρόσωπα», κατά την πώληση των αεροσκαφών Eurofighter στην Αυστρία το 2003.

Ήδη την περασμένη Δευτέρα, το μεγαλύτερο κόμμα της αυστριακής αντιπολίτευσης, το Σοσιαλδημοκρατικό, είχε καλέσει τον καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς και την υπουργό Άμυνας, να ενεργήσουν άμεσα στην κατεύθυνση μιας αποχώρησης της χώρας από την σχετική σύμβαση.

Ο αρμόδιος των Σοσιαλδημοκρατών για θέματα Άμυνας, Ρόμπερτ Λάιμερ, είχε επισημάνει πως με την παραδοχή ενοχής από την Airbus, θα ήταν πλέον εφικτή η καταγγελία της σύμβασης και η αποχώρηση της Αυστρίας από αυτή, ενώ επιπλέον, όπως τόνιζε, η σχετική ρήτρα στη σύμβαση προβλέπει, τόσο την καταγγελία της, όσο και την απαίτηση καταβολής αποζημίωσης στην περίπτωση δωροδοκίας κατά την αγορά των αεροσκαφών.

Η παραγγελία, αρχικά 24 Eurofighter, είχε γίνει το 2002 από την τότε κυβέρνηση συνασπισμού του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος του καγκελάριου Βόλφγκανγκ Σιούσελ και του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων του Γεργκ Χάιντερ – και ένα χρόνο αργότερα η παραγγελία μειώθηκε σε 18 αεροσκάφη, με την αξία τους να φθάνει τα δύο δισεκατομμύρια ευρώ.

Το 2012, ο νέος συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών και Λαϊκού Κόμματος που είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας τον Ιανουάριο του 2007, είχε ζητήσει αναθεώρηση της παραγγελίας, υπό το φως των κατηγοριών για δωροδοκίες επί δεξιάς-ακροδεξιάς κυβέρνησης συνασπισμού, ενώ επιτροπή της αυστριακής Βουλής ανέλαβε τότε τη διερεύνηση της υπόθεσης χωρίς να καταλήξει σε αποτέλεσμα.

Τον Φεβρουάριο του 2017, παράλληλα με την έναρξη του έργου νέας εξεταστικής επιτροπής της Βουλής, ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Άμυνας Χανς Πέτερ Ντόσκοτσιλ, κατηγόρησε τον ευρωπαϊκό αμυντικό κολοσσό Airbus, κατασκευαστή των Eurofighter, για εσκεμμένη παραπλάνηση και απάτη σε σχέση με την αρχική παραγγελία, καταθέτοντας μήνυση εναντίον του στην εισαγγελία της Βιέννης και απαιτώντας αποζημίωση ύψους 183,4 εκατομμυρίων ευρώ.

Η παραπλάνηση και απάτη, φέρεται να είχε προξενήσει έως τότε ζημία ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων ευρώ στο αυστριακό κράτος, επειδή τα αεροσκάφη είναι πολύ δαπανηρά στη διάρκεια των επιχειρήσεων, κοστίζοντας στη χώρα ετησίως για την λειτουργία τους, πάνω από 80 εκατομμύρια ευρώ.

Εκτός αυτού, και σύμφωνα με την τότε έρευνα από το αυστριακό υπουργείο Άμυνας, η Airbus και ο συνεργαζόμενος όμιλος εταιρειών, είχαν χρεώσει άλλο ένα 10% επί της τιμής της αγοράς για τις λεγόμενες «αντισταθμιστικές συμφωνίες», που περιλαμβάνουν αναθέσεις έργων που γίνονται σε τοπικές επιχειρήσεις και είναι μέρος της αρχικής συμφωνίας, αλλά το κόστος πρέπει να αναφέρεται ξεχωριστά – κάτι που δεν συνέβη με την τότε παραγγελία.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα